ΘΕΜΗΣ ΚΑΡΑΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Μια μεγάλη συζήτηση με τον Έλληνα συνθέτη για την ενοχή της φήμης, την εμπορικότητα, τα παιδικά του χρόνια στο Πλατύ Ημαθίας αλλά και το πτυχίο που μάλλον δεν θα πάρει ποτέ.
Είναι απόλαυση να ακούς τον Θέμη Καραμουρατίδη, να μιλά και να αστειεύεται, να σοβαρεύει και ξανά πίσω στην ατάκα. Μου έχει βγάλει 4-5 τίτλους αυτή η συνέντευξη, τόσο που νόμιζα πως έχει σκονάκια. «Υποβολέα», είπε εκείνος. Του υποσχέθηκα πως στην επόμενη, τρίτη, συνέντευξή μας, δεν θα πούμε τίποτα σοβαρό∙ μόνο αστεία.
Κάντε λοιπόν μια βόλτα μαζί μας, στο μυαλό και την ψυχή ενός από τους πιο πληθωρικούς και χαρισματικούς Έλληνες συνθέτες (ενορχηστρωτής και πιανίστας βεβαίως) λίγο πριν πάτε να απολαύσετε την παράσταση «Κάτι καίγεται 2 – Ο Μεγάλος Κύκλος» του φιλοξενούμενού μας μαζί με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και ασφαλώς τη φωνή της Νατάσσας Μποφίλιου.
Ο Θέμης είναι ένας γλυκός άνθρωπος, ένας ταμένος καλλιτέχνης στην αγάπη του, ένας ιδανικός συνεργάτης όποιου θέλει να μοιραστεί τα «παιχνίδια» του και ένας απολαυστικότατος συνομιλητής.
Είσαι μικρούλης και παίζεις μουσική. Τι κάνεις ακριβώς μικρέ Θέμη;
Είμαι κάτω από 7 χρονών και η θεία μου, που μένει δίπλα, έχει ένα πιάνο, γιατί η ξαδέρφη μου η Ελένη μάθαινε. Οπότε, πήγαινα κι εγώ εκεί με τη μαμά μου. Καμιά φορά, όταν δούλευε στο χωράφι μας μας κρατούσε η θεία μου για κάνα δίωρο, όταν σχολούσαμε από το σχολείο. Οπότε, άρχισα να το πλησιάζω.
Όλα αυτά στο Πλατύ Ημαθίας…
Το ένδοξο, μάλιστα! Κι εκεί, συνήθως, σκάλιζα μόνος μου το πιάνο και μου άρεσε.
Έπαιζα νότες∙ μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η διαδοχή, αυτή η αναλογία που είχαν μεταξύ τους οι ήχοι. Μετά κατάλαβα ότι αυτό λέγεται μελωδικότητα και μουσικότητα.
Μου άρεσε το πώς συνδυάζονταν οι ήχοι και δημιουργούσαν νέα πράγματα, που μου φαίνονταν εύηχα. Έτσι άρχισε να με γοητεύει η μουσική. Ήμουν εκεί, με τα μικρά μου χεράκια, και έπαιζα το… «Κουρασμένο Παλικάρι».
Συνέβαινε αυτό, δηλαδή, που δείχνει ξεκάθαρα ότι θα ασχοληθείς με τη μουσική. Ήσουν παιδί πιο μοναχικό, πιο εσωστρεφές; Γιατί, συνήθως, οι άνθρωποι που τους αρέσει ένα συγκεκριμένο πράγμα, δεν… διαχέονται παντού.
Ήταν, σαν να λέμε, καταφύγιο αλλά και όχι ακριβώς. Γιατί ήμουν παιδί που είχα αυτό που λες∙ είχα «διάχυση» στον χώρο. Είχα φίλους, πήρα αγάπη, διάβαζα, είχα κι άλλα ενδιαφέροντα. Δεν είχα, όμως, σωματική δραστηριότητα. Ήμουν λίγο πιο βαρύ παιδάκι — όχι «βαρύ» με την έννοια του «παχύ», αλλά βαρύ ως προς την κίνηση. Δηλαδή, ήμουν παιδάκι και έμοιαζα με… παππού.
Οι γονείς σου; Με τι ασχολούνταν;
Με ό,τι και αν ασχολούνταν, καλλιτεχνική φλέβα έρεε στο σπίτι με έναν τρόπο. Η μαμά ήταν πάρα πολύ δημιουργική, ήταν σαν λαϊκή ζωγράφος – έφτιαχνε τοπία και τέτοια. Και επίσης, έπιαναν τα χέρια της – έπαιρνε περιοδικά, έκοβε πατρόν, έφτιαχνε σακάκια, έραβε παλτό. Ο μπαμπάς ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Έπαιζε συνέχεια μουσικές. Μαζευόμασταν όλοι μαζί και παίζαμε όλο το ρεπερτόριο του Κώστα Χατζή!
Υπήρχε αυτή η ατμόσφαιρα στο σπίτι. Ο μπαμπάς μου πάντως ήταν ηλεκτρολόγος, στο μεγάλο εργοστάσιο Ζάχαρης που υπήρχε τότε στη Μακεδονία και η μητέρα μου είχε τελειώσει Χημικό στη Θεσσαλονίκη αλλά μόλις γεννηθήκαμε εμείς, άφησε τη δουλειά της.
Οι γονείς σου, ήταν έφηβοι επί Χούντας από όσα καταλαβαίνω. Υπήρχε η πολιτική στο σπίτι σας; Μπορείς να το θυμηθείς;
Να πω την αλήθεια, θυμάμαι κάτι σαν πολιτική ενοχή. Δηλαδή, μια αμηχανία στο να συζητηθούν πολιτικά θέματα, αλλά και μια ανάγκη να απαλλαγούμε από αυτό το βάρος του Εμφυλίου κλπ. Και κάπως έτσι νομίζω πως γεννήθηκε το «γλέντα τη ζωή» των δικών μου 80s – με όποιον τρόπο το αντιλαμβανόταν ο καθένας.
Άλλωστε είμαι παιδί της Πασοκικής Ελλάδας και τότε υπήρχε μονάχα οπαδικό κλίμα: ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία, ο δικομματισμός της ποδοσφαιρικής λογικής. Κανείς δεν ασχολούνταν σε βάθος με ιδεολογίες, με το πολιτικοοικονομικό σύστημα, με ανάλυση. Υπήρχαν διαφωνίες, για τη διαφωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παππούδες μου: ο παππούς μου (από τη μεριά της μαμάς μου) ήταν δεξιός, η γιαγιά μου κομμουνίστρια — και ήταν παντρεμένοι. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Κι εμείς, ως παιδιά, ήμασταν και προστατευμένα από όλο αυτό. Επίσης, υπήρχε η μεγάλη απάτη της προοπτικής — ή, μάλλον, η ανάγκη της. Όταν εγώ ήμουν έφηβος, φαινόταν ότι ανοιγόταν μπροστά μας ένα σύμπαν: ένα σύμπαν στο οποίο μπορούσες να ονειρευτείς και να σχεδιάσεις.
Η αλήθεια είναι πως περάσαμε και καλά χρόνια.
Βεβαίως∙ εμείς το πιστέψαμε γιατί όντως γινόταν. Δεν ήταν απλώς ουτοπία. Ήταν ρεαλιστικό, μπορούσες να κάνεις σχέδια. Μετά φάνηκε βέβαια ότι δεν θα κρατήσει για πολύ το πανηγύρι — αλλά τότε έμοιαζε βάσιμο. Πριν από το διαδίκτυο μάλιστα υπήρχαν πολλά μέσα όπως εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και πολλές μουσικές σκηνές. Υπήρχε μια πληθώρα γενικώς όπου μπορούσες να φτιάξεις το προσωπικό σου σύμπαν με ασφάλεια. Αν ήσουν ροκάς το 1990, είχες τον δικό σου κόσμο: είχες το μπαρ σου, το περιοδικό σου, άκουγες Πετρίδη, διάβαζες Ποπ & Ροκ, είχες κοινότητες, ήρωες, αναφορές. Είχες κάπου να ανήκεις.
Ναι, πράγματι υπήρχε και ταχύτητα και πολλές παραστάσεις. Το περιγράφεις πολύ ωραία. Μέσα σ’ όλο αυτό, άρχισες να κάνεις κι εσύ αυτό που ονειρευόσουν. Όχι απαραίτητα με επαγγελματικούς όρους – αλλά επειδή το αγαπούσες.
Ακριβώς. Έκανα αυτό που αγαπούσα. Ήμουν ένα παιδί που πήγαινε σχολείο και παράλληλα άρχισα να παίζω μουσική πιο συνειδητά — να μαθαίνω όργανο, να πατάω πλήκτρα. Ξεκίνησα με διάσπαρτα μαθήματα. Εντάξει, δεν είναι και το Μανχάταν το Πλατύ Ημαθίας! Είχε μια δασκάλα, μετά δεν είχε, δεν ήταν σταθερά τα πράγματα παρότι η μικρή κοινωνία αυτή ήταν τότε αρκετά λειτουργική.
Και φτάνουμε στα «μεγάλα μικρά χρόνια», όταν το χόμπι γίνεται κάτι παραπάνω.
Κατ’ αρχάς, όλο αυτό συνδέεται με μια πολύ σοβαρή –που τώρα μπορώ να το πω στον απολογισμό της ζωής μου– προσωπική εργασία. Ένα υποσυνείδητο σεμινάριο που έκανα στον εαυτό μου. Άκουγα προσεκτικά τους δίσκους που αγόραζα, αναρωτιόμουν διάφορα και σημείωνα: «Εδώ, τι όργανα χρησιμοποιούν;», «Γιατί τώρα βάζουν αυτό;». Μετά έψαχνα στην εγκυκλοπαίδεια. Και αργότερα, έκανα προσωπικά σχόλια για τους στίχους, για τις λέξεις που πρέπει ή δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε σχέση με το αν ένας δίσκος είναι λαϊκός ή όχι… Τι να λέμε τώρα! Όλα σε ένα τετράδιο, στα 15 μου∙ τετράδιο αδιανόητα άχρηστο, όμως πολύ ωραίο.
Τι ωραία που αντιμετωπίζεις τη μουσική σαν επιστήμη. Που είναι μια επιστήμη, δεν είναι;
Έχει σημασία να ξέρεις πως αυτή είναι μια σκληρή, δύσκολη, επίπονη, επίμονη δουλειά. Απλώς, όταν το αγαπάς τόσο πολύ, δεν καταλαβαίνεις ότι δουλεύεις ανελέητα. Νομίζεις ότι «παίζεις», αλλά όχι. Γενικά πάντως, πιστεύω ότι όλα είναι επιστήμη. Όλα – με την έννοια ότι όλα χρειάζονται ένα κομμάτι αφοσίωσης, αποκωδικοποίησης, συνολικής αντίληψης· να μπορείς να διαχωρίζεις και να ενώνεις ταυτόχρονα. Και να βάλεις μέσα ψυχική ένταση και συναισθηματισμό. Ας πούμε, ο μπαμπάς μου ήταν και αγρότης. Αν ήμουν αγρότης, θα δούλευα με τον ίδιο τρόπο: θα ασχολιόμουν με το πώς ακριβώς λειτουργεί το σύστημα, τι είναι χρήσιμο, πώς είναι ο καιρός… Οπότε, είτε είσαι αστροφυσικός, είτε είσαι μπαρίστας σε ένα καφέ, είτε έχεις οποιαδήποτε ιδιότητα, πρέπει να αφοσιώνεσαι.
Εσύ που έχεις ζήσει όλες τις φάσεις της τεχνολογίας και έχεις εργαστεί και χωρίς αυτήν, πιστεύεις ότι τώρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα ή χειρότερα; Έχω την αίσθηση ότι οι νέοι έχουν περισσότερη πληροφορία, αλλά όχι γνώση.
Ναι, γιατί δεν έχουν χρόνο. Αυτή τη στιγμή, κανείς –μα κανείς μας– δεν έχει χρόνο. Όταν, ας πούμε, είσαι ένας άνθρωπος που έχει τέσσερις ώρες μπροστά του να ασχοληθεί με ένα πράγμα αλλά θα στείλεις μηνύματα, θα βγάλεις φωτογραφίες, θα χαζέψεις ένα εκατομμύριο πράγματα στα κοινωνικά δίκτυα – τι φόρεσε αυτός, ποιος πήρε το άλλο βραβείο, πού έγινε ο βομβαρδισμός… το μυαλό σου δεν μπορεί να εστιάσει. Όταν εγώ είχα τέσσερις ώρες να ασχοληθώ με κάτι, θα το ξεκοκκάλιζα χωρίς έλεος! Θα το μάθαινα απ’ έξω κι ανακατωτά – τα βιβλιαράκια των δίσκων που είχα τότε, τα διάβαζα 500 φορές. Ήξερα από το ποιος έκανε την παραγωγή μέχρι κάθε μουσικό.
Σήμερα, ένας άνθρωπος ακούει ένα τραγούδι για δέκα δευτερόλεπτα ή βλέπει μια ταινία τρώγοντας κάτι και ακούγοντας μουσική ταυτόχρονα… Δηλαδή, βλέπει την αγαπημένη του σειρά με αυτόν τον τρόπο γιατί και αυτή είναι φτιαγμένη ακριβώς για να μπορείς να τη βλέπεις έτσι. Δεν έχει πυκνά νοήματα γιατί άμα χάσεις κάτι θα πρέπει να ξαναγυρίσεις πίσω! Με δύο λόγια δεν έχουν τόσο σημασία τα εργαλεία που χρησιμοποιείς, αλλά ο χρόνος που αφιερώνεις, δηλαδή ο κόπος που καταβάλλεις.
Ωραία. Άρα, λοιπόν, εσύ τα κάνεις όλα αυτά με μία επιμέλεια «επαγγελματική», χωρίς να το έχεις καν συνειδητοποιήσει. Πότε και πώς όλο αυτό αλλάζει μορφή;
Φαντάζομαι ότι όσο μεγαλώνω, αυτό γίνεται και ένας κρυφός πόθος, ένα όνειρο χωρίς όμως να έχω κάποια στρατηγική. Έγραφα στον υπολογιστή τραγούδια, έκανα ενορχηστρώσεις δικές μου∙ δοκιμές και παιχνίδι δηλαδή. Και ταυτόχρονα, Πάντειος.
Ώσπου, έρχεται η ακρόαση της Μικρής Άρκτου στην οποία με γράφει ο κολλητός μου. Και με πήρανε. Οπότε, εν μια νυκτί, έγινε πραγματικότητα η ελπίδα μου. Και μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο ο Παρασκευάς Καρασούλος – ήταν 20 Ιανουαρίου 2004, γιατί ήταν και η γιορτή μου και το θυμάμαι – για να μου πει ότι είχε επιλεγεί το τραγούδι μου «Ονειρεύομαι» για τον δίσκο της Μικρής Άρκτου. Αυτή ήταν η αρχή του ταξιδιού. Αμέσως γνώρισα και τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους με τους οποίους υπήρχε αλληλεπίδραση και αναπτύχθηκαν φιλίες.
Χρήματα πότε άρχισαν να έρχονται από τη δουλειά;
Όταν ήρθε στη ζωή μου η Κατερίνα Σταματάκη, η “Prospero” δηλαδή η εταιρεία που μας κάνει τις συναυλίες. Μέχρι το 2008 που είχε βγει και το Εν Λευκώ, εγώ δούλευα στις πληροφορίες καταλόγου και απαντούσα σε ερωτήσεις που αφορούσαν ταξίδια και πτήσεις- μέχρι τότε από εκεί έβγαζα λεφτά, που δεν ήταν και πολλά και με βοηθούσαν πολύ οι γονείς μου.
Επί της ουσίας, το οικονομικό σε έκανε ποτέ να πεις «δεν αξίζει»;
Όχι αλλά με έκανε να μην συνδέσω ποτέ αυτό που κάνω με μία οικονομική απολαβή – ακόμη και τώρα μου φαίνεται αδιανόητο ότι με πληρώνει κάποιος για να κάνω αυτό που αγαπάω. Ίσως γιατί για μένα όλο αυτό, παραμένει ένα παιχνίδι.
Το νιώθω ότι έτσι νιώθεις, και επίσης να πούμε σε αυτό το σημείο… πόσο καταπληκτικοί οι γονείς σου, έτσι;
Πάντα υπήρχε το «να πάρεις το πτυχίο σου» – το οποίο ακόμη δεν έχω πάρει και μαθαίνω με λύπη μου (γέλια) πως τους κόβουν τώρα τους αιώνιους φοιτητές – αλλά πάντα πάντα ήταν υποστηρικτικοί. Η μαμά μου, καταρχάς, μου αγόρασε το πρώτο πιάνο κρυφά από τον μπαμπά μου, τότε που ερχόταν το μεγάλο κύμα Ελλήνων από τη Ρωσία.
Κρυφά… ένα πιάνο! Τέλος πάντων. Για να πάμε τώρα στη Νατάσσα. Τι είναι αυτό που σας ενώνει τόσο πολύ;
Ένας αξιακός κώδικας και μια κοινή καλλιτεχνική αντίληψη για το τι σημαίνει για εμάς η μουσική, το τι σημαίνει να εκφράζεσαι μέσα από αυτή. Είναι πολύ ξεκάθαρο και διαχωρισμένο μέσα μας το τι είναι ψυχαγωγία, τι είναι διασκέδαση, τι κάνω επειδή μου αρέσει, τι κάνω επειδή το νιώθω, τι κάνω επειδή πουλάει, τι κάνω επειδή το ορίζω εγώ και τι κάνω επειδή μου το ορίζουν άλλοι.
Άρα, δεν ασχολείστε με τα εμπορικά και μη. Θέλω να πω, έχετε αποβάλει την ενοχή της φήμης.
Έχουμε αποβάλει την ενοχή της μη φήμης. Δεν θα αλλάξουμε κάτι που μας αρέσει δηλαδή για να «περάσει» πιο εύκολα. Αλλά ακόμη και αυτή η σχέση και οι αποφάσεις μας θέλουν τον κόπο τους. Γιατί με τη Νατάσσα πια η σχέση είναι καθαρά οικογενειακή, συζυγική σχεδόν – έχει μέσα όλα τα δύσκολα του γάμου, όλη την αφοσίωση, την αντιζηλία, την αγωνία, την ατομικότητα που γίνεται συλλογικότητα — και το αντίστροφο. Οφείλεις συνεχώς να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα σε μία δυαδική σχέση, να είναι διακριτοί οι ρόλοι, να ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις και να σέβεσαι. Εμείς, ευτυχώς, είμαστε και τρεις και αυτό είναι πολύ καλό γιατί πάντα ο ένας εξισορροπεί την οποιαδήποτε ενδεχόμενη ένταση.
Πες μου όμως και για την ενοχή της φήμης.
Εμείς ως μουσικοί πάντα πιστεύαμε και θα πιστεύουμε στις «όχθες». Το λέω πολύ ξεκάθαρα: υπάρχει η μουσική που καταναλώνεται για άλλο λόγο – όπως το φαγητό, όπως οι σχέσεις. Υπάρχει το εφήμερο, το πρόχειρο, το ανάλαφρο. Όπως και με τους ανθρώπους∙ υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους θα ματώσεις σε μια σχέση και άλλοι με τους οποίους θα παίξεις βιντεοπαιχνίδια για δύο εβδομάδες. Έτσι είναι και η μουσική. Υπάρχουν κομμάτια που θα τα κουβαλήσεις, θα συνδεθείς, θα επικοινωνήσεις και άλλα με τα οποία θα γλεντήσεις χωρίς να σκέφτεσαι, απλώς και μόνον για να εκτονωθείς. Όπως και με το φαγητό – θα φας την υγιεινή σου σαλάτα γιατί νιώθεις πως κάνει καλό στο σώμα και την υγεία σου αλλά θα έρθει και η στιγμή του μπέργκερ με τα διπλά καραμελωμένα κρεμμύδια.
Εμείς, δεν έχουμε ενοχή όταν κάτι είναι εμπορικό αλλά πολύ ωραίο. Το θέμα είναι η πρόθεση∙ η πρόθεση κάνει τον καλλιτέχνη, όχι το αποτέλεσμα. Αν εγώ γράψω σήμερα το «Άξιον Εστί Νο. 2» και πουλήσει ένα εκατομμύριο δίσκους, δεν θα στεναχωρηθώ επειδή έγινε εμπορικό.
Γιατί στην Ελλάδα, Θέμη, αυτό είναι τόσο έντονο; Γιατί έχουμε τόσο μεγάλο θέμα με το εμπορικό;
Γιατί στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο πρόβλημα και την ανασφάλεια την έχει εκείνος ο άνθρωπος που κάνει κάτι δήθεν, που κάνει κάτι για να νιώσει ανώτερος και όχι γιατί το αγαπά. Από την άλλη, κάποιος φτιάχνει ένα τραγούδι για τα μπουζούκια και το χαίρεται. Ε, αυτό είναι. Ζήσε με αυτό, πέρασε υπέροχα! Φτιάξε τραγούδια για να γλεντήσουν οι άνθρωποι και τέλος. Άσε με εμένα να κάνω το άλλο.
Ας πούμε ότι εγώ θέλω να φτιάξω σοκοφρέτες και εσύ θέλεις χειροποίητα ζυμαρικά στο σπίτι σου για 30 άτομα. Γιατί πρέπει εγώ να είμαι ψεύτης και εσύ να είσαι αληθινή;
Πώς γράφεις, Θέμη; Προηγείται ο ήχος ή ο στίχος;
Ο στίχος πάντα. Τα βλέπω όλα σαν μια ταινιούλα. Έχεις τον στίχο, δηλαδή, το σενάριο, και μετά ψάχνεις τον ήχο, δηλαδή τον σκηνοθέτη που θα σου αναδείξει στο σενάριο∙ το σκοτάδι ή το φως. Παίρνω, λοιπόν, το σεναριακό υλικό και χτίζω το πλαίσιο: το ηχητικό, το αισθητικό, το ψυχολογικό στην ουσία.
Όταν έρχεται η φήμη, έρχεται η δόξα, σε έχει τρομάξει ποτέ; Έχεις πει ποτέ μέσα σου «Θα τα καταφέρνω πάντα τόσο καλά;»
Μεταξύ μας, είναι πολύ διαχειρίσιμα τα δικά μου μεγέθη… φήμης. Θέλω να πω ότι δεν βγαίνω στον δρόμο και ουρλιάζει ο κόσμος. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς.
Και επειδή ακριβώς ό,τι ήρθε, έγινε σταδιακά και όχι ως μια έκρηξη αναγνώρισης, πιο πολύ έχεις την αίσθηση μιας υποχρέωσης και μιας ευθύνης απέναντι στους συνεργάτες σου, στους συνανθρώπους σου, σε αυτούς που αγαπάνε αυτό που είσαι.
Αλλά από την άλλη, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι αν ίδιος δεν παραμείνεις καθαρός και ξάστερος σε αυτό που κάνεις, αν δεν μείνεις πιστός στην ειλικρίνειά σου, δεν θα συνεχιστεί η όποια επιτυχία σου. Το προϊόν «Θέμης Καραμουρατίδης» είναι η συνέπεια. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό που μου συμβαίνει είναι πραγματικότητά μου: είμαι χαρούμενος, το νιώθω, με εκφράζει.
Πες μας λίγο, για το τωρινό σας project. Γιατί «καίγεστε»;
Επειδή ακριβώς εμείς δεν μπορούμε να είμαστε αμέτοχοι στο τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν μπορούμε να μην έχουμε την αίσθηση της κοινωνίας — και δεν το κάναμε ποτέ — ούτε ως άνθρωποι ούτε ως δημιουργοί. Δηλαδή, δεν μπορείς να έχεις τον χαβά σου σ’ αυτή τη ζωή ή να μην αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια τεράστια μετακίνηση των πραγμάτων. Καλή, κακή; Θα καούν όλα; Και μετά θα φυτρώσει κάτι άλλο; Κάτι, πάντως, καίγεται ολοσχερώς και μας βγάζει μια ορμητικότητα.
Είναι και μια παράσταση που την αγαπώ πολύ γιατί έβαλα ξανά τα έγχορδα, που τα λατρεύω- ξανά πείραξα με άλλες στρώσεις τα τραγούδια. Γιατί πλήττω τρομερά με τα ίδια και τα ίδια. Θέλω συνεχώς νέες δημιουργίες, ήχους, μελωδίες και απολαμβάνω να τα δημιουργώ.
«Κάτι καίγεται 2- Ο Μεγάλος Κύκλος», Περιοδεία 2025
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΜΗΛΟΣ, ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΔΕΥΤΕΡΑ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΚΩΣ, ΜΑΡΙΝΑ ΚΩ
ΤΕΤΑΡΤΗ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΠΗΓΕΣ ΑΧΕΡΟΝΤΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗ ΔΡΑΜΑΣ, 18o ERGOSTASIO RIVER PARTY
ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΜΕΤΣΟΒΟ, ANILIO PARK FESTIVAL
ΔΕΥΤΕΡΑ 11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ, 3ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ
ΣΑΒΒΑΤΟ 30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΧΑΛΚΙΔΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ
ΚΥΡΙΑΚΗ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΠΟΡΟΣ
ΣΑΒΒΑΤΟ 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΚΑΛΑΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΧΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, “ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ”- Η ΚΑΣΕΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΙΑ 99,2 ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΘΕΑΤΡΟ ΓΗΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΛΑΡΝΑΚΑ, ΠΑΤΤΙΧΕΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ
ΔΕΥΤΕΡΑ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΑΘΗΝΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ
Ο Θέμης, επίσης, δουλεύει * Ένα παιδικό έργο για το Δημοτικό Θέατρο * Τον Τρελαντώνη για το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο * Το Μέριλιν της Τασούλας Επτακοίλη και * Δίσκο με την Ιουλία Καραπατάκη.
Επίσης, Δευτέρα και Τρίτη θα βλέπουμε το μιούζικαλ Hotel Amour στο Ακροπόλ που έχει ετοιμάσει με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, σε σκηνοθεσία Σμαράγδας Καρύδη.