ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΜΠΑΤΛΕΡ: ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΦΥΛΑ – ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ
Το Τζούντιθ Μπάτλερ μίλησε στην κατάμεστη Δημοτική Αγορά Κυψέλης με αφορμή το νέο του βιβλίο “Ποιος φοβάται το φύλο;”. Αναλυτικά όσα καταγράψαμε από την παρουσία του στην Αθήνα.
Κέντρο Αθήνας, Πέμπτη 22 Μαΐου, απόγευμα, λίγο πριν τις 18:00. Είναι από τις ημέρες με τη χειρότερη ζέστη. Ανοίγω το κινητό στο λεωφορείο και εικόνες από τη γενοκτονία στη Γάζα βρίσκονται ξανά στην οθόνη μου. Σκρολάρω και θυμώνω με την ευκολία που μετατοπίζεται πλέον η σκέψη μας. Με το πως ο θάνατος και η βία έχουν γίνει η νέα μας κανονικότητα, και πια δεν μας σοκάρουν.
Πλησιάζει η ώρα να κατέβω, πατάω το κουμπί, παίρνω θέση κοντά στην πόρτα και δίπλα μου ακούω δυο κορίτσια να συζητούν για τη Eurovision και το “εντελώς σεξιστικό και ανύπαρκτο beef” Κλαυδίας – Σάττι. Φτάνω στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, τουλάχιστον μία ώρα πριν την προγραμματισμένη έναρξη της εκδήλωσης του “Eteron Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή” για το νέο βιβλίο του* διεθνώς αναγνωρισμένου φιλόσοφου με σπουδαίο έργο πάνω στις σπουδές φύλου και την queer θεωρία, Τζούντιθ Μπάτλερ “Ποιος φοβάται το Φύλο;” (Who is afraid of gender?) και ο χώρος είναι ήδη ασφυκτικά γεμάτος.
Λεπτό προς λεπτό προσέρχεται ολοένα και περισσότερος κόσμος.
Κόσμος κάθε ηλικίας, χαμογελαστός και πολύχρωμος ψυχή τε σώματι είναι εδώ. “Ε καλά οριακά όλη η queer κοινότητα της Αθήνας πήγε”, θα μου πει την επόμενη μέρα μία φίλη. Η ατμόσφαιρα αποπνέει μια αίσθηση αποδοχής και ασφάλειας.
“Ανυπομονώ. Περίμενα ένα μήνα αυτή τη συζήτηση” μου λέει ο Πέτρος χαμογελώντας πλατιά και πηγαίνοντας να πάρει καφέ και νερό στα γρήγορα, για να προλάβει μετά να βρει πού θα κάτσει. Την ίδια ώρα, πηγαδάκια έχουν σχηματιστεί παντού.
Άλλοι στις θέσεις τους, άλλοι οκλαδόν, άλλοι στον πεζόδρομο στη Φωκίωνος περιμένουν πώς και πώς την εμβληματική αυτή προσωπικότητα να ξεδιπλώσει τη σκέψη του για τα ζητήματα φύλου, την anti – gender στρατηγική της ακροδεξιάς και τις αντιστάσεις που είναι αναγκαίο να χτιστούν κόντρα στη σαρωτική και επικίνδυνη συντηρητικοποίηση της δημόσιας συζήτησης και πολιτικής.
Λίγα λεπτά μετά τις 19:00 η εκδήλωση ξεκινά. Το Τζούντιθ Μπάτλερ ανεβαίνει στο stage των ομιλητών/ομιλητριών και καταχειροκροτείται. Θα ακολουθήσουν πολλά ακόμα χειροκροτήματα κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, καθώς τα λόγια του φαίνεται πως ανακουφίζουν και εκφράζουν βιώματα, σκέψεις και συναισθήματα σχεδόν ολόκληρου του κοινού. Με περίσσεια εκφραστικότητα και χιούμορ το Μπάτλερ χτίζει από την αρχή μία άριστη επικοινωνία με το ακροατήριο.
Μαζί του είναι η Αθηνά Αθανασίου, καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Μυρτώ Τσιλιμπουνίδη, συγγραφέας και ερευνητό.
Τη συζήτηση προλογίζει εύγλωττα η δημοσιογράφος, σεναριογράφος και project coordinator του Eteron, Μαρία Λούκα. Στη συνέχεια απευθύνουν χαιρετισμό ο πρόεδρος της Τεχνόπολης και διευθυντής στο Σημείο για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς, Κωστής Παπαϊωάννου και ο Κώστας Λιβιεράτος, συνιδρυτής, υπεύθυνος σειρών και επιμελητής βιβλίων των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια, από τις οποίες και κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Τζούντιθ Μπάτλερ “Ποιος φοβάται το φύλο;”.
Στην αίθουσα επικρατεί μία φορτισμένη σιωπή. Όχι η τυπική, επιφανειακή ησυχία που υπαγορεύεται από τις κοινωνικές συμβάσεις και την τυπική ευγένεια -όπως συχνά συμβαίνει σε επίσημες εκδηλώσεις- αλλά μία σιωπή, απότοκη του γνήσιου ενδιαφέροντος και σεβασμού. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τις αυθόρμητες, ίσως και παθιασμένες αντιδράσεις του κοινού, καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, που φωνάζει συνθήματα, χειροκροτεί, και εκφράζεται όχι με καθωσπρεπισμό αλλά με ειλικρίνεια.
“Νομίζω πως είμαστε σήμερα εδώ, γιατί έχουμε ανάγκη να είμαστε μαζί”.
Με αυτές τις 11 λέξεις και ένα βλέμμα γεμάτο νόημα προς το κοινό επέλεξε να ξεκινήσει την ομιλία του το Τζούντιθ Μπάτλερ. Μία ομιλία που δεν έβριθε από ακαδημαϊκούς και δυσνόητους όρους. Αντιθέτως, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας μεστός, προσιτός, ελπιδοφόρος και -όπως αποδείχθηκε- αναγκαίος πολιτικός λόγος.
“Διανύουμε μια αποθαρρυντική εποχή”: Η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, η κλιματική καταστροφή, η βίαιη απέλαση μεταναστών/τριών, η κατάργηση της νομικής αναγνώρισης των τρανς ατόμων, τόσο στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ρατσιστική ρητορική που βαφτίζει “τρομοκράτες” τα παιδιά των μεταναστών χωρίς χαρτιά. “Φοιτητές που τολμούν να υψώσουν τη φωνή τους ενάντια στη βία του ισραηλινού κράτους διώκονται, απειλούνται με απέλαση ή και φυλάκιση”.
Όλα αυτά, υπογράμμισε, δεν είναι μεμονωμένα φαινόμενα αλλά ενδείξεις ενός νέου αυταρχισμού.
Ωστόσο, απέναντι σε αυτή τη βάρβαρη επέλαση “πολλά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα συνεχίζουν να δυναμώνουν αυτή την περίοδο”. Από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και την αντίδραση εβραϊκών κοινοτήτων ενάντια στη γενοκτονία στη Γάζα, μέχρι τα κινήματα για την αναπαραγωγική υγεία και την υπεράσπιση του δικαιώματος στην άμβλωση, την ισότιμη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση. “Όλα αυτά”, τόνισε, “αγωνίζονται ενάντια στον ρατσισμό, τον καπιταλισμό, τους ιμπεριαλιστικούς αγώνες, το μισογυνισμό, την ομοφοβία και την τρανσφοβία”.
“Το βιβλίο μου “Ποιος Φοβάται το Φύλο;” δημοσιεύτηκε πάνω από έναν χρόνο πριν, αλλά δεν κατάφερε να προβλέψει πόσο έντονη θα ήταν η άνοδος του αυταρχισμού. Παρόλο που προσπάθησε να δείξει πώς το κίνημα κατά της “ιδεολογίας του φύλου” εκμεταλλεύεται και υποκινεί το μίσος, ικανοποιώντας έτσι την ανάγκη για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο και αυταρχική πολιτική”, μας αναφέρει.
Όπως υποστηρίζει και στο βιβλίο “Ποιος φοβάται το φύλο;” η λεγόμενη “ιδεολογία του φύλου” είναι ένα κατασκευασμένο αφήγημα, το οποίο χρησιμοποιείται πολιτικά για να δαιμονοποιήσει τα τρανς και queer υποκείμενα, να προσδώσει φόβο και ηθικό πανικό σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας και να νομιμοποιήσει αυταρχικά μέτρα ελέγχου και καταστολής. Δεν πρόκειται για επιστημονική ή φεμινιστική έννοια, αλλά για μια ρητορική, που αναπαράγεται από τον ακροδεξιό και αντι-φεμινιστικό λόγο.
Όπως αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ, “χιλιάδες ψηφοφόροι έλαβαν αυτοματοποιημένες κλήσεις (robocalls) που προειδοποιούσαν ψευδώς ότι, αν εκλεγεί η Καμάλα Χάρις, θα προωθούσε χειρουργικές επεμβάσεις φύλου σε μετανάστες και παιδιά”.
Αυτή η ψευδής αφήγηση της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ, την οποία το Μπάτλερ παρομοιάζει με και αποκαλεί “φάντασμα” (phantasm), “συνδέει τον φόβο ορισμένων ανθρώπων για τα δικαιώματα των τρανς ατόμων – όπως η πρόσβαση νέων στη διαδικασία επιβεβαίωσης φύλου, η συμμετοχή τρανς ατόμων στον αθλητισμό και η νομική αλλαγή φύλου- με τον φόβο ότι οι μετανάστες αποτελούν μέρος της “μεγάλης αντικατάστασης” (Great Replacement) των λευκών στις μικρές πόλεις”.
“Αυτό το φάντασμα στήνει το αφήγημα μιας ‘εγχώριας απειλής’ σε μια Αμερική που θεωρείται ότι ορίζεται από την απόρριψη αυτών των κοινοτήτων”, επισημαίνει.
Στο βιβλίο του, το Μπάτλερ δείχνει πώς το “φάντασμα του φύλου” επιστρατεύεται από αυταρχικά καθεστώτα, εκκλησιαστικές αρχές και συντηρητικές κυβερνήσεις ως μέσο πολιτικής χειραγώγησης, με στόχο τη δαιμονοποίηση της έρευνας πάνω στο φύλο και την υπονόμευση κινημάτων ισότητας και δικαιοσύνης. Το “φάντασμα” δεν είναι απλώς παραπληροφόρηση, αλλά μια δομημένη φαντασίωση που συγκροτεί το φύλο ως «απειλή» στην κοινωνική τάξη.
Το παρόν μας, λοιπόν, σκιαγραφείται από την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων που χτίζουν τη δύναμή τους σε επίπλαστους εχθρούς, στοχοποιώντας μεθοδικά ευάλωτες “και γενναίες” (θα συμπληρώσει αργότερα το Μπάτλερ) κοινωνικές ομάδες (τρανς, ΛΟΑΤΚΙ, μετανάστες), προκειμένου να νομιμοποιήσουν την αφαίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων.
“Όταν βασικά δικαιώματα μπορούν να ανασταλούν τόσο εύκολα, η δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ο ορίζοντας του πολιτικού μας αγώνα” τονίζει το Μπάτλερ, προσθέτοντας εμφατικά πως “η δημοκρατία υπάρχει μόνο επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να αγωνίζονται για την ύπαρξή της”.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΑΣ
Υπάρχει λοιπόν απάντηση απέναντι σε αυτή την “ηγεμονική φαντασία της δεξιάς”. Και αν ναι ποια είναι;
Για το Τζούντιθ Μπάτλερ υπάρχει. Και ξεκινά από τη φαντασία. Όχι την ατομική φαντασία και “ονειροπόληση”, αλλά το συλλογικό φαντασιακό – το σύνολο των εικόνων, των λόγων και των επιθυμιών μέσα από τα οποία καταλαβαίνουμε τον κόσμο.
Το φαντασιακό αυτό, όμως, δεν είναι ουδέτερο ούτε ανεπηρέαστο. Διαμορφώνεται και οργανώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις κυρίαρχες πολιτικές και τεχνολογικές δυνάμεις. Σήμερα, η δεξιά και η ακροδεξιά έχουν καταφέρει να ελέγχουν σημαντικό κομμάτι του δημόσιου φαντασιακού, μέσα από έναν συνδυασμό πολιτικής ρητορικής και ψηφιακής κυριαρχίας.
Οι πλατφόρμες, τα social media και οι αλγόριθμοι δεν είναι ουδέτερα εργαλεία, όπως εξηγεί. Λειτουργούν ως δομές παραγωγής φαντασίας. Ο ψηφιακός καπιταλισμός δεν αναδιανέμει μόνο τον πλούτο ή την εξουσία, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τι είναι “φυσιολογικό”, τι είναι “επικίνδυνο”, τι είναι “απειλή”.
Μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς, η δεξιά έχει καταφέρει να χτίσει ψηφιακές συναινέσεις και να κανονικοποιήσει μορφές ρατσισμού, σεξισμού και εκμετάλλευσης, οι οποίες αρχίζουν να παρουσιάζονται ως “φυσιολογικές” ή “εύλογες”. Όπως σημειώνει το Μπάτλερ, «ο καπιταλισμός είναι το φαντασιακό μέσα στο οποίο ο αυταρχισμός αποκτά νόημα – και μετατρέπεται σε μια συναρπαστική μορφή σαδισμού».
Αν λοιπόν θέλουμε να οραματιστούμε έναν άλλο κόσμο, πρέπει πρώτα να ανακτήσουμε τη φαντασία — και να την απελευθερώσουμε από τα χέρια όσων τη χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν την καταπίεση.
Αν πρόκειται να αναδυθεί ένα αντι-φαντασιακό από την πλευρά της Αριστεράς – καθοδηγούμενο από έναν φεμινισμό που περιλαμβάνει τα τρανς υποκείμενα και δεσμεύεται απέναντι σε όλους όσοι βλέπουν τα δικαιώματά τους να υπονομεύονται από την αυξανόμενη αντιδημοκρατική κρατική εξουσία και βία – αυτό το φαντασιακό πρέπει να εισέλθει στον ψηφιακό χώρο με τις δικές του στρατηγικές.
Αν θέλουμε να αντιπαρατεθούμε στο ηγεμονικό φαντασιακό, πρέπει να επανασυνδέσουμε τις πραγματικότητες που έχουν τεχνητά απομονωθεί. Αν, για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι η στέρηση των δικαιωμάτων των τρανς ατόμων, η απέλαση μεταναστών, η ποινικοποίηση της διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα και η κλιματική καταστροφή είναι άσχετα μεταξύ τους, τότε “απλώς κάνουμε λάθος”.
“Όλα αυτά είναι μορφές μιας οργανωμένης καταστροφής – και μόνο αν αναδείξουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε πολιτικά και συλλογικά”, σημειώνει.
“Η φαντασία είναι πολιτική πράξη”.
Όταν λέμε όχι στις γενοκτονικές πολιτικές στην Παλαιστίνη ή στη φρίκη στο Σουδάν και το Κονγκό, αντιδρούμε γιατί πιστεύουμε ότι κάτι πολύτιμο καταστρέφεται στον κόσμο μας. Αυτό το “όχι” περιέχει ήδη ένα όραμα. “Ίσως δεν το συνειδητοποιούμε αλλά ήδη φανταζόμαστε έναν κόσμο, όπου η βία, η αδικία και η καταστροφή δεν θα θεωρούνται φυσιολογικές. Αυτό είναι το δικό μας πάθος”, εξηγεί.
“Αυτό πρέπει να μας δώσει θάρρος. Γιατί παρά τους ζοφερούς καιρούς, δεν έχουμε χάσει τη δύναμη να φανταζόμαστε”. Και η συγκεκριμένη φαντασία, όπως τονίζει, είναι ο πυρήνας και η προϋπόθεση της πολιτικής δράσης. “Πώς άλλωστε ξέρεις για τι παλεύεις, αν δεν έχεις ήδη φανταστεί έναν πιο δίκαιο κόσμο;”
Αλλά η φαντασία, όσο απαραίτητη κι αν είναι, δεν μπορεί να μείνει στη σφαίρα του αφηρημένου, γι’ αυτό και το Μπάτλερ μάς προτρέπει να αναρωτηθούμε: “τι θα σήμαινε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η ισότητα δεν είναι απλώς αξίες, αλλά βιωμένες εμπειρίες; Τι μορφή θα έπαιρνε η καθημερινότητα αν τα τρανς άτομα είχαν πλήρη νομική αναγνώριση· αν οι γυναίκες μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς φόβο”.
Να οραματιστούμε μια κοινωνία, όπου όλοι θα απολαμβάνουμε ίσα δικαιώματα, χωρίς να έχουμε την αυταπάτη ότι τα δικαιώματα μίας ομάδας αξίζουν περισσότερο από μίας άλλης. “Ξεκινούν με τα τρανς άτομα. Τους αφαιρούν θεμελιώδη δικαιώματα και ακυρώνουν την ύπαρξή τους δια νόμου. Ποιανού η ύπαρξη θα ακυρωθεί μετά; Αν μπορούν να θυσιάσουν τα τρανς άτομα, μπορούν να θυσιάσουν τους μετανάστες, τους φοιτητές, τις γυναίκες. Θα θυσιάσουν κι εσάς. Και μη νομίζετε ότι οι εργαζόμενοι είναι άλλη κατηγορία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι εργαζόμενοι, είναι η εργατική τάξη”.
Για το Μπάτλερ χρειάζεται να χτίσουμε ένα αντιπαράδειγμα στο αδηφάγο αυτό “φασιστικό πάθος” και να αντιτάξουμε το δικό μας πάθος, που δεν βασίζεται στον αποκλεισμό αλλά στη συνύπαρξη, στα ανοιχτά σύνορα, στην αποστρατιωτικοποίηση και στη δημοκρατία που αρνείται τις διακρίσεις και τους διαχωρισμούς με βάση τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία ή την καταγωγή.
Το πάθος που επιμένει ότι η ισότητα δεν μπορεί να στηρίζεται στο άτομο ως μονάδα, αλλά στην αλληλεξάρτηση — “αυτή είναι που μας καθιστά ίσους”. Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τη ζωή, πρέπει πρώτα να την επανανοηματοδοτήσουμε— όχι ως ατομικό προνόμιο, αλλά ως έναν κοινό, εύθραυστο δεσμό που χρειάζεται φροντίδα και προστασία. Ως κάτι που μας ενώνει, και όχι ως κάτι που μπορεί να μας διαχωρίζει σε άξιες και ανάξιες υπάρξεις.
Αυτός ο αγώνας δεν είναι αφηρημένος: είναι μια μορφή γνώσης και πράξης που μπορεί να μας κινητοποιήσει στο όνομα της ζωής, της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Και ίσως, μέσα από αυτό, να γεννηθεί μια οργή — όχι μια στείρα αγανάκτηση, αλλά ένα ισχυρό πάθος που μπορεί να μετατραπεί σε συλλογική απαίτηση, σε ένα φαντασιακό ισχυρότερο από κάθε φασιστικό πάθος. Έτσι μπορεί να προκύψει μια νέα μορφή αλληλεγγύης — ίσως ανέφικτη, αλλά απολύτως αναγκαία.
Άλλωστε, όπως λέει και το τρανσφεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή:
“Υπάρχουν δύο φύλα: οι φασίστες και οι αντιφασίστες”.
Το Τζούντιθ Mπάτλερ καταχειροκροτείται για μια ακόμα φορά.
Ο λόγος του αιχμηρός, ταξικός, ανακουφιστικός, λυτρωτικός, όαση και έμπνευση στη βάρβαρη εποχή που ζούμε.
Τζούντιθ, ευχαριστούμε.
Μια απαραίτητη απάντηση
Παραθέτουμε αυτούσια όσα είπε το Τζούντιθ Μπάτλερ (για μια ακόμα φορά) αναφερόμενο στις Terfs (Trans-Exclusionary Radical Feminist) στις φεμινίστριες, δηλαδή, που αποκλείουν τα τρανς άτομα από το φεμινιστικό κίνημα, καθώς δεν αναγνωρίζουν τις τρανς γυναίκες ως γυναίκες. Υποστηρίζουν ότι η γυναικεία ταυτότητα βασίζεται αποκλειστικά στο βιολογικό φύλο, όπως αυτό ορίζεται κατά τη γέννηση και συχνά διατυπώνουν τρανσφοβική ρητορική.
“Και αν πούμε: ‘Α, τα γυναικεία σώματα είναι ξεχωριστά, λόγω της αναπαραγωγικής ικανότητας’, τότε αν μια γυναίκα δεν μπορεί να αναπαραχθεί, δεν έχει αυτή την ικανότητα, -και πράγματι είναι πολλές οι γυναίκες που δεν την έχουν – θα πούμε ότι δεν είναι γυναίκα; Όχι, δεν λέμε κάτι τέτοιο. Ως φεμινίστριες, δεν το λέμε αυτό.
Όταν κάποια είναι πολύ μεγάλη σε ηλικία για να τεκνοποιήσει και είναι γυναίκα, λέμε: “Α, δεν είναι πια γυναίκα”; Όχι.
Λέμε ότι όποια θέλει να ανήκει σε αυτό που ονομάζουμε γυναίκα, ανήκει – είτε θέλει να αναπαραχθεί είτε όχι, είτε μπορεί είτε δεν μπορεί.
Η γυναίκα δεν ορίζεται από ένα πράγμα που μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει.
Αυτός είναι ο φεμινισμός που καταλαβαίνω”.
*Το Τζούντιθ Μπάτλερ το 2020 δήλωσε ότι προτιμά να χρησιμοποιεί τις αντωνυμίες they/them σε ενικό αριθμό
Το βιβλίο “Ποιος φοβάται το φύλο;” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.