ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Φανατικοί αναγνώστες που έκαναν το πάθος τους επάγγελμα και επαγγελματίες του χώρου που αποφάσισαν να ανοίξουν το δικό τους βιβλιοπωλείο έχουν δημιουργήσει μικρές οάσεις για 'βιβλιοφάγους' σε όλη την Ελλάδα
Τα 2015 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την ελληνική αγορά. Εκλογές, δημοψήφισμα, ξανά εκλογές και capital control που ήρθαν για να μείνουν. Το βιβλίο, ως μη απολύτως αναγκαίο αγαθό, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο σε όλη την αλυσίδα από την παραγωγή έως την πώλησή του. Την ίδια ώρα, μικρά βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα, τα περισσότερα εκ των οποίων άνοιξαν μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, δίνουν τη δική τους καθημερινή μάχη επιβίωσης, έχοντας μάλιστα χάσει την ασφαλιστική δικλείδα της ενιαίας τιμής βιβλίου, η κατάργηση της οποίας επιτρέπει στις μεγάλες αλυσίδες να ρίχνουν τις τιμές σε επίπεδα που οι μικροί βιβλιοπώληδες δεν μπορούν να συναγωνιστούν. Πώς επιβιώνουν; Με πολύτιμο σύμμαχο τον σκληρό πυρήνα του αναγνωστικού κοινού. Τους ανθρώπους εκείνους για τους οποίους το βιβλίο είναι απολύτως αναγκαίο αγαθό και προτιμούν να στερηθούν άλλα πράγματα για να συνεχίσουν να το απολαμβάνουν. Τους απαιτητικούς αναγνώστες που δεν περιορίζονται στα best seller και αναζητούν τον φίλο βιβλιοπώλη που ξέρει τι θέλουν. Το WE έκανε ένα μικρό οδοιπορικό σε μερικά από τα στα στέκια των βιβλιοφάγων που ξεφύτρωσαν τα τελευταία χρόνια απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας και μίλησε με τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν.
Ο Μωβ Σκίουρος
Πλατεία Καρύτση
Τον Αύγουστο του 2013, η Χριστίνα Χαραλαμποπούλου και ο Σπύρος Παπαϊωάννου, πήραν την απόφαση να ανοίξουν έναν μικρό χώρο με δικές τους προτάσεις ανάγνωσης στο κέντρο της Αθήνας. «Άνεργοι και με επισφαλή προοπτική, κάποια πεντάμηνα, ιδιαίτερα μαθήματα, όλα πρόσκαιρα, είπαμε να το τολμήσουμε έχοντας ως πρότυπο τον Γιώργο Τάσου που είχε ανοίξει πριν λίγο καιρό το Βιβλιοστάτη στο Παγκράτι. Γυρίσαμε από διακοπές και αρχίσαμε να περπατάμε σε μέρη που μας αρέσουν στην Αθήνα. Φτάνοντας στην πλατεία Καρύτση, που πάντα είχε σχέσεις με τα γράμματα και τις τέχνες, είδαμε ένα διάδρομο με μια ωραία ξύλινη πρόσοψη και λέμε αυτό είναι! Ξεκινήσαμε σε ένα χώρο 15 τετραγωνικών». Και το όνομά αυτού Μωβ Σκίουρος. «Αντί να αναφερθούμε σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή κάτι άλλο συγκεκριμένο κάναμε τη δική μας αναφορά. Ο Μωβ Σκίουρος είναι ένας χαρακτήρας, ο οποίος μιλά στο διαδίκτυο, κάνει διάφορα πράγματα, είναι κάτι αυτόνομο».
Δυόμιση χρόνια μετά ο Μωβ Σκίουρος μεγάλωσε και μεταφέρθηκε σε ένα ακριβώς δίπλα, πάντα επί της πλατείας Καρύτση, σε ένα φανταστικό κτίριο του 1932 με μια διατηρητέα σκάλα που οδηγεί σε ένα ξύλινο πατάρι. «Εμείς περιμέναμε ότι θα ανοίξουμε ένα μαγαζί, θα περνάνε οι περαστικοί, θα αγοράζουνε, αλλά δεν έγινε αυτό! Έγινε ένα στέκι, βρήκαμε πολύ αλληλεγγύη, κάναμε φίλους και γνωρίσαμε πάρα πολύ κόσμο που πάντα διαβάζαμε με αποτέλεσμα στα μέσα του 2015 να δημιουργήσουμε και τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος». Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας μπαίνει μέσα ο Ίκαρος Μπαμπασάκης. «Τον Ίκαρο τον διαβάζαμε από πριν, εδώ τον γνωρίσαμε από κοντά και μόλις κυκλοφόρησαν τρία ποιήματά του από τις εκδόσεις μας» λένε με ενθουσιασμό η Χριστίνα και ο Σπύρος.
Τι άλλο μπορεί να βρει κανείς στο Μωβ Σκίουρο; «Ξένη και ελληνική λογοτεχνία, φιλοσοφία, ψυχολογία και πολύ θέατρο. Οι περισσότερες είναι δικές μας προτάσεις βιβλίων που διαβάσαμε και αγαπήσαμε, αλλά η επιλογή των τίτλων είναι και μια συνομιλία, ένας συνεχής διάλογος με τον κόσμο που έρχεται εδώ. Πλέον έχουμε μάθει τα γούστα του καθενός, μπαίνει μέσα και του λέμε ήρθε κάτι που είναι για σένα. Δεν έχουμε τα πάντα, δεν έχουμε τα λεγόμενα ευπώλητα κι αυτό το έχει εκτιμήσει ο κόσμος. Το μόνο ευπώλητο που φέρνουμε συνέχεια και λατρεύουμε είναι το “Πόλεμος και Πόλεμος” του Λάσλο Κρασναχορκάι!»
Οι σκίουροι, όπως αυτοαποκαλούνται χαριτολογώντας τα παιδιά, έγιναν γνωστοί όχι μόνο για τα βιβλία τους αλλά και για τις εκδηλώσεις που διοργανώνουν στον πεζόδρομο της πλατείας Καρύτση το καλοκαίρι. Τώρα δε που μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερο χώρο θα κάνουν ακόμα περισσότερες εκδηλώσεις και καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. «Ήδη την Τρίτη παρουσιάζει την ‘Άλμπα’ ο Θωμάς Τσαλαπάτης, μας κάνει ποδαρικό, και ο κόσμος θα μπορεί να παρακολουθεί από κάτω και από τον εξώστη. Το πατάρι του Σκίουρου το εκμεταλλευόμαστε ήδη για συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις διαφόρων ομάδων, ενώ ο εξώστης μπορεί να φιλοξενήσει και εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής», λέει ο Σπύρος.
«Ήμασταν τυχεροί γιατί πέσαμε σε μια περίοδο που παρά τις δυσκολίες υπάρχει μια τάση ο κόσμος να στρέφεται και πάλι στα μικρά βιβλιοπωλεία» λέει η Χριστίνα. «Ουσιαστικά υπάρχει η τάση οι άνθρωποι να ξαναβρίσκονται μαζί, να μιλάνε, να συναναστρέφονται, κάτι που είχε εκλείψει τα προηγούμενα χρόνια γιατί είχαν εκλείψει και οι χώροι. Είναι νομίζω μια ευκαιρία για όλους να ξαναβρεθούν και να ξαναμιλήσουν, διότι το βιβλίο δεν είναι μοναχική εμπειρία».
Επί Λέξει
Ακαδημίας
«Το βιβλίο είναι μοναχικό μόνο στη διαδικασία της ανάγνωσης, στο πριν και στο μετά είναι συλλογικό, όταν το διαλέγεις και όταν μοιράζεσαι την εμπειρία σου. Γι’ αυτό ο κόσμος ανταποκρίνεται πολύ καλά στις εκδηλώσεις που κάνουμε» λέει η Μαρία Παπαγεωργίου, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Επί Λέξει στην οδό Ακαδημίας 32. Την πετυχαίνουμε την ώρα που ετοιμάζεται για την παρουσίαση του βιβλίου του Χάρη Βλαβιανού «Γιατί Γράφω Ποίηση» ενώ τρέχει παράλληλα να ανταποκριθεί στην αυξημένη κίνηση των ημερών. «Ευτυχώς παραδοσιακά την περίοδο των Χριστουγέννων η αγορά του βιβλίου κινείται περισσότερο. Φέτος δεν ήταν καλή χρονιά με τις εκλογές και τα capital control και η αγωνία είναι καθημερινή. Από την άλλη, αγαπώ πάρα πολύ αυτό που κάνω. Είμαι συνολικά 34 χρόνια στο χώρο του βιβλίου, από το 1981 σαν βιβλιοπώλισσα. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο».
Η Μαρία Παπαγεωργίου, θρυλική μορφή του βιβλιοπωλείου της Εστίας, αποφάσισε να ανοίξει το δικό της μικρό βιβλιοπωλείο λίγο καιρό αφού η Εστία έκλεισε. «Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια τα μικρά βιβλιοπωλεία κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες. Κι αυτό έχει να κάνει και με μια γενικότερη αντίληψη που καλλιεργείται για τα μικρά μαγαζιά. Ο κόσμος σταμάτησε να εντυπωσιάζεται από το μεγάλο, κατάλαβε το μηχανισμό, πόσο μάλλον στο βιβλίο που είναι πνευματικό είδος. Ο πελάτης θέλει κουβέντα, τι διάβασα, τι διάβασες, δεν είναι μόνο αυτό που προτείνουμε εμείς στους πελάτες, μαθαίνουμε κιόλας από τους πελάτες, ανταλλάσσουμε γνώσεις και απόψεις. Αυτό δεν έχει το περιθώριο να το κάνει ο υπάλληλος του μεγάλου καταστήματος κι έτσι χάνει την ουσία του το βιβλιοπωλείο που είναι κατεξοχήν τόπος συνάντησης και κουβέντας. Πλέον, μετά την κατάρρευση της φούσκας, το μικρό βιβλιοπωλείο ξαναβρίσκει το ρόλο αυτό. Διότι υπήρξε φούσκα και στο βιβλίο, δεν ξεχνάμε τις παλιές καλές εποχές που ένα εκδότης έβγαζε 200-300 βιβλία το χρόνο σε μια χώρα που δεν έχει το αντίστοιχο αναγνωστικό κοινό. Γύρω στο 10-15% είναι το ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό, ο κόσμος που έχει μάθει να διαβάζει και πάντα θα μπαίνει στο βιβλιοπωλείο. Γενικώς θεωρώ ότι το κλίμα είναι καλό για τα μικρά βιβλιοπωλεία. Το μόνο αγκάθι είναι το οικονομικό, κατά πόσο μπορεί ο αναγνώστης να διαθέσει χρήματα για το βιβλίο».
Πλειάδες
Παγκράτι
Για τις οικονομικές δυσκολίες αλλά και για την ομορφιά του επαγγέλματος του βιβλιοπώλη συζητάμε με τον Άλκη Τεμπονέρα, που μαζί με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα Μπίζη άνοιξαν πριν από δυόμιση χρόνια το βιβλιοπωλείο Πλειάδες στο Παγκράτι. «Είμαστε 50 χρονών, τα μισά δουλεύουμε με το βιβλίο, τα άλλα μισά είμαστε αναγνώστες. Η Αλεξάνδρα είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Εγώ εργαζόμουν 20 χρόνια σε εκδοτικούς οίκους, ασχολούμουν κυρίως με της πωλήσεις αλλά και με την παραγωγή. Είχα καλοπληρωμένη δουλειά και ήμουν ευχαριστημένος αλλά ήθελα να κάνω το δικό μου εγχείρημα. Στο Παγκράτι είναι το πατρικό μου, έχω συμμαθητές, συμφοιτητές, γείτονες και η εντοπιότητα παίζει ρόλο. Έχουμε σταθερό κόσμο, τον κόσμο τη γειτονιάς. Προβάλουμε βιβλία που είναι κοντά σε εμάς και οι πελάτες – φίλοι – αναγνώστες έχουν τα ίδια αναγνωστικά κουσούρια με εμάς τελικά. Από τότε που ανοίξαμε έχουμε κάνει γύρω στις 50 εκδηλώσεις με συγγραφείς που μας αρέσουν και αρέσουν και στους αναγνώστες. Είναι πολύ ωραίο να γεμίζει ο χώρος με τη φωνή του συγγραφέα, μένει η φωνή του στο χώρο. Υπάρχει ούτως η άλλως μέσα από τους ήρωές του, αλλά είναι καλό να εμφανίζεται καμιά φορά και να μιλάει ο ίδιος!».
Στη συζήτηση μπαίνει η Νέλλυ, βιβλιοπώλισσα από την Πάτρα. «Αναγκάστηκα να το κλείσω, αλλά μία φορά βιβλιοπώλης, πάντα βιβλιοπώλης!» Γελάμε ενώ η κουβέντα πηγαίνει στις οικονομικές δυσκολίες. «Αυτοί που έχουν λεφτά πλέον δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει βιβλίο. Μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία άνθρωποι ‘λιγούρηδες’ για το βιβλίο που δεν έχουν λεφτά να το αγοράσουν, πρέπει να το δώσεις τζάμπα. Γι’ αυτό είναι σημαντική η ενιαία τιμή, γι’ αυτό εφαρμόζεται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Εμείς όμως την καταργήσαμε». Όσο ίσχυε η ενιαία τιμή οριζόταν από τον εκδότη και ίσχυε για τα επόμενα δύο χρόνια, από όπου κι αν αγόραζε κανείς το βιβλίο. «Έτσι ο πελάτης το αγόραζε από εκεί που τον εξυπηρετούσαν καλύτερα, από τους βιβλιοπώληδες που τον ενημέρωναν, κοίταζε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, δεν κυνηγούσε το μισό και το ένα ευρώ», εξηγεί ο ‘Αλκης και προσθέτει:
«Δείτε τι έγινε στην Αγγλία και την Αμερική που δεν υπάρχει ενιαία τιμή, κλείσανε όλα τα μικρά βιβλιοπωλεία. Γιατί οι μεγάλες αλυσίδες που ενισχύουν τις πωλήσεις τους και από τα ηλεκτρονικά κατεβάζουν την τιμή χαμηλά ενώ την ίδια ώρα ο μικρός βιβλιοπώλης δουλεύει με ζημία. Αυτό συμβαίνει και με εμάς τώρα, υπάρχουν δυο τρεις μεγάλοι βιβλιοπώλες που κάνουν εκπτώσεις που εμείς δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε, με την έννοια ότι η έκπτωση που δίνουν είναι περίπου η τιμή αγοράς που έχουμε εμείς από τον εκδότη».
«Είναι θέμα μονοπωλίου, το οποίο δεν πλήττει μόνο τα μικρά βιβλιοπωλεία, πλήττει και τους μικρούς εκδότες και τους μεγάλους εκδότες. Τα πολλά μικρά και μεγάλα σημεία πώλησης σε όλη την Ελλάδα μπορούν να απορροφήσουν τον κατάλογο του μικρού και του μεγάλου εκδότη, να βρουν το ψαγμένο αναγνωστικό κοινό και να μπορέσει ο εκδότης να βγάλει όλη την παραγωγή που θέλει. Άρα κινδυνεύει και ο βιβλιοπώλης και ο εκδότης και ο Έλληνας συγγραφέας και η ελληνική γλώσσα. Θα βγαίνουν ολοένα και λιγότερα πράγματα έτσι όπως πάμε. Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, στη Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, στην καπιταλιστική Γερμανία υπάρχει αυτή η καταραμένη ενιαία τιμή για πολύ συγκεκριμένους λόγους, διότι βοηθά και τον βιβλιοπώλη και τον εκδότη και τον αναγνώστη εν τέλει. Αλλά εμείς εδώ κάνουμε κάποια πράγματα ακατανόητα».
Ρωτάμε τον Άλκη πώς βλέπει το μέλλον των Πλειάδων. «Το βράδυ μετά από 12-13 ώρες δουλειάς δεν βλέπω πολλά πράγματα θετικά και αισιόδοξα. Μετά όμως κάπως μηδενίζει το κοντέρ και το πρωί σηκώνομαι χαρούμενος, ευδιάθετος, δυνατός και τα βλέπω όλα θετικά. Η δουλειά αυτή μας δίνει χαρά, υπάρχει ελπίδα στο χώρο του βιβλίου. Γενικώς υπάρχει ελπίδα σε όποιο χώρο κάνεις καλά τη δουλειά σου. Στη χώρα αυτή ο καθένας πρέπει να κάνει τη δουλειά του όσο γίνεται καλύτερα και να ζητά από το συμπολίτη του, τον συνάδελφό του, να κάνει κι αυτός το ίδιο. Έτσι μπορεί κάτι να αλλάξει. Μπορεί να μην σε κάνει πλούσιο αλλά σε κάνει πολλά άλλα πράγματα. Σε κάνει χαρούμενο, δημιουργικό και αυτό μπορείς να το μεταδόσεις στους γύρω σου».
Έναστρον
Σόλωνος
Αυτό προσπαθεί να κάνει και η Πηνελόπη Πετράκου, υπεύθυνη του καφέ – βιβλιοπωλείου Έναστρον στη Σόλωνος. «Αφιερώνω πολύ χρόνο στον κάθε πελάτη, έχω τη δυνατότητα να ασχοληθώ μαζί του διότι εδώ δεν είναι πολυκατάστημα, δεν μπαίνει πολύς κόσμος, κάθε πελάτης αντιμετωπίζεται ως κάτι ξεχωριστό και το εισπράττει, με αποτέλεσμα να έρχεται ξανά και να φέρνει κι άλλους».
Η Πηνελόπη επισημαίνει πως το μεγάλο βιβλιοπωλείο έχει άλλους όρους συνεργασίας με τους εκδότες και μπορεί να πουλήσει τα βιβλία σε πολύ χαμηλές τιμές. «Η δική μας πελατεία είναι μικρή αλλά σταθερή. Είναι άλλο κοινό. Είναι άνθρωποι που έχουν κάτι συγκεκριμένο κατά νου και θα έρθουν να μου το ζητήσουν. Αν δεν το έχω θα περιμένουν να το παραγγείλω και θα το πάρουν από εδώ» τονίζει και υπογραμμίζει πως η πελατεία διατηρείται με την προσωπική σχέση. «Οι περισσότεροι είναι πελάτες και στο καφέ, έχουν καλή σχέση με το προσωπικό, είμαστε φίλοι. Το Έναστρον στηρίζεται στη σταθερή πελατεία που έχει και στις εκδηλώσεις. Φιλοξενούμε βιβλιοπαρουσιάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, διαλέξεις, προβολές, σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Επιπλέον, έχουμε ράφια με βιβλία για τους πελάτες του καφέ και έχουμε και ένα ράφι για book sharing, φέρνεις ένα βιβλίο που δεν το θες και παίρνεις κάποιο άλλο από το ράφι. Το ξεκινήσαμε πειραματικά αλλά πάει πολύ καλά. Φαντάσου σε τι οικονομική στενότητα είναι ο κόσμος».
Δύο
Ξάνθη
«Η μεγάλη πρόκληση για έναν βιβλιοπώλη σήμερα είναι η εξυπηρέτηση του πελάτη, η ενημέρωση του βιβλιόφιλου. Από αυτό κρινόμαστε και από αυτό εξαρτάται και η εμπορική μας επιτυχία. Το καλό είναι ότι χτίζουμε σχέσεις με τον πελάτη και ξέρουμε τα θέλω του» μας λέει ο Μαυρουδής Κουτσουράς από την Ξάνθη, όπου το Σεπτέμβριο του 2013 άνοιξε το βιβλιοπωλείο Δύο με τον συνέταιρό του Θανάση Αθανασιάδη.
Επί 13 χρόνια ο Μαυρουδής εργαζόταν σε μεγάλο βιβλιοπωλείο αλυσίδας το οποίο έκλεισε. «Αποφασίσαμε να φτιάξουμε έναν μαζεμένο χώρο, με λίγα λειτουργικά έξοδα και βασιζόμενοι στην εμπειρία και την εξειδίκευση ελπίζαμε ότι θα δουλέψουμε. Έτσι κι έγινε. Αφενός διότι λόγω του Πολυτεχνείου έχουμε τεχνικά βιβλία αρχιτεκτονικής και τέχνης που δεν έχουν άλλα βιβλιοπωλεία. Αφετέρου διότι προσπαθήσαμε να καλύψουμε αναγνωστικές ανάγκες που θεωρούσαμε πως δεν κάλυπταν άλλα βιβλιοπωλεία, δηλαδή πέρα από τα 10 -20 best seller να έχουμε κλασική λογοτεχνία, να έχουμε βιβλία μουσικής, ποίησης, θεατρικά, δοκίμια. Όλο αυτό ο κόσμος το αγκάλιασε» τονίζει ο συνιδιοκτήτης του Δύο και μας λέει με χαρά ότι τώρα ετοιμάζουν την πρώτη έκθεση ζωγραφικής στο χώρο του βιβλιοπωλείου, πέρα από τις πολλές παρουσιάσεις βιβλίων που διοργανώνουν «προκειμένου να έρθει ο αναγνώστης πιο κοντά στο συγγραφέα».
Πολύγραφος
Ηράκλειο Κρήτης
Στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στο Ηράκλειο της Κρήτης, μιλάμε με τον Αλέξανδρο Στεφανίδη, πρώην υπάλληλο σε μεγάλο βιβλιοπωλείο της πόλης που το 2012 άνοιξε το βιβλιοπωλείο Πολύγραφος σε ένα χώρο 40 μόλις τετραγωνικών. Τον ρωτάμε πώς επιλέγει τα βιβλία του. «Δημοκρατικά αποφασίζω εγώ!» απαντά γελώντας και εξηγεί: «Καμία βιβλιοθήκη δεν είναι ίδια με κάποια άλλη. Είτε σπιτιού είτε καταστήματος. Είναι αυτό που λέμε βιβλιοφιλικό αποτύπωμα, κατά το δακτυλικό αποτύπωμα! Δεν υπάρχει κανόνας στην επιλογή των τίτλων, είναι και θέμα εμπειρίας. Ξέρεις κάθε εκδότη και τι βγάζει πάνω κάτω διαβάζεις συνεντεύξεις, μιλάς με ανθρώπους τους χώρου και όλο αυτό είναι πολύ δημιουργικό. Είσαι περίπου σαν το παιδί στο ζαχαροπλαστείο!».
Είναι όμως ικανοποιημένος με την πορεία της μικρής του επιχείρησης; «Εγώ λέω ότι από τα βιβλία πλούσιος δεν έγινε κανείς, εκτός αν κάνει και κάτι άλλο παράλληλα. Θέλω να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου και να μπορούμε να ζούμε αξιοπρεπώς με τη γυναίκα μου. Επίσης είναι σημαντικό να έχεις κάτι να περιμένεις από τη δική σου επιχείρηση σε ένα αντικείμενο που αγαπάς. Με αυτά στο μυαλό, το βιβλιοπωλείο πάει εξαιρετικά. Το δουλεύω μόνος μου με μια μικρή βοήθεια από τη γυναίκα μου. Τώρα πώς θα πάει στο μέλλον δεν μπορώ να το εκτιμήσω. Από τη στιγμή που καταργήθηκε η ενιαία τιμή, χωρίς καμία λογική, έμειναν εντελώς έκθετα τα μικρά βιβλιοπωλεία. Ένα πολύ άσχημο πράγμα είναι η συνεχής γκρίνια για τις τιμές των βιβλίων που σε φέρνει σε δύσκολη θέση. Έρχεται κόσμος, τον ενημερώνεις για όλα τα νέα πράγματα που υπάρχουν, σου λέει ευχαριστώ πολύ και μετά πάει και ψωνίζει από το ίντερνετ. Προφανώς και είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καταναλωτή να ψωνίσει από όπου θέλει και αυτή είναι η δύναμή μας ως καταναλωτικό κοινό, αλλά θεωρώ ότι είναι ανήθικο να εκμεταλλεύεσαι την τεχνογνωσία ενός ανθρώπου, το χρόνο που σου αφιερώνει, τις προσπαθείς που κάνει όλα αυτά τα χρόνια, και να έχεις ένα κατάστημα ως φυσικό εκθετήριο για κάτι που θα αγοράσεις αλλού. Αν υπάρχει κάτι που με τρομάζει για τα επόμενα χρόνια είναι αυτό και η αλλοπρόσαλλη ελληνική νομοθεσία και πραγματικότητα. Παλιότερα έλεγες έχω αυτά τα όνειρά, αυτές τι δυνατότητες, μπορώ να προγραμματίσω κάποια πράγματα. Πλέον δεν ξέρω αν σε τρία χρόνια θα είμαι εδώ με όλα αυτά που γίνονται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε, μακάρι να συνεχίσουμε να είμαστε και βιβλιοπώληδες».
Υπάρχουν πολλοί ακόμα βιβλιοπώληδες σαν τον Αλέξανδρο, τον Μαυρουδή, τον Θανάση, την Πηνελόπη, τον Άλκη, την Αλεξάνδρα, τη Νέλλη, την Μαρία, τον Σπύρο και την Χριστίνα. Υπάρχουν πολλά ακόμα βιβλιοπωλεία στέκια, όπως το Μικρό Καράβι της Μαρίας Πολυράκη στα Χανιά ή το Σαιξπηρικόν του ποιητή Γιώργου Αλισάνογλου στη Θεσσαλονίκη, που αξίζει να ανακαλύψεις.
* Οι φωτογραφίες από το βιβλιοπωλείο Μωβ Σκίουρος είναι του Κωστή Χριστοδούλου