“ΜΕ ΕΛΕΓΑΝ ΤΡΕΛΗ”
Τέσσερις γυναίκες διηγούνται τις ιστορίες τους σήμερα, 10 Οκτώβρη, παγκόσμια ημέρα της ψυχικής υγείας.
“Ένιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου / και πίσω πλήθος, κοσμοσυρροή, / κι όλο περνούσε και περνούσε κι ήταν/ τη σκέψη μου σαν να ποδοπατεί”- Έμιλι Ντίκινσον
Οι Τρώες αποφάσισαν ότι η Κασσάνδρα ήταν τρελή, επειδή προφήτευσε την πτώση της Τροίας. Ο Ιπποκράτης και αργότερα ο Γαληνός υποστήριξαν ότι η μήτρα (υστέρα) είναι ένα περιπλανώμενο όργανο, που αν δε γονιμοποιηθεί, αναζητά υγρασία και πιέζει άλλα όργανα προκαλώντας τρέλα, λιποθυμίες ή επιληπτικές κρίσεις. Στον Μεσαίωνα, οι μάγισσες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τον διάβολο. Σήμερα, Η Γκρέτα Τούνμπεργκ δεν είναι μια δικαίως θυμωμένη και γενναία ακτιβίστρια: οι πράξεις της δεν είναι πολιτικές· είναι αντικατοπτρισμός της ψυχικής της ασθένειας.
Μας τοποθέτησαν στο μικροσκόπιο, μας εξέτασαν, μας λοιδόρησαν και μας διέγνωσαν. Ποια λοιπόν είναι η σχέση της γυναίκας με την ψυχική υγεία; Είναι αλήθεια ότι η ψυχική ασθένεια χτυπάει περισσότερο τις γυναίκες; Και αν ναι, είναι βιολογικοί ή έμφυλοι οι λόγοι;
Αυτήν τη 10η Οκτώβρη, παγκόσμια μέρα ψυχικής υγείας, αποφάσισα να ξεδιπλώσω ιστορίες πραγματικών γυναικών που παλεύουν με πραγματικούς δαίμονες, παρόλο που καθεμία απ’ αυτές έχει ακούσει, κάποια στιγμή στη ζωή της, πως όλα είναι στο μυαλό της.
Έρευνες δείχνουν ότι μία στις πέντε γυναίκες παγκοσμίως θα νοσήσει από κάποια ψυχική νόσο, σε σχέση με έναν στους οκτώ άνδρες (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας). Βεβαίως, αυτά τα δεδομένα δεν μπορούν να είναι και τόσο ακριβή, γιατί οι άνδρες δε συνηθίζουν να ζητάνε βοήθεια.
Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι οι γυναίκες παθαίνουν κατάθλιψη 1.5 φορά παραπάνω από τους άνδρες. Στην άλλη όχθη των διαγνώσεων, τo American Psychiatric Association εξηγεί ότι οι άνδρες παρουσιάζουν 3 φορές παραπάνω αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και εθισμούς.
«Ιστορικά, οι γυναίκες εκφράζονται πολύ πιο εύκολα και παραδέχονται στον εαυτό τους ότι δε νιώθουν καλά, επομένως ζητούν βοήθεια. Δεν ισχύει ότι οι άνδρες δεν έχουν ζητήματα. Απλά οι γυναίκες αποδέχονται τα συναισθήματα τους, έχουν διαπαιδαγωγηθεί να κάνουν το βήμα προς τον ειδικό», λέει η Μπετίνα Ντάβου, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, και συνεχίζει: «Δεν μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε την κοινωνική πίεση που υφίστανται οι άνδρες και οι γυναίκες, γιατί είναι διαφορετικού τύπου. Δηλαδή σαφώς η γυναίκα πληρώνει πολύ μεγαλύτερο συναισθηματικό κόστος έχοντας την ευθύνη των παιδιών της και το επαγγελματικό βάρος, όπου η κοινωνική επιταγή τη θέλει να στέκεται απολύτως ίση με τον άνδρα. Ωστόσο, και οι άνδρες, εξακολουθούν να διαπαιδαγωγούνται σαν αυτοί να είναι ο κύριος οικονομικός υποστηριχτής της οικογένειας. Έρευνα που έχουμε κάνει αποδεικνύει ότι τους δημιουργεί τεράστιο βάρος».
“Η πρώτη εβδομάδα ήταν το πιο σκοτεινό ταξίδι που έχω κάνει στη ζωή μου”
«Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά, ήταν πριν δύο χρόνια, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Είναι δίδυμα. Το συναίσθημα που με πλημμύρισε τότε ήταν η ευθύνη και όχι η χαρά, όπως περιγράφουν όλοι», ξεκινάει την αφήγηση της η Κατερίνα*, η οποία είναι 47 ετών και καθηγήτρια πανεπιστημίου.
Ενώ ο πρώτος μήνας κύλησε σχετικά ήρεμα, από τον δεύτερο μήνα και τα δύο βρέφη είχαν κολικούς και δεν κοιμόντουσαν παραπάνω από 1 ώρα συνεχόμενα, ενώ έκλαιγαν ασταμάτητα. Η Κατερίνα έχασε πολλά κιλά, τα οποία δεν είχε το περιθώριο να χάσει, και μαζί έχασε κι ένα κομμάτι από τον εαυτό της.
«Είμαι πολύ λογικός άνθρωπος, έτσι δεν έβρισκα τα εργαλεία για να αντιμετωπίσω αυτό που μου συνέβαινε. Ίσως και να έφταιγε ότι δεν είχα ποτέ πάνω-κάτω πριν, οπότε δε μου ήταν καθόλου γνώριμο αυτό το συναίσθημα», θυμάται.
Έτσι, πήγε σε ψυχίατρο, ο οποίος αρχικά της διέγνωσε αγχώδη διαταραχή και της έδωσε ένα ήπιο αγχολυτικό. Αυτό όμως δεν την έπιασε και ο γιατρός προχώρησε σε μια διάγνωση κατάθλιψης. Ξεκίνησε φάρμακα: «Λόγω μιας άσχημης εμπειρίας της μητέρας μου με ανεπιθύμητες ενέργειες αντικαταθλιπτικών, φοβόμουν πολύ. Και είχα δίκιο: η πρώτη εβδομάδα ήταν το πιο σκοτεινό ταξίδι που έχω κάνει στη ζωή μου. Πιστεύω πως αυτό συνέβη γιατί ο οργανισμός μου ήταν παρθένος αλλά και γιατί ήμουν φρικτά κουρασμένη. Εκείνες τις μέρες δηλαδή ακόμη και το να σηκωθώ από το κρεβάτι να βάλω ένα ποτήρι νερό να πιω, έμοιαζε ακατόρθωτο. Μου είχαν πει ότι η προσαρμογή στο φάρμακο θα πάρει μια βδομάδα. Όντως την όγδοη μέρα ένιωσα καλύτερα».
Η Κατερίνα έπαιρνε αντικαταθλιπτικά για ενάμιση χρόνο. Όταν τα έκοψε, δεν ένιωσε τίποτα. Η ασθένειά της είχε κάνει τον κύκλο της. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως αυτό που πέρασε είχε κι ένα έμφυλο πρόσημο.
«Γενικά δεν επηρεάζομαι από τη γνώμη των άλλων. Όμως με βάραινε η αίσθηση ευθύνης και η αντίληψη που έχω ως μητέρα για τον ρόλο μου», θα εξηγήσει, και θα προσθέσει πως στην Ελλάδα οι άνδρες συνεχίζουν να έχουν έναν συμπληρωματικό ρόλο στο μεγάλωμα του παιδιού.
«Δεν είναι δική τους η ευθύνη. Στο εξωτερικό δεν είναι έτσι, έχουν έναν σαφή ενεργό ρόλο. Στην Ελλάδα, για να υπάρξει ισότητα στην γονεϊκότητα, πρέπει να καλλιεργηθεί από το σπίτι, δεν είναι κάτι που μπορεί έτσι εύκολα ξαφνικά, στα 40 σου, ως άνδρας, όσο καλός και δοτικός άνθρωπος κι είσαι, να σου βγει».
“Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσες πολλές προσδοκίες για το γυναικείο φύλο”
Η Μελανή Βασιλοπούλου είναι συμβουλευτική ψυχολόγος. Έχει παρατηρήσει ότι ασκείται πολλή πίεση στις γυναίκες να είναι καλές σε όλα: «Θεωρώ ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσες πολλές προσδοκίες για το γυναικείο φύλο. Όλα είναι και πρέπει να είναι εφικτά. Νιώθω πως η πίεση αυτή αφορά τις γυναίκες του Δυτικού κόσμου γενικότερα, ίσως και τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο την Ελλάδα. Μια γυναίκα πρέπει να είναι αυτόνομη οικονομικά, να κάνει παιδιά, να είναι η κύρια φροντιστής, να είναι ελκυστική, να προσέχει τον εαυτό της, το σώμα της, το πνεύμα της. Όλες αυτές τις προσδοκίες τις έχουμε εσωτερικεύσει και κινούν τις αποφάσεις μας ενώ επηρεάζουν το πως κρίνουμε τον εαυτό μας».
«Η σιωπή με κατέθλιψε. Δεν ήταν η σιωπή της σιωπής. Ήταν η δική μου σιωπή. Ήξερα πολύ καλά πως τ’αυτοκίνητα έκαναν θόρυβο κι ότι οι άνθρωποι μέσα στ’αυτοκίνητα και πίσω απ΄τα παράθυρα των κτιρίων έκαναν θόρυβο, και το ποτάμι έκανε θόρυβο, αλλά δεν μπορούσα ν’ακούσω τίποτα».
Ένα μήνα αφού εκδόθηκε ο Γυάλινος κώδων της Σίλβια Πλαθ, η ποιήτρια και συγγραφέας αυτοκτόνησε. Σε ένα από τα πιο επιδραστικά κείμενα γύρω από την κατάθλιψη, η κεντρική ηρωίδα παλεύει να επιστρέψει σε μια προηγούμενη κατάσταση, αλλά μάταια: η ψυχική ασθένεια μοιάζει να την έχει περικυκλώσει. Αν η Σίλβια Πλαθ γεννιόταν 50 χρόνια αργότερα, μπορεί να είχε σωθεί; Κι αν γιατρευόταν, θα διαβάζαμε τα συγκλονιστικά της κείμενα;
«Έχω πάρει πολλές φορές αντικαταθλιπτικά. Είχα τρομερό brain fog (ομίχλη μυαλού). Τα παίρνω μόνο όταν νιώσω ότι οι σκέψεις μου έχουν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνες. Από την άλλη, με τα αντιψυχωτικά δεν μπορώ να γράψω. Το έχω συζητήσει και με άλλους δημοσιογράφους και με συγγραφείς. Οι άντρες επιλέγουν να μην παίρνουν χάπια για να συνεχίσουν να γράφουν έτσι ελεύθερα. Οι γυναίκες παίρνουν χάπια γιατί έχουν να φροντίσουν κάποιον», θα παρατηρήσει η Δάφνη*, 40 ετών, δημοσιογράφος.
“Είχα ένα τρομερό άγχος ότι κάτι συμβαίνει πίσω από την πλάτη μου”
Η Δάφνη πάσχει από διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ. Στη δική της περίπτωση, σημαίνει ότι έχει έντονες καταθλίψεις και υπομανίες. Τα επεισόδια της έχουν μικρότερη ένταση και ως εκ τούτου είναι λιγότερο επικίνδυνα σε σχέση ενός διπολικού τύπου Ι που κάνει μανίες. Μου λέει πως τα γραπτά της έχουν πληγεί από τη λήψη φαρμάκων, παρόλο που ορκίζεται στο όνομα του σταθεροποιητικού που της χορηγείται.
«Πριν απ’ αυτό, είχα ένα τρομερό άγχος ότι κάτι συμβαίνει πίσω από την πλάτη μου. Κάποιος μου λέει ψέματα, κάποιος σκέφτεται να με απολύσει. Με το φάρμακο κατάλαβα ότι είναι σωματικό, διότι αν ξεχάσω να το πάρω ένα εικοσιτετράωρο, έχει επανέλθει το άγχος, οι ταχυπαλμίες, οι ζαλάδες, η ευερεθιστότητα», εξηγεί προσθέτοντας ότι με τα χάπια και τη διάγνωση μπορεί πια να ξεχωρίσει τι είναι αντικειμενική πραγματικότητα και τι αντίληψη αυτής.
Μιλώντας της, καταλαβαίνω πως η ασθένειά της, όσο κι αν είναι δύσκολα διαχειρίσιμη ανά φάσεις, τη γοητεύει ακόμη. «Πρέπει να σου πω ότι αν δεν είχα αυτές τις στιγμές “μεγαλείου”, “δόξας”, δε νομίζω ότι θα είχα κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου».
Ωστόσο, δε λείπουν και οι στιγμές απόγνωσης. Η Δάφνη έχει ένα παιδί στην εφηβεία στο οποίο δεν έχει μιλήσει για την πάθησή της.
«Φοβάμαι ότι θα τρομάξει. Μπορεί να σκεφτεί ότι έχει κι εκείνη διπολική διαταραχή. Στον πρώην σύντροφό μου, τον πατέρα της, το έχω πει. Δεν το έχει πάρει πολύ στα σοβαρά, παρ’όλα αυτά αναλαμβάνει τα πάντα όταν τον έχω χρειαστεί. Έτσι κι αλλιώς, αυτό δε συμβαίνει και πολύ συχνά: είμαι απολύτως λειτουργική για το παιδί μου. Με τα χάπια, έχω εξισορροπήσει πάρα πολύ. Νιώθω ότι παρατηρώ από ψηλά τις καταθλίψεις και τις υπομανίες μου», λέει.
Το μεγαλείο και η δόξα στην οποία αναφέρεται συνυπάρχουν με την άβυσσο της κατάθλιψης, όμως: «Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι ότι θα τρελαθώ, ότι θα αυτοκτονήσω. Σε λίγα χρόνια θα φύγει το παιδί μου από το σπίτι, για να πάει να σπουδάσει. Και δε θα έχω λόγο να ξυπνάω το πρωί και να είμαι λειτουργική. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος και είναι από τη μέρα που γεννήθηκε».
Για την Δάφνη, το έμφυλο κομμάτι έχει να κάνει και με τη διάγνωση. «Πώς σε ακούν οι ψυχίατροι που στην πλειονότητά τους είναι άντρες. Δεν παίρνουν τον χρόνο τους. Επειδή έχω κάνει πολλά πρώτα ραντεβού με ψυχιάτρους, πάντα μετράω σε ποιο λεπτό της συνεδρίας θα μου πουν ποιο χάπι πρέπει να πάρω. Και συνήθως είναι στο πρώτο 25λεπτο», λέει χαρακτηριστικά.
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
Για πολλούς από εμάς, το πρώτο καμπανάκι κρούει στην εφηβεία.
«Θα έλεγα ότι οι πιο ευάλωτη περίοδος είναι από την εφηβεία μέχρι την αρχή της ενηλικίωσης. Αυτό είναι εμφανές και από το γεγονός ότι η ηλικία στην οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες (ανεξαρτήτως φύλου) είναι μεταξύ 18 και 25 ετών», λέει η κ. Βασιλοπούλου.
Η εικοσάχρονη Έλλη ωστόσο εμφάνισε τα πρώτα της συμπτώματα και νοσηλεύτηκε πριν τα 11 της χρόνια. «Έχω ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Στα 11 μου, δεν ήξερα τι ήταν. Ξεκίνησε με μια τελειοθηρία, δηλαδή να πατάω τα πλακάκια δυο-δυο, να είναι όλα τα καπάκια κλειστά, και μεταφράστηκε στο σώμα μου, και δεν μπορούσα να φάω. Μέχρι που έπαθα ένα υπογλυκαιμικό σοκ, το οποίο με οδήγησε στο νοσοκομείο και μου έγινε η διάγνωση».
Σήμερα η Έλλη προετοιμάζεται να δώσει πανελλήνιες εξετάσεις για να σπουδάσει μουσικολογία. Είναι σαφώς καλύτερα, αλλά οι εμμονικές σκέψεις δεν την έχουν εγκαταλείψει.
«Εμφανίζονται είτε σε υλικά πράγματα, όπως τα πλακάκια που λέγαμε πριν, είτε με εσωτερική τελειοθηρία, δηλαδή δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να κάνει λάθη. Όταν κάνω λάθος νιώθω σαν να κρίνομαι από λαϊκό δικαστήριο. Και προσπαθώ απεγνωσμένα να το αποτρέψω κάνοντας ό,τι μπορώ ώστε να σιγουρευτώ ότι η σκέψη μου δεν ισχύει. Δηλαδή μπορεί μια μέρα να ξυπνήσω και να νομίζω ότι είμαι δολοφόνος, οπότε θα κρύψω όλα τα μαχαίρια. Αυτό συμβαίνει με το που έχω ένα συναίσθημα. Αντιμετωπίζω τη σκέψη που σχετίζεται με το συναίσθημα εμμονικά».
Ο ψυχίατρος Δημήτρης Βασιάδης δε θέλει να ξεχωρίσει το βιολογικό κομμάτι από το κομμάτι της κουλτούρας. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι αυστηρά βιολογικοί δείκτες, θα πει. «Έχει αποδειχτεί από στατιστικές μελέτες ότι τα οιστρογόνα έχουν έναν προστατευτικό ρόλο στην ψυχική υγεία, οπότε υπάρχει μια έξαρση ψυχικής πίεσης στις γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση κι έπειτα. Αυτό είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο: δεν περιμένουμε κάποιος άντρας να αντιμετωπίσει ένα βιολογικό φαινόμενο περίπου στη μέση της ζωής του και να υπάρξει μια υποτροπή της ψυχικής του πάθησης», λέει και προσθέτει πως υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περίοδοι. Όπως η περιγεννητική περίοδος, στην οποία όχι μόνο υπάρχει μια βιολογική επιβάρυνση αλλά σημαντικό ρόλο παίζει και η κουλτούρα του κάθε πολιτισμού στο πως η κοινωνία αντιμετωπίζει την μητέρα.
Κοινωνικό στίγμα
Ο παράγοντας στίγμα δεν είναι αμελητέος, επίσης. Η κ. Ντάβου θα πει πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι κάνουν θεραπεία, ωστόσο δε δέχονται εύκολα μία διάγνωση, και καμιά φορά το περιβάλλον τους ασκεί και μια επιπρόσθετη πίεση. Η Έλλη το έζησε αυτό:
«Επειδή θέλει τεράστιες διαδικασίες για να σου χορηγήσει το κράτος θεραπείες, οι γονείς μου δε συμφωνούσαν, και ως ανήλικη είχα δεμένα χέρια. Η αντίστασή τους είχε να κάνει με το κοινωνικό στίγμα», λέει. «Στην αρχή με λέγανε τρελή και υποστήριζαν ότι αποζητώ την προσοχή. Σήμερα το δέχονται κάπως περισσότερο. Εγώ πάντως δεν το συζητάω πλέον μαζί τους. Η γνώμη τους δεν είναι κάτι που με αφορά αυτή τη στιγμή», δηλώνει η ίδια.
Η μητέρα της Χαράς, που είναι επίσης 20 ετών και προετοιμάζεται για να περάσει εξετάσεις για να σπουδάσει παιδαγωγικά, της είπε ότι κι εκείνη νιώθει το ίδιο χάος με την ίδια. Ωστόσο, της το είπε όταν η Χαρά διαγνώστηκε με οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Ίσως από συμπόνια, ίσως από άγνοια, το μήνυμα που πέρασε στην ίδια ήταν της μη κατανόησης: “Όλοι το έχουμε αυτό”, μου είπε, “κι εμένα αλλάζει η διάθεσή μου συνέχεια.”
Είχαμε τσακωθεί πολύ άσχημα γι’αυτό, γιατί της απαντούσα ότι, αν όντως έχει κι εκείνη την ίδια πάθηση, τότε είναι επιλογή της να μην κάνει κάτι γι’αυτό. Εγώ επιλέγω να κάνω κάτι γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι. Φυσικά, είχε φρικάρει που θα έπαιρνα χάπια».
“Ήμουν πολύ μπερδεμένη πριν τη διάγνωση μου”
Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας είναι μια διάγνωση που ακούμε πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα, αρκετοί οριακοί ασθενείς διαγιγνώσκονταν ως διπολικοί και τους χορηγούνταν λάθος φάρμακα. Πλήττει μεταξύ του 1-2.7% του πληθυσμού, ενώ το προσδόκιμο ζωής σε ασθενείς με οριακή διαταραχή προσωπικότητας μειώνεται 16-32 χρόνια σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Το 75% των οριακών θα επιχειρήσουν να βάλουν τέλος στη ζωή τους.
«Ήμουν πολύ μπερδεμένη πριν τη διάγνωση μου. Τη μία μέρα δεν ήθελα να βρίσκομαι σ’αυτόν τον κόσμο, ήθελα να μου κάνω κακό. Την προηγουμένη θα μπορούσα να πετάω, να κάνω πλάνα, να βγαίνω με τις φίλες μου, να κανονίζω ταξίδια», λέει η Χαρά. «Άλλαζα διάθεση μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Είχα τόσο πολύ θυμό… τσακωνόμουν, και μετά από λίγα λεπτά ηρεμούσα. Όταν μου έλεγαν τι είπα πάνω στα νεύρα μου, δεν το θυμόμουν», προσθέτει.
Έμεινε σε μια τοξική σχέση για πολύ καιρό. Παρόλο που έχουν χωρίσει, αλλάζει συνεχώς γνώμη γι’αυτόν. Για τους οριακούς, οι διαθέσεις είναι μια άβυσσος. Οι λόγοι εμφάνισης αυτής της ασθένειας έχουν ένα βιολογικό κι ένα κομμάτι περιβαλλοντικών συνθηκών.
«Αν δεν είχα πληγωθεί από τόσο μικρή, αν ο πατέρας μου συμπεριφερόταν καλύτερα στη μητέρα μου, αν δεν αναγκαζόμουν να φύγω απ’το σπίτι στα 17 μου και να πιάσω δουλειά για να είμαι ανεξάρτητη, μπορεί να ήταν αλλιώς τα πράγματα», παραδέχεται.
Ρωτάω την κ. Βασιλοπούλου ποιες είναι οι πιο συχνές διαγνώσεις που βλέπει σε γυναίκες ασθενείς. «Όπως παρατηρώ τα δεδομένα στην πρακτική, σε γυναίκες ασθενείς η πιο συχνή διάγνωση είναι η κατάθλιψη, μετά κάποια αγχώδης διαταραχή, και συχνά επίσης τις δυο αυτές διαγνώσεις σε συνδυασμό με διαταραχές προσωπικότητας, κυρίως οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Ο συνδυασμός άγχος ή κατάθλιψη και διαταραχή προσωπικότητας συναντάται σε όλες τις ηλικίες, όμως τελευταία τον παρατηρώ τακτικότερα στις νεαρότερες ηλικίες, ειδικά την οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Αυτό μπορεί να είναι και τυχαίο και να μην αντικατοπτρίζει το σύνολο», θα πει.
Πριν από μερικούς μήνες, έκανα μια γυναικολογική εξέταση σ’έναν άνδρα γιατρό, ο οποίος, για να λύσω ένα πρόβλημα γυναικολογικής φύσεως, μου συνέστησε να μειώσω τη δόση του ψυχοφαρμάκου μου. «Μια χαρά μου φαίνεσαι», αποφάσισε, μιλώντας μου στον ενικό. Δεν έπεσα στο επίπεδο του. Είναι ιλαρό το πόσες γυναίκες έχουμε γνωρίσει σεξισμό από επαγγελματίες που σχετίζονται με τη γυναικεία υγεία και ανδροκρατούνται.
Συμβαίνει υπερβολικά συχνά οι γυναίκες να μιλάνε γι’αυτό που τις βασανίζει και να λαμβάνουν μια αποκαρδιωτική απάντηση: κυμαίνεται από το «υπερβάλλεις, όλα στο μυαλό σου είναι», στο «παραείσαι ευαίσθητη». Από μια γρήγορη διάγνωση μέχρι μια σιωπή. Γιατί πρέπει η οδύνη να είναι μια προϋπόθεση της θηλυκότητας; Γιατί πολύ συχνά νιώθουμε να μη χωράμε, όσα εγχειρίδια ψυχιατρικής κι αν συμβουλευτούν οι ειδικοί; Και πώς μπορούμε να συμπεριλάβουμε το άλλο φύλο στο ταξίδι προς την ίαση;
Δεν έχω τις απαντήσεις, ή, τουλάχιστον, τις σωστές απαντήσεις, και δε γνωρίζω αν οι γυναίκες που μου εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους έχουν τη λύση στον γρίφο. Ωστόσο, κάθε χρόνο νιώθω πως πηγαίνουμε με αργά (ίσως υπερβολικά αργά) βήματα σε μια συλλογική αποδοχή μακριά από απαρχαιωμένα στερεότυπα και κοινωνικό στίγμα. Και γι’αυτό έχουμε να ευχαριστήσουμε πρώτα και κύρια εκείνες που μιλάνε, κι ας μην το κάνουν πάντοτε ανοιχτά.
Γι’ αυτό και σας ευχαριστώ, οι ιστορίες σας είναι οι ιστορίες μας.
*Τα ονόματα έχουν αλλαχτεί κατόπιν επιθυμίας των συνεντευξιαζόμενων.