ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ
“Όταν μιλάμε για γυναικοκτονίες, για ποιες γυναίκες μιλάμε; Τις συμπεριλαμβάνει όλες ο όρος ή μήπως κάποιες ‘λείπουν'”; Μερικές σκέψεις με αφορμή την Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.
Η κακοποίηση και οι γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών παραμένουν μία από τις πιο αθέατες όψεις της έμφυλης βίας παρότι συνιστούν ζητήματα παγκόσμιας κλίμακας που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα των φύλων και τη γήρανση.
Η επιμονή του κυρίαρχου στερεοτυπικού λόγου στη θηλυκοποίηση της γήρανσης και στο γεγονός ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια, αποκρύπτουν το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό ηλικιωμένων γυναικών αντιμετωπίζουν πολλαπλούς κινδύνους και βιώνουν διασταυρούμενες διακρίσεις και ανισότητες (π.χ. λόγω κοινωνικής τάξης, φυλής, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, οικονομικής επισφάλειας, επιβαρυμένης κατάστασης υγείας, στεγαστικών συνθηκών, απουσίας υποστηρικτικού δικτύου, εξάρτησης από συγγενείς ή παιδιά, κ.λπ.).
Επίσης αποσιωπάται το γεγονός ότι οι έμφυλες διακρίσεις που βιώνουν οι γυναίκες σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους έχουν σωρευτικό αντίκτυπο σε μεγαλύτερη ηλικία όπως και το γεγονός ότι η παραμέληση, η διά βίου κακοποίηση μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα πιο υψηλά ποσοστά έμφυλης βίας για τις ηλικιωμένες γυναίκες (ACUNS, 2017).
Αγνοείται δηλαδή ότι η ευαλωτότητα των ηλικιωμένων γυναικών είναι αποτέλεσμα της διασταύρωσης ηλικιακού ρατσισμού και σεξισμού.
Σύμφωνα με έρευνες (π.χ. Crockett, Brandl, andDabby, 2015∙ Yan, &Brownell, 2015, κ.λπ.), οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν υποστεί έμφυλη βία μπορεί είναι επιζώσες που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής/ πολιτικής/ οικονομικής ζωής, και έτσι η βία σε βάρος τους παραμένει αόρατη.
Η αορατότητα των ηλικιωμένων επιζωσών προκύπτει επίσης επειδή δεν υιοθετείται η έμφυλη προσέγγιση όταν εξετάζεται η κακοποίηση ηλικιωμένων, ούτε η διά βίου προσέγγιση στις έρευνες για την έμφυλη βία. Επιπλέον κάτι που καθιστά δύσκολη την αναγνώριση και αντιμετώπιση αυτής της μορφής έμφυλης βίας είναι το γεγονός ότι οι δράστες μεγαλύτερης ηλικίας συχνά αλλάζουν τακτική, περνώντας από τη σωματική βία στην ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση και στην οικονομική βία.
Εκτός από την έλλειψη εξειδικευμένων υπηρεσιών και την υποτίμηση των επιπτώσεων της έμφυλης βίας στην υγεία των ηλικιωμένων γυναικών, μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες της αορατότητας είναι η γενικότερη υποτίμηση του κοινωνικού και πολιτικού αυτού προβλήματος και η αγνόηση πολύ μεγάλου αριθμού επιζωσών έμφυλης βίας που είναι άνω των 60 ετών.
Επιπλέον τα συστήματα δικαιοσύνης και υγείας δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα, ενώ υπάρχει έλλειψη εξειδικευμένων μηχανισμών για την αναγνώριση, καταγραφή και προστασία των ηλικιωμένων θυμάτων. Συχνά οι θεσμοί δεν αναγνωρίζουν τη βία ως έγκλημα ή την αποδίδουν «στην ηλικία» ή «σε φυσική φθορά».
Η αορατότητα αυτή σε μεγάλο βαθμό αφορά και τις γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών, με δεδομένο ότι παραμένουν στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης και των στοχευμένων παρεμβάσεων, παρόλο που συνιστούν ένα εκτεταμένο και επίμονο φαινόμενο και σε Ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι τόσο η κακοποίηση όσο και οι γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών αποτελούν ένα από τα πλέον διαδεδομένα και συχνά ατιμώρητα εγκλήματα, πλήττοντας γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, πολιτισμών και χωρών (AgeInternational, 2017).
Με βάση adhoc στοιχεία του Κέντρου Διοτίμα, που στηρίζονται σε στοιχεία του Ελληνικού Τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία και στην ειδησεογραφία, έχουμε καταγράψει τα εξής: Την επταετία 2019-2025 (μέχρι τον Νοέμβριο) σε σύνολο 142 γυναικοκτονιών, το ποσοστό των γυναικών άνω των 60 που δολοφονήθηκαν λόγω του φύλου τους είναι 34%. Τα υψηλότερα ποσοστά δολοφονιών γυναικών άνω των 60 καταγράφηκαν το 2022 και το 2019 (50% και 41% του συνόλου των γυναικοκτονιών αντίστοιχα). Στην Ελλάδα δηλαδή, περίπου μία στις τρεις γυναίκες που δολοφονήθηκαν τα τελευταία χρόνια ήταν άνω των 60.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τα ονοματεπώνυμα των γυναικών ή και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία για τις βιογραφίες τους. Μάλιστα, επειδή ενώ το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση αυτών των γυναικοκτονιών είναι πολύ περιορισμένο, και στη χώρα μας οι έρευνες για τις γυναικοκτονίες γενικώς, αλλά και για γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών είναι ελάχιστες.
Άρα προκύπτει το εξής ερώτημα: όταν μιλάμε για γυναικοκτονίες, για ποιες γυναίκες μιλάμε; Τις συμπεριλαμβάνει όλες ο όρος ή μήπως κάποιες «λείπουν»; Συμπεριλαμβάνουμε τις ηλικιωμένες γυναίκες; Εκείνες που δολοφονούνται από τους συζύγους τους επειδή έχουν αρρωστήσει και δεν μπορούν πια να τους φροντίσουν; Εκείνες που βιώνουν μακροχρόνια κακοποίηση και ηλικιακό ρατσισμό και δολοφονούνται από τους ενήλικες γιους τους; Εκείνες που δολοφονούνται επειδή αντιστέκονται στην οικονομική βία που τους ασκούν άνδρες συγγενείς; Εκείνες των οποίων η ζωή απαξιώνεται απολύτως διότι είναι ανάπηρες ή πάσχουν από άνοια; Τις φτωχές, τις μετανάστριες, τις προσφύγισσες, τις τρανς γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας;
Αν απουσιάζει από τη ματιά μας η διαθεματικότητα ως προς την ηλικία, αλλά όχι μόνο, μήπως αυτά τα θύματα θεωρούνται πολίτισσες δεύτερης κατηγορίας; Μήπως οι ζωές των ηλικιωμένων γυναικών δεν έχουν την ίδια αξία; Διότι οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν αποτυπώνονται στις στατιστικές, παραβλέπονται από την αστυνομία και τις αρμόδιες αρχές, αποκλείονται από τις περιορισμένες και υποχρηματοδοτούμενες δομές και υπηρεσίες φροντίδας και αφήνονται εκτεθειμένες σε διακινδύνευση σε κακοποιητικές σχέσεις.
Ως Κέντρο Διοτίμα θεωρούμε πως σε συμβολικό και σε ουσιαστικό επίπεδο είναι αναγκαίο να αναγνωριστεί νομοθετικά το φαινόμενο. Η κατονομασία της πράξης με μια ξεχωριστή θέση στον Νόμο, θα της αποδώσει τη σημασία που θα περικλείει εννοιολογικά όλες τις κοινωνικές και έμφυλες διαστάσεις της μαζί με την προσβολή του απολύτου δικαιώματος στη ζωή.
Ταυτοχρόνως έχουμε επίγνωση ότι η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας από μόνη της δεν αρκεί για την πρόληψη του φαινομένου, ενώ είμαστε κατά της αυστηροποίησης των ποινών ως μέτρο καταστολής της εγκληματικότητας.
Έχουμε επίσης επίγνωση ότι ακόμα και αν κατοχυρωθεί νομικά η γυναικοκτονία δεν αρκεί διότι εκτός από τη νομική διάσταση, έχει θεμελιώδη σημασία η κατανόηση των ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, γεωγραφικών κ.α. συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων κάποιες γυναίκες και θηλυκότητες είναι πιο ευάλωτες. Και ακριβώς επειδή δεν είμαστε όλες το ίδιο ευάλωτες, έχει σημασία να κατανοούμε ποιες κινδυνεύουν περισσότερο για να δρούμε προληπτικά.
Η έμφυλη βία, η κακοποίηση και οι γυναικοκτονίες ηλικιωμένων γυναικών συνιστούν κατάφωρες παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτωνκαι δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ιδιωτικές υποθέσεις, ιατρικά ή οικογενειακά ζητήματα.
Η προστασία των ηλικιωμένων γυναικών απαιτεί άμεση, αποφασιστική και θεσμική ανταπόκριση εκ μέρους της πολιτείας.
Ταυτοχρόνως η κοινωνία των πολιτών καλείται να οικοδομήσει κοινότητες διαγενεακής αλληλεγγύης και φροντίδας, χώρους φεμινιστικής συμμαχίας και συλλογικής δράσης και τόπους όπου οι ζωές των ηλικιωμένων γυναικών αναγνωρίζονται, προστατεύονται και αποκτούν ορατότητα.