ΤΑ 4 ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΗΠΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΒΑΛΟΥΝ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Όπλα μαζικής καταστροφής, σχέσεις Σαντάμ – Μπιν Λάντεν και δύο ακόμη αφηγήματα που κατασκεύασε η αμερικανική κυβέρνηση για να πείσει -κυρίως- το εσωτερικό της χώρας.
Ο Τζορτζ Μπους και οι σύμβουλοί του δεν δυσκολεύτηκαν και πολύ για να πείσουν τον αμερικανικό λαό ότι μία εισβολή στο Ιράκ ήταν απαραίτητη για την ασφάλεια τους. Η 11η Σεπτεμβρίου είχε ρίξει τις φιλειρηνικές τους άμυνες προ πολλού και τα στοιχεία που παρουσίαζαν, το ένα μετά το άλλο, και μέσα από τα πιο επίσημα στόματα, έμοιαζαν κάτι παραπάνω από πειστικά.
Στις 20 Μαρτίου του 2003 η εισβολή ξεκίνησε, παρά τις αντίθετες φωνές στο εσωτερικό της χώρας, που με τον καιρό θα πλήθαιναν και θα άρχιζαν να καταγράφουν ένα προς ένα όλα τα ψέματα που οι Αμερικανοί άκουσαν προκειμένου να δώσουν την συναίνεσή τους.
Σήμερα, με τις ΗΠΑ να καλούνται να αποφασίσουν αν θα εμπλακούν ενεργά στον πόλεμο Ισραήλ – Ιράν, και με όλο τον πλανήτη να περιμένει πως και πως την απόφαση του Προέδρου Τραμπ, έχει ενδιαφέρον να ξαναδούμε αυτήν την ιστορία.
Ειδικά από τη στιγμή που η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν έχει ως αφορμή τις πληροφορίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του δεύτερου, που ακόμη δεν έχουν επιβεβαιωθεί.
1ο ΨΕΜΑ
Στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, ο τότε υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, δήλωσε ότι διέθετε ακράδαντες αποδείξεις ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν στενός σύμμαχος του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Δύο χρόνια μετά όμως, στις 4 Οκτωβρίου 2004, θα άλλαζε το αφήγημά του και θα έλεγε μπροστά στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων:
“Δεν έχω διαπιστώσει κανένα ισχυρό και χειροπιαστό στοιχείο ότι υπάρχουν δεσμοί μεταξύ τους”.
Κάτι αντίστοχο θα δήλωνε τον Ιανουάριο του 2004, ένας ακόμη σφοδρός υπέρμαχος της εισβολής στο Ιράκ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ:
“Δεν έχω δει απτά στοιχεία, που να μπορούν να δείξουν ότι υπάρχει κάποια σχέση, αλλά πιστεύω ότι πράγματι υπήρχε η πιθανότητα να υπήρχαν τέτοιες συνδέσεις και ότι καλά κάναμε και τη λάβαμε υπόψη μας τότε”.
Στις 9 Ιανουαρίου, οι New York Times είχαν αφιερώσει ένα ολόκληρο άρθρο σε αυτήν τη δήλωση, με τον τίτλο “Ο Πάουελ παραδέχεται απουσία αποδείξεων για τη σύνδεση Ιράκ με Αλ Κάιντα”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε και η “Επιτροπή της 11/9” κατάφερε ποτέ να βρει κάποια στοιχεία που να δείχνουν σχέση ή συνεργασία του Σαντάμ με τον Μπιν Λάντεν.
2ο ΨΕΜΑ
Οι άνθρωποι που ενορχήστρωσαν την εισβολή στο Ιράκ, ισχυρίστηκαν επανειλειμμένως ότι οι ΗΠΑ γνώριζαν με σιγουριά ότι το Ιράκ διέθετε τα περίφημη όπλα μαζικής καταστροφής. Φυσικά, κάτι τέτοιο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν αλήθεια.
Έλεγαν ψέματα ή είχαν παραπλανηθεί και οι ίδιοι;
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2002, σε συνάντηση που είχαν ο Ράμσφελντ και ο στρατηγός Τόμμυ Φρανκς με τον Τζωρτζ Μπους, ο στρατηγός είπε στον Πρόεδρο:
“Κύριε Πρόεδρε, ψάχνουμε για πυραύλους Scud και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής εδώ και δέκα χρόνια και δεν έχουμε βρει κανένα. Επομένως, δεν μπορώ να σας πω ότι γνωρίζω πως υπάρχουν κάπου συγκεκριμένα όπλα. Δεν έχω δει Scud”. (Bob Woodwars – Plan of Attack)
Ούτε η CIA είχε απτές αποδείξεις από τη δική της μεριά. Σε ομιλία του το 2004, ο επικεφαλής της υπηρεσίας πριν τον πόλεμο, Τζορτζ Τένετ, ανέφερε:
“Πιστεύουμε ότι το Ιράκ διέθετε θανατηφόρες βιολογικές ουσίες, όπως άνθρακα, τις οποίες μπορούσε γρήγορα να παράγει και να μετατρέψει σε όπλο, για να απελευθερωθούν με βόμβες, πυραύλους, ψεκαστικά αεροπλάνα και πράκτορες. Αλλά είπαμε ότι δεν είχαμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τύπο ή την ποσότητα των όπλων, των ουσιών ή των αποθεμάτων που είχε στη διάθεσή της η Βαγδάτη”.
Ταυτόχρονα, ούτε οι επιθεωρητές του ΟΗΕ, κατάφεραν να βρουν κάποια έστω μικρή ένδειξη για την ύπαρξη όπλων τέτοιου είδους, παρά το γεγονός ότι είχαν την άδεια να ψάξουν σε όποια εγκατάσταση ήθελαν στο Ιράκ.
Όμως, η έλλειψη απτών αποδείξεων, δεν εμπόδισε τον τότε Αντιπρόεδρο, Ντικ Τσέινι, να πει στους Βετεράνους Πολέμων σε Ξένα Εδάφη (VFW), τον Αύγουστο του 2002 ότι “δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει σήμερα όπλα μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα συγκεντρώνει για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των φίλων μας, εναντίον των συμμάχων μας και εναντίον μας”.
Έναν μήνα αργότερα, και ο Πάουελ δήλωσε πως “δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει βιολογικά όπλα και τη δυνατότητα να παράγει πολύ περισσότερα”.
Και στις 17 Μαρτίου 2003, ήρθε και η σειρά του Προέδρου Μπους για να δηλώσει:
“Οι πληροφορίες που έχουν συλλέξει και άλλες κυβερνήσεις, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το ιρακινό καθεστώς εξακολουθεί να έχει και να κρύβει κάποια από τα πλέον θανατηφόρα όπλα που φτιάχτηκαν ποτέ”.
Ακολούθησαν μία σειρά και από άλλες δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων στο ίδιο πνεύμα και με τον ίδιο βαθμό κινδυνολογίας και παραπλάνησης (πχ ο Ράμσφελντ τον ίδιο μήνα δήλωσε ότι “ξέρουμε και που βρίσκονται αυτά τα όπλα”).
3ο ΨΕΜΑ
Εδώ το ψέμα ντύθηκε με τον μανδύα της παραπλάνησης. Λίγο πριν τον πόλεμο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε προχωρήσει σε μια σειρά από δηλώσεις που άφηναν να εννοηθεί ότι ο Σαντάμ είχε σχέση με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Δεν το είπε ποτέ ρητά, αλλά δημιούργησε έντεχνα ένα τέτοιο κλίμα ώστε οι μισοί Αμερικανοί μέχρι τον Μάρτιο του 2003 να πιστεύουν ότι ο δικτάτορας του Ιράκ είχε όντως κάποια σχέση με την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.
Τον ίδιο μήνα, ο Τζορτζ Μπους έστειλε επιστολή στο Κογκρέσο, προκειμένου να εξηγήσει το σκεπτικό του πίσω από την εισβολή στο Ιράκ. Έγραφε, μεταξύ άλλων:
“Οι ΗΠΑ έχουν το νόμιμο δικαίωμα να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα εναντίον διεθνών τρομοκρατών και τρομοκρατικών οργανισμών, περιλαμβανομένων των εθνών, των οργανώσεων ή των ατόμων που σχεδίασαν, ενέκριναν, διέπραξαν ή βοήθησαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001”.
Λίγο νωρίτερα, ο Ράμσφελντ, είχε πει σε δημοκρατικό γερουσιαστή, που δεν ήταν σύμφωνος με τον πόλεμο:
“Τι έχει αλλάξει; Αυτό που άλλαξε είναι ότι σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες άνθρωποι.(…) Το καινούργιο είναι η σύνδεση μεταξύ τρομοκρατικών δικτύων όπως η Αλ Κάιντα και τρομοκρατικών κρατών όπως το Ιράκ”.
Οι αντίστοιχες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων ήταν πολλές, αλλά ας σταθούμε σε ακόμη μία, εκείνη του Ντικ Τσέινι. Μιλώντας για το τι θα συμβεί αν οι ΗΠΑ νικήσουν στο Ιράκ, ανέφερε ότι “θα έχουμε χτυπήσει κατάκαρδα τη βάση, αν θέλετε, τη γεωγραφική βάση των τρομοκρατών που μας επιτίθενται τόσα χρόνια, αλλά κυρίως την 11η Σεπτεμβρίου”.
4ο ΨΕΜΑ
Τη χρονιά που προηγήθηκε του πολέμου, ο Πρόεδρος και οι άνθρωποι κοντά του έλεγαν στα μέσα ότι ήθελαν να βρουν μια ειρηνική λύση και ότι ο πόλεμος θα ήταν η τελευταία τους επιλογή. Όμως τα στοιχεία δείχνουν άλλα.
Οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να κάνουν πόλεμο από το καλοκαίρι του 2002. Ο Ρίτσαρντ Χάας, επικεφαλής του σχεδιασμούπολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών, λέει ότι γνώριζε πως ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, αφότου συναντήθηκε με την Κοντολίζα Ράις τον Ιούλιο του 2002. Όταν τη ρώτησε αν έχει νόημα “να βάλουμε το Ιράκ στο προσκήνιο σε αυτή τη φάση”, εκείνη του απάντησε “ότι ουσιαστικά η απόφαση είναι ειλημμένη, ‘μη χαλάς το σάλιο σου’”. (Richard N. Haass – War of Necessity, War of Choice: A memoir of two Iraq wars)
Περίπου την ίδια εποχή και οι Βρετανοί είχαν καταλάβει ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, παρά τις δημόσιες δηλώσεις από ανθρώπους των ΗΠΑ.
Ο Αμερικανός καθηγητής, Τζων Μιρσχάιμερ, έχοντας ως πηγές του το άρθρο των Times του Λονδίνου, “The Secret Downing Street Memo” και των Times του Λος Άντζελες, “The real news in the downing street memos”, γράφει στο βιβλίο του “Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα”:
“Ο C. (ο επικεφαλής της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών) κατέθεσε αναφορά για τις πρόσφατες συνομιλίες στην Ουάσινγκτον. Υπάρχει αισθητή διαφοροποιηση της αμερικανικής στάσης. Η στρατιωτική παρέμβαση θεωρείται πλέον αναπόφευκτη. Ο Μπους ήθελε να διώξει τον Σαντάμ μέσω στρατιωτικής δράσης με το αιτιολογικό της σύμπτωσης τρομοκρατίας και όπλων μαζικής καταστροφής.
(…) Ο υπουργός των Εξωτερικών είπε ότι θα το συζητούσε αυτήν τη βδομάδα με τον Κόλιν Πάουελ. Φαινόταν σαφές ότι ο Μπους είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε στρατιωτική παρέμβαση παρότι ο ακριβής χρόνος δεν είχε αποφασιστεί ακόμη”.
Τελικά ο Μπους συναντήθηκε με τον Κόλιν Πάουελ στις 13 Ιανουαρίου 2003 και του είπε ότι έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε πόλεμο με το Ιράκ. Η συνάντηση έγινε μερικές εβδομάδες πριν ο Μπους πει στον αμερικανικό λαό και στον Μπερλουσκόνι ότι ίσως να ήταν ακόμα δυνατόν να αποφευχθεί η χρήση βίας κατά του Σαντάμ και λίγες εβδομάδες προτού ο Ράμσφελντ πει στο Μόναχο ότι ο πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος”.