«ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΤΗΣΩ ΕΝΑ ΚΟΥΜΠΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΩ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ»
«Νιώθω ότι δεν υπάρχει χώρος για εμένα σε αυτή την πόλη». Αυτή η φράση συμπυκνώνει το κυρίαρχο συναίσθημα που έχει ένας μόνιμος κάτοικος της Αθήνας σήμερα. Και όχι άδικα, αν σκεφτεί κανείς ότι κάθε χρόνο αυξάνονται όλο και περισσότερο οι επισκέπτες που καταφθάνουν στην πρωτεύουσα.
Σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του δημάρχου Αθηναίων, Χάρη Δούκα, οι επισκέπτες της πόλης το 2023 έφτασαν περίπου τα 7 εκαταμμύρια άτομα, το 2024 τα 8 εκατομμύρια και φέτος οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πάνω από 10 εκατομμύρια.
Σε μια πόλη που από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο συγχρονίζεται πλήρως με τον ρυθμό των τουριστών που καταφθάνουν από κάθε γωνιά της γης και όλα κινούνται γύρω από την τουριστική φρενίτιδα, δεν είναι παράλογο που πολλοί εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα. Ενώ, όσοι επιμένουν να μένουν σε αυτή, νιώθουν ότι κατοικούν σε μια αρχαιοελληνική βερσιόν της Disneyland.
Ισπανοί, Ιταλοί και Πορτογάλοι για ακόμη ένα καλοκαίρι βγαίνουν στους δρόμους κρατώντας νεροπίστολα και σέρνουν βαλίτσες στους δρόμους, δηλώνοντας την αγανάκτηση τους απέναντι στον υπερτουρισμό. Πόσο κοντά είμαστε άραγε σε κάτι τέτοιο; Είναι ξεκάθαρο πια από κάθε συζήτηση στην πόλη ότι η Αθήνα είναι ένα καζάνι που βράζει όταν μιλάμε για τουρίστες και καλοκαίρι.
«ΓΙΝΕΣΑΙ ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΘΕΣ»
«Δεν υπάρχει χώρος για το σώμα σου στην πόλη. Πρόκειται για κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα το αισθανόμουν ποτέ» λέει η 61χρονη Μαρία που για δεκαετίες κατοικεί και εργάζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας. «Σε πολλούς δρόμους δεν μπορείς να περπατήσεις από τους τουρίστες. Με ζορίζει πολύ η αισθηση που κυριαρχεί: τελειώνεις από την δουλειά σου, βγαίνεις για να επιστρέψεις στο σπίτι σου ή έχεις τα ψώνια του σούπερμάρκετ και βρίσκεσαι σε πεζοδρομια όπου οι άνθρωποι περπατάνε πάρα πολύ αργά, κοιτάνε τριγύρω και είναι σε εντελώς διαφορετική φάση από εσένα, καθυστερώντας σε σημείο που διπλασιάζεται ο χρόνος μετάβασης από το ένα σημείο στο άλλο».
Όλο αυτό, όπως λέει, την πιέζει και ψυχολογικά αφού «σκέφτεσαι ότι αυτοί έχουν λεφτά για να ταξιδέψουν, ενώ εσύ δεν έχεις, και την ώρα που εσύ πηγαινοέρχεσαι στην δουλειά και έχεις τα άγχη της καθημερινότητάς σου, οι άλλοι είναι και σε αυτή την χαλαρή φάση χωρίς να σου δίνουν σημασία».
Ακόμα και κάτι τόσο συνηθισμένο, όπως το να βγάλει το σκύλο της βόλτα στην Αρεοπαγίτου, μετατρέπεται σε μια δύσκολη εξίσωση στην οποία προσπαθεί να βρει την κατάλληλη εκείνη ώρα που δεν θα επικρατεί το αδιαχώρητο. «Στις 8:00 το πρωί, φαντάσου, είναι ήδη αργά καθώς έχει γεμίσει με ουρές από τουρίστες που θέλουν να ανέβουν στην Ακρόπολη».
Μένοντας στην Πλάκα βιώνει καθημερινά το πως οι γειτονιές χάνουν τον οικιστικό τους χαρακτήρα καθώς, για κάτι τόσο απλό όσο ένα γυμναστήριο, ένα καθαριστήριο ή ένα μαγαζί με είδη κατοικιδίων πρέπει να μετακινηθεί σε άλλες περιοχές αφού δεν υπάρχει τίποτα σχετικό σε απόσταση περπατήματος από το σπίτι της.
Στο ότι η Αθήνα οδηγείται σταδιακά σε «τουριστική μονοκαλλιέργεια, με μείωση των παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων της πόλης» καταλήγει και η μελέτη φέρουσας ικανότητας που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Δήμου Αθηναίων.
«Όταν βγαίνω και βλέπω ομάδες τουριστών που ουρλιάζουν – γιατι κανείς δεν τηρεί τις ώρες κοινής ησυχίας- σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να έχω ένα κουμπί για να τους εξαφανίσω» λέει η ίδια με πικρία, «Γίνεσαι εχθρικός χωρίς να το θες. Εκπλήσεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό από το πόσο εχθρικός μπορείς να γίνεις υπο αυτές τις συνθήκες».
«ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΟΜΑΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΟΥ, ΣΤΗΝ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ»
Ειδικό προγραμματισμό βασισμένο ξεκάθαρα στο πως κινούνται οι τουρίστες στην πόλη έχει αναπτύξει και ο 34χρονος Ηλίας, που μεγάλωσε στην Πλάκα.
Ο Ηλίας κυκλοφορεί κυρίως με ποδήλατο και με το που ξεκινάει η τουριστική σεζόν είναι δεδομένο ότι αλλάζει όλες τις διαδρομές του. «Δεν θα πάω ποτέ από την Αδριανού, θα αλλάξω διαδρομή πηγαίνοντας από διάφορα στενά και θα προτιμήσω να κάνω περισσότερο χρόνο παρά να πέφτω συνέχεια πάνω σε segways και τουρίστες.
Καταλαβαίνω ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει να κάνουν τις διακοπές τους, έχουν άλλους ρυθμούς, πάνε αργά, δεν αντιλαμβάνονται τον χώρο όπως εμείς που πάμε στην δουλειά μας ή που περπατάμε για να φτάσουμε κάπου, αλλά είναι ενοχλητικό. Η πόλη υστερεί αρκετά στο να σηκώσει τέτοια μεγέθη ανθρώπων, και επειδή δεν θέλω να πω “να μην έρχονται” ας γίνει τουλάχιστον ένας καλύτερος έλεγχος στα AirBnB, γιατί από εκεί ξεκινάει το πρόβλημα».
Οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια, τον έχουν κάνει να αποστρέφεται το κέντρο που τόσο αγαπάει. «Είμαι πάρα πολύ περήφανος που είμαι Πλακιώτης αλλά υπάρχει το παράδοξο ότι πλέον προτιμώ να βγω στην Νέα Σμύρνη και να παω σε ένα μεζεδοπωλείο εκεί, από το να πάω σε αυτά που είναι στην Πλάκα, στα οποία έχουν ανέβει οι τιμές και έχει πέσει η ποιότητα.
»Ακόμη μια τεράστια απώλεια για εμένα είναι και το Cine Paris. Παρόλο που είναι ωραίο που έχει γίνει γνωστό – γιατι πράγματι είναι από τα ομορφότερα που υπάρχουν – με εκνευρίζει ότι το θερινό σινεμά έχει χάσει τον αυθορμητισμό του επειδή το σινεμά της δικής μου γειτονιάς έχει γίνει τόσο τουριστικό και πρέπει να κλείσεις εισιτήρια εβδομάδες πριν. Την προηγούμενη σεζόν πήγαινα σε θερινά άλλων περιοχών. Νιώθω ότι πλέον αποθαρρύνομαι να βγω στο κέντρο, στην περιοχή μου, στη γειτονιά μου».
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ»
Το ίδιο παράπονο εκφράζει και η 28χρονη Ελίνα, που μετακόμισε πριν από 2,5 χρόνια στα Εξάρχεια με το σκεπτικό ότι είναι η περιοχή στην οποία κινούταν καθημερινά για να εργαστεί αλλά και για τις εξόδους της.
Η αναμονή στην ουρά για να πάρει έναν καφέ το πρωί φτάνει πλέον τα 25 λεπτά. Το βράδυ, είναι δύσκολο να βρει θεση στο αγαπημένο της μαγαζί και αν δεν βγει το απόγευμα αμέσως μετά την δουλειά, δεν υπάρχει περίπτωση να βρει μαγαζί για να κάτσει με την παρέα της. Έτσι, έχει καταλήξει να μην βγαίνει πλέον στα Εξάρχεια, όπου μένει.
Στα στενά πεζοδρόμια των Εξαρχείων η συμφόρηση από την πολυκοσμία εντείνεται τους καλοκαιρινούς μήνες «ειδικά στην πλατεία που έχουν και την λαμαρίνα και δεν έχει που να περπατήσεις, η κατάσταση με τους τουρίστες και τις βαλίτσες τους είναι ένα χάος. Δεν μπορείς να κινηθείς» λέει η ίδια καταλήγοντας ότι «εγώ τα Εξάρχεια τα ήξερα από πριν και υπήρχε η αίσθηση της γειτονιάς. Τώρα δεν υπάρχει καμία αίσθηση γειτονιάς. Είτε πας στην Πλάκα, είτε πας τα Εξάρχεια είναι ακριβώς το ίδιο. Σε λίγο δεν θα μπορούμε να μένουμε πλέον ούτε εδώ πέρα».
«ΝΙΩΘΩ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ AIBNB»
Ο βασικός παράγοντας που οδηγεί σε αυτή την εξέλιξη, δεν είναι άλλος από την βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων. Πέρα από την αποξένωση μέσα στην πόλη, την αύξηση των τιμών στα διαμερίσματα αλλά και εν γένη στις τιμές των καταστημάτων υπάρχουν και άλλα ζητήματα που προκύπτουν.
Η Μαρία 44 ετών κατοικεί στην Κυψέλη, μια γειτονιά στην οποία έχει εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια το AirBnB αλλάζοντας την αίσθηση ασφάλειας που υπήρχε στην πολυκατοικία της. Μοιράζεται ότι πολύ συχνά αγχώνεται για το αν οι τουρίστες στο διπλανό διαμέρισμα, που έχει γίνει AirBnB, εκλεισαν το γκάζι σωστα ή αν έσβησαν τα κεράκια. «Νιώθω ενίοτε μια ανασφαλεια σχετικα με την πιθανότητα ατυχήματος ή πυρκαγιάς» λέει.
Παράλληλα, όπως τονίζει «ο θόρυβος απο τα ροδακια των βαλιτσων ειναι φοβερα εκνευριστικος και όχι, δεν συνηθίζεται».
Το ίδιο βιώνε και η 37χρονη Τζοάνα που τα τελευταία 15 χρόνια κατοικεί σε διάφορες περιοχές του κέντρου. Αυτό που της έχει μείνει ανεξίτηλο είναι τα βράδια που δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο Κουκάκι, από τον θόρυβο που έκαναν οι τουρίστες τραβώντας τις βαλίτσες τους.
Πλέον μένει στα Πετράλωνα, μια πιο ήσυχη γειτονιά. Από την πλευρά της προσπαθεί όσο πιο συχνά μπορεί να αποφεύγει την πολυκοσμία. Από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο δεν πλησιάζει καθόλου την Ερμού, «εύχομαι να μην έχω κάποια δουλειά στο Μοναστηράκι κυρίως επειδή δεν μπορείς να εξυπηρετηθείς πουθενά» λέει.
ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΘΗΝΑ
Οι γειτονιές του κέντρου, τα πεζοδρόμια, ο αριθμός των κάδων, φτιάχτηκαν για μια εποχή που κατοικούσαν πολύ λιγότεροι την Αθήνα. «Δεν είναι έτοιμες αυτές οι γειτονιές να δεχτούν μαζική και απότομη μεταβολή του πληθυσμού που τις χρησιμοποιεί» λέει εύστοχα ο Δημήτρης 65 ετών που ζει στο Κουκάκι.
Ο Δημήτρης βλέπει σταθερά τους κάδους απορριμμάτων να ξεχειλίζουν από τον Μάιο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου και παρότι καταλαβαίνει ότι ο Δήμος Αθηναίων κάνει ό,τι μπορεί και προσπαθεί να τους αδειάζει αρκετές φορές τη μέρα «συνεχίζουν και ξεχειλίζουν. Δεν μπορούμε όλοι εμείς αλλά και οι τουρίστες, που είναι καλοδεχούμενοι βέβαια, να χρησιμοποιήσουμε τόσο μικρό χώρο με υποδομές που είχαν φτιαχτεί για πόλεις με πολύ μικρότερη κλίμακα χρήση. Δεν λέω ότι είναι άσχημη η ζωή μας, αλλά είναι πολύ πιεσμένη ως προς την χρήση του δημόσιου χώρου και των υποδομών».
Δεν είναι μόνο ο Δημήτρης. Στα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη που έκανε ο Δήμος Αθηναίων για τη φέρουσα ικανότητα της πόλης συμπεριλαμβάνεται και το ότι οι κάτοικοι έχουν σαφή αντίληψη για το το ότι ο τουρισμός συμβάλλει μεταξύ άλλων στην αύξηση των αποβλήτων στην περιοχή τους και στην κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Αυτή η πίεση στον λιγοστό δημόσιο χώρο είναι κάτι που τονίζουν όλοι οι κάτοικοι με τους οποίους συνομιλήσαμε καθώς δεν περιορίζεται μόνο στους ίδιους τους τουρίστες και στην παρουσία τους αλλά και σε ό,τι άλλο έχει να κάνει με αυτούς όπως η μεγάλη επέκταση τραπεζοκαθισμάτων και ράφια με εμπορεύματα προς πώληση από τουριστικά μαγαζιά που κατακλύζουν τα πεζοδρόμια του κέντρου κάνοντάς τους δρόμους αβίωτους.
Και κάπου εκεί βρίσκεται και ο μεγάλος προβληματισμός. Κανείς δεν σκέφτεται ότι είναι σωστό να διώξουν τους τουρίστες – άλλωστε οι περισσότεροι είμαστε και οι ίδιοι τουρίστες σε άλλες χώρες – αντιθέτως, όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι βρίσκουν την συνύπαρξη με τους επισκέπτες αναζωογωνιτική. Το ζήτημα έγκειται στην ίδια την φέρουσα ικανότητα της πόλης. Όχι το αν θέλουμε τουρίστες, αλλά πόσους θέλουμε· και κυρίως πόσους αντέχει πραγματικά η πρωτεύουσα χωρίς να αναγκάζει να διώχνει άμεσα ή έμμεσα τους μόνιμους κατοίκους όπως φαίνεται ότι κάνει σήμερα.