Ο ΛΟΥΚΟΥΜΑΤΖΗΣ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ
Ο Βασίλης Παντέλογλου δίνει τα SOS σε όσους θέλουν να δουλέψουν στην Ισλανδία. Ποια είναι τα θετικά και ποια η μεγαλύτερη πρόκληση.
Σου λένε πως αύριο μπορείς να πας σε όποιο σημείο του κόσμου θες, για δουλειά. Προφανώς, οι απολαβές θα είναι καλύτερες από αυτές της Ελλάδας.
Ποιον προορισμό θα επιλέξεις;
Παλαιότερα, θα έβαζα στοίχημα ότι δεν θα διάλεγες μέρος που θα σε “δοκίμαζε”. Που θα είχε έναν συντελεστή ταλαιπωρίας. Έπειτα από όσα είδα στην Ισλανδία, όπου παντού (μα παντού) υπήρχαν Έλληνες, δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.
Όπως μου είπε και μια 26χρονη Ελληνίδα (καλησπέρα Ζωή) που τελεί χρέη μάνατζερ στον απόλυτο προορισμό για την τοπική σούπα «το 13ωρο είναι ένας ακόμας λόγος να μη γυρίσουμε ποτέ».
Και καλά θα κάνουν. Υγεία να έχουν, να ζουν με αξιοπρέπεια, ζητούμενο που μου είπε πως έχει ένα, επίσης νέο, κορίτσι που συνάντησα στο σούπερ μάρκετ.
«Στην Ελλάδα μετρούσα τα ευρώ, γιατί δεν μου “έβγαιναν” να πάρω τρόφιμα. Εδώ δεν τα μετράω». Και για αυτό αποφάσισε να περάσει, για πρώτη φορά και χειμώνα στη χώρα που είναι εμπειρία ζωής για να ταξιδέψεις. Όχι όμως, και για να ζήσεις.
Βέβαια, στα πάντα σε αυτήν τη ζωή, κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις.
Ο Βασίλης Παντέλογλου πιστεύει πως όσα έχει κερδίσει στην Ισλανδία είναι πολλαπλάσια εκείνων που έχει χάσει.
Ο Έλληνας που γλύκανε τους Ισλανδούς
Δεν υπάρχει περίπτωση να πας στο Ρέκιαβικ και να μην περπατήσεις στο δρόμο (Laugavegur) με τα “φαγητάδικα” που έχουν ανοίξει οι μετανάστες, οι οποίοι ξεκάθαρα έχουν “σώσει” την παρτίδα της εστίασης σε αυτήν την πόλη.
Εκτός και αν πας στην Ισλανδία αποφασισμένος/η να δοκιμάσεις καρχαρία, φάλαινα ή άλογο ή πάφιν (ας πούμε ο πιγκουίνος της Ισλανδίας). ΟΚ, θα φας τις τοπικές σούπες (μην τις παραλείψεις), αλλά για να αποφύγεις τις συγκινήσεις ή την ασιτία, θα πας στα σίγουρα. Όπως σκέφτεσαι πού θα δώσεις το 50ευρω για το πιάτο (όχι γεύμα, πιάτο) της ημέρας, θα πέσεις πάνω στο Loo.koo.mas.
Είναι ακριβώς ό,τι νομίζεις: ο Βασίλης θα σου φτιάξει λουκουμάδες που δύσκολα βρίσκεις και στην Ελλάδα, με τα toppings να απογειώνουν όλες τις αισθήσεις σου.
Πώς όμως, βρέθηκε ο Βασίλης στην Ισλανδία; Και… γιατί λουκουμάδες; Χάθηκε το (άχαστο) σουβλάκι;
Γενικά, τι σκεφτόταν ο Βασίλης;
«Το 2017 εργαζόμουν στην πολεμική βιομηχανία, την πρώην ΠΥΡΚΑΛ και είχα δυο μαγαζιά εστίασης στην Αθήνα, τα οποία υπάρχουν ακόμα. Δεν είχα πρόβλημα επιβίωσης, ωστόσο έφυγα για οικονομικούς λόγους, καθώς τα εισοδήματα μου δεν ήταν αρκετά για να συντηρήσω τα δυο παιδιά μου -είμαι διαζευγμένος και η πρώην σύζυγος μου δεν εργάζεται- και τον εαυτό μου.
Ήταν λοιπόν, μονόδρομος το εξωτερικό».
Εκείνος ήταν 48.
Η Ισλανδία πώς μπαίνει στην εικόνα;
«Την επέλεξα γιατί ζούσε εδώ ένας φίλος μου, ο οποίος είναι παντρεμένος με μια Ισλανδή. Μου έλεγε πως αναζητούν διαρκώς τεχνίτες και γενικότερα, ανθρώπους με εργασιακή εμπειρία σε διάφορους τομείς. Κάλυπτα τα “προαπαιτούμενα”, οπότε έκανα το ταξίδι, στα “τυφλά”.
Αν θυμάμαι καλά, είχα πάνω μου 1.500 ευρώ».
Για μιάμιση εβδομάδα τον φιλοξένησε ο φίλος του. «Παράλληλα, έστελνα παντού βιογραφικά και πολύ γρήγορα βρήκα δουλειά στο αντικείμενο μου. Σύντομα άρχισα να συγκατοικώ με τον τωρινό μου, συνεταίρο, τον Μιχάλη, με τον οποίον γνωρίστηκα στην Ισλανδία.
Μετά 4 χρόνια συγκατοίκησης και πολλές δικές μου παροτρύνσεις, συμφώνησε να κάνουμε το Loo.koo.mas».
Ο Βασίλης είχε αποφασίσει να επενδύσει στην εστίαση «γιατί ήταν 100 χρόνια πίσω. Υπήρχαν δηλαδή, κενά που μπορούσες να καλύψεις.
«Έκανα το βήμα πάνω στον Covid, που ήταν η καλύτερη εποχή για να κάνεις επιχείρηση, σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη».
«Οι μεγαλύτερες εμπορικές αγορές είχαν καταστραφεί, οπότε ένας άνθρωπος που είχε εκείνη τη χρονική περίοδο χρήματα, μπορούσε να ενοικιάσει ένα μαγαζί στον πιο γνωστό δρόμο του Λονδίνου, με τα μισά λεφτά.
Αυτό έκανα κι εγώ στο Ρέκιαβικ: βρήκα χώρο στον πιο γνωστό δρόμο και έφτιαξα αυτό που υπάρχει μέχρι σήμερα».
Πώς προκρίθηκε ο λουκουμάς;
«Ήταν η πιο ‘φθηνή’ επένδυση. Δεν μπορούσα να κάνω μπαρ, που ήταν η δουλειά μου στην Αθήνα, μηδέ εστιατόριο, γιατί για αυτά χρειάζονται πάρα πολλά χρήματα. Κατέληξα στον λουκουμά, γιατί η παραγωγή του είναι απλή και η ποιότητα των γλυκών ήταν εδώ… μαύρο χάλι.
Έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία -για να βρούμε την καλύτερη δυνατή συνταγή, τις καλύτερες σοκολάτες και τα μηχανήματα κάναμε πολλές δοκιμές και ταξίδια-, από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας μας έως τώρα έχουμε 4.9 βαθμολογία, στο room service».
Και για αυτό το λόγο ετοιμάζεται το αδελφάκι του Loo.koo.mas στην Κοπεγχάγη. Άρα, μάλλον δεν αναμένεται σύντομα πίσω στην Ελλάδα ο Βασίλης. «Δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψω, ακόμα. Όταν το κάνω, θα έχω το κεφάλι ψηλά. Δεν θα ζητιανεύω για ένα μεροκάματο».
Η σεζόν απογειώνεται το Δεκέμβριο «όταν είναι όλα sold out». Μετά έρχεται το μαύρο σκοτάδι. «Από την 1η Γενάρη “αγριεύει” η κατάσταση και για τρεις μήνες είναι πολύ ζόρικα».
Τότε δοκιμάζονται πραγματικά, όσοι Έλληνες ζουν στη χώρα.
Τι πρέπει να ξέρει όποιος θέλει να δουλέψει στην Ισλανδία
Το 2017 στην Ισλανδία ήταν 15 άτομα. «Σήμερα είναι πάνω από 1.500, στη σεζόν», λέει ο εκ των ιδρυτών του Συλλόγου Ελλήνων στην Ισλανδία. «Από τη μια χαίρομαι που έχουμε αυξηθεί, από την άλλη στενοχωριέμαι για αυτά τα παιδιά που ξενιτεύονται και ζουν σε άγριες συνθήκες, όπως είναι αυτές της Ισλανδίας, για να καταφέρουν να ζήσουν.
Έρχονται κυρίως παιδιά που έχουν εμπειρία στην εστίαση. Ο μέσος μισθός εδώ είναι γύρω στα 3.000 ευρώ. Οπότε συγκατοικούν, 2,3 και τέσσερις σε ένα διαμέρισμα, δίνουν 700 ευρώ ο καθένας για ενοίκιο και με τα υπόλοιπα μπορούν και να ζήσουν και να αποταμιεύσουν.
Γιατί λοιπόν, να πάνε σε κάποιο ελληνικό νησί, όπου… θα τους φύγει η πίστη και δεν θα πάρουν τα χρήματα που τους έταξαν;
Βέβαια, κι εδώ υπάρχει εκμετάλλευση. Είναι κάποιοι που δεν είναι συνεπείς και δη στην εστίαση, όπου “κλέβουν” και μεροκάματα και ώρες. Από την άλλη, βέβαια, δεδομένης της πολύ μεγάλης διαφοράς στο ωρομίσθιο, παρά το κλέψιμο στο τέλος ξέρεις πως τα χρήματα που θα πάρεις θα είναι αξιόλογα. Πολλά περισσότερα από εκείνα που δίνουν στην Ελλάδα».
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή στην Ισλανδία; Το κρύο; Το χιόνι; Ότι για κάποιους μήνες, στις αρχές του χρόνου, δεν βλέπεις το φως του ήλιου;
«Το σκοτάδι. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να αντέξεις αυτό το σκοτάδι. Τώρα που σου μιλάω, χιονίζει. Όταν μπαίνουμε στο χειμώνα, αρχίζει να μικραίνει η ημέρα. Έχω γνωρίσει πάρα πολλά παιδιά, πολλούς οικογενειάρχες που έχουν έλθει και έφυγαν σε μια διετία, γιατί δεν άντεξαν τη μαυρίλα που έχει και τη μοναξιά της».
Τι κάνει όταν οι δρόμοι είναι γεμάτοι χιόνι, η θερμοκρασία στο -15 και (ουσιαστικά) δεν ξημερώνει ποτέ;
«Είναι σημαντικό να έχεις δημιουργήσει μια ρουτίνα. Ομολογώ ότι αν δεν είχα το μαγαζί, θα είχα τρελαθεί. Από εκεί και πέρα, πηγαίνω ένα γυμναστήριο, σε καμια πισίνα, ίσως σινεμά.
Από τα 19 μου είχα μπαρ, οπότε από όταν ήλθα δεν μου έκανε καμία αίσθηση αυτό το κομμάτι της διασκέδασης. Επίσης, στην 8ετια που είμαι εδώ έχω πάει σε όλα τα εστιατόρια. Πλέον έχω ηρεμήσει».
Αν αναζητήσεις τον όρο “γεωθερμία” στο Google, το πιθανότερο είναι να σου βγάλει εικόνες από την Ισλανδία. Αυτή η φυσική ενεργειακή μέθοδος εγγυάται το χαμηλό κόστος, σε μια πολύ ακριβή χώρα.
«Στο Loo.koo.mas, η ηλεκτρική μηχανή είναι αναμμένη όλη την ημέρα. Στην Ελλάδα αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε κατά διάνοια, γιατί θα πάνε φυλακή. Εδώ όμως, το ρεύμα είναι πολύ φθηνό, όπως και το νερό και το τηλέφωνο».
Τα σούπερ μάρκετ έχουν τιμές Ελλάδας, αν εξαιρέσεις το κρέας.
«Σε γενικές γραμμές αυτή είναι η πραγματικότητα. Αλλά η ποιότητα δεν συγκρίνεται. Αν φας ντομάτα από σούπερ μάρκετ της Ισλανδίας, θα καταλάβεις τι εννοώ».
Έφαγα πεπόνι. Enough said.
«Τα φρούτα και τα λαχανικά δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα της Ελλάδας. ΟΚ, έχουν θερμοκήπια, γίνονται προσπάθειες, αλλά δεν ευνοούν οι συνθήκες».
«Έχω ξεχάσει τι σημαίνει “άγχος”»
Αν έβαζε έναν τίτλο στην συνολική εμπειρία που του έχει προσφέρει η Ισλανδία, ποιος θα ήταν;
«Δεν έχω μετανιώσει αυτό που έκανα. Αν όμως, μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα πήγαινα στη Δανία, μόνο και μόνο γιατί θα μιλούσα με κανέναν άνθρωπο.
Είμαι ιδιαίτερα κοινωνικός και για αυτό ό,τι έχω επιχειρήσει, στον τομέα της εστίασης, είναι πετυχημένο. Στην Ισλανδία “τα είδα όλα”: ενώ ήμουν μέσα στον κόσμο, βίωσα τη μοναξιά, το σκοτάδι και το κρύο, όλα σε ένα.
Δεν θα ξεχάσω το πρώτο εννεάμηνο, πριν πάρω το πρώτο μου αυτοκίνητο. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί γιατί έπρεπε να πάρω δυο λεωφορεία, για να πάω στη δουλειά μου.
Είχε -15 βαθμούς Κελσίου, πολύ αέρα και δεν μπορούσα να κάνω βήμα με ευκολία για να διανύσω τα 400 μέτρα έως την στάση, που φυσικά, δεν είχε κουβούκλιο.
Αυτή ήταν η ζωή μου για τους πρώτους 9 μήνες. Μετά, έφτιαξαν τα οικονομικά μου, πήρα το πρώτο μου αυτοκίνητο και γλίτωσα λίγη ταλαιπωρία». Έτσι, βρήκε… ρυθμό και σε όλα τα άλλα.
Τώρα, στα 55 είναι έτοιμος για την επέκταση στη Δανία. «Ξέρεις τι σκέφτομαι; Ότι το πρώτο μεροκάματο το έκανα στα 15 μισό και είμαι 55. Κάποια στιγμή, θα πρέπει να πατήσω φρένο». Δεν είναι όμως, αυτή η στιγμή.
«Το μεγαλύτερο καλό που μου έκανε η Ισλανδία είναι πως εξαφανίστηκε το άγχος που είχα. Η λέξη δεν υπάρχει πια, καν στο λεξιλόγιο μου. Ξέρω πως στο τέλος του μήνα θα πληρωθώ και θα πληρωθώ καλά, γαμ..το μου».
«Έχω χρήματα να ζήσω και να ταξιδέψω. Έχω πάει παντού, γιατί έχω πια και αυτήν τη δυνατότητα. Στην Ελλάδα δεν θα την είχα, ούτε κατά διάνοια».