Stian Broch

JO NESBO: “ΟΧΙ, ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΑ ΖΩΗ. ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΑ ΣΚΛΗΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ”

Ο διάσημος μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας μιλά στο Magazine με αφορμή το νέο του βιβλίο “Ο Άρχοντας της Ζήλιας”. Την τιμητική τους σε αυτό έχουν η Κάλυμνος και το πιο επικίνδυνο από τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Με τον μέσο όρο των πωλήσεών του κάθε χρόνο στη χώρα μας να φτάνει τις 70.000 -αριθμός εντυπωσιακός προφανώς για τα δεδομένα μιας μικρής αγοράς που όμως στο βαθμό που της αναλογεί συνδιαμορφώνει τη μεγάλη εικόνα των 50 εκατομμυρίων αντιτύπων που έχουν μέχρι σήμερα πουληθεί στις περισσότερες από 40 χώρες στις οποίες έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του- τα βασικά σημεία της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Γιο Nesbo είναι λίγο-πολύ γνωστά ακόμη και σε όσους δεν συγκαταλέγονται στις τάξεις των ορκισμένων “Nesbomaniacs”: Ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής (στη Molde, οµάδα της Α΄ Εθνικής στη Νορβηγία), δοκιμάστηκε ως χρηματιστής, “σώθηκε”, όπως λέγεται μεταξύ σοβαρού κι αστείου, από το rock ’n’ roll (τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα στους αρκετά δημοφιλείς στην πατρίδα τους, Die Derre), μεσουρανεί, εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, γράφοντας αστυνομική, κατά βάση, λογοτεχνία, ένας σταρ συγγραφέας που, χωρίς αστερίσκους, χαίρει ιδιαίτερης κριτικής εκτίμησης και διαρκούς bestseller λαοφιλίας.

Πασίγνωστη είναι πια και η “πετριά” του Νορβηγού με την αναρρίχηση, στην οποία επιδίδεται με εντυπωσιακά για την ηλικία του (ξεκίνησε στα 50, είναι πια 61) αποτελέσματα, και ανά τακτά διαστήματα στην Κάλυμνο. Το ακριτικό νησί έχει την τιμητική του στο νέο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Ο Άρχοντας της Ζήλιας” (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη). Εκεί διαδραματίζεται η μεγαλύτερη, με διαφορά, από τις επτά ιστορίες που την απαρτίζουν. Ανάμεσά τους είναι φυσιολογικό ο αναγνώστης να αναζητά ένα συνδετικό κρίκο. Μπορεί να είναι ένας κοινός θεματικός άξονας. Μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό εύρημα. Μπορεί να είναι ένα σαφές ή μη ηθικό δίδαγμα. Ή μπορεί, στην προκειμένη, να είναι ένα κοινό συναίσθημα: “Η ζήλια διατρέχει όλες τις ιστορίες”, λέει -από το σπίτι του στο Όσλο, λίγες μέρες πριν εξορμήσει για μία ακόμη φορά στην Κάλυμνο- ο συγγραφέας στο Magazine. “Όταν η ζήλια σηκώνει το άσχημο κεφάλι της, συνήθως αηδιάζουμε με τον εαυτό μας. Δυστυχώς όμως όλοι ζηλεύουμε κάποια στιγμή, λίγο ή πολύ. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι, αν μαθαίνεις έστω κάτι που θα σου φανεί χρήσιμο στην επόμενη μέρα της ζωής σου. Μπορεί η ζήλια να αφήσει κάτι καλό πίσω της;”

Η ερώτησή του Νέσμπο δεν είναι ρητορική.

"Νομίζω ότι αν υπήρχε η δυνατότητα ακρωτηριασμού συγκεκριμένων τμημάτων του εγκεφάλου, οι περισσότεροι θα ήθελαν να ξεφορτωθούν αυτό που γεννάει τη ζήλια." Thron_Ullberg

Κάθε νέο σας βιβλίο αποτελεί ένα βαρυσήμαντο λογοτεχνικό γεγονός δεδομένων των συζητήσεων που προηγούνται και έπονται της έκδοσής του ανάμεσα στα εκατομμύρια των φανατικών αναγνωστών σας. Τώρα υπάρχει μια επιπλέον ιδιαιτερότητα: “Ο Άρχοντας της Ζήλιας” είναι συλλογή διηγημάτων, και μάλιστα κυκλοφορεί 20 χρόνια μετά την προηγούμενη.
Αρκετοί δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρξε η προηγούμενη συλλογή (Karusellmusikk) γιατί γράφτηκε πολύ νωρίς στην καριέρα μου και εκδόθηκε μόνο στα νορβηγικά. Για μένα το γράψιμο του νέου βιβλίου ήταν πολύ ενδιαφέρον και ως προς αυτό: να δοκιμαστώ ξανά σε ένα λογοτεχνικό είδος, το διήγημα, στο οποίο δεν έχω κάνει αρκετές απόπειρες μέσα στα χρόνια.

Είναι λοιπόν ακόμη και για έναν καταξιωμένο συγγραφέα τόσο διαφορετικό το γράψιμο ενός διηγήματος σε σχέση με ένα μυθιστόρημα;
Σε όλα τα είδη αυτό που έχει σημασία είναι το storytelling. Φυσικά υπάρχουν μερικές πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο να γράφεις μυθιστόρημα και διήγημα. Στο μεν μυθιστόρημα,είναι σαν να προσπαθείς να κουμαντάρεις ένα τάνκερ. Είναι καλό να έχεις πριν ξεκινήσεις μια προκαθορισμένη διαδρομή, αλλιώς δεν θα καταφέρεις καν να βγεις από το λιμάνι. Στο δε διήγημα είναι κάπως σαν να γράφεις ένα ποπ τραγούδι. Σου ‘έρχεται μια ιδέα και απλά κάθεσαι, ξεκινάς να γράφεις και περιμένεις να δεις πού θα φτάσεις. Αν δεις ότι δεν προχωράει το πράγμα, μπορείς απλά να το πετάξεις στα σκουπίδια. Είναι διαφορετικό το σκεπτικό. Υπό μία έννοια, στην περίπτωση της διηγηματογραφίας η διαδικασία είναι “ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει”. Αν γράφεις επί δύο χρόνια ένα μυθιστόρημα και ξαφνικά συνειδητοποιήσεις ότι είναι για πέταμα, νιώθεις συντετριμμένος. Αν ένα διήγημα δεν πάει καλά, δεν χάλασε ο κόσμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται σκληρή δουλειά ώστε ένα διήγημα να φτάσει εκεί που πρέπει και μπορεί να φτάσει. Η μητέρα μου, που ήταν βιβλιοθηκάριος και δεινή αναγνώστρια μυθοπλασίας, πάντα μου έλεγε: “Το δύσκολο δεν είναι να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα. Το δύσκολο είναι να γράψεις ένα καλό διήγημα”. Στο διήγημα, επέμενε, φαίνεται η αξία ενός συγγραφέα.

Η συλλογή φέρει τον τίτλο του μεγαλύτερου από τα διηγήματα που την απαρτίζουν, το οποίο διαδραματίζεται στην Κάλυμνο. Δεν σας ανησυχεί το ενδεχόμενο να κατακλυστεί το νησί από τα εκατομμύρια των Nesbomaniacs; Τι θα απογίνει τότε το ησυχαστήριο σας;
Να κάτι που δεν είχα σκεφτεί. Σ’ ευχαριστώ, φίλε, για το άγχος που μου δημιούργησες! Σοβαρά όμως, όταν γράφω, το κάνω για τον εαυτό μου και για δύο συγκεκριμένους φίλους. Αυτό είναι το κοινό που έχω στο μυαλό μου. Ίσως να έχεις δίκιο και να συμβεί αυτό που περιγράφεις στο νησί. Είναι όμως πολύ αργά για να προσπαθήσω να κρατήσω την Κάλυμνο μυστική, για μένα και τους φίλους μου. Ήδη στο νησί καταφτάνουν πάρα πολλοί τουρίστες και αναρριχητές. Δεν υπάρχει πια ούτε ένας σοβαρός αναρριχητής στον κόσμο που να μην γνωρίζει ότι η Κάλυμνος είναι ένα καταπληκτικό μέρος.

Αν γράφεις επί δύο χρόνια ένα μυθιστόρημα και ξαφνικά συνειδητοποιήσεις ότι είναι για πέταμα, νιώθεις συντετριμμένος. Αν ένα διήγημα δεν πάει καλά, δεν χάλασε ο κόσμος.

Το μέγεθος και μόνο της συγκεκριμένης ιστορίας επιβάλλει να σας ρωτήσω πότε και γιατί αποφασίσατε να το διαχειριστείτε ως διήγημα και όχι ως μυθιστόρημα.
Έχεις δίκιο, “Ο Άρχοντας της Ζήλιας” είναι μεγάλο διήγημα, θα μπορούσε να σταθεί και ως μικρή νουβέλα. Δεν προέκυψε όμως από μία αρχική ιδέα για μυθιστόρημα που στην πορεία εξελίχθηκε σε κάτι πιο σύντομο. Εξαρχής η ιδέα ήταν για ένα διήγημα, απλά καθώς έγραφα η ίδια η ιστορία ζητούσε κι άλλο χώρο, οπότε μεγάλωσε περισσότερο από όσο σκόπευα αρχικά.

Υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα που να διατρέχει όλες της ιστορίες αυτής της συλλογής και να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα τους;
Υπάρχει σίγουρα ένα κοινό συναίσθημα. Η ζήλια διατρέχει όλες τις ιστορίες. Είναι ένα θέμα που έχω μεταχειριστεί και σε προηγούμενα βιβλία μου, αλλά εδώ το κάνω πιο έντονα. Εκφράζονται πολλές σκέψεις και αγωνίες γύρω από αυτό το συναίσθημα, του οποίου τη χρησιμότητα οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να εντοπίσουμε. Όταν η ζήλια σηκώνει το άσχημο κεφάλι της, συνήθως αηδιάζουμε με τον εαυτό μας. Νομίζω ότι αν υπήρχε η δυνατότητα ακρωτηριασμού συγκεκριμένων τμημάτων του εγκεφάλου, οι περισσότεροι θα ήθελαν να ξεφορτωθούν αυτό που γεννάει τη ζήλια. Ακόμη και το αίσθημα του φόβου, θες να το βιώνεις πού και πού, σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Αλλά η ζήλια δεν χρησιμεύει σε τίποτα καλό, ειδικά στη σύγχρονη κοινωνία. Δυστυχώς όμως όλοι ζηλεύουμε κάποια στιγμή, λίγο ή πολύ. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι, αν μαθαίνεις έστω κάτι που θα σου φανεί χρήσιμο στην επόμενη μέρα της ζωής σου. Ως άνθρωποι οφείλουμε να επανεξετάζουμε διαρκώς τη συμπεριφορά μας, να αναρωτιόμαστε αν ανταποκρίνεται σε κάποιους κώδικες ηθικής με στόχο να γινόμαστε καλύτεροι. Το ερώτημα λοιπόν είναι: μπορεί η ζήλια να αφήσει κάτι καλό πίσω της;

Συμμερίζεστε την άποψη, που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, ότι το αστυνομικό, είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας;
Συμφωνώ κατά κάποιο τρόπο αλλά δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει γιατί όντως τα αστυνομικά μυθιστορήματα γίνονται πιο κοινωνικά, ή γιατί η υπόλοιπη λογοτεχνία γίνεται λιγότερο. Στη Σουηδία το κοινωνικό στοιχείο εντάχθηκε στην αστυνομική λογοτεχνία από τη δεκαετία του ’70 και βοήθησε στην έκρηξη της δημοφιλίας της στη Σκανδιναβία και κατόπιν στον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι το αστυνομικό μυθιστόρημα άρχισε να αποτελεί πρόσφορο έδαφος για συγγραφείς -κατά βάση αριστερούς, όπως για παράδειγμα ο Στιγκ Λάρσον- που ήθελαν να θίξουν πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. Είτε το αναγνωρίζω στον εαυτό μου είτε όχι, είμαι και εγώ κομμάτι αυτής της παράδοσης, ακόμη κι αν δεν το κάνω συνειδητά. Θα έλεγα ότι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας έχουμε προ πολλού σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και ανταποκρινόμαστε στην ανάγκη του κόσμου να διαβάσει κάτι που ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως είναι η πορνεία, το τράφικινγκ, η διαφθορά των πολιτικών, η βία κατά των γυναικών. Σας ευχαριστούμε, αναγνώστες. Είμαστε ευγνώμονες που μας φορτώσατε με αυτή την ευθύνη.

Άρα η αστυνομική λογοτεχνία έχει καταφέρει να αφουγκραστεί και τον παλμό της τελευταίας πενταετίας, οπότε και κυριάρχησαν τα κινήματα #ΜeΤoo και #BlackLivesMatter?
Ίσως να μην είμαι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να δώσει την απάντηση. Ναι, γράφω αστυνομική λογοτεχνία. Διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία. Αλλά δεν είμαι ο απόλυτος ειδικός. Σε ό,τι με αφορά, όταν λέω ότι ευχαριστώ τους αναγνώστες για την ευθύνη που φόρτωσαν στους ώμους μου, το κάνω και με μια δόση ειρωνίας. Δεν ξέρω αν θέλω αυτή την ευθύνη. Αυτό που θέλω όταν γράφω είναι η απόλυτη ελευθερία. Κατά καιρούς με απασχολούν ορισμένα καυτά πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. Θέλοντας και μη οι αγωνίες μου θα περάσουν και στις λέξεις μου.

"Υπάρχει δικαιοσύνη στη μυθιστοριογραφία. Η σκληρή δουλειά συχνά αποδίδει." Thron Ullberg

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα συγγραφέα που έχει πουλήσει 50 εκατομμύρια αντίτυπα και έχει ήδη κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Με το χέρι στην καρδιά, γιατί ξυπνάτε το πρωί και προτιμάτε να γράψετε αντί να εκμεταλλευτείτε την πολυτέλεια του άπλετου ελεύθερου χρόνου που έχετε κατακτήσει;
Νομίζω γιατί ακόμη πιστεύω ότι μπορώ να εκφράσω ιδέες και συναισθήματα γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη. Δεν είναι δηλαδή ότι σηκώνομαι το πρωί και αισθάνομαι ότι έχω μια ιδέα που δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς άλλος. Δεν είμαι τόσο αφελής. Ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι και να σκεφτώ θα το έχει ήδη σκεφτεί και κάποιος άλλος πριν από μένα. Η πρόθεσή μου είναι να γράφω με ειλικρίνεια και ίσως έτσι να επιτυγχάνεται η επίφαση της μοναδικότητας. Όμως, ξαναλέω, δεν είμαι αφελής. Πριν από πολλά χρόνια, όταν σκεφτόμασταν ποιο όνομα να διαλέξουμε για την κόρη μας, καταλήξαμε σε ένα που μας φαινόταν πολύ επαναστατικό και διαφορετικό. Μια δεκαετία αργότερα, είναι από τα πιο δημοφιλή ονόματα στη Νορβηγία. Το λέω αυτό για να τονίσω ότι ακόμη και ιδέες και σκέψεις που κάνεις και νομίζεις ότι είναι ρηξικέλευθες, εν ευθέτω χρόνω θα συνειδητοποιήσεις ότι αποτελούν -άρα και εσύ ο ίδιος- κομμάτι των ζυμώσεων που γίνονται την εκάστοτε περίοδο στην κοινωνία. Είναι λίγο καταθλιπτικό. Αλλά είναι αυτό που είναι. Ελπίζεις τουλάχιστον να μη σου κόψει τα φτερά, να συνεχίσεις να προσπαθείς να γράψεις κάτι της προκοπής, κάτι που θα νομίζεις ότι είναι μοναδικό, ακόμη κι αν ξέρεις ότι δεν είναι. Αξίζει τον κόπο γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα μέσα από τις δικές σου λέξεις να εκφραστούν και ορισμένοι αναγνώστες.

Έχοντας γνωρίσει την επιτυχία στη χώρα σας ως μουσικός και μέλλον των Di Derre, και σε ολόκληρο τον κόσμο ως συγγραφέας, θα λέγατε ότι ένα bestseller μυθιστόρημα είναι κατά κάποιο τρόπο σαν ένα ποπ χιτ;
Θα μπορούσε. Η αδικία έγκειται στο εξής: Όταν γράφεις τραγούδια, τα καλά είναι αυτά που δεν σου παίρνουν πάνω από 20’ για να τα τελειώσεις, ενώ εκείνα με τα οποία παλεύεις για δύο μήνες, είναι για πέταμα. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει και με τα διηγήματα. Με τα μυθιστορήματα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δεν διαβάζω ποτέ ολόκληρα τα βιβλία μου αφού εκδοθούν, μόνο λίγες σελίδες. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι τα σημεία που μου φαίνονται να κυλάνε πιο αβίαστα είναι εκείνα πάνω στα οποία μόχθησα τον περισσότερο καιρό. Υπάρχει δηλαδή δικαιοσύνη στη μυθιστοριογραφία. Η σκληρή δουλειά συχνά αποδίδει.

Είναι πολύ νωρίς για να προϊδεάσετε τους fans σας σχετικά με τις επόμενες περιπέτειες του Χάρι Χόλε;
Έχω μια καλή ιδέα για αυτόν τον τύπο. Προς το παρόν δουλεύω πάνω σε ένα άλλο βιβλίο για την Lynn Hill -ο πρώτος άνθρωπος που αναρριχήθηκε στον κορυφή του όρους Ελ Καπιτάν στην Καλιφόρνια- και τον Hans Christian Doseth, έναν πρωτοπόρο Νορβηγό ορειβάτη που έχασε τη ζωή του στο Πακιστάν το 1984. Κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο γίγαντες θα αναφερθώ και στη δική μου αγάπη για την αναρρίχηση και για το πώς είναι να προσπαθείς σε μεγάλη ηλικία -θυμίζω ότι ξεκίνησα στα 50 μου- να πετύχεις πράγματα που δεν μπορούσες καν να διανοηθείς στα νιάτα σου.

Πότε νιώθετε μεγαλύτερη έξαψη; Στην αρχή της αναρρίχησης ή όταν πια έχετε ολοκληρώσει με επιτυχία την προσπάθειά σας;
Η έξαψη είναι στη συνεχή προσπάθεια. Να νομίζεις ότι δεν μπορείς με τίποτα να καταφέρεις κάτι -γιατί το σώμα σου δεν ανταποκρίνεται ή γιατί δεν σου φτάνει η δύναμη- ώσπου ξαφνικά, μετά από 30 ή 40 απόπειρες, διαπιστώνεις ότι ναι, μπορεί να γίνει. Αυτό λοιπόν το συναίσθημα, όχι τη στιγμή που καταφέρνεις κάτι αλλά όταν συνειδητοποιείς ότι θα μπορέσεις να το καταφέρεις αν προσπαθήσεις λίγο ακόμη, είναι ανεκτίμητο. Μετά αναρωτιέσαι γιατί δεν το έβαλες κάτω, ποιο κομμάτι του μυαλού σου έδωσε την εντολή στο σώμα σου να συνεχίσει την προσπάθεια. Η πηγή αυτής της επιμονής είναι για μένα η πηγή της ευτυχίας.

Είναι κάπως έτσι και με το γράψιμο;
Ναι, καλώς ή κακώς, τις στιγμές που νιώθεις ότι όσο και να δουλέψεις, δεν θα μπορέσεις να ζωντανέψεις τους χαρακτήρες και την υπόθεση. Συνεχίζεις όμως να δουλεύεις, να προσπαθείς, να γράφεις σελίδες επί σελίδων και όταν τελειώνεις, διαβάζεις ξανά τα σημεία που σε δυσκόλεψαν και αναρωτιέσαι: “Μα τι σκεφτόμουν; Αυτό είναι γεμάτο ζωή!” Όχι, τα βιβλία μου δεν είναι γεμάτα ζωή. Είναι γεμάτα σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά.

Το βιβλίο “Ο Άρχοντας της Ζήλιας” του Jo Nesbo κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα