24 MEDIA Creative Team

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ: ΤΜΗΜΑΤΑ ΜΕ 5 ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ ΕΔΡΑΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΕΒΕ

 Σχολές με μονοψήφιο αριθμό εισακτέων και τμήματα άλλοτε δημοφιλή με εκατοντάδες κενές θέσεις αποτυπώνουν τη νέα πραγματικότητα στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και η στροφή στις προτιμήσεις των μαθητών αλλάζουν τον χάρτη των ΑΕΙ.

 

Παραδοσιακά, τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη τα πανεπιστήμια υποδέχονται μαζί με την νέα ακαδημαϊκή χρονιά και τους νέους πρωτοετείς φοιτητές τους που ξεκινούν αυτό το πρωτόγνωρο κεφάλαιο στην ζωή τους.

Τα τελευταία χρόνια όμως, φαίνεται ότι όλο και λιγότεροι είναι αυτοί που εισέρχονται στα πανεπιστήμια. Είναι ενδεικτικό ότι φέτος μπήκαν 9.447 λιγότεροι από ότι το 2019.

Τι έχει αλλάξει; Ποιές σχολές σημειώνουν τα μεγαλύτερα κενά και γιατί;

Η ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΒΑΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΑΥΞΗΣΕ ΤΙΣ ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Η Ολυμπία Χαϊδεμενάκη είναι Σύμβουλος Σταδιοδρομίας-επαγγελματικού προσανατολισμού και Επιστημονική συνεργάτης του ΕΚΠΑ στο εργαστήριο Συμβουλευτικής επιστήμης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Με βάση στοιχεία που έχει συλλέξει και επεξεργαστεί είναι εμφανές ότι ο αριθμός των εισαχθέντων, ειδικά από το 2019 και μετά μειώνεται σταθερά με μια εντυπωσιακή πτώση το 2022.

Η σύνδεση αυτής της πτώσης με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) το 2021 είναι άρρηκτη, δεδομένου ότι με την καθιέρωσή της, αυτομάτως, αποκλειστικαν πολλοί υποψήφιοι από τα πανεπιστήμια.

«Το 2021, αμέσως μετά την πρώτη εφαρμογή της Ε.Β.Ε., οι κενές θέσεις εκτοξεύθηκαν στις 17.000» παρατηρεί η ίδια και τα επόμενα χρόνια σταθεροποιήθηκαν στο επίπεδο των 10.000 θέσεων περίπου, έχοντας όπως τονίζει, σοβαρές επιπτώσεις για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

«Η Ε.Β.Ε. θεσπίστηκε με στόχο να διασφαλίσει ένα ελάχιστο ακαδημαϊκό επίπεδο για τους εισακτέους. Ωστόσο, στην πράξη λειτουργεί συχνά ως οριζόντιος μηχανισμός αποκλεισμού, τιμωρώντας τμήματα και υποψηφίους χωρίς να λαμβάνει υπόψη: τις ιδιαιτερότητες κάθε τμήματος ή την ποιότητα των σπουδών που προσφέρει, τις δυνατότητες επαγγελματικής απορρόφησης των αποφοίτων, την πολυπλοκότητα των εκπαιδευτικών διαδρομών των υποψηφίων. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πολλοί νέοι μένουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όχι επειδή δεν έχουν διάθεση να φοιτήσουν, αλλά επειδή “κόβονται” από έναν μηχανισμό που βασίζεται σε τυπικά μαθηματικά όρια» τονίζει.

Παράλληλα, με αυτή την διαδικασία πολλά τμήματα παραμένουν με κενές θέσεις που όπως υπογραμμίζει, «θα μπορούσαν να δεχθούν φοιτητές με ισχυρό κίνητρο και προσωπική δέσμευση για σπουδές, ακόμα κι αν δεν πληρούν το αυστηρό βαθμολογικό κριτήριο».

Μιλώντας με τον Αντώνη Τσολομύτη, πρόεδρο του τμήματος Μαθηματικών στην Σάμο (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) γίνεται σαφές ότι το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό. Στην συγκεκριμένη σχολή φέτος εισήχθησαν μόλις 6 άτομα, ενώ πέρυσι εισήχθησαν γύρω στα 14 και πρόπερσι 45.

Όπως παρατηρεί, η ΕΒΕ έχει επηρεάσει σημαντικά την εισαγωγή των φοιτητών αλλά επιπλέον υπάρχει και μια γενικότερη στροφή στο να επιλέγουν οι μαθητές πανεπιστήμια της ενδοχώρας που βρίσκονται πιο κοντά στα πατρικά τους, πάρα απομακρυσμένες περιοχές.

«Παλαιότερα βλέπαμε ότι θα τα παιδιά προσπαθούσαν να φύγουν μακριά από το σπίτι των γονιών τους, ενώ τώρα βλέπουμε ότι τα παιδιά προσπαθούν να είναι όσο πιο κοντά γίνεται. Και δεν παίζουν ρόλο τα ενοίκια αφού βλέπουμε ότι ένα πλήρως επιπλωμένο σπίτι στο Καρλόβασι, που βρισκόμαστε εμείς, κοστίζει 200 ευρώ, ενώ ένα αντίστοιχο στην Πάτρα κοστίζει τουλάχιστον 400 ευρώ».

Παράλληλα με τα παραπάνω όπως εξηγεί και η κα Χαϊδεμενάκη εμφανίζονται νέες στρατηγικές στις οικογένειες σχετικά με την επαγγελματική πορεία των παιδιών τους, «όπως η στροφή σε σπουδές στο εξωτερικό ή η άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας. Τα 10.636 κενά που καταγράφηκαν φέτος αποτελούν ξεκάθαρη ένδειξη ότι το πρόβλημα είναι πλέον συστημικό και απαιτεί μια συνολική επανεξέταση του σχεδιασμού της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να εξασφαλιστεί ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά θέσεων, τις ανάγκες της κοινωνίας και τις επιθυμίες των νέων» τονίζει.

ΠΟΙΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΙΧΑΝ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟΥΣ ΕΙΣΑΚΤΕΟΥΣ

Φέτος στην κορυφή των σχολών που μπήκαν ελάχιστοι ή και καθόλου φοιτητές υπάρχουν τμήματα που τα προηγούμενα έτη είχαν ακόμη και εκατοντάδες.

Έτσι, πέρα από τα τμήματα Αειφορικής Γεωργίας (Αγρίνιο), Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Ανθεκτικότητας (Δράμα), Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος (Καρπενήσι) που και τα προηγούμενα χρόνια είχαν μονοψήφιους εισακτέους, ξεχωρίζουν τα τμήματα Διοίκησης Τουρισμού (Αιγάλεω), Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος (Χανιά) στα οποία εισήχθησαν πολύ λιγότεροι φοιτητές.

Βέβαια αυτό ίσως να μην είναι πάντα κακό ή να είναι κάτι θεμιτό από την πλευρά των πανεπιστημίων. Αυτό αναδεικνύει η περίπτωση του τμήματος Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στο Αιγάλεω.

Η πρόεδρος του τμήματος, Κατερίνα Κικίλια, εξηγεί ότι πέρυσι, μετά τις κατατακτήριες εξετάσεις και τις μεταγραφές, το τμήμα τους έφτασε να μετρά 478 πρωτοετείς. «Εμείς αυτό που θέλουμε είναι να προσφέρουμε ποιοτικές σπουδές για να μπορέσουν μεταγενέστερα οι απόφοιτοί μας να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες. Η αναλογία των μελών ΔΕΠ (17 πέρυσι και 18 φέτος) με τους συνολικά 2.500 φοιτητές που έχει το τμήμα, μάς δυσκολεύει πάρα πολύ. Κάθε χρόνο υποβάλλουμε στο Υπουργείο αίτηση για 100 περίπου εισακτέους, γιατί οι υποδομές μας μπορούν να καλύψουν το πολύ 150 φοιτητές. Το Υπουργείο από την άλλη μας εγκρίνει πολύ περισσότερες θέσεις. Συνεπώς δεν μπορώ να σας πω ότι μας στεναχώρησε η φετινή μείωση των πρωτοετών».

Όπως εξηγεί, το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ότι οι μαθητές δεν επέλεξαν το τμήμα αλλά ότι το τμήμα επέλεξε να ανεβάσει τα μόρια που χρειάζονται για να μπουν στην σχολή «για να μπορούμε να δουλέψουμε καλύτερα και να ανεβάσουμε την ποιότητα μας. Τώρα που θα έχουμε λιγότερους εισακτέους (περίπου 100) πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να δουλέψουμε πιο ουσιαστικά και θα έχουμε καλά αποτελέσματα. Ήταν και η σύσταση της επιτροπής αξιολόγησης και πιστοποίησης αυτό» λέει η πρόεδρος.

ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΑΞΕΙ ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ;

Οι προτιμήσεις των πρωτοετών φέτος στράφηκαν σε ναυτιλιακές σχολές και στις κλασικές πολυτεχνικές, ιατρικές και οικονομικές σχολές.

«Ένα στοιχείο που μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στα φετινά δεδομένα αφορά το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, το οποίο κατέγραψε εντυπωσιακή άνοδο 2.195 μορίων σε σχέση με την περσινή του βάση Εισαγωγής» παρατηρεί η κα Χαϊδεμενάκη και συνδέει αυτή την αύξηση στην ζήτηση με το γεγονός ότι οι υποψήφιοι αντιλαμβάνονται πιο έντονα την αξία των σπουδών που συνδέονται με τη διεθνή πολιτική, τις ευρωπαϊκές σχέσεις και τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται πλέον οι υποψήφιοι να προτιμούν σχολές όπως οι στρατιωτικές που κάποτε ήταν περιζήτητες.

«Στο παρελθόν, η σταθερή εργασία στον δημόσιο τομέα, ιδιαίτερα μέσω των ενόπλων δυνάμεων, ήταν συνδεδεμένη με υψηλό κοινωνικό κύρος και οικονομική ασφάλεια. Σήμερα όμως, πολλοί νέοι αντιλαμβάνονται ότι η «σταθερότητα» δεν ισοδυναμεί πάντα με ικανοποίηση, ειδικά όταν συνοδεύεται από αυστηρή ιεραρχία, δυσκολίες ισορροπίας προσωπικής- επαγγελματικής ζωής και συχνές μεταθέσεις. Οι νέες γενιές δίνουν μεγαλύτερη αξία στην ευελιξία, την ελευθερία επιλογών και τη δυνατότητα εξέλιξης, στοιχεία που συχνά δεν προσφέρει η στρατιωτική σταδιοδρομία.

Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Επιπρόσθετα, οι απολαβές που προσφέρουν οι στρατιωτικές σχολές δεν θεωρούνται πλέον τόσο ανταγωνιστικές σε σχέση με άλλους κλάδους, ειδικά σε επαγγέλματα της τεχνολογίας ή του ιδιωτικού τομέα», λέει η κα Χαϊδεμενάκη. Παρατηρώντας όμως και το παραπάνω πίνακα βλέπουμε ότι υπάρχει ίσως μια σταθερή αποστροφή προς κάποιες σχολές, όπως αυτές που σχετίζονται με περιβαλλοντικές σπουδές ή κάποιες θετικές επιστήμες.

Η κα Χαϊδεμενάκη εξηγεί ότι τα σταθερά κενά που παρατηρούνται στις συγκεκριμένες σχολές είναι ενδεικτικά δύο βασικών παραγόντων: της χαμηλής ελκυστικότητας επαγγελματικών προοπτικών και της έλλειψης ενημέρωσης και σύνδεσης με τις “πράσινες” σπουδές.

«Παρά τη μεγάλη σημασία τους για την κοινωνία και το περιβάλλον, οι κλάδοι όπως η δασολογία ή η αγροτική ανάπτυξη δεν επικοινωνούνται σωστά στους μαθητές και συχνά θεωρούνται ότι προσφέρουν περιορισμένες θέσεις εργασίας και χαμηλές απολαβές. Πολλοί νέοι δεν βλέπουν καθαρή σύνδεση ανάμεσα στις σπουδές τους και μια σταθερή καριέρα, κάτι που οδηγεί σε μειωμένη ζήτηση.

Επίσης, παρόλο που οι συγκεκριμένοι κλάδοι συνδέονται άμεσα με την αειφορία, την κλιματική ανθεκτικότητα και την πράσινη ανάπτυξη, τα σχολεία δεν προβάλλουν επαρκώς αυτές τις δυνατότητες στους μαθητές. Αποτέλεσμα είναι οι νέοι συχνά αγνοούν τις διεθνείς προοπτικές ή τις ευκαιρίες σε ευρωπαϊκά προγράμματα και έργα που σχετίζονται με το περιβάλλον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σπουδές αυτές να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό «αόρατες», παρά το γεγονός ότι ανταποκρίνονται σε μείζονες κοινωνικές και παγκόσμιες ανάγκες, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και η μετάβαση σε πιο βιώσιμα παραγωγικά μοντέλα».

Σχολιάζοντας δε τα κενά σε σχολές σε μεγάλεις πόλεις με προφανή σύνδεση με την αγορά εργασίας — όπως η Σχολή Μηχανικών, η Διοίκηση Τουρισμού στο Αιγάλεω ή τα τμήματα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής σε Ιωάννινα και Πάτρα — η ίδια τονίζει ότι είναι ο αντικατοπτρισμός ενός βαθύτερου προβλήματος:

«Οι νέοι βλέπουν κόπωση, χαμηλές απολαβές και επαγγελματική αβεβαιότητα. Ακόμη και σε κλάδους όπου θεωρητικά η επαγγελματική απορρόφηση είναι εξασφαλισμένη, η καθημερινότητα του επαγγέλματος συχνά λειτουργεί αποτρεπτικά.

Ο τουρισμός, αν και παραμένει ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα και ευαισθησία σε διεθνείς κρίσεις όπως η πανδημία, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η κλιματική αλλαγή. Αυτό ωθεί πολλούς μαθητές και οικογένειες να αναζητούν πιο «ασφαλείς» και σταθερούς επαγγελματικούς δρόμους, ιδιαίτερα όταν οι απολαβές δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες ή τον απαιτητικό χαρακτήρα του επαγγέλματος.

Στις θετικές επιστήμες, όπως η Χημική Μηχανική, η υπερπροσφορά αποφοίτων και οι περιορισμένες θέσεις υψηλής εξειδίκευσης στην Ελλάδα μειώνουν την ελκυστικότητα των σπουδών, καθώς οι νέοι βλέπουν αβέβαιες επαγγελματικές προοπτικές μετά την αποφοίτηση.

– Δεν πρέπει επίσης να υποτιμούμε τον γεωγραφικό παράγοντα. Τμήματα που εδρεύουν σε πόλεις εκτός μεγάλων αστικών κέντρων, όπως τα Χανιά, συχνά συνδέονται με υψηλό κόστος διαβίωσης, αυξημένες δαπάνες μετακίνησης και περιορισμένες δυνατότητες εύρεσης στέγης. Οι οικογένειες πλέον είναι πολύ πιο επιφυλακτικές στο να στείλουν τα παιδιά τους σε απομακρυσμένες περιοχές, ειδικά όταν η σχέση κόστους-οφέλους δεν είναι ξεκάθαρη».

Dimitris Kapantais / SOOC

Όπως καταλήγει όμως και η ίδια, η φετινή εικόνα δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα ιδρύματα έχουν χάσει την αξιοπιστία τους, αλλά ότι υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί κάτι τέτοιο η κα Χαϊδεμενάκη προτείνει ότι τα πανεπιστήμια θα πρέπει να :

  • Επαναπροσδιορίσουν τα προγράμματα σπουδών, ώστε να αντανακλούν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας.
  • Επικοινωνήσουν καλύτερα τα επαγγελματικά πλεονεκτήματα και τις προοπτικές
    που προσφέρουν στους αποφοίτους τους.
  • Συνεργαστούν ενεργά με την αγορά εργασίας, ώστε να δημιουργηθούν ρεαλιστικές
    και ελκυστικές διαδρομές επαγγελματικής απορρόφησης για τους νέους.

Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ζητήσαμε από το Υπουργείο Παιδείας να μας εξηγήσει αν εξετάζει σχέδιο όσον αφορά τα τμήματα που σταθερά εδώ και χρόνια δεν προσελκύουν φοιτητές, αλλά μέχρι την δημοσίευση του παρόντος, δεν μας απάντησαν.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα