24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2000-2025: Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ “ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ” ΣΤΗ ΜΟΔΑ

Από την Ευρώπη και την Αμερική στη Σαουδική Αραβία και την Κίνα. Και πάντα στη Ρωσία. Το χρήμα πηγαίνει βόλτες και η μόδα το ακολουθεί. Η έννοια της πολυτέλειας και τα αγαθά της μόδας έχουν αλλάξει εντελώς μορφή το πρώτο τέταρτο του αιώνα.

Oλα έχουν αλλάξει, κάποια μοιάζουν ακατανόητα, άλλα αναμενόμενα, οι εκπλήξεις δεν λείπουν, χαιρόμαστε για κάτι και λυπόμαστε για κάτι άλλο. Η μόδα περνά και δεν περνά καλές φάσεις από το 2000 και μετά. Η γρήγορη μόδα, η οικολογική συνείδηση, η συμπεριλιπτικότητα, οι μεγάλες εξαγορές από 2-3 μονοπωλιακούς πια μεγιστάνες των γκρουπ, οι νέες αγορές –Κίνα, Ρωσία, αραβικές χώρες– και πολλά άλλα έχουν αναμίξει τα πιόνια αλλά δεν τα ξαναάπλωσαν ομοιόμορφα. Νέοι σχεδιαστές, μικροί υπέροχοι και δημιουργικοί που χωρίς social δεν θα τους γνώριζες ποτέ, προσπαθούν αλλά φυσικά δεν θα ανέλθουν ποτέ ιδιαιτέρως. Σπουδαία ονόματα έχασαν το ίδιο τους το όνομα και δεν υπογράφουν πια σε θρυλικούς οίκους, όπως ο Margiela και κάποτε ο Halston. Οι σχεδιαστές μετακομίζουν νύχτα και αλλάζουν «σπίτι» πιο συχνά από ποτέ.

Για να κατανοήσουμε τις αλλαγές στη μόδα της πολυτέλειας θα ανατρέξουμε στην ιστορία της. Και επίσης, μιλάμε με πέντε Ελληνίδες που γνωρίζουν την αγορά περισσότερο από οποιονδήποτε στη χώρα, αφού αυτές είναι η ίδια… η μόδα. Μαζί μας η Αμαλία Κορασίδου (Enny di Monaco), η Αναστασία Τσουρεκά (Luisa) και η Μελίσσα Μεταξά (Free Shop) που αυτή τη στιγμή εισάγουν στη χώρα τους πιο σημαντικούς οίκους του κόσμου και η Αρετή Ντάρμα, η ιέρεια της επικοινωνίας και των Δημοσίων Σχέσεων των πιο ισχυρών ονομάτων και η Βαλέρια Τάραντο που μετά από πολλά χρόνια στα Attica ως εμπορική διευθύντρια είναι πια στη Notos για να κάνει από εκεί τα θαύματά της.

MIGUEL RIOPA/AFP

Η εμφάνιση του όρου «πολυτέλεια» όπως τον ξέρουμε σήμερα

Τα πολυτελή αγαθά κατασκευάζονται από τα χέρια εξειδικευμένων τεχνιτών και χαρακτηρίζονταν από την υψηλή ποιότητα σπάνιων και δυσεύρετων πρώτων υλών

Στο τέλος του 19ου αιώνα, ο όρος «πολυτέλεια» απέκτησε νέο νόημα, αυτό δηλαδή που έχει και σήμερα, το οποίο αφορούσε την ικανοποίηση από κάτι ιδιαίτερο και εξαιρετικό αλλά και την απόλαυση της άνεσης πέραν ​​αυτού που ήταν αυστηρώς απαραίτητο για τη ζωή των ανθρώπων (Brun και Castelli 2013). Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 19ου αιώνα, η έννοια της πολυτέλειας εξακολουθούσε να σχετίζεται με την αριστοκρατία και το χειροποίητο: τα πολυτελή αγαθά κατασκευάζονταν από τα χέρια εξειδικευμένων τεχνιτών και χαρακτηρίζονταν από την υψηλή ποιότητα σπάνιων και δυσεύρετων πρώτων υλών.

Η εισβολή της μοντερνισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης άλλαξε καθοριστικά την προσέγγιση και το νόημα της πολυτέλειας.

Η βιομηχανοποίηση οδήγησε στην αύξηση της παραγωγικότητας πιο τυποποιημένων προϊόντων που άρχισαν να πωλούνται εκτός στενών συνόρων, θεμελιώνοντας έτσι τις βάσεις για τις σημερινές παγκόσμιες εταιρείες πολυτελείας.

Vianney Le Caer/AP Photo

Αρχικά, η νέα λογική της πολυτελούς μόδας βρήκε την καλύτερή της απεικόνιση στην υψηλή ραπτική, με αποτέλεσμα η πολυτέλεια να γίνει για πρώτη φορά μια «δημιουργική βιομηχανία» (Lipovetsky και Roux 2003). Κατά τον 20ό αιώνα, η πολυτέλεια έγινε ο όρος που περιέγραφε ένα προϊόν, μια βιομηχανία ή ένα ακριβό και υψηλής ποιότητας αντικείμενο που αποπνέει κομψότητα και μεγαλείο (Danziger 2005). Για πολλά χρόνια, δε, συνδεόταν αποκλειστικά με την Υψηλή Ραπτική που παρήγαγε μοναδικά χειροποίητα κομμάτια για την αριστοκρατία και τους ανθρώπους της εξουσίας. Με τον καιρό όμως, και ειδικά μετά την άνοδο του οίκου Chanel κατά τη δεκαετία του 1920, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, με τους οίκους Christian Dior, Yves Saint Laurent και Pierre Cardin να δημιουργούν το πολυτελές prêt-à-porter, ταυτίζοντας το όνομά τους με το brand αλλάζοντας κάπως το προφίλ της πολυτέλειας. 

Η νέα πολυτέλεια του 1950 είναι και εμπειρία

Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, παρατηρείται μια τάση προς μαζικοποίηση της βιομηχανίας της μόδας, μετασχηματίζοντας τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση. Η αυξημένη μαζική παραγωγή ανθίζει προκαλώντας τη «δημοκρατικοποίηση του πολυτελούς», δημιουργώντας το λεγόμενο «Νέο Πολυτελές» – New Luxury προσφέροντας προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας σε πιο προσιτές τιμές για την πλειονότητα των καταναλωτών της μεσαίας τάξης.

Αυτή η μεταμόρφωση απεικονίζεται από το φαινόμενο του “trading-up”: την επιθυμία και την πρόθεση να πληρώσουν οι άνθρωποι υψηλή τιμή για αγαθά με υψηλή ποιότητα και αισθητική για να συμμετέχουν σε νέες εμπειρίες και να ανέβουν κοινωνικά. Το πολυτελές αφορά και την κοινωνική ταυτότητα, την αναζήτηση εμπειριών και συναισθημάτων, γίνεται ομορφιά και όνειρο, εμπειρία, το συναίσθημα.

Luca Bruno/AP Photo

Οι μεγάλες αλλαγές από τη δεκαετία του 1980: Υψηλή Ραπτική vs Prêt-à-Porter

Κατά τη δεκαετία του 1980, η μόδα εκβιομηχανοποιείται εκ νέου, αλλά με άλλο τρόπο αυτή τη φορά. Ήταν η εποχή που οι Ιταλοί πήραν την πρωτοκαθεδρία: Armani, Valentino, Versace και Trussardi ξεπερνούν τους Γάλλους «συγγενείς» τους και σε όγκο παραγωγής και, ασφαλώς, σε τζίρο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Μιλάνου και Παρισιού, των δύο ευρωπαϊκών πρωτευουσών της μόδας, μαίνεται και καθρεφτίζει τη βαθιά διαφοροποίηση μεταξύ του γαλλικού μοντέλου της Υψηλής Ραπτικής και του ιταλικού μοντέλου του prêt-à-porter. Ετσι, σταδιακά, η απόλαυση ενός πολυτελούς προϊόντος που κάποτε αφορούσε λίγους προνομιούχους απευθυνόταν πλέον σε ευρύτερο κοινό ενώ εμπλουτίστηκαν και οι ίδιες οι κατηγορίες προϊόντων (καλλυντικά, τζιν, αξεσουάρ, τρόφιμα και ηλεκτρονικά καταναλωτικά αγαθά).

Η πολυτέλεια έχανε σταδιακά τη μοναδικότητά της με την έννοια ότι δεν αφορούσε πια μόνο μία ελίτ αφού οι Ιταλοί άνοιξαν τη βεντάλια με τη δεκαετία του 1990 να χαρακτηρίζεται από τα πολλά και διαφορετικά στυλ, από την επέλαση του street style και τις πολλαπλές πηγές έμπνευσης. Οι τάσεις δεν ήταν τόσο διακριτές, τα ύφη δεν ήταν απαγορευτικά και η πολυτέλεια κρυβόταν ακόμη και σε λεπτομέρειες αφού οι συνδυασμοί ήταν της… μόδας. Οι επικοινωνιακές αξίες των brands έπαιζαν πια πολύ σημαντικό ρόλο και η διαφήμιση είναι στα πάνω της. Πολλές φορές, η διαφήμιση είναι πιο δυνατή και ελκυστική από το ίδιο το προϊόν. Η έννοια του image κατακλύζει το σύμπαν.

Τι συμβαίνει από το 2000 

Η βιομηχανία της πολυτελούς μόδας έχει γνωρίσει μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εκεί, λοιπόν, που κάποτε υπήρχαν οικογενειακές επιχειρήσεις με ιστορική κληρονομιά, σήμερα έχουν αντικατασταθεί από αυτοκρατορίες δισεκατομμυρίων ευρώ, που ξεπερνούν κατά πολύ ακόμα και τη φαντασία των πρωτοπόρων όπως ο Louis Vuitton. Το 2019, η αγορά προσωπικών ειδών πολυτελείας εκτιμήθηκε στα €281 δισεκατομμύρια -σημαντική αύξηση από τα €116 δισ. του 2000, σύμφωνα με την παγκόσμια εταιρεία συμβουλευτικής Bain & Company.

Alamy/Visualhellas.gr

Ωστόσο, το 2020 έφερε απρόβλεπτες αλλαγές και προκλήσεις με την έξαρση της πανδημίας COVID-19, οδηγώντας σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, πιθανώς σοβαρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση. Η πανδημία, που ξεκίνησε από την Κίνα και εξαπλώθηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, είχε καταστροφικές συνέπειες, προκαλώντας απώλειες ανθρώπων αλλά και θέσεων εργασίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2020 σημειώθηκε απότομη πτώση των παγκόσμιων πωλήσεων ειδών πολυτελείας, με προβλέψεις για συρρίκνωση της αγοράς έως και 35% για τη χρονιά.

Αυτή η «νέα κανονικότητα» δημιούργησε έναν διαφορετικό από τον προ κρίσης κόσμο, όταν οι μάρκες πολυτελείας ευημερούσαν μέσω της αποκλειστικότητας, της γοητείας και της συνεχούς καινοτομίας. Οι εμπειρίες υψηλού επιπέδου στο λιανικό εμπόριο και οι πρωτοποριακές παρουσιάσεις προϊόντων γοήτευαν μια ολόκληρη γενιά. Οι ψηφιακές εξελίξεις ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο αυτό το φαινόμενο, επιτρέποντας στους καταναλωτές να συνδέονται με τις αγαπημένες τους μάρκες οποιαδήποτε στιγμή και από οπουδήποτε.

Το ψηφιακό ταξίδι της πολυτελούς λιανικής ξεκίνησε με την ίδρυση της Net-a-Porter στο Λονδίνο το 2000, συνδυάζοντας περιεχόμενο τύπου περιοδικού με το ηλεκτρονικό εμπόριο. Ακολούθησε η Yoox στο Μιλάνο, προσφέροντας επώνυμα κομμάτια περασμένων σεζόν. Μέχρι το 2010, η διαδικτυακή αγορά ειδών πολυτελείας είχε φτάσει τα €4,3 δισ., με τη Net-a-Porter να αναδεικνύεται σε κορυφαίο ψηφιακό λιανοπωλητή. Ωστόσο, μέχρι το 2019, οι διαδικτυακές πωλήσεις ειδών πολυτελείας εκτινάχθηκαν στα €33,3 δισ. παγκοσμίως, παρότι η αγορά κατακερματίστηκε σημαντικά.

Ένα νέο κύμα ανταγωνιστών, όπως τα MatchesFashion, Moda Operandi και πλατφόρμες ενοικίασης ή πώλησης vintage κομματιών όπως η The RealReal και το Vestiaire Collective μπήκαν στο παιχνίδι, απειλώντας την κυριαρχία των πρώτων. Παρ’ όλα αυτά, δεν προέκυψε κάποιος ξεκάθαρος ηγέτης, καθώς ο κλάδος έγινε περισσότερο χαοτικός. 

Antonio Calanni/AP Photo

Το ψηφιακό περιβάλλον έχει επίσης επαναπροσδιορίσει τον τρόπο λειτουργίας της λιανικής στον τομέα της πολυτέλειας, αναγκάζοντας τις μάρκες να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο και να επινοήσουν τρόπους για να προσελκύουν επισκεψιμότητα στα φυσικά τους καταστήματα, με στρατηγικές όπως η διαφοροποίηση των flagship καταστημάτων, προσωρινές εκθέσεις και pop-up stores. 

Η άνοδος του διαδικτύου βέβαια έχει ανοίξει την πόρτα και σε νέο ανταγωνισμό: διασημότητες, influencers και νεοφυείς επιχειρηματίες έχουν λανσάρει με επιτυχία νέα ψηφιακά brands σε κατηγορίες όπως γυαλιά, καλλυντικά, υπόδηση και μόδα. Αυτές οι μάρκες έχουν συνήθως σημαντικά χαμηλότερα γενικά έξοδα, καθώς αποφεύγουν τα ακριβά φυσικά καταστήματα και έτσι μπορούν να προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές. Σε κάποιο βαθμό, το ψηφιακό περιβάλλον έχει επίσης «διαταράξει» και το ίδιο το προϊόν, πιο έντονα στον τομέα των ρολογιών, όπου τα smartwatches αντικαθιστούν τα ελβετικά ρολόγια που πωλούνται κάτω από 1.000 ελβετικά φράγκα.

Οι μεγαλύτερες μάρκες είναι πλέον οι μόνες που έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετούν υψηλότερα κόστη marketing, να αντιμετωπίζουν την πτώση της επισκεψιμότητας στα φυσικά καταστήματα, να αναπτύσσουν την ψηφιακή τους παρουσία, και όλα αυτά χωρίς εξάρτηση από το χονδρεμπόριο ή την «γκρίζα αγορά». Ως αποτέλεσμα, η απόδοση των εταιρειών έχει αποκλίνει έντονα την τελευταία δεκαετία, με ομίλους όπως η LVMH, η Hermès και η Kering να απολαμβάνουν τα οφέλη, ενώ οίκοι όπως η Prada, η Salvatore Ferragamo και η Tod’s υστερούν.

Επίσης, την τελευταία δεκαετία παρατηρούμε τάσεις εξαγοράς στον τομέα της πολυτελείας. Η LVMH ήταν ο πρωταγωνιστής αυτής της τάσης, ανερχόμενη αδιαμφισβήτητα στην κορυφή της βιομηχανίας, εξασφαλίζοντας μάρκες όπως η Bulgari, η Loro Piana και η Tiffany. (Ας μην ξεχνάμε την κίνηση της LVMH να αποκτήσει τον έλεγχο του Dior και την αποτυχημένη προσπάθειά της να εξαγοράσει τον Hermès).

Chanel | Remy de la Mauviniere/AP Photo

Εν τω μεταξύ, η ανταγωνίστρια Richemont έκανε στροφή 180 μοιρών στην υπόθεση της Yoox Net-a-Porter, επαναγοράζοντας την YNAP, αφού προηγουμένως είχε αποσχίσει τη Net-a-Porter και τη συγχώνευσε με τη Yoox. Τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της κίνησης μένει να φανεί αν θα είναι θετικά. 

Στο μέλλον, οι οίκοι πολυτελείας θα πρέπει να επενδύσουν στην αναβάθμιση των προϊόντων και στην ουσία, δίνοντας σημασία στη βιωσιμότητα και στο χειροποίητο ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν στην ταχύτητα της αγοράς, ώστε να ευθυγραμμίσουν παροχή και ζήτηση προσφέροντας εξατομικευμένα προϊόντα. Ωστόσο, το μέλλον της βιομηχανίας πολυτελών αγαθών εξαρτάται θεμελιωδώς από τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.

Ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις παγκοσμίως θα διαχειριστούν την αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα θα είναι κρίσιμος. Η κατανάλωση πολυτελών αγαθών εξαρτάται από το να γίνεται αντιληπτή η κοινωνικοοικονομική άνοδος ως κάτι θετικό από το ευρύ κοινό, βασισμένο στην ταύτιση και στην πίστη στη δυνατότητα προσωπικής ανέλιξης στο μέλλον. Αν περισσότεροι άνθρωποι χάσουν την αισιοδοξία τους, σταματήσουν να πιστεύουν στο μέλλον και κλειστούν σε μια απαισιόδοξη, εσωστρεφή στάση, ο πλούτος μπορεί να ξαναθεωρηθεί ως αμαρτία και η πολυτέλεια ως ακατάλληλη. Η άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη και αλλού είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα όσο φαίνονται.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ

Aμαλία Κορασίδου | Enny di Monaco

Η εξαγορά ισχυρών ονομάτων της μόδας από μεγάλα trust είχε ένα προοδευτικά δυσάρεστο αποτέλεσμα για εμάς που ασχολούμαστε επαγγελματικά και αγαπάμε την μόδα. 

Χάθηκε σταδιακά η δημιουργικότητα και το όραμα που υπήρχε στους ιδρυτές των οίκων μόδας, που ήταν βασισμένα στο ταλέντο και την έμπνευση. Η δομή των εταιρειών βασίζεται πλέον στο corporate thinking. Οι οίκοι καθοδηγούνται από τις απαιτήσεις της Άπω Ανατολής και των Αράβων, ενώ μέχρι και πριν λίγο της Ρωσίας. Οι σχεδιαστές συχνά πιέζονται να παράγουν γρήγορα, βάσει τάσεων και όχι αυθεντικής έμπνευσης. 

Με την παγκοσμιοποίηση έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες της μόδας και των Luxury Brands, ενώ οι σχεδιαστές είναι στην πλειονότητα καθοδηγούμενοι και μιμούνται ο ένας τον άλλο σε όλα τα επίπεδα στον βωμό του χρήματος. 

Τα Social Media προωθούν άτομα και influencers αμφιβόλου ποιότητας και κομψότητας, υποκαθιστώντας τους άλλοτε αξιόλογους πρεσβευτές των οίκων. 

Πολύ συχνά πλέον, η πολυτέλεια δεν σημαίνει ποιότητα ή αποκλειστικότητα, αλλά μάρκετινγκ και επώνυμο. Το προσωπικό μου πιστεύω άλλωστε και μότο του Enny Monaco είναι “Elegance is much more important than luxury”. Πόσο μάλλον τώρα που έχει χαθεί η πραγματική έννοια του Luxury! Luxury δεν είναι η παραγωγή χιλιάδων ίδιων προϊόντων που απευθύνονται σε όλα τα μέρη του κόσμου. Οι αντιγραφές και η υπερπροσφορά που παρέχουν οι μεγάλες αλυσίδες Fast Fashion, είναι επίσης ένας εξευτελισμός της μόδας, κλέβοντας κάθε καινούργια δημιουργία. 

Η έλλειψη έμπνευσης κατέληξε σε συνεργασίες με καλλιτέχνες και το street fashion σε αναζήτηση περισσότερων κερδών σε μια win – win κατάσταση. 

Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις σε αυτό το περιβάλλον, όπως είναι η περίπτωση Hermès, όπου το πάθος και η αγάπη για αυτό που κάνουν είναι ολοφάνερο! Ο οίκος συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία του και αντιστέκεται πεισματικά στην εξαγορά των μετοχών του από την LVMH. 

Πολλές φορές οι οίκοι κάνουν δηλώσεις περί βιώσιμων και ηθικών πρακτικών χωρίς ουσιαστικές πράξεις. Άλλωστε πως μπορεί ένα brand να ισχυρίζεται ότι είναι βιώσιμο όταν βασίζεται σε υπερπαραγωγή, show κάθε σεζόν και υπερκατανάλωση;

Αρετή Ντάρμα | Managing Director A.D Communications & Louis Vuitton PR & Communications Manager Greece

Eίναι πολύ μεγάλη η αλλαγή και η μεταμόρφωση των μεγάλων οίκων μόδας από το 2000 και μετά. Πόσο μεγάλη σημασία έχει η εξαγορά ισχυρών ονομάτων από μεγάλα trust και η μη συνέχεια οικογενειακών ή παραδοσιακών φιλοσοφιών; Η τελευταία ήταν η Versace που και εκείνη δεν είναι πια εκεί.
Η εξαγορά μεγάλων οίκων από ισχυρά επιχειρηματικά σχήματα ήταν αναμενόμενη εξέλιξη στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της πολυτέλειας. Χάθηκε η «οικογενειακή αφήγηση», αλλά κερδήθηκε η στρατηγική συνέπεια, η οικονομική σταθερότητα και η παγκόσμια ανάπτυξη. Ο οίκος Versace είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η πρόκληση σήμερα είναι η διατήρηση της αυθεντικότητας μέσα σε ένα εταιρικό πλαίσιο.

Πόσο αλλάζει η δημιουργικότητα και τελικά πόσο περιορίζεται ή αναπτύσσεται η φαντασία και οι ουσιαστικές προτάσεις;
Η δημιουργικότητα δεν περιορίζεται – απλώς μεταμορφώνεται. Η φαντασία σήμερα εκφράζεται με νέα εργαλεία: τεχνολογία, υλικά, βιωσιμότητα. Οι σχεδιαστές καλούνται να είναι ευφυείς, όχι μόνο καλλιτέχνες. Ο περιορισμός του απόλυτου «εγώ» του δημιουργού έχει ανοίξει τον δρόμο για πιο συμπεριληπτικές και παγκόσμιες αφηγήσεις.

Ποιος είναι ο ρόλος που έπαιξαν τα social media στη νέα εικόνα των brands πολυτελείας; Υποκαθιστούν οι influencers τους αληθινούς πρεσβευτές οίκων που ήταν κάποτε σπουδαίοι ηθοποιοί όπως η Κατρίν Ντενέβ ή η Οντρεϊ Χέπμπορν αλλά και άλλες προσωπικότητες όπως η Τζάκι Κέννεντυ ή η Σαρλότ Γκενσμπούρ;
Τα social media έφεραν επανάσταση. Οι influencers δεν αντικατέστησαν προσωπικότητες όπως η Audrey Hepburn, αλλά επαναπροσδιόρισαν τον ρόλο του brand ambassador. Πλέον, ο καταναλωτής θέλει να βλέπει τον εαυτό του στο πρόσωπο του ambassador. Ο μύθος παραμένει, αλλά έχει πιο «προσβάσιμο» πρόσωπο.

Chanel | Remy de la Mauviniere/AP Photo

Ποιοι σχεδιαστές πιστεύετε ότι επηρέασαν πιο έντονα και καθοριστικά τη σύγχρονη μόδα της πολυτέλειας; Κανείς δεν μιλά για τον σχεδιαστή του οίκου Hermès και όμως είναι ο μοναδικός οίκος στα ίδια χέρια και με τις ίδιες αρχές.
Σχεδιαστές όπως ο Nicolas Ghesquière, ο Alessandro Michele, o Phoebe Philo και φυσικά ο Karl Lagerfeld άφησαν βαθιά αποτυπώματα. Όμως, είναι αλήθεια ότι ο οίκος Hermès, υπό τον Nadège Vanhee-Cybulski και την οικογενειακή διοίκηση, διατηρεί σταθερά την ουσία του savoir-faire χωρίς να «φωνάζει» — και ίσως γι’ αυτό παραμένει αυθεντικός.

Πώς βλέπετε τη μετάβαση των luxury οίκων προς πιο βιώσιμες και ηθικές πρακτικές;
Η μετάβαση είναι αναγκαία και δεν είναι τάση – είναι ευθύνη. Οι luxury οίκοι δεν αρκεί να δείχνουν πράσινοι. Πρέπει να είναι. Οι πελάτες πλέον ρωτούν, ελέγχουν, αναζητούν διαφάνεια. Και αυτό αλλάζει ουσιαστικά τη στρατηγική τους.

Έχει αλλάξει κατά τη γνώμη σας η ουσία του όρου «πολυτέλεια» τα τελευταία 25 χρόνια;
Πολυτέλεια δεν είναι πια μόνο το σπάνιο και ακριβό. Είναι το προσεγμένο, το υπεύθυνο, το διαχρονικό. Είναι η ησυχία σε έναν θορυβώδη κόσμο, το tailored έναντι του μαζικού, η εμπειρία έναντι της ποσότητας. Ο ορισμός έχει γίνει πιο ανθρώπινος.

Πώς επηρέασαν οι αναδυόμενες αγορές, όπως της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων τις στρατηγικές των μεγάλων οίκων και την ίδια την αγορά και τον σχεδιασμό;
Η Κίνα, η Μέση Ανατολή και η Ρωσία άλλαξαν τον χάρτη. Επέβαλαν νέο ρυθμό, νέα πρότυπα κατανάλωσης, νέα αισθητική. Οδήγησαν τους οίκους σε συλλογές με περισσότερη λάμψη, statement κομμάτια, boutique experiences, αλλά και σε πιο στρατηγικές εμπορικές κινήσεις.

Τι αναζητά σήμερα ο καταναλωτής της πολυτέλειας σε σύγκριση με τις αρχές του 21ου αιώνα; Κάποτε, μπορούσαμε και εμείς, ως μεσαία τάξη να έχουμε ένα επώνυμο αξεσουάρ ή ρούχο ενός σπουδαίου οίκου. Σήμερα, οι τιμές δεν είναι ούτε κατά διάνοια… «προσιτές».
Σήμερα ο καταναλωτής ζητά ουσία και εμπειρία. Αναγνωρίζει την αξία πίσω από ένα κομμάτι, αναζητά προέλευση, αφήγηση, συνέπεια. Το προσιτό luxury έχει περιοριστεί, αλλά έχει μετουσιωθεί σε κάτι άλλο: το προσωπικό, το «κομμένο και ραμμένο» στις αξίες του.

Πώς ερμηνεύετε την άνθηση των συνεργασιών μεταξύ luxury brands και καλλιτεχνών ή streetwear εταιρειών;
Πρόκειται για γέφυρες πολιτισμού. Οι luxury οίκοι αντιλαμβάνονται ότι το streetwear είναι πολιτισμός, είναι αυθεντικότητα, είναι ενέργεια. Αυτές οι συνεργασίες ανανεώνουν την εικόνα των brands, δημιουργούν buzz και προσκαλούν νέα κοινά σε έναν κόσμο που κάποτε τους φαινόταν κλειστός.

Αναστασία Τσουρέκα| LUISA

Ποιοι σχεδιαστές πιστεύετε ότι επηρέασαν πιο έντονα και καθοριστικά τη σύγχρονη μόδα της πολυτέλειας;
Ως Creative Director, θα έλεγα ότι μερικοί από τους πιο επιδραστικούς και καθοριστικούς σχεδιαστές που έχουν διαμορφώσει τη σύγχρονη μόδα της πολυτέλειας περιλαμβάνουν οραματιστές όπως η Rei Kawakubo της COMME des GARÇONS, η οποία αμφισβήτησε τις παραδοσιακές έννοιες της ομορφιάς και έφερε την αποδόμηση στο προσκήνιο, μεταμορφώνοντας την έννοια της μόδας σε τέχνη. Η Miuccia Prada έφερε έναν εκλεπτυσμένο, αλλά avant-garde χαρακτήρα στο luxury, συνδυάζοντας το κλασικό με το αντισυμβατικό. Ο Alessandro Michele, με τη δημιουργική του πορεία στη Gucci και τώρα στο Valentino Garavani, επανακαθόρισε την έννοια της εκκεντρικότητας και του gender fluidity, κάνοντας τον οίκο σύμβολο πολιτιστικής πολυφωνίας. Από την άλλη, ο Martin Margiela αποδόμησε τους κανόνες της μόδας με μινιμαλιστικές σιλουέτες και εννοιολογικές προσεγγίσεις, ενώ ο Karl Lagerfeld κατάφερε να ενώσει το παρελθόν με το παρόν στην Chanel, διατηρώντας την κληρονομιά της Coco Chanel μέσα από σύγχρονες, τολμηρές δημιουργίες. Τέλος, η Phoebe Philo επαναπροσδιόρισε την έννοια της σύγχρονης θηλυκότητας στη Celine αλλά και στο ομώνυμο brand της, εισάγοντας το ιδανικό του “quiet luxury” και δημιουργώντας ένα παγκόσμιο κίνημα για τη σύγχρονη, ανεπιτήδευτη κομψότητα.

Πώς βλέπετε τη μετάβαση των luxury οίκων προς πιο βιώσιμες και ηθικές πρακτικές;
Όσον αφορά τη μετάβαση των luxury οίκων σε πιο βιώσιμες και ηθικές πρακτικές, αυτό είναι αναπόφευκτο αλλά και απαραίτητο. Οι οίκοι πολυτελείας πρέπει να επενδύσουν στην καινοτομία των υλικών, τη διαφάνεια της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις πιο ηθικές πρακτικές παραγωγής, χωρίς να χάνουν την αποκλειστικότητα και την ποιότητα που τους χαρακτηρίζει. Η έννοια της βιωσιμότητας δεν είναι πλέον μόνο ένα ζήτημα ηθικής αλλά και στρατηγικής, καθώς οι πελάτες είναι ολοένα και πιο ευαισθητοποιημένοι.

Πώς ερμηνεύετε την άνθηση των συνεργασιών μεταξύ luxury brands και καλλιτεχνών ή streetwear εταιρειών;
Οι συνεργασίες μεταξύ luxury brands και καλλιτεχνών ή streetwear εταιρειών αντιπροσωπεύουν μια συναρπαστική ανταλλαγή πολιτιστικών κωδίκων. Αυτές οι συνεργασίες ανανεώνουν την εικόνα των luxury οίκων, προσεγγίζουν νέα κοινά και ενισχύουν τη σύνδεση με τη σύγχρονη κουλτούρα, όπως φαίνεται από τις επιτυχημένες συνεργασίες New Balance x Miu Miu και COMME des GARÇONS x Nike.

Βαλέρια Τάραντο| Διευθύνουσα Σύμβουλος ΝΟΤΟS 

Eίναι πολύ μεγάλη η αλλαγή και η μεταμόρφωση των μεγάλων οίκων μόδας από το 2000 και μετά. Πόσο μεγάλη σημασία έχει η εξαγορά ισχυρών ονομάτων από μεγάλα trust και η μη συνέχεια οικογενειακών ή παραδοσιακών φιλοσοφιών; Η τελευταία ήταν η Versace που και εκείνη δεν είναι πια εκεί.
Η εξαγορά ισχυρών ονομάτων από Fund ή μεγάλα Group είναι προφανώς πολύ σημαντική αλλά και ένας από τους λόγους μεταμόρφωσης των οίκων. Αυτό το trend ξεκίνησε από τα 90’s με την Louis Vuitton, με τον οίκο Gucci (δημιουργώντας τότε το Gucci Group νυν Kering υπό τον Domenico De Sole) αλλά και Gruppo Marzotto & Prada. Δυστυχώς, η συνέχεια οικογενειακών ή παραδοσιακών φιλοσοφιών γίνεται πιο δύσκολη μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις εξαγορές αλλά και με τα σημεία των καιρών μας και άλλους εξωγενείς παράγοντες όπως το shift σε fast fashion.

Η Versace είναι ίσως η τελευταία που ακούστηκε ότι άλλαξε χέρια και δεν είναι πλέον «οικογενειακή» αλλά έχει ήδη συμβεί από το 2018 – και μεταπωληθεί 2 φορές. Μην ξεχνάμε ότι εκτός από τις εξαγορές τα τελευταία 20 χρόνια και ειδικά στα 2000ς και μια άλλη τάση που επικράτησε που έκανε τους οίκους να πάψουν να «υποστηρίζουν» τις οικογενειακές και παραδοσιακές φιλοσοφίες ήταν η τάση των diffusion lines. Η πλειονότητα των μεγάλων οίκων έκανε συμφωνίες για την παραγωγή προϊόντων που κρατούσαν τη βασική ιδέα αλλά δεν βασίζονταν πραγματικά στις οικογενειακές και παραδοσιακές φιλοσοφίες… Τέτοιες σειρές ήταν η D&G, Versus by Versace, Versace Collection, See by Chloe κλπ. Τέτοιες κινήσεις είχαν ως σκοπό ένα πιο φτηνό προϊόν που διατηρούσε κάποιες από τις αρχές για οικονομικούς λόγους αλλά φυσικά δεν ήταν εφικτό να έχει παραχθεί με τις ίδιες τεχνοτροπίες και ως αποτέλεσμα δεν είχε την ίδια ποιότητα.

Η εξαγορά από μεγάλα funds σίγουρα θέτει κάποιους περιορισμούς και συγχρόνως κάποια μεγαλεπήβολα σχέδια – το εάν θα κρατήσει την αυθεντικότητα του ο οίκος αφορά κυρίως το πώς θα δημιουργήσει ο σχεδιαστής και πώς θα λειτουργήσει ο CEO.

Alamy/Visualhellas.gr

Πόσο αλλάζει η δημιουργικότητα και τελικά πόσο περιορίζεται ή αναπτύσσεται η φαντασία και οι ουσιαστικές προτάσεις;
Όπως προανέφερα, θεωρώ ότι το αν θα κρατήσει την αυθεντικότητα του ένα brand εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον σχεδιαστή αλλά και τον CEO που θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να υπερασπιστεί αυτές τις αξίες βρίσκοντας συγχρόνως λύσεις, και δίνοντας καθοδήγηση για να αναπτυχθεί ο οίκος βάσει σχεδίου. Ο σχεδιαστής όμως οφείλει να έχει «ανοιχτό μυαλό» και να «ακούει» και κάποιες προτάσεις. Μην ξεχνάμε να κάνουμε focus και στα θετικά αφού ξαφνικά αυτός ο νέος σχεδιαστής βρίσκεται με χρήματα που επενδύονται στις ιδέες του και του δίνουν την ευκαιρία να τις αναπτύξει, πράγμα που ίσως να μην μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Του ανοίγονται πόρτες για συνέργειες, του δίνουν τα χρήματα για να επικοινωνήσει πιο πολύ το όνομα του, άρα υπάρχουν πάρα πολλά θετικά. Μην ξεχνάμε ότι στο τέλος ο σκοπός είναι να κάνει πωλήσεις, κάθε σχεδιαστής θα πρέπει να θέλει να δει τα ρούχα φορεμένα! Αυτό δεν τον κάνει εμπορικό και λιγότερο δημιουργικό. Τα μεγάλα ονόματα στο παρελθόν έγιναν γνωστά και μεγάλα γιατί το κοινό λάτρεψε το τελικό προϊόν και το φόρεσε! 

Ποιοι σχεδιαστές πιστεύετε ότι επηρέασαν πιο έντονα και καθοριστικά τη σύγχρονη μόδα της πολυτέλειας; Κανείς δεν μιλά για τον σχεδιαστή του οίκου Hermès και όμως είναι ο μοναδικός οίκος στα ίδια χέρια και με τις ίδιες αρχές.
Εξαρτάται εάν αναφερόμαστε σε μόδα η σε luxury goods & accessories. Οι εκάστοτε σχεδιαστές της Hermès είναι σίγουρα πάρα πολύ αξιόλογοι όμως δεν θεωρούνται κάποιοι που θέτουν νέες τάσεις στον χώρο του ready-to-were τουλάχιστον. Εάν πρέπει να αναφερθώ σε σχεδιαστές που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο τόσο σημαντικό όπως οι παλιοί Mary Quant που παρουσίασε το mini dress, ο Armani που ήταν ο πρώτος που έβαλε τη γυναίκα σε κοστούμι & o Alaia που παρουσίασε φορέματα με αρχιτεκτονική, στους πιο σύγχρονους  θα ανέφερα τον Tom Ford την εποχή που ανέλαβε την Gucci, τον John Galliano την εποχή Dior, Alexander McQueen που έδωσε δύναμη και ευαισθησία στην γυναίκα, Nicholas Ghesquière την εποχή Balenciaga και πάντα η Miuccia Prada που πραγματικά έχει βρει το balance μεταξύ μόδας και εμπορικότητας. Τέλος από αρνητικά θα έλεγα ότι ο Demna στον οίκο Balenciaga που καθιέρωσε το streetwear αποδόμησε όμως την ιστορία couture του οίκου.

BETTINA SCHWARZWILDER/DPA via AFP

Έχει αλλάξει κατά τη γνώμη σας η ουσία του όρου «πολυτέλεια» τα τελευταία 25 χρόνια; Η λέξη πολυτέλεια χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας είτε αναφερόμαστε σε υλικά αγαθά ή σε εμπειρίες. Έχει διευρυνθεί η χρήση της οπότε αυτό και μόνο την κάνει να χάνει λίγο την αξία της καθώς δεν είναι δυνατόν όλα να είναι πολυτέλεια. Από την άλλη όμως σε πιο θεωρητικό επίπεδο ίσως μας έχει βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι πολυτέλεια είναι κι άλλα πράγματα, όπως ο χρόνος.

Πώς επηρέασαν οι αναδυόμενες αγορές, όπως της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων τις στρατηγικές των μεγάλων οίκων και την ίδια την αγορά και τον σχεδιασμό;
Οι αναδυόμενες αγορές της Κίνας της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων έχουν επηρεάσει πάρα πολύ το τελικό προϊόν. Και οι τρεις αυτές αγορές είναι αγορές με πολύ μεγάλη οικονομική δύναμη την οποία τα brands θέλουν να εκμεταλλευτούν. Όμως στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν ειδικά προϊόντα για αυτούς, αυτό που άλλαξε είναι ότι ξέχασαν την ουσία της ταυτότητας τους. Στο παρελθόν όταν δούλευα για την Gucci δημιουργούσαμε διαφορετικές καμπάνιες για την Ασία και την Ευρώπη. Αυτό γινόταν για να σεβαστούμε διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες και γούστα. Όμως η πραγματική πρόκληση είναι ο σχεδιαστής να δημιουργήσει κάτι που να συμπεριλαμβάνει όλα αυτά και να έχει και τον δικό του χαρακτήρα. Με το globalization αυτό χάθηκε και πλέον δημιουργείται ένα προϊόν πολύ πιο εμπορικό που καλύπτει κυρίως τις δικές τους ανάγκες. 

Πόσο άλλαξαν τη μόδα τελικά – και είναι θετικά ή αρνητικά – τα τεράστια πολυκαταστήματα τύπου Zara;
Τα μεγάλα καταστήματα high street or fast fashion όπως τα λέγαμε όπως το Zara έχουν αλλάξει πολύ τη μόδα. Από μία άποψη έχουν δώσει πρόσβαση σε ανθρώπους με μικρότερη οικονομική άνεση «πρόσβαση» στο να μπορούν να ακολουθήσουν κάποιες τάσεις μόδας. Η δυναμική που έχουν στο να παρουσιάζουν τις νέες τάσεις αμέσως αφού τις έχουμε δει σε catwalks είναι πάρα πολύ μεγάλη. Αυτό έχει και ως αρνητικό αντίκτυπο ότι πλέον όλοι περιμένουν κάτι καινούριο – μαζί με την επιρροή που έρχεται από τα social media- και δεν «απολαμβάνουν» ένα προϊόν ενισχύοντας την υπερκατανάλωση. Από την άλλη έχουν πλέον εξελιχθεί σε ένα lifestyle brand τα ίδια και έχουν πλέον και δικές τους προτάσεις έχει αλλάξει το μοντέλο της από παλιά. Επίσης προσλαμβάνουν μεγάλα ονόματα της μόδας σε τομείς όπως επικοινωνία και πραγματικά τεστάρουν και τα δικά τους όρια. 

Μελίσσα Μεταξά | FREE SHOP

Eίναι πολύ μεγάλη η αλλαγή και η μεταμόρφωση των μεγάλων οίκων μόδας από το 2000 και μετά. Πόσο μεγάλη σημασία έχει η εξαγορά ισχυρών ονομάτων από μεγάλα trust και η μη συνέχεια οικογενειακών ή παραδοσιακών φιλοσοφιών; Η τελευταία ήταν η Versace που και εκείνη δεν είναι πια εκεί.
Τα νούμερα και οι πωλήσεις πάντα απασχολούσαν τους μεγάλους οίκους. Αλλά τώρα που η μόδα έχει μπει σε έναν αγώνα δρόμου ανταγωνισμού για πωλήσεις και δημοσιότητα με μεγάλα trust να κατέχουν όλο και περισσότερο ανεξάρτητα μικρά brands, σίγουρα έχει χαθεί ο αυθορμητισμός και η ελευθερία που κάποτε κινούσε την μόδα. Είναι λογικό και συμβαδίζει με όλα όσα συμβαίνουν στην εποχή μας. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η ομογενοποίηση του χώρου τώρα «κλοτσάει» και οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να μην αποδέχονται την εμπορευματοποίηση της μόδας και να μην εμπιστεύονται όσο κάποτε την έννοια του luxury ακριβώς επειδή έχει χάσει το touch της παραδοσιακής και οικογενειακής φιλοσοφίας, δηλαδή αυτά ακριβώς που καθιστούσαν την πολυτέλεια σημαντική. 

Πόσο αλλάζει η δημιουργικότητα και τελικά πόσο περιορίζεται ή αναπτύσσεται η φαντασία και οι ουσιαστικές προτάσεις;
Αλλάζει πολύ. Νιώθω ότι κάποτε το κοινό ακολουθούσε τις προτάσεις των σχεδιαστών. Σήμερα νιώθω ότι σχεδιαστές προσπαθούν να κατανοήσουν και να συμμορφωθούν με τις ανάγκες του καταναλωτή. Για να είναι επιτυχημένο εμπορικά το brand που εκπροσωπούν. Αυτό έχει σίγουρα μεγάλη συνέπεια στη δημιουργικότητα και την ελευθερία έκφρασης.

Ποιος είναι ο ρόλος που έπαιξαν τα social media στη νέα εικόνα των brands πολυτελείας; Υποκαθιστούν οι influencers τους αληθινούς πρεσβευτές οίκων που ήταν κάποτε σπουδαίοι ηθοποιοί όπως η Κατρίν Ντενέβ ή η Οντρεϊ Χέπμπορν αλλά και άλλες προσωπικότητες όπως η Τζάκι Κέννεντυ ή η Σαρλότ Γκενσμπούρ;
Τα social media έφεραν τη μόδα πιο κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό που δεν ακολουθούσε απαραίτητα αυτόν τον κλάδο. Άμεσα εύκολα και εύπεπτα. Από την άλλη κατέστησαν την ήδη αναλώσιμη μόδα σε κάτι ακόμα πιο γρήγορο και εφήμερο.

Luca Bruno/AP Photo

Ποιοι σχεδιαστές πιστεύετε ότι επηρέασαν πιο έντονα και καθοριστικά τη σύγχρονη μόδα της πολυτέλειας; Κανείς δεν μιλά για τον σχεδιαστή του οίκου Hermès και όμως είναι ο μοναδικός οίκος στα ίδια χέρια και με τις ίδιες αρχές.
Ο οίκος Hermès είναι όντως μοναδικός στο ότι έχει αποφύγει την προβολή του εκάστοτε celebrity designer αναδεικνύοντας τη δυναμική του brand αντί της προσωπικότητας του σχεδιαστή. Από τον οίκο Hermès έχουν περάσει σχεδιαστές που είχαν άποψη και κυρίως άρτια γνώση και τεχνική. Από τον Jean Paul Gaultier, τον Martin Margiela, τον Christophe Lemaire ως τη σημερινή designer Nadege Vanhee Cybulski… όλοι καταξιωμένοι αλλά σχεδόν αφανείς όσο ενεργούσαν στο πόστο Hermès. Είναι μια σεβαστή άποψη που ταιριάζει στην νοοτροπία του κλασικού, οικογενειακού και διαχρονικού ύφους που προωθεί ο οίκος.

Αυτό έρχεται σε αντιδιαστολή με τους περισσότερους οίκους μόδας σήμερα που προσπαθούν να βρουν τον σωστό designer αλλάζοντας θέσεις σκακιστικά μέχρι να βρεθεί μία ισορροπία ύφους και εμπορικής επιτυχίας για το κάθε brand. Σταθμοί στη δημιουργική ανατροπή και στο χτίσιμο ενός ολιστικού ύφους για έναν οίκο κατά το δικό μου γούστο έχουν υπάρξει οι: η Phoebe Philo για τον οίκο Celine, o Martin Margiela για τον ομώνυμο οίκο, και για τη μόδα στο σύνολό της, o Tom Ford για τον οίκο Gucci, o Nicolas Ghesquière για τον οίκο Balenciaga. Και πολλοί άλλοι, απλά αυτοί είναι οι δικοί μου αγαπημένοι. Σήμερα ζούμε ένα πολύ μεταβατικό στάδιο όπου πολλοί designer μετακινούνται στην αναζήτηση του σωστού παντρέματος brand – designer. Ίσως θα ήταν πιο αρμονικό να αποκτήσουν οι οίκοι μόδας μια δυναμική ταυτότητα ανεξάρτητη από την διεισδυτικότητα των σχεδιαστών. Ωστε να κουμπώνουν οι designer στα brands και όχι τα brands στους σχεδιαστές τους. 

Πώς βλέπετε τη μετάβαση των luxury οίκων προς πιο βιώσιμες και ηθικές πρακτικές;
Συμφωνώ με αυτή τη στροφή στη βιωσιμότητα και τον σεβασμό στο περιβάλλον. Οι οίκοι είναι ωραίο να δίνουν τα παράδειγμα και να γίνονται φάροι για την προσπάθεια που πρέπει όλοι να κάνουμε προς αυτόν τον σκοπό. Αν είναι να γίνουν θυσίες στη δημιουργία, ας γίνουν για αυτόν τον απόλυτα σημαντικό σκοπό.

AP Photo

Έχει αλλάξει κατά τη γνώμη σας η ουσία του όρου «πολυτέλεια» τα τελευταία 25 χρόνια;
Ο όρος πολυτέλεια ισοδυναμούσε με την ποιότητα, τη δημιουργία, την τεχνοτροπία και τη διαχρονικότητα. Τώρα αισθάνομαι ότι αφορά το status symbol και την κοινωνική ανέλιξη. Οι καταναλωτές των πολυτελών brands σήμερα αναζητούν τη μοναδικότητα και θέλουν να αγοράσουν προϊόντα, τα οποία να τους διαχωρίζουν ριζικά από τους υπόλοιπους. Αυτή κατά τη γνώμη μου είναι η μεγάλη διαφορά με το πώς λειτουργούσαν οι luxury οίκοι παλαιότερα. Στην προσπάθεια να μεγαλώσει η ψαλίδα και να επιτευχθεί ακόμα μεγαλύτερος διαχωρισμός θεωρώ ότι χάθηκε η ουσία και οι τιμές ξέφυγαν. Αυτό όπως βλέπουμε έχει φθάσει στο μάξιμουμ, και έχει έρθει η ώρα να ασχοληθούν τα luxury brands με την αληθινή ποιότητα, τα υφάσματα, τη δημιουργία, το τελικό προϊόν πιο πολύ από το τι όλα αυτά συμβολίζουν κονωνικά. Είμαι αισιόδοξη ότι διανύουμε την εποχή που θα επανέλθει η πραγματική σημασία της πολυτέλειας και θα υπάρξει μια καινούργια σελίδα με πολύ μεγαλύτερο εύρος έκφρασης και δημιουργίας.

Πώς ερμηνεύετε την άνθηση των συνεργασιών μεταξύ luxury brands και καλλιτεχνών ή streetwear εταιρειών;
Κατά τη γνώμη μου αυτό το έχει ξεκινήσει ως μια προσπάθεια των luxury brands να απευθυνθούν σε ένα πιο νεανικό κοινό. Σαν ιδέα είναι έξυπνη και διορατική αλλά στην πράξη οι τιμές στις οποίες πωλούνται τα προϊόντα αυτής της ιδέας καθιστούν πολύ δύσκολο το να απευθυνθούν στους νέους οι οποίοι γυρνάνε δημιουργικά στις βασικές αξίες και τις αυθεντικές μάρκες streetwear. Προσωπικά δε με εκφράζει αυτή η τάση αλλά καταλαβαίνω την ανάγκη που τη γέννησε.

Πόσο άλλαξαν τη μόδα τελικά – και είναι θετικά ή αρνητικά – τα τεράστια πολυκαταστήματα τύπου Zara;
Το θετικό σε αυτό είναι η προσβασιμότητα που επιτυγχάνεται στις τάσεις και το προϊόν καθώς και η δημοκρατικότητα που προσφέρει η ύπαρξη των fast fashion καταστημάτων. Από την άλλη, υπάρχει μία τεράστια αρνητική επιρροή στο περιβάλλον που προέρχεται από την υπερβολική κατανάλωση η οποία γίνεται εφικτή λόγω των τόσο χαμηλών τιμών. Επίσης, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κατασκευάζονται τα προϊόντα αυτά για να τα απολαμβάνουμε εμείς οι καταναλωτές είναι, το λιγότερο, ανεξερεύνητες.

Επίσης, τίθεται το θέμα της δημιουργικότητας εφόσον οι fast fashion αλυσίδες αντιγράφουν τις τάσεις και τα σχέδια που προτείνουν οι σχεδιαστές πριν καν προλάβουν να εμφανιστούν οι δημιουργίες τους στο ευρύ κοινό.

Κατά την άποψή μου υπάρχει πλεονασμός από τα πάντα στη μόδα σήμερα, και έχει κουραστεί συγχρόνως η έννοια της μόδας και ο καταναλωτής. Υποστηρίζω ότι θα ήταν σωτήρια μια επιστροφή στην less is more φιλοσοφία, και η ύπαρξη μια σκέψης παραπάνω πίσω από κάθε σχέδιο που κυκλοφορεί καθώς και πίσω από κάθε αγορά που πραγματοποιείται.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα