Η ΖΩΗ ΔΥΟ ΛΟΑΤΚΙ+ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ
Στην ελληνική επαρχία, όπου οι κοινότητες είναι κλειστές και τα βλέμματα διαρκή, η ζωή για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα γίνεται συχνά δοκιμασία αλλά και πράξη θάρρους. Δύο ιστορίες αποκαλύπτουν τον αγώνα, τον φόβο και τις μικρές καθημερινές νίκες ορατότητας.
Στην ελληνική επαρχία, εκεί όπου οι ρυθμοί μοιάζουν πιο αργοί και τα βλέμματα πιο επίμονα, το να ζεις ως ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο μπορεί να είναι είτε μια καθημερινή άσκηση ύπαρξης είτε μια πράξη ορατότητας. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, σε αυλές χωριών, σε μικρά καφενεία, στα σχολεία και στις γειτονιές, ξετυλίγονται ιστορίες αντοχής, φόβου, επιμονής αλλά και μικρών νικών.
Εκεί όπου οι πεποιθήσεις συχνά βαραίνουν περισσότερο από την προσωπική αλήθεια, οι άνθρωποι μαθαίνουν να ισορροπούν ανάμεσα στην ανάγκη για αποδοχή και στην επιθυμία να είναι ο εαυτός τους. Κάθε μέρα, κυνηγούν μικρές πράξεις θάρρους. Ένα αληθινό χαμόγελο, μια εξομολόγηση, μια διεκδίκηση χτίζουν ένα μονοπάτι προς μια πιο ανοιχτή πραγματικότητα.
Οι αφηγήσεις που ακολουθούν δεν προσπαθούν να εξωραΐσουν ούτε να καταγγείλουν. Επιχειρούν να φωτίσουν το πώς βιώνεται η σεξουαλικότητα μακριά από τα αστικά κέντρα, εκεί όπου η κοινωνική πίεση είναι μεγαλύτερη αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις ίσως βαθύτερες. Δύο ιστορίες, δύο διαφορετικές διαδρομές, μια κοινή αλήθεια: η ορατότητα δεν είναι δεδομένη, αλλά κατακτάται.
Αναστάσης, 37 ετών.
Ο Αναστάσης μεγάλωσε σε ένα χωριό της Ηπείρου με λιγότερους από χίλιους κατοίκους. «Εδώ όλοι ξέρουν όλους, ακόμα κι αυτά που δεν συμβαίνουν», λέει γελώντας με μια δόση πίκρας. Στα δεκαέξι του αντιλήφθηκε πως είναι γκέι, αλλά το μοιράστηκε για πρώτη φορά στα 24 του χρόνια, όταν πλέον ζούσε μόνιμα στα Γιάννενα. Κάθε φορά που επέστρεφε στο χωριό, ένιωθε πως άφηνε πίσω του ένα κομμάτι της ταυτότητάς του για να μπει πάλι στον ρόλο “του παιδιού της Μαρίας και του Θανάση”.
Όταν τελικά αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς του, κάθισαν στην αυλή και με μεγάλη αγωνία και άγχος αποφάσισε να πει όσα νιώθει. Η μητέρα του δάκρυσε, ο πατέρας του έμεινε σιωπηλός. «Δεν μας νοιάζει τι είσαι. Μας νοιάζει να μη σε πληγώσουν», του είπε μετά από ώρα ο πατέρας του. Η ανακούφιση, όμως, κράτησε λίγο.
Όταν άρχισαν να φτάνουν στ’ αυτιά τους σχόλια από την πλατεία -«ο γιος του Θανάση είναι… τέτοιος»- τα βλέμματα γύρω του βάρυναν αισθητά. Ο Αναστάσης δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν· έφτασε, όμως, να γίνει ιστορία ένας απλός περίπατος στην πόλη με τον σύντροφό του. Κι έτσι, ξαφνικά, η προσωπική του ζωή μετατράπηκε σε κυρίαρχο θέμα κουβέντας.
Ο Αναστάσης αποφάσισε να πάει στο καφενείο ένα απόγευμα, μαζί με τον πατέρα του. Μπήκαν μέσα, χαιρέτησαν. Δύο-τρεις απέφυγαν το βλέμμα του. Κάποιος μουρμούρισε κάτι. Ο πατέρας του γύρισε και είπε απλά: «Ο Αναστάσης είναι παιδί μου. Όποιος έχει πρόβλημα, το ‘χει με μένα». Η φράση αυτή λειτούργησε σαν μικρό σεισμικό ρήγμα. Όχι ότι έληξε η προκατάληψη, αλλά αποθάρρυνε την ευκολία της επίθεσης.
Το χωριό ποτέ δεν “αποδέχτηκε” πλήρως τον Αναστάση. Αλλά έμαθε να συνυπάρχει. Οι περισσότεροι κατάλαβαν πως ο γιος του Θανάση και της Μαρίας παρέμεινε αυτό που πάντα ήταν: ένας άνθρωπος που τους χαιρετάει στον δρόμο, βοηθάει τους πάντες, γελάει δυνατά. «Δεν χρειάζεται να με αγαπούν όλοι, αρκεί να μην φοβάμαι να επιστρέφω μια στο τόσο στο χωριό», λέει σήμερα. Και κάθε φορά που πίνει μια μπύρα στο καφενείο, η παρουσία του είναι μια μικρή νίκη.
Μαρία, 33 ετών.
Η Μαρία ήταν από τις λίγες δασκάλες που επέστρεψαν στο νησί τους μετά τις σπουδές, επιλέγοντας να διδάξει σε μια μικρή κοινότητα των Κυκλάδων, όπου το σχολείο είχε μόνο ένα τμήμα με δέκα παιδιά. Στα 28 της, αποφάσισε να ζήσει ανοιχτά με τη σύντροφό της. Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις μεταξύ των κατοίκων.
Στην αρχή, οι γονείς των παιδιών τη σεβόντουσαν ως δασκάλα, αναγνωρίζοντας την αφοσίωσή της. Ωστόσο, η ηρεμία διαταράχθηκε όταν ένα παιδί ανέφερε πως «η κυρία Μαρία έχει κοπέλα». Κάποιοι γονείς ένιωσαν ανασφάλεια, εκφράζοντας την ανησυχία τους ότι η προσωπική ζωή της δασκάλας θα μπορούσε να… μπερδέψει τα παιδιά τους. Το συμβούλιο έλαβε ακόμη και αίτημα «να εξεταστεί η καταλληλότητά της».
Η Μαρία, παρά τον φόβο, αποφάσισε να μην κρυφτεί. Έστειλε επιστολή στους γονείς, εξηγώντας με ήρεμο τρόπο ότι η προσωπική της ζωή δεν επηρεάζει την αγάπη και τη φροντίδα που προσφέρει στα παιδιά. Παράλληλα, κάλεσε όσους ήθελαν σε ανοιχτή συζήτηση στο σχολείο.
Την ημέρα της συνάντησης, αρκετοί γονείς ανταποκρίθηκαν και παρευρέθηκαν. Η συζήτηση ξεκίνησε έντονα, με ορισμένους να επαναλαμβάνουν πως «το νησί δεν είναι Αθήνα». Ευτυχώς, υπήρχαν και γονείς που στήριξαν τη Μαρία και αναγνώρισαν την αφοσίωσή της στα παιδιά. Σιγά-σιγά, η ένταση μειώθηκε και το θέμα έπαψε να απασχολεί -τουλάχιστον ανοιχτά- την κοινότητα. «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η παρουσία τους», λέει η Μαρία. «Το ότι μπόρεσα να μιλήσω ανοιχτά και να δείξω πως η προσωπική μου ζωή δεν επηρεάζει τη διδασκαλία μου, άλλαξε κάτι στη σχέση μου με τους γονείς. Ένιωσα πως άνοιξε ένας δρόμος για να υπάρχω εδώ χωρίς να κρύβομαι, χωρίς να θεωρούν πως πρέπει να απολογηθώ για κάτι».
Οι αντιστάσεις δεν εξαφανίστηκαν, αλλά μειώθηκαν σημαντικά. Η Μαρία και η σύντροφός της δεν περπατούν ακόμη χέρι-χέρι στο νησί, όμως η έντονη εχθρότητα έχει μείνει στο παρελθόν. «Δεν περίμενα πως θα καταφέρω να αλλάξω κάτι στο νησί ή να επηρεάσω την κοινότητα», λέει η Μαρία. «Αλλά το ότι μπορώ να ζω εδώ χωρίς να κρύβομαι εντελώς, να είμαι ο εαυτός μου, και να διδάσκω τα παιδιά με αγάπη και αξιοπρέπεια, χωρίς να φοβάμαι καθημερινά, είναι για μένα μια πολύ σημαντική αρχή».