ΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
Καθημερινά, χιλιάδες Αθηναίοι δοκιμάζονται μέσα σε υπερπλήρη μέσα μεταφοράς, αντιμετωπίζοντας καθυστερήσεις, τεχνικές βλάβες και ένα διαρκές άγχος να φτάσουν εγκαίρως στη δουλειά τους.
Kαθημερινά στην Αθήνα, χιλιάδες πολίτες ξεκινούν και τελειώνουν τη μέρα τους μέσα σε λεωφορεία, μετρό και συρμούς του ηλεκτρικού που, πολλές φορές, μοιάζουν περισσότερο με δοκιμασία αντοχής παρά με μέσο μετακίνησης. Ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια, καθυστερήσεις, τεχνικές βλάβες, έλλειψη προσωπικού, κλιματισμός που λειτουργεί κατά βούληση και η διαρκής αγωνία του «θα προλάβω;» συνθέτουν την καθημερινή πραγματικότητα των εργαζομένων που διασχίζουν την πόλη για να φτάσουν στις εργασίες τους.
Καταγράφουμε τέσσερις μαρτυρίες ανθρώπων που, παρά τα πολλά προβλήματα, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αποκαλύπτοντας όχι μόνο την αθέατη πίεση και την ένταση, αλλά και τις μικρές στιγμές αντοχής, αλληλεγγύης ή παραδοχής της καθημερινής μάχης που βιώνουν σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα ενός βαγονιού ή ενός λεωφορείου.
Ερμής, τεχνικός πληροφορικής: “Κάθε πρωί ξυπνάω στις έξι. Όχι επειδή δουλεύω τόσο νωρίς, αλλά επειδή πρέπει να υπολογίσω την αβεβαιότητα των συγκοινωνιών. Το λεωφορείο που με εξυπηρετεί, το 815 είναι άστα να πάνε… Άλλες μέρες έρχεται κάθε δέκα λεπτά, άλλες ανά μισή ώρα. Συνήθως, όταν φτάνει, είναι ήδη γεμάτο. Στριμώχνομαι στην πόρτα μαζί με άλλους δέκα που έχουν το ίδιο άγχος: αν δεν μπεις τώρα, δεν ξέρεις πότε θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία.
Οι περισσότεροι κοιτάμε το ρολόι, οι ηλικιωμένοι προσπαθούν να βρουν στήριγμα. Ένταση, φωνές, νεύρα κι είναι ακόμα πρωί. Κάποιες φορές, ο οδηγός προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του, αλλά κι αυτός φαίνεται ότι παλεύει με το δικό του στρες. Μερικές φορές ακούγονται φωνές όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να μπουν ή να βγουν από τις πόρτες.
Η καθυστέρηση λίγων λεπτών μπορεί να σημαίνει χάσιμο συνάντησης ή καθυστέρηση στη δουλειά. Εγώ δουλεύω σε γραφείο πληροφορικής, όπου κάθε λεπτό μετράει, και παρόλο που γνωρίζουν οι συνάδελφοί μου την καθημερινή ταλαιπωρία μου, δεν μπορούν να καταλάβουν την πίεση που νιώθεις μέσα στα ΜΜΜ κάθε πρωί. Παράλληλα, βλέπεις και στιγμές ανθρωπιάς: κάποιος αφήνει τη θέση του για έναν ηλικιωμένο, κάποιος κρατά μικρά παιδιά με προσοχή. Είναι μικρές νίκες μέσα σε μια καθημερινή μάχη υπομονής.
Μετά από 40 λεπτά στριμωξίματος, φτάνω στον σταθμό μου, ήδη κουρασμένος, αλλά και με την αίσθηση ότι για ακόμα μια μέρα τα κατάφερα. Και την επόμενη, θα ξαναβρεθώ εκεί, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική: η ζωή στην Αθήνα περνάει μέσα από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, και τα μαρτύρια της καθημερινής διαδρομής είναι μέρος της πραγματικότητας όλων μας”.
Λήδα, νοσηλεύτρια: “Η βάρδιά μου τελειώνει στις έντεκα το βράδυ, αλλά η κούραση δεν συγκρίνεται με το άγχος της διαδρομής για το σπίτι. Στον ηλεκτρικό, μετά τις δέκα, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε άλλη πόλη: σκοτεινά βαγόνια, ελάχιστοι επιβάτες, καμιά φορά φωνές ή καβγάδες που δεν ξέρεις αν πρέπει να αποφύγεις ή να αντιμετωπίσεις. Σταθμοί που πρωί-πρωί φλέγονται από κόσμο, το βράδυ δείχνουν έρημοι. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, ο κλιματισμός δουλεύει ακανόνιστα.
Το στρίμωγμα των πρωινών βαγονιών έχει έναν τρόπο να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, αλλά το βράδυ η μοναξιά του μέσου σε κάνει να νιώθεις ακόμα πιο κουρασμένη. Συχνά σκέφτομαι πόσο λίγα μέτρα χωρίζουν την καθημερινότητα της πόλης από την απομόνωση του βαγονιού. Και παρόλο που είμαι νοσηλεύτρια, συνηθισμένη στην πίεση και την κούραση, εδώ η ένταση είναι διαφορετική: δεν διαχειρίζεσαι μόνο το χρόνο σου, αλλά και τη φυσική παρουσία άλλων ανθρώπων, την αβεβαιότητα και το στρες που δημιουργούν οι καθυστερήσεις ή οι βλάβες.
Κάποιες φορές, η μοναδική παρηγοριά είναι οι μικρές στιγμές: μια ματιά που ανταλλάζεις με έναν άλλο κουρασμένο επιβάτη, ένα χαμόγελο που περνάει απαρατήρητο, η αίσθηση ότι αντέχεις κι εσύ. Όμως η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Κάθε μέρα είναι ένας αγώνας υπομονής, και όταν φτάνεις σπίτι, νιώθεις την κουραστική αλλά αναγκαία αίσθηση ότι τα κατάφερες ξανά”.
Θέμης, λογιστής: “Οι αποστάσεις στο κέντρο μπορεί να είναι μικρές, αλλά η κίνηση, οι καθυστερήσεις και οι συχνές βλάβες καθιστούν το μετρό σχεδόν αναγκαία κακή λύση. Κάθε πρωί αλλάζω δύο γραμμές, και το χάος ξεκινάει ήδη στον σταθμό Ομονοίας: ροές κόσμου χωρίς καμία οργάνωση, βαγόνια ασφυκτικά γεμάτα, και η αίσθηση ότι όλοι βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση εκκένωσης, προϊόν μιας πόλης που έχει εγκαταλείψει τις υποδομές της. Κάθε σταθμός μοιάζει με μικρή αρένα, όπου οι άνθρωποι σπρώχνονται για να μπουν, να βγουν ή απλώς να σταθούν χωρίς να πέσουν.
Ο συνωστισμός είναι καθημερινός κανόνας, αποτέλεσμα χρόνιας αδιαφορίας και έλλειψης σχεδιασμού. Η πόλη πιέζει τα μέσα μαζικής μεταφοράς πέρα από κάθε δυνατότητα, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς επενδύσεις, χωρίς σεβασμό στους πολίτες. Κάθε μέρα βιώνουμε μια μικρή κρίση υποδομών, που αφήνει τους επιβάτες να παλεύουν με την αβεβαιότητα, το στρες και την κούραση.
Ακόμα και αν ξυπνήσω νωρίς για να αποφύγω τον μεγαλύτερο όγκο κόσμου, κάποια βλάβη ή καθυστέρηση μπορεί να καταστρέψει όλη τη διαδρομή. Δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια μπροστά στην αναποτελεσματικότητα του συστήματος και στην αδυσώπητη πραγματικότητα της πόλης που δεν προνοεί για τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι αλληλοσπρώχνονται, προσπαθούν να βρουν στήριγμα και όλα αυτά γίνονται σχεδόν αποδεκτά σαν να είναι «φυσιολογικά».
Μετά από περίπου 50 λεπτά φτάνω στο γραφείο, με ένα κομμάτι της μέρας να έχει ήδη χαθεί. Αυτή η ρουτίνα δεν είναι προσωπική δυσκολία, είναι η καθημερινή απόδειξη της εγκατάλειψης των δημόσιων συγκοινωνιών και της αδιαφορίας απέναντι στους πολίτες. Το μετρό παραμένει αναγκαστική επιλογή, όχι επιλογή άνεσης, και η εμπειρία αυτή δεν διδάσκει μόνο υπομονή, διδάσκει επιβίωση σε μια πόλη που δεν επενδύει στις ζωές μας, που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν αριθμούς σε μια αποτυχημένη υποδομή”.
Ιόλη, εκπαιδευτικός: “Παρά την κοντινή απόσταση από το σπίτι στο σχολείο, η καθημερινή διαδρομή με το 735 είναι μια μάχη. Ο κλιματισμός σχεδόν ποτέ δεν λειτουργεί, οι καθυστερήσεις είναι κανόνας και τα πάντα είναι συνεχώς γεμάτα. Στριμωγμένοι γονείς με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι που προσπαθούν να βρουν στήριγμα, και όλοι εμείς οι υπόλοιποι που απλώς προσπαθούμε να κρατηθούμε όρθιοι χωρίς να χτυπήσουμε ή να πέσουμε.
Η πόλη φαίνεται να έχει ξεχάσει τα μέσα μεταφοράς. Καμία συντήρηση, καμία οργάνωση, καμία επένδυση· μόνο ένα συνεχές στρες για όσους προσπαθούν να φτάσουν εγκαίρως στη δουλειά. Τρώμε ώρες μέσα στα μέσα, ώρες από τη ζωή μας, από την ξεκούρασή μας, χωρίς καμία ουσιαστική βελτίωση. Το άγχος είναι διαρκές, το ξύπνημα κάθε πρωί μοιάζει με επανάληψη της ίδιας μέρας της…. μαρμότας, και η ρουτίνα μετατρέπεται σε μια αέναη μάχη αντοχής.
Κάθε διαδρομή είναι υπενθύμιση της αδιαφορίας: η υπομονή δεν αρκεί πια. Το λεωφορείο δεν είναι απλώς μέσο μεταφοράς· είναι καθημερινή δοκιμασία αντοχής, και η εμπειρία αυτή αποκαλύπτει όχι την αντοχή μας, αλλά τις επιλογές των αρμόδιων φορέων που αγνοούν τις ανάγκες των πολιτών, μετατρέποντας την καθημερινότητά τους σε μια ατέλειωτη προσπάθεια επιβίωσης”.