Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Τρεις άνθρωποι, τρεις διαφορετικές διαδρομές, μία κοινή εμπειρία: η σιωπηλή βία της γραφειοκρατίας. Ένας πρόσφυγας, μια τρανς γυναίκα και ένας τυφλός παλεύουν καθημερινά με ένα σύστημα που αντί να προστατεύει, αποκλείει, περιθωριοποιεί και ταλαιπωρεί.
Στην Ελλάδα του 2025, η βία δεν εκφράζεται πάντα με φωνές, ξύλο ή κραυγές. Συχνά φοράει γραβάτα, κρατά σφραγίδες και βρίσκεται πίσω από γκισέ. Είναι η βία των χαρτιών, των συστημάτων και των υπογραφών· μια βία σιωπηλή, που δεν αφήνει μώλωπες αλλά αφήνει ανθρώπους στο περιθώριο.
Η γραφειοκρατία, ο «αόρατος μηχανισμός» του κράτους, συνεχίζει να λειτουργεί όχι ως εργαλείο οργάνωσης, αλλά ως φίλτρο αποκλεισμού. Κάθε έγγραφο, κάθε πιστοποιητικό, κάθε υπογραφή μπορεί να γίνει φράγμα ανάμεσα στον πολίτη και στα δικαιώματά του. Για τους πιο ευάλωτους -πρόσφυγες, τρανς άτομα, ανθρώπους με αναπηρία- το σύστημα μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό ταπείνωσης, που επιβεβαιώνει καθημερινά ποιος “ανήκει” και ποιος όχι.
Ο πρόσφυγας που χρειάζεται «λάδι» για να εκδώσει ΑΜΚΑ και να πιάσει δουλειά. Το τρανς άτομο που ακούει “μα είστε εσείς;” κάθε φορά που δείχνει την ταυτότητά της. Ο τυφλός πολίτης που πρέπει να φέρει “μάρτυρα” για να υπογράψει το όνομά του. Όλοι τους ζουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας πραγματικότητας: μιας κρατικής μηχανής που δεν χτυπά με ρόπαλα, αλλά με διαδικασίες.
Η ελληνική γραφειοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής βίας -γιατί δεν χρειάζεται να σε αγγίξει για να σε διαλύσει. Σε εξαντλεί, σε καθυστερεί, σε υποτιμά. Και στο τέλος, σε κάνει να πιστέψεις ότι φταις εσύ που δεν “ταιριάζεις” στο σύστημα.
Τρεις ιστορίες, τρεις καθημερινοί άνθρωποι. Ένας κοινός παρονομαστής: η αόρατη βία των εγγράφων, που συνεχίζει να ορίζει ποιος έχει φωνή -και ποιος πρέπει ακόμα να τη ζητά. Πρόκειται για μια σιωπηλή βία, ασκούμενη από πρόσωπα και συστήματα, που μετατρέπει την καθημερινότητα των ανθρώπων σε έναν ασταμάτητο αγώνα επιβίωσης μέσα σε ουρές, αιτήσεις και «ελλιπή δικαιολογητικά».
ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ – ΤΟ “ΛΑΔΙ” ΘΑ ΤΟΝ ΣΩΣΕΙ
Ο Χ., 22χρονος πρόσφυγας που ζει εδώ και 7 χρόνια στην Ελλάδα, μπήκε στο 2025 με μια ελπίδα: να πιάσει μια σταθερή δουλειά. Τα χαρτιά του ήταν όλα σωστά -άδεια παραμονής, ΑΦΜ, κάθε νόμιμο έγγραφο στη θέση του. Όταν βρήκε επιτέλους μια θέση εργασίας, πίστεψε πως το δύσκολο κομμάτι είχε περάσει. Μάταια.
Η εργοδοσία του ζήτησε ενεργό ΑΜΚΑ για να ολοκληρωθεί η πρόσληψη. Στην υπηρεσία, όμως, του είπαν πως για να εκδοθεί ΑΜΚΑ χρειάζεται… χαρτί πρόσληψης. Ο φαύλος κύκλος της ελληνικής γραφειοκρατίας ξεκίνησε να τον καταπίνει: χωρίς ΑΜΚΑ δεν έχει δουλειά, χωρίς δουλειά δεν έχει ΑΜΚΑ. Ούτε λογική, ούτε ευθύνη από πουθενά.
Εβδομάδες ολόκληρες, με ουρές, αριθμούς πρωτοκόλλου, υπαλλήλους που “δεν είναι αρμοδιότητά τους” και υπηρεσίες που πετούσαν το μπαλάκι η μία στην άλλη. Ο Χ. έβλεπε την ελπίδα να σαπίζει μέσα σε φακέλους και σφραγίδες. «Δεν γίνεται», «Πηγαίνετε αλλού», «Περιμένετε ειδοποίηση». Το ελληνικό κράτος έδειχνε για άλλη μια φορά το σκληρό του πρόσωπο: αδιάφορο, παράλογο, απρόσωπο.
Και τότε, ξαφνικά, όλα λύθηκαν. Όχι με νόμο, αλλά με “λάδι”. Ένα “συμβολικό ποσό” αρκούσε για να ξεμπλοκάρουν τα πάντα. Εκεί που η διοίκηση παρέλυε επί εβδομάδες, το γραφείο άνοιξε τις πόρτες του σε λίγες ώρες. Ο Χ. απέκτησε ΑΜΚΑ -και μαζί μια πικρή επίγνωση: στην Ελλάδα, ο δρόμος προς τη δουλειά δεν περνά απ’ τη νομιμότητα, αλλά απ’ το λαδωμένο γρανάζι της διαφθοράς.
ΠΟΙΑ ΕΙΣΤΕ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ;
Η Ραφαέλλα, τρανς γυναίκα, έχει μάθει να υπομένει τη βία της γραφειοκρατίας σε όλες της τις μορφές -από τα βλέμματα και τους ψιθύρους, μέχρι τα “λάθη” που ποτέ δεν είναι πραγματικά λάθη. Παρότι η ταυτότητά της φέρει ακόμη το όνομα με το οποίο καταχωρήθηκε ως μωρό, εκείνη ζει, εργάζεται και αυτοπροσδιορίζεται ως Ραφαέλλα εδώ και πολλές δεκαετίες. Η νομική αλλαγή των εγγράφων της είναι μια διαδικασία δαπανηρή, χρονοβόρα και ψυχοφθόρα.
Η ζωή της ανάμεσα σε δύο κόσμους -τον κόσμο των εγγράφων και αυτόν της πραγματικότητας- είναι ένας διαρκής αγώνας επιβεβαίωσης του αυτονόητου: ότι είναι η ίδια γυναίκα που στέκεται απέναντι από τον υπάλληλο. Κάθε επίσκεψη σε τράπεζα, δημόσια υπηρεσία ή ακόμα και στο ταχυδρομείο μετατρέπεται σε τεστ αντοχής και αξιοπρέπειας.
«Μα είστε εσείς;», η φράση που ακούει ξανά και ξανά, με χαμόγελα μισά ή βλέμματα που την ξεγυμνώνουν. Κάποιοι υπάλληλοι της ζητούν “να φωνάξει τον κύριο” του δελτίου ταυτότητας. Άλλοι γελούν αμήχανα, προσπαθώντας να το κρύψουν πίσω από γραφειοκρατικές δικαιολογίες. Κι άλλοι απλώς αρνούνται να την εξυπηρετήσουν, σαν να φοβούνται πως αν δεχτούν τη Ραφαέλλα, θα παραβιάσουν κάποιον αόρατο κανόνα.
Έχει χρειαστεί να επιμείνει, να ζητήσει διευθυντές, να εξηγήσει ποια είναι και γιατί το όνομα δεν πρέπει να καθορίζει την ύπαρξη. Έχει φύγει από υπηρεσίες με δάκρυα, με οργή, με εξάντληση. «Δεν θέλω να φωνάζω», λέει. «Αλλά μερικές φορές, αν δεν φωνάξεις, δεν υπάρχεις».
Η Ραφαέλλα δεν ζητά προνόμια· ζητά ορατότητα, σεβασμό και ένα κράτος που να την αναγνωρίζει όπως είναι -όχι όπως “γράφει το σύστημα”. Θέλει μια κοινωνία που να μην τη σβήνει. Για εκείνη, κάθε ραντεβού, κάθε επίσκεψη, κάθε απλή συναλλαγή είναι μια μικρή μάχη αξιοπρέπειας απέναντι σε ένα κράτος που επιμένει να τη βλέπει μέσα από ένα φύλλο πλαστικού, κι όχι ως άνθρωπο.
ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΧΘΟΥΜΕ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ… ΜΑΡΤΥΡΑΣ
Ο Γιάννης είναι τυφλός. Για εκείνον, κάθε συναλλαγή με μια δημόσια υπηρεσία είναι μια μικρή αποστολή, γεμάτη εμπόδια που για τους περισσότερους περνούν απαρατήρητα. Όταν χρειάζεται να υπογράψει ένα συμβόλαιο, να δώσει μια κατάθεση ή να υποβάλει μια καταγγελία, ο νόμος προβλέπει την παρουσία ενός “μάρτυρα που βλέπει”. Η λογική -όπως του εξηγούν- είναι να διασφαλιστεί ότι ο υπάλληλος δεν θα τον εξαπατήσει ή δεν θα αποκρύψει πληροφορίες.
Στην πράξη, όμως, αυτή η «προστασία» καταλήγει σε στέρηση ανεξαρτησίας και δικαιωμάτων. Αν ο Γιάννης δεν έχει μαζί του έναν δικό του άνθρωπο, η υπηρεσία ορίζει έναν υπάλληλο να παρίσταται ως μάρτυρας. Έναν άγνωστο, που δεν είναι εκπαιδευμένος, δεν είναι αρμόδιος και κυρίως -δεν είναι επιλογή του Γιάννη. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος τρίτος αποκτά πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, σε ιδιωτικές πληροφορίες, χωρίς ο Γιάννης να έχει δώσει συναίνεση.
«Φαντάσου να θες να κάνεις μια καταγγελία στην αστυνομία», λέει. «Αν, για παράδειγμα, ένα τυφλό άτομο δεχτεί κακοποίηση από τον σύντροφό του και θελήσει να το καταγγείλει, θα πρέπει να πάρει μαζί του τον ίδιο τον σύντροφο -τον θύτη- για να ‘βοηθήσει’ στη διαδικασία. Ή, αλλιώς, έναν τυχαίο υπάλληλο ή έναν άγνωστο περαστικό. Πώς να νιώσεις ασφάλεια έτσι;».
Η ειρωνεία είναι πως η διαδικασία που θεσπίστηκε στο όνομα της διαφάνειας, μετατρέπεται σε εργαλείο έκθεσης και εξάρτησης. Ο Γιάννης δεν ζητάει “προνόμια”, ζητάει κάτι πολύ πιο απλό: ένα σύστημα που να σέβεται την αυτονομία του και να μπορεί να εξασφαλίζει προσβασιμότητα χωρίς να του στερεί το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. «Η ανεξαρτησία μου δεν πρέπει να θεωρείται προνόμιο», λέει. «Είναι δικαίωμα. Αλλά στη γραφειοκρατία, ακόμα και τα δικαιώματα χρειάζονται… μάρτυρα».