ΕΛΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ: “ΝΤΡΕΠΟΜΟΥΝ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. ΔΕ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Κάπως αθόρυβα, χωρίς μεγάλους βερμπαλισμούς και πολλά ταγκαρίσματα στο instagram, αλλά με σπάνιες ποιότητες η Ελίζα Παναγιωτάτου διαμορφώνει τον δικό της ιδιαίτερο χώρο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Το τελευταίο της βιβλίο «Διακοπές στην Αβησσυνία» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες λειτουργεί σαν επιβεβαίωση μιας ξεχωριστής γραφής που συνομιλεί με τις κοινωνικές διεργασίες και τις κοινωνικές δυναμικές, μ΄έναν τρόπο που δεν γίνεται διδακτικός και επιμένει να διατηρεί μια ριζοσπαστικά τρυφερή ματιά στις ουλές που αφήνει πάνω μας το συνεχές κοσκίνισμα μιας αμφίθυμης ενηλικότητας.

Με κεντρική ηρωίδα την Τέσση, ένα κορίτσι που μας μοιάζει και που βρίσκουμε πάνω της θραύσματα συλλογικών εμπειριών και διερωτήσεων, η Παναγιωτάτου διατρέχει τις πληγές και το πείσμα μιας γενιάς που ματαιώνεται, αμφισβητεί και διεκδικεί. Και το κάνει με μια αναπόσπαστη έμφυλη οπτική σ’ έναν εξαίσιο συγκερασμό του πολιτικού με το υπαρξιακό. Πέρασα μαζί του τα τελευταία βράδια του Νοέμβρη με μια αίσθηση πικρής αγαλλίασης για μια τόσο οικεία ιστορία και ικανοποίησης για όσα πολύτιμα έχει να συνεισφέρει η γυναικεία γραφή στη λογοτεχνία και στις ζωές μας. 

Κάπως έτσι, λοιπόν, ένα πρωινό του Δεκέμβρη βρεθήκαμε στην ψηφιακή σφαίρα που μπορούσε να γεφυρώσει την απόσπαση ανάμεσα στην Αθήνα και το Ναϊρόμπι που ζει η Ελίζα και κάναμε αυτή τη συζήτηση.

Ελίζα έχεις πάει στην Αιθιοπία;
Έχω πάει πριν τέσσερα χρόνια. Έχω γυρίσει αρκετά μέρη, όμως δεν τα κατάφερα να πάω στη Ντίρε Ντάουα. Όταν έγραφα το βιβλίο, έβαλα να δω πολλά βίντεο στο youtube με απλούς περαστικούς που τραβούσαν πάνω σε ποδήλατα, από αμάξια, περπατώντας. Κι έτσι είναι περίπου σαν να έχω πάει.

Ήταν ένα μέλημα σου οι αναπαραστάσεις του ταξιδιού που θα συγκροτούσες στο βιβλίο να μη διολισθαίνουν στην εξωτικοποίηση;
Ναι, είναι σημαντικό για μένα. Ήθελα να υπάρχει αυτό το μεγάλο ταξίδι και να είναι στην Αιθιοπία αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αναδύει μια ατμόσφαιρα τύπου «πήγε στην Αφρική να βρει τον εαυτό της». Γι’ αυτό δεν περιγράφω πράγματα που θα περίμενε ίσως κανείς, όπως τοπία ή μια αγορά. Οι χαρακτήρες μου είναι όπως στην Αθήνα αλλά σ’ έναν άλλο τόπο. Η Τέσση ταξίδεψε από ένα μέρος σ’ ένα άλλο, αυτό είναι όλο. 

Ωστόσο, έχει σημασία ο τόπος. Εννοώ και στα δικά σου βιβλία, ακόμα και με την εκδοχή ενός τόπου μετάβασης όπως ήταν στο Αεροδρόμιο, ο χώρος δημιουργεί ιστορίες, επιδρά πάνω μας, είναι μια μεταβλητή που παίζει ρόλο στις ψυχοσυναισθηματικές μας εναλλαγές.
Έχει μεγάλη σημασία. Είναι καταλυτικός ο τόπος. Το ταξίδι στο βιβλίο είναι καταλυτικό για την ηρωΐδα, όχι επειδή είναι εξωτικό,αλλά για λόγους που σχετίζονται με την οικογενειακή της ιστορία, με τη συγκεκριμένη φάση της ζωής της.  Αλλά ξέρεις αυτή η αναπαράσταση της Αφρικής που βγαίνεις από το αεροπλάνο και σε περιμένουν παιδάκια μου φαίνεται απωθητική και δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου εμπειρία. 

Θέλει, νομίζω προσπάθεια και περίσκεψη για να πετύχεις μια ισορροπία που να συνδυάζει την επίγνωση του να είσαι μια λευκή γυναίκα στην Αφρική και ταυτόχρονα να μην φέρει το δυτικό βλέμμα της αποικιοκρατίας και της εξωτικοποίησης.
Είναι αδύνατο νομίζω. Θα ήταν υπεροπτικό να σου πω «Μαρία δεν το κάνω αυτό, σε καμία περίπτωση δεν έχω εξωτική ματιά». Δε μπορώ να το πω, όμως προσπαθώ να κινούμαι με συνειδητότητα στον χώρο, να σκέφτομαι ποια είμαι και τι κάνω. Με βοηθάει πολύ η δουλειά μου, γιατί εγώ δουλεύω στο Πανεπιστήμιο, σε ένα χώρο που δεν έχει  καθόλου λευκούς ανθρώπους, οι συνάδελφοι/ισσες μου είναι από εδώ, οι φοιτητές/τριες μου είναι από εδώ, οπότε είμαι εγώ η εξωτική, είμαι εγώ η εξαίρεση. Δε δουλεύω σε μια πρεσβεία  ή σε έναν διεθνή οργανισμό που το περιβάλλον θα ήταν αρκετά δυτικό. Η πρόκληση είναι εγώ να προσαρμοστώ και να τα καταφέρω, παρά να έχω την εξωτική ματιά. Από τη μια αναγνωρίζω ότι είμαι σε μια πιο προνομιακή θέση,έρχομαι εδώ, είμαι λευκή, έχω ευρωπαϊκό διαβατήριο, όποτε θέλω φεύγω. Από την άλλη καλούμαι να μπω σε ένα περιβάλλον που δε με αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά, δεν έχω πολλά προνόμια στο χώρο εργασίας μου. Εκεί υπάρχει μια ισορροπία, πιο πολύ με δυσκολεύει στην κοινωνικοποίηση έξω από τη δουλειά.

Η Τέσση είναι μια γυναίκα σαν κι εμάς, που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενηλικότητας της στο κρισιακό φάσμα αλλά και που ταυτόχρονα έχει μια συνείδηση και μια διάθεση αμφισβήτησης των έμφυλων στερεοτύπων που δεν την είχαν οι προηγούμενες γενιές σε τέτοια ένταση.
Με ενδιέφερε να είναι ένας χαρακτήρας, όπως αυτός που περιγράφεις, μια γυναίκα που μεγάλωσε στα χρόνια της κρίσης, τα οποία μας διαμόρφωσαν όλες και όλους. Το ότι είναι γυναίκα σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό όχι μόνο σε σχέση με την έμφυλη βία αλλά και γιατί για πρώτη φορά υπάρχει μια μαζική αντίληψη του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στην πατριαρχία. Επίσης, για πρώτη φορά διεκδικούνται διαφορετικές σχέσεις και ταυτότητες. Παρατηρώ μετακινήσεις και στη γενιά των 35 και πολύ περισσότερο στις νεότερες. Ας πούμε η Τέσση έχει μια ρευστή σεξουαλικότητα. Αυτό, όμως, δεν είναι κυρίαρχο στο βιβλίο. Είναι δευτερεύον. Γιατί δεν ήθελα να γράψω ένα μανιφέστο γι’ αυτά τα ζητήματα. Ήθελα αυτά να είναι εκεί, να υπάρχουν ως αυτονόητα. Η ίδια η Τέσση δεν αναρωτιέται για τον εαυτό της. «Είναι λεσβία; Δεν είναι;». Είναι αυτό που θέλει και είναι οκ.

Χωρίς να το βροντοφωνάζει, το βιβλίο διαπερνάται από ταξικές και έμφυλες παραμέτρους. Θεωρείς πως αυτές είναι οι πλέον καθοριστικές γι’ αυτή τη γενιά;
Υπήρχε μια φούσκα στην Ελλάδα. Αυτή η γενιά έκανε τα πρώτα της βήματα σ’ ένα περιβάλλον μεσοαστικής ευημερίας. Κανείς δε σκεφτόταν ότι αυτό δε θα διαρκέσει για πάντα. Η προσγείωση ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Προφανώς τέτοιες αντιθέσεις υπήρχαν και τότε. Απλά οι διαφορές δεν ήταν τόσο οξυμένες γιατί τα πράγματα δεν ήταν τόσο άγρια. Οπότε, το ταξικό και το έμφυλο υπάρχουν στο background της ιστορίας και διαμορφώνουν τις συνθήκες στις οποίες ζει η ηρωίδα. 

Αφορμή για το ταξίδι της είναι η αναζήτηση πτυχών της γενεολογίας της. Σκέφτομαι πως παρότι είναι χειραφετημένη, παρότι συγκροτεί τη δική της οικογένεια επιλογής, επηρεάζεται από τις εξελίξεις και το βάρος της οικογένειας στην οποία μεγάλωσε. Άρα η διαπίστωση που γενικά ορθή είναι, πως η οικογένεια είναι ένας θεσμός καταπίεσης και ιεραρχίας, δεν αρκεί για να ξεμπερδέψουμε μαζί της; Είναι κάπως πιο περίπλοκο;
Ούτε η Τέσση έχει ξεμπερδέψει. Είναι χειραφετημένη, ναι. Βαδίζει στο δρόμο της αλλά επιστρέφει στο κυριακάτικο τραπέζι. Δεν έχουμε μια απόλυτη ρήξη. Είναι παρούσα ακόμα κι αν πρέπει να δηλώνει ξανά και ξανά στον οικογενειακό της περίγυρο ποια είναι. Λειτουργεί σαν ένα παράλληλο σύμπαν με την οικογένεια επιλογής. Από τη μία ο κόσμος που έχει φτιάξει, κι από την άλλη ο κόσμος από τον οποίο προέρχεται που τη διαμορφώνει. Όλες μας διαμορφώνει για πάντα. 

Θα έλεγες ότι το βιβλίο σου ανήκει στην κατηγορία της γυναικείας λογοτεχνίας;
Α δεν ξέρω.

Αποδέχεσαι αυτόν τον όρο; Σε ρωτάω γιατί υπάρχουν γυναίκες συγγραφείς που δεν τον αποδέχονται και ειδικότερα στις παλιότερες γενιές, όπου ο χαρακτηρισμός γυναικεία ή φεμινιστική γραφή είχε λοιδορηθεί αρκετά.
Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει. Όντως για χρόνια είχε ταυτιστεί με κάτι πιο ανάλαφρο. «Για γυναίκα καλή είναι». Είχε μια τέτοια χροιά. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει γυναικεία γραφή. Εγώ έχω κοινωνικοποιηθεί πολύ διαφορετικά σε σχέση με ένα αγόρι που μεγάλωσε στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Μεγάλωσα, όπως και οι περισσότερες, διαβάζοντας άνδρες συγγραφείς. Ακόμα κι αυτή η διαπίστωση είναι συντριπτική. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχει διαφορά στο φύλο. Είναι μια ξεχωριστή κατηγορία όπως είναι και η ταξική ή η γραφή διαφορετικής καταγωγής. Δε με ενοχλεί λοιπόν να λένε ότι είναι γυναικεία γραφή, το θέμα είναι ποιος το λέει και γιατί το λέει. Με άλλα λόγια η πρόκληση είναι να επανοικειοποιηθούμε τη «γυναικεία γραφή» με τους δικούς μας όρους.

Πιστεύεις ότι είναι ακόμα ισχυρές οι ταξικές, έμφυλες, εθνοτικές ιεραρχήσεις στη λογοτεχνία; Έχουν δηλαδή τις ίδιες ευκαιρίες να γράψουν, να εκδοθούν, να αναγνωριστούν μη ταξικά προνομιούχα υποκείμενα ή άτομα από μεταναστευτικές κοινότητες;
Είναι πολύ δύσκολο να γράφεις όταν παράλληλα πρέπει να δουλεύεις. Στην Ελλάδα κυριαρχεί μια εσφαλμένη αντίληψη ότι το γράψιμο είναι κάτι που κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου. Δεν είναι έτσι. Θέλει πόρους. Για να μπορώ να γράφω, πρέπει να έχω μια δουλειά που να μου εξασφαλίζει την ηρεμία για να γράφω, να κρατάει κάποιος τα παιδιά μου κάποιες ώρες, γιατί είναι πολύ δύσκολο να συνδυάσεις οικογένεια, δουλειά και γράψιμο, προϋποθέτει συγκέντρωση και τεράστιο κόπο. Ένας από τους λόγους που είμαι εδώ είναι γιατί έχω χώρο να μπορώ να γράφω. Δεν ξέρω πόσο εύκολο θα ήταν να ζούσα στην Ελλάδα και να δουλεύω 45 ώρες την εβδομάδα. Για τις μεταναστευτικές ομάδες που ανέφερες δεν υπάρχει καμία υποστήριξη. Έπειτα είναι και θέμα πρόσβασης. Πες ότι κάποιοςέγραψε κάτι, πως θα μπορέσει αυτός ο άνθρωπος να βρει εκδοτικό οίκο; Οι περισσότεροι δε φτάνουν καν στην έκδοση. Είναι ελάχιστοι οι εκδοτικοί οίκοι που δεν πληρώνεις για να βγάλεις τα βιβλία σου. Άντε και βγήκε το βιβλίο, μετά ποια είναι τα κανάλια που έχεις να βρεις το κοινό σου; Γιατί πιστεύω ότι υπάρχει κοινό, εμένα θα με ενδιέφεραν αυτές οι ιστορίες και ξέρω πολλές και πολλούς που θα ενδιαφέρονταν, αλλά δεν ανοίγεται ο δρόμος. 

Έχω ζήσει αρκετά χρόνια στη Γερμανία και είναι ασύγκριτες οι δυνατότητες που προσφέρονται σε ανθρώπους για να γράψουν, ακόμα και στην αρχή. Εδώ δεν υπάρχουν καν residencies για να πας ένα μήνα να γράψεις. 

Αυτό συνδέεται με την έλλειψη πολιτικής στήριξης στο βιβλίο αλλά και με τη γενικότερη απαξίωση του σύγχρονου πολιτισμού;
Σκέψου ότι εγώ για χρόνια ντρεπόμουν να πω ότι είμαι συγγραφέας γιατί δεν θεωρείται επάγγελμα στην Ελλάδα. Νομίζουν ότι δεν κάνεις κάτι σοβαρό, ότι είσαι πυροβολημένη ή ότι έχεις πολλά λεφτά και το κάνεις για πλάκα. Όχι απλά δεν υπάρχουν πολιτικές στήριξης, θα έλεγα ότι η Πολιτεία σε αντιμετωπίζει σχεδόν με εκδικητικότητα από τη στιγμή που επιλέγεις να ασχοληθείς με κάποιο πολιτιστικό επάγγελμα. Έχω ζήσει αρκετά χρόνια στη Γερμανία και είναι ασύγκριτες οι δυνατότητες που προσφέρονται σε ανθρώπους για να γράψουν, ακόμα και στην αρχή. Εδώ δεν υπάρχουν καν residencies για να πας ένα μήνα να γράψεις. 

Εντοπίζεις βιβλία που είχες διαβάσει στο παρελθόν και πλέον τα αντιμετωπίζεις μ’ ένα κριτικό πρόσημο;
Σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα που διδάχτηκα στο σχολείο ως κανόνας δε με ενδιαφέρουν πια. Μ’ ενδιαφέρουν κυρίως όσα δε διδάχτηκα κι έψαξα για να τα βρω. 

Προτιμάς περισσότερο κάποια φόρμα ή εξετάζεις κάθε φορά ποια φόρμα ταιριάζει στην ιστορία που θες να πεις;
Η μεγάλη φόρμα για μένα είναι πρόκληση. Είναι δύσκολη απόφαση γιατί απαιτεί ψυχική δέσμευση. Θέλει μεγαλύτερη ανάσα και συνδέεται άμεσα με τους όρους ζωής που λέγαμε νωρίτερα. Είναι κάτι που θα σε βασανίσει και θα σε συντροφεύσει για καιρό, οπότε για να κάνεις το βήμα πρέπει να ξέρεις ότι θα έχεις τον ποσοτικό και ποιοτικό χώρο που χρειάζεσαι. Μου αρέσει η μεγάλη φόρμα και φαντάζομαι ότι προς τα εκεί θα πάω. Το Αεροδρόμιο γράφτηκε με παιδιά μικρότερης ηλικίας, σε συνθήκες που δεν είχα τον ύπνο που χρειαζόμουν, τον συνεχόμενο χρόνο ή και τους κενούς χρόνους. Είναι κι αυτό σημαντικό. Εγώ τουλάχιστον δε μπορώ να λειτουργήσω με την  πίεση ότι έχω δύο ώρες να γράψω. Δεν τα καταφέρνω. Τώρα που τα παιδιά είναι μεγαλύτερα ήταν εφικτό να βγουν οι «Διακοπές στην Αβησσυνία».

Κι όταν βλέπεις τυπωμένο το βιβλίο αισθάνεσαι ωραία;
Η έκδοση για μένα είναι σύνθετη διεργασία συναισθηματικά. Δηλαδή νιώθω και ικανοποιημένη και στεναχωρημένη. Από τη στιγμή που φεύγει το βιβλίο από τα χέρια μου το βιώνω σαν απώλεια. Δημιουργείται ένα κενό εκεί. 

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Νιώθεις και εκτεθειμένη αφού κάτι δικό σου βρίσκεται πλέον στο δημόσιο χώρο και μπορείς ο οποιοσδήποτε να το ανακαλύψει;
Εντελώς εκτεθειμένη νιώθω.

Επειδή πλέον τα βιβλία δεν προωθούνται μόνο μέσα από τα παραδοσιακά δίκτυα αλλά και από τα socialmedia, με ό,τι συνεπάγεται αυτό θετικά κι αρνητικά. Δραστηριοποιείσαι σε αυτό το πεδίο ή σε αγχώνει;
Προσπαθώ να απέχω όσο μπορώ γιατί μου κάνει κακό. Σίγουρα με ενδιαφέρει το feedback από τον πρώτο κύκλο στη διαδικασία της έκδοσης, εκεί δεν κοιμάμαι μέχρι να το διαβάσουν. Μετά ξεκινάει κάτι στα socialmediaπου για μένα είναι δύσκολα διαχειρίσιμο. Αναμφισβήτητα νιώθω μια στιγμιαία ικανοποίηση ότι κάποιος άνθρωπος μου λέει ότι του άρεσε το βιβλίο. Παράλληλα όμως η σκέψη ότι σε μια σφαίρα ταγκάρονται βιβλία χωρίς δυνατότητα διαλόγου, με αγχώνει. Ξέρεις είναι λίγο σα να γίνεσαι πωλήτρια του εαυτού σου και δεν το θέλω γιατί μου τρώει ενέργεια. Δε θέλω, βέβαια και να αποσυρθώ τελείως, οπότε πορεύομαι χωρίς να έχω βρει μια χρυσή τομή. 

Σε ελκύει περισσότερο η ιστορία, η γλώσσα, η διαλεκτική μεταξύ τους;
Η αρχή είναι η ιστορία. Αυτήν αναζητώ κι όταν διαβάζω κι όταν γράφω. Ωστόσο, το καλό βιβλίο έχει και αισθητικό κριτήριο. Δεν αρκεί μόνο μια συναρπαστική ιστορία. Χρειάζεται ρυθμός και γλώσσα που να εξυπηρετεί την ιστορία. Δεν εννοώ γλωσσική επίδειξη. Η απλή γλώσσα μπορεί να είναι εξίσου όμορφη. 

Και τώρα Ελίζα, πως διαχειρίζεσαι το τέλος ενός βιβλίου; Κάθεσαι λίγο σε αυτό ή βιάζεσαι να μπεις σε κάτι καινούργιο;
Όχι θα κάτσω γιατί έφυγε και πενθώ. Αισθάνομαι την απώλεια αυτού του βιβλίου. Έχω ένα τετράδιο που γραφώ ιδέες και θα μπορούσα να ξεκινήσω κάτι καινούργιο αλλά δεν είμαι έτοιμη, δεν έχει κλείσει ο κύκλος ακόμα.

Info:

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα