ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΘΗΒΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΟΥ “ΘΕΛΟΥΝ ΠΙΣΩ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ”
Ένα μεσημέρι στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θήβας για την παράσταση «Ακίνητες Αεικίνητες», με πρωταγωνίστριες τις κρατούμενες στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δράσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
«Εσείς δεν είστε για την αποφυλάκιση; Περάστε στην κεντρική πύλη, έχει έρθει το ταξί σας…».
Ο αξιωματικός είναι ψύχραιμος κι ευγενικός. Ίσως επειδή είμαστε κι εμείς εκεί, ψιθυρίζουν στο μυαλό μου οι δικές μου προκαταλήψεις. Η κυρία, απροσδιορίστου ηλικίας, παίρνει τα λιγοστά πράγματά της που χωράνε σε ένα μικρό σακ βουαγιάζ και κατευθύνεται προς την ελευθερία. Εδώ τουλάχιστον, στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θήβας, «κανείς δε θα την περιμένει». Στη ζωή έξω, ποιος ξέρει;
Για μας, τους επιβάτες του πούλμαν που έχει ξεκινήσει από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος κι έχει διανύσει τα περίπου 85 χιλιόμετρα ως το σωφρονιστικό κατάστημα, αυτή η σκηνή που συμβαίνει μπροστά μας είναι μια πρώτη καλή υπενθύμιση ότι δεν έχουμε έρθει εκδρομή. Τα πηγαδάκια για λίγο σταματάνε, τα γέλια διακόπτονται, συνειδητοποιούμε στ΄αλήθεια που βρισκόμαστε.
Είμαστε στις φυλακές γυναικών Θήβας για να παρακολουθήσουμε τη χοροθεατρική παράσταση Ακίνητες Αεικίνητες, το αποτέλεσμα του εργαστηρίου που έλαβε και φέτος χώρα από τον Νοέμβριο του ‘24 ως τον Απρίλιο του ‘25 (25 συναντήσεις στο σύνολο) στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δράσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με βάση -τι άλλο;- τις προσωπικές ιστορίες των κρατούμενων που συμμετείχαν, υπό την καθοδήγηση των χορευτριών-χορογράφων Κατερίνας Σπυροπούλου και Μαργαρίτας Τρίκκα.
Μπαίνουμε μέσα. Περνάμε πόρτες, κι άλλες πόρτες, διαδρόμους, κι άλλους διαδρόμους. Αν ξεχαστείς για μια στιγμή θα νομίσεις ότι είσαι σε κάποια δημόσια υπηρεσία π.χ. υπηρεσία διαβατηρίων κι όχι σε φυλακή. Βαριεστημένοι υπάλληλοι κρατάνε τις ταυτότητές μας, ενώ πίσω τους δυο οθόνες παίζουν διαφορετικές μεσημεριανές εκπομπές ποικίλης ύλης. Όλα είναι καθαρά και τακτοποιημένα, αποπνέουν την αίσθηση υπερβάλλοντος ζήλου που έχουν τα στρατόπεδα την ημέρα του επισκεπτηρίου.
Δημοσιογράφοι, χορευτές και άνθρωποι της Λυρικής, καλεσμένοι για την παράσταση περιμένουμε έξω από την αίθουσα. Η Αριάν Λαμπέντ είναι εδώ, το ίδιο κι ο Αλέξης Καλοφωλιάς των Last Drive (ανταλλάσσουμε χαμογέλα, ακόμα υπό την συναισθηματική επήρεια των τελευταίων εμφανίσεων της μπάντας).
Περνάμε, καθόμαστε, οι απαραίτητοι χαιρετισμοί. Πιο επίσημος και διεκπεραιωτικός από τον διευθυντή της φυλακής, πιο ζεστός από τις δύο «δασκάλες» που είναι εμφανώς συγκινημένες (και θα το καταλάβουμε καλύτερα αργότερα από το πώς τις κοιτάνε και τους απευθύνονται οι κρατούμενες). Μαργαρίτα Τρίκκα και Κατερίνα Σπυροπουλου δίνουν έμφαση στο πώς «οι ίδιες οι κρατούμενες διαμόρφωσαν το περιεχόμενό της παράστασης», στο πρόγραμμα διαβάζουμε «ενεργοποιώντας το σώμα τους, παράγοντας αυτοσχεδιαστικά υλικά, διερευνώντας τον χορό ως μέσο απελευθέρωσης».
Η παράσταση αρχίζει με Κωνσταντίνο Βήτα. Οι είκοσι γυναίκες εμφανίζονται σιγά σιγά στην σκηνή. Άλλες βγαίνουν μπροστά, άλλες μένουν πίσω, άλλες είναι πιο χαρισματικές, άλλες είναι πιο άτσαλες. Όλες κάποια στιγμή χαμογελούν. Παρακολουθώντας την γλώσσα του προσώπου τους, δε γίνεται να μην παρατηρήσεις τη συναισθηματική κορύφωση όταν ακούγεται το «Ένα χειμωνιάτικο πρωί» της Ελένης Βιτάλη. (Αν και νομίζω ότι αν παρακολουθούσε κανείς την ίδια στιγμή την γλώσσα του προσώπου όσων βρισκόμασταν κάτω από την σκηνή, θα έβλεπε να σπάει η συνθήκη της αμηχανίας.) «Ήρθε η νύχτα η σκληρή κι εγώ/ νιώθω σαν απόκληρη εδώ/ θέλω πίσω να γυρίσω και συγνώμη να ζητήσω/ αλλά ντρέπομαι να σου το πω» – οι ίδιες το διάλεξαν το τραγούδι, κάθε φορά τις συγκινεί θα μου πουν μετά συζητώντας. Το «θέλω πίσω να γυρίσω/ και συγγνώμη να ζητήσω», επαναλαμβάνεται κατόπιν σαν μάντρα, «μα με κυνηγάει μια φυγή».
Ύστερα, η διάθεση αλλάζει. Ακούμε “Please mr. Jailer” (από την original εκτέλεση της Γουαϊνόνα Καρ, το θυμάστε ίσως από το Cry-Baby με τον Τζόνι Ντεπ). Ακούμε τη φωνή της Joan Jett από τις μέρες των Runaways, τα κορίτσια τα δίνουν όλα με τις ροκ εν ρολ κιθάρες. Σβήνουμε με όπερα, Προκόφιεφ. Η ομάδα δεν σταματά να πειράζει τον πιανίστα Αναστάσιο Χαμηλάκη που τις συνοδεύει.
Και πάμε για το μεγάλο φινάλε, στο οποίο γίνεται χαμός. Παίζει το “Ale Ale” του Tus, μεγάλο χιτ της τσιγγάνικης τραπ (άλλωστε τα περισσότερα από τα μισά μέλη της ομάδας είναι Ρομά) και ξεκινά το γλέντι, στο οποίο μας καλούν να συμμετέχουμε και μας ανεβάζουν στην σκηνή. Στο τέλος, υποκλίσεις, ομαδικές κι ατομικές – το χειροκρότημα είναι ζεστό. Εμείς σε λίγο θα πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε. «Να ξανάρθετε», μας λένε.
Με το που τελειώνει η παράσταση, καθόμαστε στην άκρη της σκηνής με δυο από τις Ακίνητες Αεικίνητες. Ας τις πουμε Λ. και Ρ., δεν έχει και πολλή σημασία γι’ αυτήν την ιστορία. Μου λένε πόσο σημαντικές ήταν αυτές οι συναντήσεις της ομάδας, οι δισταγμοί κράτησαν μόνο λίγο, «μετά προσέχαμε μη γίνει τίποτα, τιμωρηθούμε και χάσουμε καμιά πρόβα».
Νέες γυναίκες και οι δύο, η μια λίγο πάνω από τα 30, η άλλη πολύ κάτω, τέσσερα και τρία παιδιά αντίστοιχα, μανάδες από πολύ μικρές. Ταλαιπωρημένες. Ο χρόνος να περάσει, θέλουν. Και να εγκριθεί το αίτημα αποφυλάκισης, ας πούμε στη Ρ. μόλις απορρίφθηκε. Η συγκυρία δεν είναι καλή, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης δυστυχώς πλειοδοτεί σε οπισθοδρομικό ποινικό λαϊκισμό για ευρεία κατανάλωση.
Δεν πιάνουμε καμιά βαθυστόχαστη κουβέντα, αν το σωφρονιστικό σύστημα επιτελεί τον σκοπό του ή απανθρωποιεί τους κρατούμενους και τέτοια γραμματιζούμενα. Λίγο πώς περνάει η ώρα και οι μέρες, λίγο συζητάμε τον φόβο της απομόνωσης («δεν είναι κάθε μέρα έτσι εδώ, γιορτές και χαρά»), λίγο μου μαθαίνουν κάποια μυστικά της φυλακής όπως π.χ. το ότι οι κρατούμενες που είναι με τα παιδιά τους μέσα δε συγχρωτίζονται με τις υπόλοιπες ή τους καβγάδες και τα ξεσπάσματα που είναι μέσα στο πρόγραμμα και «καλό είναι να φυλάγεσαι». Δεν ψάχνουν δικαιολογίες ούτε επικαλούνται καμιά αδικία, όταν τις ρωτάω γιατί τις πιάσανε. «Κλεψιές μωρέ, δεν καταλαβαίνεις;», είναι η απάντηση.
Δεν ξέρω πώς το εννοούν, δε ρωτάω κιόλας. «Σάμπως έχουμε κι άλλη επιλογή», μου ακούγεται, αλλά εκεί είναι ίσως που τα στερεότυπα κάνουν ξανά μετωπική στο κεφάλι μου. Όταν κλείνει πίσω σου πάντως η πόρτα της φυλακής, υπάρχει ένα -έστω στιγμιαίο- συναίσθημα ενοχής. Μήπως όλα αυτά είναι μάταια, όσο υπάρχει η συνθήκη της ανελευθερίας; Οι δυο νεαρές γυναίκες, βέβαια, το έχουν απαντήσει λίγη ώρα πριν στην άκρη της σκηνής. «Ξέρεις πόσο σημαντικό ήταν που είχαμε κάτι να περιμένουμε; Έτσι για να σπάει η ρουτίνα, να σκεφτόμαστε αυτό και να μην σκεφτόμαστε τα υπόλοιπα».