24Media Creative Team

ΑΛΒΑΝΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Τρεις γυναίκες από την Αλβανία με πολυετή διαμονή στην Ελλάδα σκιαγραφούν την προσωπική τους μεταναστευτική διαδρομή, σχολιάζουν τη σχέση τους με τα μίντια και καταθέτουν τις απόψεις τους για τις σύγχρονες προσφύγισσες και μετανάστριες.

Κάποιες τις συνάντησα σε συνοικιακά καφέ. Άλλες μου δώσανε τη διεύθυνση του σπιτιού τους. Είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα και έπειτα κάποια μηνύματα. Καμία συνάντηση δεν έμεινε στα προφανή. Η παρέκκλιση αυτή με καλούσε να εισχωρήσω στο πολυδιάστατο σύμπαν γυναικών μεταναστριών/προσφυγισσών με τραύματα και όνειρα.

«Κάποτε ήμουν γέφυρα για να περνάνε άλλοι. Τότε, το κεφάλι μου το είχα κάτω»

Σήμερα με το κεφάλι ψηλά η Εmma (ψευδώνυμο) αφηγείται τη δική της ιστορία μετάβασης, επιβίωσης και ενδυνάμωσης.

Είναι 17:00. Χτυπάω το κουδούνι και ανεβαίνω τις σκάλες. Μου ανοίγει την πόρτα, αναφέροντας πως πάνε δέκα λεπτά που μπήκε στο σπίτι. Ζητάω συγνώμη για την αναστάτωση, αλλά μοιάζει να μην την απασχολεί ιδιαίτερα ο λόγος για τον οποίο απολογούμαι.

Κάθομαι στον καναπέ. Είναι τόσο αναπαυτικός, όσο μου φάνηκε εξ’ όψεως. Το μάτι μου πέφτει στις κορνίζες που στέκονται στο σύνθετο. Τα παιδιά και το εγγόνι της. Η κόρη της σπουδάζει στο εξωτερικό. Ο γιoς της έμεινε εδώ. Αποφοίτησε από ελληνικό σχολείο και παντρεύτηκε Ελληνίδα. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει ελληνική ταυτότητα. Έπειτα από την εκτενή αναφορά στα παιδιά, η Εmma αναφέρεται στη δική της άδεια παραμονής, που πρέπει για άλλη μια φορά να ανανεώσει.

«Πάλι θα καταθέσω αίτηση για τρία χρόνια. Με έναν τρόπο θέλουν να μας διώξουν. Από εκεί που την άδεια την είχα για δέκα χρόνια, τώρα είναι για τρία».

Η σκέψη της πετάγεται στην πρόσφατη επίσκεψη του Έντι Ράμα στη Θεσσαλονίκη. «Ήμουν έτοιμη να πάω και να του πω, εμείς ήρθαμε εδώ για σένα, εσύ τι μπορείς να κάνεις για εμάς;». Νιώθω πως προσπαθεί να βρει τις λέξεις για να εκφράσει την αδιαφορία που εισπράττει από παντού.

Στην Ελλάδα, πρώτος ήρθε ο πρώην άντρας της. Τα ελάχιστα τηλεφωνήματα και τα σχεδόν ανύπαρκτα εμβάσματα από μέρους του την έκαναν να τον αναζητήσει. Με τη συνοδεία του αδερφού της και με πλήθος άλλων συντοπιτών, κατέφτασαν περπατώντας.

Ψάχνοντας τα ίχνη του πρώην συζύγου της διαπίστωσε την εμπλοκή του με το «κουμάρι» και ήρθε αντιμέτωπη με τα χρέη του. Τότε αποφάσισε να μείνει. Μετά από καιρό, ήρθαν στην Ελλάδα και τα παιδιά. Μένανε είτε σε κάποιο παραχωρημένο δωμάτιο σε σπίτι συγγενή είτε σε κάποια υπόγεια τρύπα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Οι καβγάδες τους με αφορμή τα χρήματα ήταν καθημερινοί, με αποτέλεσμα η βία σε βάρος της να αποτελέσει επακόλουθο.

«Μαλώναμε κάθε βράδυ. Κατέληγα στην αστυνομία με τις πιτζάμες, με αίμα στα μούτρα και τα παιδιά στο χέρι».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROIKINISSI

«Μόλις χώρισα, φοβήθηκα πάρα πολύ. Και μία μέρα πήρα τα παιδιά και τους είπα ‘εγώ δεν μπορώ να σας μεγαλώσω’. Η ψυχολογία μου ήταν στο μηδέν. Και πήρα τα παιδιά και πήγα μέχρι τη θάλασσα για να πέσουμε. Μόλις έφτασα, όμως, ένας από το χωριό μου στην Αλβανία έρχεται και με σταματάει. Μετά συνήλθα. Είπα: Αυτό κάτι σημαίνει. Θα πάρω τα παιδιά μου, θα δουλέψω και θα τα μεγαλώσω. Αν δεν μπορέσω να δουλέψω, θα κάνω ό,τι χρειαστεί, ακόμα κι αν χρειαστεί να γίνω πουτάνα, αλλά θα τα μεγαλώσω».

Για να αναθρέψει τα παιδιά της δούλευε από τις έξι το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ. Τρεις δουλειές. «Δεν ήξερα που ήταν παραλία. Το πιστεύεις; Τα παιδιά ποτέ δεν τα πήγα στο πάρκο. Ποτέ δεν τα πήγα βόλτα στη παραλία. Ποτέ. Είκοσι χρόνια».

Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. «Κάποτε ήμουν γέφυρα για να περνάνε άλλοι», δηλώνει υπονοώντας τους παλιούς εργοδότες της. «Τότε, το κεφάλι μου το είχα κάτω». Σήμερα είναι εξήντα ετών. Τα παιδιά της έχουν μεγαλώσει και δεν χρειάζεται να δουλεύει τόσο εντατικά, όσο τα προηγούμενα χρόνια. Πλέον, με το κεφάλι ψηλά διεκδικεί όσα τις ανήκουν και διαπραγματεύεται για όσα επιθυμεί, σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο.

«Τώρα έχω οκτώ χρόνια που βγαίνω με φίλες, πάω εκδρομή, χορεύω».

Μου λέει πως είναι ντροπή σήμερα να κοιμούνται άνθρωποι στον δρόμο και να μην έχουν να φάνε. Αναφέρεται στη βοήθεια που έχει προσφέρει η ίδια σε άστεγους, όταν τους μοίραζε συσκευασμένο φαγητό από το εργοστάσιο που δούλευε ή τότε που κοίμισε στο σπίτι της μία άγνωστη κοπέλα για να μη μείνει το βράδυ στον δρόμο. «Ό,τι καλό κάνεις σου έρχεται πίσω», καταλήγει.

-Θα επέστρεφες ποτέ στην Αλβανία;, τη ρώτησα.

«Όχι, δεν μπορώ. Μέχρι πέντε μέρες, παραπάνω όχι. Πέφτει η ψυχολογία», απαντάει κοφτά και χωρίς πολλή σκέψη.

Επαναλαμβάνει αρκετά συχνά πως οι γυναίκες πλέον έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους, πως αυτές είναι κυρίες του εαυτού τους και του σπιτιού τους. «Σχολείο δεν έχω κάνει, αλλά η ζωή με έχει μάθει πάρα πολλά», δηλώνει και οφείλω να συμφωνήσω μαζί της.

«Υπάρχουν μέρες που έχω κλάψει, αλλά μια γυναίκα ποτέ δεν τα βάζει κάτω»

Η Zoe (ψευδώνυμο) μοιράζεται τα δικά της στιγμιότυπα μιας ζωής γεμάτη από εμπόδια και μικρές νίκες.

Η Zoe κατέφτασε στη συνάντηση μας χαμογελαστή και συνοδευόμενη από την κόρη της. Είχε ένα γνήσιο χαμόγελο και ματιά διαπεραστική. Παρόλο που δεν ξεπερνούσε τα σαράντα, το κουρασμένο βλέμμα και οι βαθιά χαραγμένες ρυτίδες γύρω από τα μάτια παρέπεμπαν σε γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας.

«Οι ταλαιπωρίες γράφουν πάνω μας», σκέφτηκα. «Αυτά είναι τα αποτυπώματα μιας ζωής εμποδισμένης». Πράγματι, η ζωή που μου αφηγήθηκε στη συνέχεια, σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτηριζόταν εύκολη.

Το όνειρο της Zoe ήταν να σπουδάσει. Δεν μου αναφέρει το αντικείμενο. Διευκρινίζει όμως πως ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει, καθώς μετά το Δημοτικό έπρεπε να ξεκινήσει τη δουλειά. Τον περισσότερο καιρό στην Αλβανία ήταν μοδίστρα. Στην Ελλάδα ήρθε το 2005 μαζί με τον σύζυγο της.

«Δεν είχε δουλειές στην Αλβανία. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε», αναφέρει.

Στην αρχή εγκαταστάθηκαν σε κάποιο χωριό επαρχιακής πόλης κοντά στη Θεσσαλονίκη, από το οποίο όμως μετέπειτα αναγκάστηκαν να φύγουν.

«Είχα πολλές περιπέτειες με την αστυνομία. Ο άντρας μου τότε είχε χαρτιά και εγώ όχι. Εγώ πρόσεχα μια γιαγιά και κάπως μαθεύτηκε ότι ήμουν παράνομα εδώ. Ήρθε η αστυνομία σπίτι, με πήγανε στο Τμήμα και μου είπαν ότι πρέπει να φύγω από την Ελλάδα. Πλήρωσα πολλά λεφτά σε δικηγόρους, αλλά τίποτα».

EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Τότε επέστρεψαν στην Αλβανία. Ωστόσο, σε λιγότερο από ένα χρόνο ξαναγύρισαν. Αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη.

Παράλληλα με τις μετακινήσεις μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και την αγωνία για την κατοχύρωση της νόμιμης παραμονής της στην χώρα, η Zoe καλούταν να διαχειριστεί τη βαθιά της επιθυμία για απόκτηση παιδιού και τις προσπάθειες που δεν ευδοκιμούσαν.

«Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, έμεινα έγκυος στην κόρη μου», αναφέρει με ανακούφιση. Μετά από τρία χρόνια γέννησε τον γιο της. Η ανατροφή των παιδιών ήταν κάτι που είχε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου, καθώς δεν υπήρχε κανένας για να τη βοηθήσει. «Πρόσεχα μια γιαγιά τότε και είχα την κόρη μου μαζί, δύο χρονών παιδί».

Ο σύζυγος της εργάζεται ως πλακατζής. «Πότε έχει δουλειά και πότε όχι. Δεν είναι σταθερό».

Λίγο πριν το τέλος της συνάντησης μας και με ιδιαίτερη συστολή αναφέρθηκε στη σωματική κακοποίηση που έχει υποστεί από εκείνον τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά σε περιόδους όπου δεν είχε δουλειά και το είχε ρίξει στο αλκοόλ. «Μου έχει περάσει από το μυαλό να μιλήσω για αυτές τις δυσκολίες, αλλά κάτι με κρατούσε πίσω. Ίσως λόγω των παιδιών. Αλλά όσο και να με πληγώσουν, δε θέλω να πληγώσω άλλον άνθρωπο».

Όταν την ρωτάω αν συνεχίζει να υφίσταται βία με διαβεβαιώνει πως αυτό ανήκει στο παρελθόν. «Πλέον έχω αναλάβει εγώ όλες τις υποχρεώσεις γιατί ήταν κάτι που τον άγχωνε και έπινε», μου εξηγεί.

-Πως σου φαίνεται η κατάσταση με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες σήμερα;

«Δεν υπάρχει χειρότερο από το να βλέπεις το παιδί σου στο δρόμο χωρίς να έχει φαΐ, νερό και ασφάλεια. Το λέω γιατί και εγώ έχω παιδιά. Δεν μου αρέσει το 2025 να βλέπω κόσμο να μένει έξω και να μην έχει ελπίδα». Μπορεί να τους νιώσει. Έχει περάσει και η ίδια δύσκολα. Ήρθε με τα πόδια στην Ελλάδα. Ξεκίνησε από καθαρίστρια. Έπειτα πρόσεχε ηλικιωμένους με άνοια και τώρα στον φούρνο. Πήγαινε σε συνεντεύξεις για δουλειά και το πρώτο πράγμα που την ρωτούσαν ήταν «από πού είσαι».

Επαναλαμβάνει πως παλιότερα η διαχείριση των προσφύγων ήταν καλύτερη: «Μπορεί τους Αλβανούς να τους χτυπούσαν και να τους έβαζαν φυλακή, αλλά τουλάχιστον υπήρχε μια ασφάλεια για τη γυναίκα και τα παιδιά. Έχει χαλάσει ο κόσμος».

Έπειτα μου εξηγεί πως αποφεύγει να βλέπει ειδήσεις «Δεν θέλω να γυρίσω πάλι στα παλιά. Όσο πιο λίγα ξέρεις, τόσο πιο καλά μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή σου», δηλώνει με σιγουριά.

Διαπιστώνω πως οι δυσκολίες την έχουν κάνει τραχιά και κάπως απόμακρη. Αν ξύσεις όμως την επιφάνεια της αποκαλύπτεται μία γυναίκα δυνατή, ευαίσθητη και αισιόδοξη: «Υπάρχουν μέρες που έχω κλάψει, αλλά μια γυναίκα ποτέ δεν τα βάζει κάτω. Αν θέλεις κάτι, το κυνηγάς, ονειρεύεσαι, πάντα μπορείς να το καταφέρεις», καταλήγει, επιβεβαιώνοντας όσα είχα ήδη σκεφτεί για την ίδια.

«Οι γυναίκες δουλεύουν δώδεκα ώρες σε εργοστάσιο, έρχονται πτώμα σπίτι και πάλι καθαρίζουν, μαγειρεύουν, δεν βγαίνουν για καφέ. Παλεύουν»

Η Aida, μια ερωτική μετανάστρια από την Αλβανία αφηγείται τη ζωή της δεκαπέντε χρόνια μετά την άφιξή της στη χώρα.

Η Αida θα μπορούσε να λάβει την ταυτότητα της ερωτικής μετανάστριας. Ήρθε στην Ελλάδα για χάρη του συζύγου της, τον οποίο γνώρισε σε έναν γάμο στην Αλβανία. «Εκείνος είναι από δώδεκα χρονών εδώ. Εδώ ήταν το σπίτι του και δεν ήθελε να φύγει. Έτσι τον ακολούθησα».

Καταλαβαίνω πως το έκανε κάπως απρόθυμα και χάριν του έρωτα. Την ρωτάω αν επισκέπτεται τακτικά την Αλβανία και χαμογελάει. Εικάζω πως της λείπει. «Πηγαίνουμε όταν μπορούμε το καλοκαίρι. Τα παιδιά στις τρεις μέρες βαριούνται, αλλά εμένα μου αρέσει».

Στην Αλβανία σπούδασε νοσηλευτική. «Έβαλα τα δυνατά μου για να τελειώσω τη σχολή και ήμουν καλή», υπογραμμίζει. Σήμερα στην Ελλάδα εργάζεται ως καθαρίστρια. «Δεν το βλέπω σαν κάτι υποτιμητικό. Ντροπή είναι να μην δουλεύεις.», συνεχίζει, αλλά παρατηρώ πως έχει δεύτερες σκέψεις. «Εντάξει θα μου άρεσε να είμαι νοσοκόμα, αλλά δεν μου αναγνωρίζουν το πτυχίο. Πρέπει να μάθω πρώτα καλά τα ελληνικά.».

Ακόμη και σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά φαίνεται να δυσκολεύεται με τη γλώσσα. Παρακολουθούσε μαθήματα ελληνικών στο Σχολείο του Οδυσσέα, τα οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει.

«Ο κ. Αντώνης μας εξηγούσε το μάθημα και εγώ σκεφτόμουν τι θα μαγειρέψω για την επόμενη μέρα.», εξηγεί και συνεχίζει αναφερόμενη στην προτροπή της κόρης της να συνεχίσει το σχολείο. «Η κόρη μου λέει: “Tώρα μαμά θα πάμε μαζί στο σχολείο. Θα είμαστε συμμαθήτριες”» ολοκληρώνει και χαμογελάει με δυσπιστία.

Δεν μετάνιωσε που ήρθε στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν μπορεί να κρύψει την αδικία και το παράπονο που νιώθει από την Πολιτεία. «Δε λέω τώρα ότι η Αλβανία είναι καλύτερη, αλλά βλέπω ότι στη Γερμανία στηρίζουν πιο πολύ τους μετανάστες. Για παράδειγμα, φέτος εγώ δεν παίρνω το επίδομα παιδιού. Εντάξει και κάποιοι Έλληνες δεν το παίρνουν. Στη Γερμανία όμως δεν έχει σημασία που είσαι ξένος. Και πλούσιος να είσαι, αυτό το επίδομα δίνεται».

EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Η κουβέντα μας μετατοπίζεται στους/ις σύγχρονους/ες πρόσφυγες/ισσες. Πέρα από τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης, τους/ις βλέπει καθημερινά στο σχολείο της κόρης της. Κάποιες συμμαθήτριες της είναι από «αυτές τις χώρες». Στέκεται για λίγο στις διαφορές τους:

«Έχουν άλλη κουλτούρα. Έχουν μεγαλώσει αλλιώς. Είναι λίγο πίσω. Εμείς βλέπουμε και αλλάζουμε. Προσαρμοζόμαστε. Αλλά αυτοί όχι. Βλέπω ακόμα τα παιδιά με τη μαντήλα. Δε λέμε τώρα να βάλουν crop top κατευθείαν, αλλά να αφήνουν τα παιδιά να αποφασίσουν τι να κάνουν. Μήπως παίζει ρόλο ότι εμείς είμαστε πιο κοντά. Έχουμε πιο πολλά κοινά», συμπεραίνει.

Η ελπίδα όμως είναι κοινή για όλους/ες και πεθαίνει τελευταία, καταλαβαίνω από τα συμφραζόμενα της. «Δεν έχει σημασία πού ζεις και αν είσαι ξένος. Πρέπει να έχεις κουράγιο, αλλά πρέπει να υπάρχει και στήριξη. Αν έχεις αυτά μπορείς να κάνεις πολλά. Η Ελλάδα σου δίνει ευκαιρίες και στήριξη».

Παρά τις διαφορές που εντοπίζει με τους/ις πρόσφυγες/ισσες που διασχίζουν σήμερα τα ευρωπαϊκά σύνορα, αντιλαμβάνεται την ευάλωτη θέση τους και τις προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν.

«Εγώ ήρθα εδώ με το λεωφορείο. Με περίμενε ο άντρας μου και είχα ένα σπίτι. Για αυτούς τους ανθρώπους είναι πολύ πιο δύσκολα. Δεν μπορώ να πω πως δεν λυπάμαι».

Μου λέει πως πλέον αποφεύγει να βλέπει τηλεόραση και ειδήσεις, γιατί την επηρεάζουν αρνητικά. Ωστόσο, φαίνεται πως έχει ξεκάθαρη άποψη για την εικόνα των Αλβανών στα μέσα. «Όταν κλέβουν κάτι, όταν σκοτώσουν, δεν λένε ότι είναι ξένοι. Λένε ότι είναι οι Αλβανοί». Της ζητάω να το αιτιολογήσει: «Νομίζουν ότι οι Έλληνες είναι καλύτεροι. Λένε εμείς τους ταΐζουμε και κοίτα τι μας κάνουν.»

-Πώς θα ήθελες να προβάλλεται η προσφύγισσα και η μετανάστρια στα μίντια;

«Σαν δυνατή, που έχει κουράγιο, που παλεύει για την οικογένεια και για τα παιδιά. Γιατί έτσι είμαστε. Οι γυναίκες που γνωρίζω δουλεύουν δώδεκα ώρες σε εργοστάσιο και έρχονται πτώμα σπίτι και πάλι καθαρίζουν, μαγειρεύουν, δεν βγαίνουν για καφέ. Παλεύουν».

Στις αφηγήσεις της Emma, της Zoe και της Aida το κοινό βίωμα της μετανάστευσης/προσφυγιάς συχνά, αλλά όχι πάντα, συνοδεύεται από τη βία της ανέχειας και του ρατσισμού, την ενδοοικογενειακή βία και τις εξαρτήσεις. Οι γυναίκες αυτές, οι οποίες έχουν αγγίξει οριακές καταστάσεις ψυχικής και σωματικής υπόστασης, αφηγήθηκαν τις κακουχίες εξίσου άνετα με τις επιτυχίες τους. Δήλωσαν πως αποφεύγουν τις ειδήσεις και εντόπισαν τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις τους από τις σύγχρονες προσφύγισσες και μετανάστριες. Τρεις γυναίκες από την Αλβανία με διαφορετικό εκπαιδευτικό και κοινωνικo–οικονομικό υπόβαθρο έχοντας ξεπεράσει τις δυσχέρειες των πρώτων ετών μετάβασης στην Ελλάδα, μοιράστηκαν τα δικά τους στιγμιότυπα μιας ζωής δύσκολης, αλλά και ευτυχισμένης.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα