ΛΙΝΑ ΣΑΚΚΑ: ΕΙΧΑ ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ ΕΒΓΑΖΑ ΕΝΑΝ ΑΝΑΡΧΟ-ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Μια μεγάλη συζήτηση για τα παιδικά της χρόνια, τους πρώτους ρόλους, τις σειρές που την καθιέρωσαν αλλά και το σήμερα, που τη βρίσκει με μια νέα ταινία να ετοιμάζεται να βγει στους κινηματογράφους.
Είχε σχεδόν είκοσι χρόνια να παίξει σε ταινία μεγάλου μήκους -και άλλα δέκα σε σειρά- και έτσι όταν την είδα στο trailer του “Super Story Market” ήξερα ότι έπρεπε να της ζητήσω εξηγήσεις.
Με δέχτηκε στο καφέ της στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Marlin’s (“από το ‘Μάριος’ που είναι ο γιος μου και από το ‘Λίνα’, εμένα δηλαδή”), ακριβώς απέναντι από το Άλσος, πολύ κοντά δηλαδή στο μέρος που μεγάλωσε. Και αν δεν είχε και πολλά να μου πει για το τραγούδι των Χατζηφραγκέτα που την αναφέρει (αναρωτήθηκε όταν το πρωτοάκουσε αν την κοροϊδεύει, στη συνέχεια το πήρε στην πλάκα), για όλα τα υπόλοιπα είχε να πει πάρα πολλά.
Για την απουσία της απ’ τον χώρο, τους αγαπημένους της ρόλους, τους σημαντικούς ανθρώπους που έχει γνωρίσει σε μια πορεία που κοντεύει 30 χρόνια.
Και φυσικά για τη νέα ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί (πρεμιέρα 13 Ιουνίου, Cine Βάρκιζα) όπου τη βρίσκουμε να είναι εγκλωβισμένη μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ ως όμηρος σε μια ληστεία πήγε στραβά.
Σε έκανε ο ρόλος να σκεφτείς τι θα έκανες εσύ στην πραγματική ζωή αν ήσουν όμηρος σε μια ληστεία σε σούπερ μάρκετ;
Πάντα προσπαθείς να μπεις στα παπούτσια του ρόλου σου. Πιστεύω ότι επειδή είμαι άνθρωπος του διαλόγου και επειδή ξέρω να χειρίζομαι τις κρίσεις, λόγω και της ψυχανάλυσης που έκανα 12 χρόνια, θα ήμουν απ’ αυτούς που θα προσπαθούσαν να προσεγγίσουν με έναν ανθρωπιστικό τρόπο την κατάσταση.
Βεβαίως, θα είχα και την οξυδέρκεια να αντιληφθώ αν υπάρχει περίπτωση να με σκοτώσει ή όχι. Θα βολιδοσκοπούσα την όλη κατάσταση.
Η ταινία φαντάζομαι ότι έχει μέσα πολλές αποκαλύψεις.
Η ταινία έχει να κάνει με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες που βρίσκονται στην ίδια συνθήκη. Δείχνει όμως ότι έχουν ανάγκη να πουν και πράγματα που βρίσκονται μέσα τους και πως όλο αυτό που συμβαίνει, τους ωθεί να τα εκφράσουν, χωρίς να ακούγονται βαρύγδουπα.
Δηλαδή μην φανταστείς ότι έχει τίποτα ατελείωτους μονολόγους και βγάζει ο καθένας τα απωθημένα του.
Απλώς με έναν ωραίο και χιουμοριστικό τρόπο, ο καθένας πετάει και αυτό που τον πνίγει.
Φαντάζομαι θα πρέπει να σου άρεσε πάρα πολύ η ταινία για να την κάνεις γιατί δεν έχεις παίξει πολύ σινεμά.
Με συγκινεί το όραμα που έχουν η Ελένη και ο Κριστιάν για την τέχνη. Οπότε με το που με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι “σκοπεύουμε να κάνουμε μια ταινία και σε θέλουμε μαζί μας”, δεν σου κρύβω ότι από ένστικτο ήθελα κατευθείαν να μπω στην ομάδα.
Και μου άρεσε αυτό που μετέδιδαν, αυτό που σε κάνει να αποκτάς ξανά τον ενθουσιασμό σου και να ξανασυγκινείσαι με το επάγγελμά σου.
Γιατί δεν σου κρύβω ότι εγώ δεν έχω απωθημένα. Ναι, μπορεί να έχω τα απωθημένα του θεάτρου στην Επίδαυρο πχ, αλλά..
Έχεις παίξει όμως μία φορά.
Ναι, έχω παίξει μια φορά, το 1997 με τις “Όρνιθες”, αλλά κάποια στιγμή η δουλειά σταμάτησε κάπως να με συγκινεί με την έννοια του να έχω έτσι χτυποκάρδι να παίξω.
Και δεν σου κρύβω ότι οι προτάσεις που έχω μέχρι τώρα δεν ήταν τέτοιες που να με ικανοποιούν.
Να με κάνουν δηλαδή να αφήσω τις υποχρεώσεις μου και να πάω δέκα ώρες να κάνω μια καθημερινή σειρά. Οπότε μοιραία βιοπορίζομαι πλέον από εδώ (σ.σ. μου δείχνει το καφέ της).
Αν δεν με συγκινούν οι άνθρωποι και ο τρόπος που το προσεγγίζουν, δεν μπορώ εγώ να δώσω πράγματα σε ένα θεατρικό ή σ ένα τηλεοπτικό.
Δεν θέλω να δουλεύω κάθε χρόνο μόνο γιατί “πρέπει”.
Ξέρω ότι δεν θα γίνω ποτέ πλούσια. Θα δω πώς θα τα βγάλω πέρα στο μέλλον, αλλά δεν μπορώ να προδώσω το πρώτο αίσθημα.
Γενικά, καλές προτάσεις για ταινίες δεν σου έχουν κάνει;
Έχω κάνει μόνο μια ταινία με τον Άγγελο Φραντζή, “Το όνειρο του σκύλου”. Μου λείπει πάρα πολύ να παίξω, αλλά θέλω κάτι που να μου αρέσει.
Δεν σου έχει έρθει κάποιο σενάριο που να το διάβασες, να μη σου άρεσε, να είπες όχι και αργότερα να το είδες ταινία και να είπες “βλακεία μου, ήταν καλό τελικά αυτό”;
Όχι, δεν το μετάνιωσα.
Γενικά δεν έχω απωθημένα. Έχω κάνει πάρα πολλές δουλειές και πάρα πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους στην τηλεόραση και δεν ξέρω πραγματικά πόσοι έχουν κάνει τόσους.
Ήταν μια 15ετία που ήσουν μονίμως πρωταγωνίστρια.
Μονίμως. Και πολύ καλομαθημένη, έτσι; Με πολύ ωραίους σκηνοθέτες, με πολύ ωραίους διευθυντές φωτογραφίας, με πολύ ωραία σενάρια, με το κάθε επεισόδιο να γυρίζεται σε πολλές ώρες.
Την πρώτη σου μεγάλη ευκαιρία ποιος στην έδωσε;
Ο Μανούσος Μανουσάκης. O πρώτος πρωταγωνιστικός μου ρόλος ήταν στο “Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο”.
Αγαπημένη μου σειρά. Τη βάζω ακόμα πολλές φορές για να γελάω.
Όπου γνώρισες και την Τασσώ Καββαδία;
Πρώτα δουλέψαμε μαζί στο θέατρο στο “Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται”.
Εκεί έκανε μια γιαγιά σε αμαξίδιο που την έπαιρνε ο ύπνος σε πολύ σημαντικές ατάκες και της φωνάζαμε “ξύπνα γιαγιά” κτλ.
Επειδή κι εγώ κι εκείνη πηγαίναμε νωρίτερα στο θέατρο, βρισκόμασταν πολύ συχνά. Έμπαινα κατευθείαν στο καμαρίνι της.
Κουβεντιάζαμε. Κι επειδή τότε αντιμετώπιζα κι ένα σοβαρό θέμα, με είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Και με βιβλία και με συμβουλές, και, και, και.
Με είχε πολύ έντονα στο μυαλό της και με έπαιρνε τηλέφωνο. “Και πώς πάει αυτή η υπόθεση;”. “Και τι συνέβη;”. Γιατί ήταν κάτι σοβαρό. Οπότε αποκτήσαμε μια σχέση σχεδόν γιαγιάς-εγγονής.
Προς το τέλος είχε κάποιους φίλους, είχε και τα παιδιά της αλλά στο σπίτι έμενε μόνη της. Και μου έλεγε “να με παίρνεις, να μου κρατάς παρεΐτσα”.
Και πραγματικά μέχρι λίγο πριν φύγει από τη ζωή, την έπαιρνα τηλέφωνο μέρα παρά μέρα.
Ήταν μέχρι το τέλος η Τασσώ που ήξερες;
Ναι. Και επίσης μου έχει πλέξει πολλά σάλια για το χειμώνα και κάποια απ’ αυτά τα έχω μοιράσει και σε φίλες μου κλπ. Με αγαπούσε πάρα πολύ.
Το κλισέ που λένε πάντα για εκείνη είναι ότι στη ζωή της δεν ήταν “κακιά” όπως στο σινεμά.
Εντάξει, εγώ το θεωρώ αστείο αυτό για τους ρόλους που έκανε ότι πρέπει να είναι και στη ζωή της έτσι. Ήταν ένας άνθρωπος με ρίζες, βαθιά μορφωμένη, πανέξυπνη, προοδευτική και αυστηρή. Είχε έναν πάρα πολύ καλό συνδυασμό ανθρώπου.
Είχε ακαδημαϊκές γνώσεις. Μπορούσε να σου μιλήσει από την ιστορία της Ευρώπης μέχρι τον γυναικείο οργασμό. Ήταν σου λέω ένας υπέροχος άνθρωπος.
Και σου φερόταν όπως της φερόσουν. Στο ανταπέδιδε. Δεν χάριζε κάστανα.
Τη θαύμαζα πολύ σαν προσωπικότητα.
Νομίζω ότι και στη σειρά έκανε την αυστηρή. Ήταν η μάνα του μαφιόζου;
Ναι, αλλά όλα δοσμένα από την κωμική πλευρά.
Όταν σου είπε ο Μανουσάκης να παίξεις στο “Η αγάπη ήρθε από μακριά”, ενώ ήδη είχε κάνει τον απαγορευμένο έρωτα ενός μπαλαμού με μια ρομά και ενός παπά με μία γυναίκα, δεν είπες μέσα σου “δηλαδή τι θα γίνει; Πόσες φορές θα το κάνεις αυτό”;
Το υποστήριζε. Ήταν το μοτίβο του. “Εγώ, έλεγε, κάνω σειρές που έχουν να κάνουν με τον έρωτα διαφορετικών ανθρώπων”. Ήθελε να κάνει “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” σε διάφορες εκφάνσεις.
Εγώ επειδή είχα δουλέψει την προηγούμενη σεζόν μαζί του και είχα αποκτήσει και έτσι μια αγαπησιάρικη σχέση μαζί του και ένιωθα ασφάλεια, βλέποντας μετά ότι δεν είχα και κάποια άλλη πρόταση προς το παρόν, ξαναπήγα σαν εργάτης μαζί του πια. Δηλαδή πώς να σου πω; Σαν team. Δεν το είδα ως ρόλο.
Είχες ανεβάσει μία φωτογραφία όταν πέθανε, όπου ήσασταν κάπου στη Λάρισα, μαζί με άλλους ηθοποιούς του cast.
Από πλανόδιο φωτογράφο. Τρελάθηκα.
Τον είδε ο Μανούσος και λέει “παιδιά, ελάτε να βγάλουμε μία. Δεν θα ξαναβρείτε τέτοια μηχανή”. Και καθίσαμε, μιλήσαμε και με τον άνθρωπο, μάς έδειξε και τη μηχανή. Είχε τρελά και ο Μανούσος με τις φωτογραφικές μηχανές.
Τι σου έλεγαν τότε που έπαιζες μια τύπισσα που παρατούσε έναν Έλληνα για χάρη ενός Αλβανού;
Καλέ, μία κυρία μου έκανε επίθεση. “Δεν ντρέπεσαι; Τον βρωμοαλβανό; Άφησες τον άντρα σου; Κτηματίας. Ολόκληρα χωράφια. Τι σου έλειπε μωρήηηη;” (μιμείται τον τρόπο που φώναζε).
Στη μέση του δρόμου;
Κάπου στο Άλσος ήμασταν.
Και της λέω “κυρία μου, ψέματα είναι μωρέ. Μια ιστοριούλα είναι…”. “Ναι, αλλά δίνετε παράδειγμα”, μου λέει.
Οι Αλβανοί αργότερα σου έλεγαν τίποτα;
Με λατρεύουν! Α, βέβαια, πολύ. Και εγώ τους αγαπάω, όπως αγαπάω και γενικά τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Ξέρεις πώς χαίρονται όταν με βλέπουν;
Γιατί ένιωσαν μια αποδοχή;
Ότι τους τιμήσαμε.
Η σειρά έδειξε ότι ο έρωτας μεταξύ δύο ανθρώπων δεν έχει να κάνει με το από πού είσαι κτλ. αλλά με τη σύνδεση ψυχών, με το ότι σε ελκύει ένας άνθρωπος, ότι βλέπεις την προσπάθεια που κάνει να επιβιώσει.
Ναι, κατάλαβα. Ωστόσο, εσύ του είπες “Αλβανός είσαι; Δεν σου φαίνεται”.
Είχα πει τέτοια ατάκα; Δεν το θυμάμαι. Αλλά ναι, είναι κάτι που θα το γράφανε τότε.
Τι να κάνω; Αυτά μου γράψανε, αυτά είπα το κακόμοιρο.
Θυμάμαι μόνο την ατάκα “Αλβανός είσαι;”. Το άλλο δεν το θυμάμαι.
Βλέπω και το βιβλίο που έχεις εδώ απέναντι με το εξώφυλλο του Κουν. Εσείς τότε στο Θέατρο Τέχνης, δεν ήσασταν λίγο σνομπ;
Πάρα πολύ σνομπ.
Και πώς δεν είπες από μέσα σου “τώρα από το Θέατρο Τέχνης, θα παίζω σε σειρά”;
Να σου πω κάτι; Εγώ έπαιζα στο Θέατρο Τέχνης και σε παραστάσεις από το πρώτο έτος κιόλας. Μετά, βγαίνοντας προς τα έξω, άρχισα να δίνω βιογραφικά. Πρώτα με πήρε ο Λάκης Λαζόπουλος στην “Κυριακή των παπουτσιών”. Έκανα την κόρη του. Και μετά με πήρε η Μιρέλλα Παπαοικονόμου για να κάνω ένα μικρό ρόλο στο “Η ζωή που δεν έζησα”.
Αν ψάξεις τον εαυτό σου στο ίντερνετ, αυτό βγάζει ως πρώτη δουλειά.
Οπότε απ’ την αρχή ένιωσα ότι είμαι σε καλά χέρια στην τηλεόραση.
Μετά κάπως το ένα φέρνει το άλλο. Βάζεις κάτω και λίγο το ποιος είσαι, από πού κατάγεσαι και πώς θα ζήσεις στη ζωή αυτή. Αν είχα πλούσια καταγωγή και είχα λύσει το οικονομικό μου ζήτημα, μπορεί και να μην έπαιζα καθόλου στην τηλεόραση και να έκανα δικές μου παραγωγές, δικά μου σίριαλ, κλπ.
Ήταν και βιοπορισμός για σένα.
Ναι. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά μας. Το θέμα είναι εσύ πώς την αντιμετωπίζεις. Και σε κάτι τριτοκλασάτο να πας δηλαδή, αν εσύ το κάνεις με αξιοπρέπεια και φέρεις προσωπικότητα, αυτό θα βγει.
Οι “Όρνιθες” είναι η πρώτη σου αγάπη;
Ναι, μεγάλο καμάρι.
Επιλέγουν από το τέλος του πρώτου έτους και μετά δυο τρία παιδιά και τα βάζουν στο δυναμικό των θεάτρων σε δεύτερους ρόλους.
Εμένα, λοιπόν, στο δεύτερο έτος μου έδωσαν υποτροφία και έτσι ήμουν το πρωί στο θέατρο -έπαιζα στον “μικρό Πρίγκιπα”-, μετά στη σχολή και μετά το απόγευμα πήγαινα στο θέατρο και είτε πουλούσα προγράμματα για την παράσταση είτε έπαιζα στην παράσταση.
Σερβιτόρα όμως πότε δούλευες;
Πριν την υποτροφία. Στο πρώτο έτος της σχολής στο Εν Δελφοίς, στο Κολωνάκι. Πάρα πολύ ωραίο και στέκι μας μετά για χρόνια. Πολύ καλλιτεχνόκοσμος. Φοιτητές δραματικών σχολών, οι δάσκαλοί μας.
Που λες άνοιγα το μαγαζί το πρωί και δυο η ώρα έφευγα.
Όταν πήγες να παίξεις στην Επίδαυρο, ο πατέρας σου είπε ότι “α, τελικά κάνει το κορίτσι μου για αυτήν τη δουλειά”;
Όχι, ο πατέρας μου το είχε πάρει απόφαση από όταν ήμουν πολύ μικρή, γιατί είχα ξεκινήσει να κάνω θέατρο από πιτσιρίκα και του άρεσε αυτό. Είχε το κεφάλι του ήσυχο. Ήξερε ότι είμαι στις πρόβες και δεν είχε στο μυαλό του ότι “πού είναι τώρα η μικρή, πού τρέχει;”. (Πώς έχω εγώ δηλαδή τώρα τον γιο μου).
Με πήγαινε στην πρόβα και ερχόταν το βράδυ 11 η ώρα να με πάρει, αν του έλεγα ότι δεν έχει λεωφορείο.
Ήταν πάρα πολύ υποστηρικτικός. Απλώς επειδή δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια, φοβόταν πως θα βιοποριστώ.
Αλλά λύθηκε γρήγορα αυτό το θέμα.
Πολύ γρήγορα. Με υποστήριξε σε ό, τι και να ήθελα να κάνω. Μέχρι και να νοικιάσω δικό μου σπίτι με βοήθησε. Γιατί όλες αυτές τις ώρες που σου είπα που ήμουν στο θέατρο, μετά δεν προλάβαινα να έρθω στη Φιλαδέλφεια από τα Εξάρχεια. Και έμεινα με μια φίλη μου στη Νεάπολη. Και με βοήθησε κι ο μπαμπάς εκεί.
Οπότε τις “Όρνιθες” τις θυμάσαι ωραία.
Ναι γιατί είναι μοναδική φορά που έχω πάει στην Επίδαυρο και σε όλα τα αρχαία θέατρα με μια περιοδεία τεράστια, εξήντα παραστάσεων, με κοστούμια του μυθικού Τσαρούχη, με μουσική του Χατζιδάκι και με σκηνοθεσία του Κουν.
Καλοί ακούγονται.
Δηλαδή φαντάσου ότι έχω παίξει μόνο μία φορά στην Επίδαυρο, αλλά ήταν πολύ καλή.
Όταν λέμε ότι κάποιος κάνει την σκηνοθεσία του Κουν, τι εννοούμε; Πώς την αναβιώνει;
Βλέπουν ακριβώς από βίντεο πώς είναι στημένες οι σκηνές και κάνουν ακριβώς το ίδιο.
Είναι σαν να σκηνοθετεί αυτός. Τότε τραβούσαν με κάμερα. Ο Μίμης Κουγιουμτζής είχε την τρέλα με τις κάμερες.
Και μάλιστα είχα την τύχη να έχω και τη Ζουζού Νικολούδη να μας κατευθύνει. Ήταν η μόνη που ζούσε από τότε.
Δεν έχει φερθεί λίγο άσχημα ο χρόνος στον Καρακατσάνη, που πρωταγωνιστούσε τότε στην παράσταση; Σκέφτομαι ότι τα σημερινά παιδιά 20-25 χρονών, μπορεί να μην ξέρουν καν ποιος είναι, ενώ τότε κάθε παράσταση που ανέβαζε ήταν γεγονός.
Αν κάτσουμε και αναλογιστούμε σε ποιους έχει φερθεί άσχημα ο χρόνος, δεν θα τελειώσουμε ποτέ.
Άσε που σήμερα τα παιδιά δεν ξέρουν καν τι είναι το αναλογικό τηλέφωνο.
Πριν είπες ότι ο πατέρας σου ήξερε πού είσαι. Εγώ όμως διάβασα μια ιστορία ότι κάποτε ήσουν στο Μοναστηράκι με κάτι φίλους που παίζανε κιθάρα, ζητάγατε λεφτά από περαστικούς, μετά τα ήπιατε μέχρι το βράδυ και μια φίλη σου σε γύρισε χάλια σπίτι. Ορίστε, το είπα.
Κοίταξε, ήμουν λίγο αλητοκόριτσο. Ήμουν ένα παιδί που ψαχνόταν. Είχα καλή βάση, είχα καλή καρδιά, αλλά προς τα έξω έβγαζα έναν λίγο αναρχοχαρούμενο χαρακτήρα. Μια επαναστατικότητα. Ήμουν λίγο χιπο-κατάσταση. Εξωτερίκευα έτσι τα συναισθήματα μου γιατί νόμιζα ότι έτσι θα εκτονωνόμουν.
Μετά βρήκα το θέατρο και ηρέμησα.
Τι μουσική άκουγες;
Doorsssss (το λέει με cool προφορά και γελάει). Janis Joplin… Το ‘παιζα Γούντστοκ, κι έτσι. Με κάτι χαϊμαλάκια κτλ.
Με βάση όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό με τις γυναικοκτονίες και επειδή εσύ μεγαλώνεις ένα αγόρι τώρα, αναρωτιόμουν αν κάπως του μαθαίνεις με μεγαλύτερο ζήλο από ό, τι έκαναν στις παλαιότερες γενιές, τον σεβασμό στις γυναίκες.
Άκου. Δεν του έχω απαγορεύσει τίποτα, δεν τον έχω καταπιέσει πουθενά, δεν του δίνω απαραιτήτως συμβουλές, δεν τον πιέζω να διαβάζει ντε και καλά. Τον εμπιστεύομαι. Το μόνο πράγμα που του έχω κάτσει και του έχω μιλήσει με αγάπη, με αυστηρότητα και όρια, είναι η συμπεριφορά του σε σχέση με τους άλλους, σε σχέση με το διαφορετικό. Ότι το σεβόμαστε. Και ότι αν κάτι δεν μας ταιριάζει ή μας ενοχλεί, αποστασιοποιούμαστε και φεύγουμε. Δεν πάμε να επιβάλουμε για κανέναν λόγο την άποψη μας στον άλλον άνθρωπο. Δεν βιαιοπραγούμε, δεν φωνάζουμε. Παίρνουμε απόσταση. Φεύγουμε.
Δεν λέω για όταν τσακωθεί με έναν φίλο του. Εκεί να το συζητήσουν. Μιλάω για τις άλλες καταστάσεις.
Το φοβάσαι αυτό;
Όχι, δεν το φοβάμαι, γιατί τον ξέρω.
Ξέρεις όμως τι λείπει απ’ τα σημερινά παιδιά; Τους λείπει να θαυμάζουν κάτι, τους λείπει το είδωλο. Το κάθε παιδί μεγαλώνοντας θέλει κάπου να μοιάσει.
Εσύ είχες τον Τζιμ Μόρισον πχ.
Ναι. Ή λάτρευα την Τζένη Καρέζη. Ή μου άρεσε ο Χατζιδάκις. Ήμουν και ρομαντική, κατάλαβες; Ή ο Θεοδωράκης. Άκουγα τέτοια μουσική και με πόρωνε, με έκανε να ξεσπάω.
Στα 14-15 σου ξεσπούσες με τον Θεοδωράκη, αλήθεια;
Ρε συ “το αίμα το δικό τους και το δικό μας”! Το βάζαμε μέσα στο σχολείο στην κατάληψη, τότε που αγωνιζόμασταν πχ επειδή μας έλεγαν ότι θα αφαιρούνται points από την συμπεριφορά μας.
Οπότε τι κάναμε; Βάζαμε αυτές τις φοβερές μουσικές, είχαμε και τα αιτήματα μας, και ξέσπαγαμε.
Θεοδωράκη, στο σχολείο των 90s;
Εντάξει, μπορεί να μην ήταν μόνο Θεοδωράκης, να ήταν Θεοδωράκης λίγο πριν την έναρξη των συνελεύσεων.
Ερχόταν κι ο Τσίπρας. Είμαστε ίδια γενιά, είναι λίγο πιο μεγάλος. Αυτός ήταν στην Γκράβα, εμείς ήμασταν στο Πολυκλαδικό και πηγαίναμε, ερχόντουσαν κτλ.
Το ξέρανε δηλαδή από τότε τα παιδιά τον Τσίπρα;
Βέβαια, εννοείται, “ο Αλέξης” κι “ο Αλέξης”. Κι εμείς είχαμε έναν αντίστοιχο “Αλέξη” στο σχολείο μας, έναν πολύ ωραίο τύπο, πολύ αγωνιστή κτλ.
Τέλος πάντων. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σήμερα λείπει ο στόχος απ’ τα παιδιά. Θέλουν κάτι να συνδεθούν. Και δυστυχώς δεν υπάρχουν αυτά που υπήρχαν τουλάχιστον στη δική μας την εποχή, με τα οποία μπορούσαμε να συνδεθούμε.
Και έρχονται αντιμέτωπα με πολλή πληροφορία, πολλή εικόνα, το ένα μετά το άλλο και διαφορετικά θέματα μεταξύ τους, και κάπως χαώνονται.
Πιστεύω ότι κάποτε θα ζήσουν πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι ζήσαμε εμείς. Απλώς θα είναι μια τελείως διαφορετική ανθρωπότητα. Θα το βρουν όμως το πως.
Πάμε λίγο πίσω στο “Super Story Market”. Η ταινία γυρίστηκε σχετικά γρήγορα.
Γυρίστηκε σε τέσσερις μέρες. Φυσικά να ξέρεις ότι κάναμε πάρα πολλές πρόβες. Εγώ πήγα πολύ πίσω, θυμήθηκα τη φάση της σχολής. Επειδή πραγματικά δεν είχαμε πολλές ημέρες για το γύρισμα, έπρεπε όταν πηγαίναμε να είμαστε έτοιμοι -τουλάχιστον- με το τι αντιπροσωπεύει ο καθένας μας στην ταινία.
Οπότε κάναμε πολλές πρόβες σε έναν χώρο που νοίκιασαν τα παιδιά και εκεί μπορώ να σου πω ότι ένιωσα ξανά σαν μαθήτρια. Είχα πολλά χρόνια να κάνω τέτοιου είδους πρόβα. Τόσο ουσιαστική και εκ βαθέων. Μού θύμισε πώς προσπαθούσαμε στη σχολή να χτίσουμε έναν ρόλο, όπου είχαμε τους δασκάλους και μας κατηύθυναν.
Σκηνοθεσία έχεις κάνει ποτέ;
Όχι. Να σου πω κάτι; Το σκέφτομαι. Θα ήθελα πάρα πολύ.
Και παραγωγή λογικά θα ήθελες εσύ γιατί δημιουργείς πράγματα.
Όχι, δεν θέλω.
Γιατί κάπου διάβασα ότι με τα λεφτά που έβγαλες στην αρχή κιόλας της καριέρας σου έχτισες μόνη σου τον πάνω όροφο του πατρικού σου και λέω “ωπ, δεν είναι μόνο το καφέ τώρα, αυτή μια ζωή χτίζει, της αρέσει να κατασκευάζει, να δημιουργεί”.
Καλέ, πού με πας τώρα; Πάρα πολλά χρόνια πίσω.
Η αλήθεια είναι ότι μ’ αρέσει να δημιουργώ και όταν δεν μπορώ να το κάνω αυτό στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, το κάνω με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, όπως να δημιουργήσω έναν δικό μου χώρο, όπως έκανα τώρα εδώ στο Marlin’s, ο οποίος φιλοξενεί γονείς και παιδιά σε μια κοινή έξοδο που και οι δύο είναι ευχαριστημένοι. Δεν είναι ένας παιδότοπος που μόνο το παιδί περνάει καλά κι ο γονιός τραβάει τα μαλλιά του από τη φασαρία.
Άσχετο αλλά είδα μια δήλωση που έλεγες ότι έπαιρνες τρεισήμισι χιλιάδες το επεισόδιο.
Και παραπάνω έπαιρνα.
Δεν είναι δύσκολο μετά να πεις όχι σε δουλειά που μπορεί να μη σου αρέσει και τόσο; Αν σου δίνουν τόσα λεφτά δεν μπορεί να κλείσεις πιο εύκολα τα μάτια;
Ε, όχι. Δεν χρειάστηκε ποτέ να πω όχι σε τέτοια λεφτά. Και επίσης ποτέ δεν είπα για μια δουλειά ότι δεν θα την κάνω επειδή μου δίνουν λιγότερα. Φαντάσου ότι η τελευταία δουλειά που έκανα ήταν η “Εκδρομή” και πήρα σχεδόν τα μισά από αυτά που έπαιρνα συνήθως. Είχε πέσει η κρίση τότε, αλλά το έκανα γιατί μου άρεσε πάρα πολύ.
Και μάλιστα πήρα και το γιο μου μαζί τότε στη Νάουσα που κάναμε τα γυρίσματα.
Και μένατε στη Νάουσα; Είχε άλλα παιδάκια;
Είχε και ο γιος μου ήταν συνέχεια έξω. Στο πάρκο του Αγίου Νικολάου μεγάλωσε ο Μάριος.
Τώρα είναι στην εφηβεία;
Ναι, μέσα στην εφηβεία εντελώς. Του χρόνου θα πάει Β’ Γυμνασίου.
Έχει μαγκέψει δηλαδή;
Βάζει “No Entry” στην πόρτα, φεύγει και δεν σηκώνει το τηλέφωνο, ξέρεις, έχουμε τέτοια.
Ξέρω όμως την ποιότητα του ανθρώπου και γι’ αυτό δεν φοβάμαι ότι θα μπλέξει με κακές συνήθειες και κακές παρέες. Απλώς κάνω τον σταυρό μου μην έχει κανένα ατύχημα στον δρόμο έξω. Αλλιώς του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη. Δεν θα κάνει τσιγάρα, δεν θα κάνει ναρκωτικά, δεν θα πάει να κάνει τον μάγκα, τον βίαιο στους άλλους. Δεν είναι τέτοιο παιδί.
ΑΕΚτζής είναι;
Αεκτζής, ναι. ΑΕΚτζού κι εγώ.
Πήγαινες ποτέ γήπεδο μικρή, είχες κάποια σχέση;
Όχι μωρέ, δεν πήγαινα. Δεν παρακολουθούσε κανείς στην οικογένεια.
Απλά έχεις μεγαλώσει εδώ πέρα στην περιοχή, οπότε…
Ναι. Κι επειδή κάναμε παρέα εδώ με τους πιτσιρικάδες που ήταν όλοι ΑΕΚ, ε, γίναμε και εμείς.
Η αγαπημένη σου σειρά ποια είναι από όλες αυτές; Όχι η καλύτερη.
Σεναριακά ήταν το “Φως του φεγγαριού”, που το είχε γράψει η Κάκια Ιγερινού.
Από από τρόπο γυρίσματος και challenging ήταν οι “Γοργόνες”. Ήταν μια τρέλα οι “Γοργόνες”, λέγαμε “τι πάμε να κάνουμε;”.
Να πηγαίνουμε στο Λαύριο, οι αδερφοί Αλαφούζου να μας φοράνε αυτές τις ουρές, να καθόμαστε κάτω και να μην μπορούμε να κουνηθούμε. Αλλά το ευχαριστήθηκα σαν μωρό παιδί. Τρελαινόμουν γι’ αυτή τη σειρά. Είχε παραμύθι. Είχε κάτι γκροτέσκο.
Και ξεχωρίζω και το “Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο”, όπου πρέπει να σου πω ότι ο Πάνος Μιχαλόπουλος ήταν πολύ προστατευτικός.
Πώς το εννοείς αυτό;
Τότε εγώ παιδί ακόμα, ντροπαλό, πρώτη φορά πρωταγωνίστρια κτλ, ο ρόλος ήθελε και λίγο πιο παιχνίδι και σέξι και τέτοια. Και όποτε του έλεγα “ξέρεις, Πάνο, νιώθω λίγο άβολα γιατί αυτό το μπλουζάκι σηκώνεται”, μου έλεγε “μη σε νοιάζει, θα είμαι εγώ μπροστά, δεν θα φανεί τίποτα”. Του είχα τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Και σε βοηθούσε και την ώρα που έπαιζες. Ο Πάνος έπαιζε το ίδιο και στην αμόρσα του και στην δική του κάμερα (όταν λέμε αμόρσα δηλαδή να δείχνει εσένα η κάμερα και από τον άλλον να φαίνεται μόνο το κεφάλι του από πίσω).
Υπάρχουν ηθοποιοί που κουράζονται και ενώ στο δικό τους πλάνο τα δίνουν όλα, μόλις έρχεται η σειρά για το δικό σου πλάνο, που όμως εσύ πρέπει να αντιδράς ανάλογα, αυτοί απλώς τα λένε και δεν τους νοιάζει.
Έχεις παίξει σε μια σειρά που λεγόταν “Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου” με τον Θανάση Βέγγο ή όχι; Με μπέρδεψαν λίγο τα αποτελέσματα της αναζήτησης.
Ναι, έκανα ένα γκεστ εκεί, ήμουν το πρόσωπο κλειδί όπου γύρω από μένα γίνεται μια ιστορία με τους άλλους.
Και ναι, παίζω με τον Βέγγο. Τι καλός μωρέ… Τι καλός. Ρώταγε: “Είσαι καλά; Θέλεις κάτι; Ένα τσάι; Το παιδί έχει το λαιμό του”. Όχι μόνο για μένα, για όλους.
Σχεδόν νόμιζα ότι δεν μας άξιζε αυτός ο άνθρωπος.
Γιατί βλέπω τα τελευταία χρόνια που κυκλοφορούν πάρα πολύ στο ίντερνετ κάποιες ατάκες που έχει πει, που είναι πολύ γλυκές και θέλω να ρωτάω ανθρώπους αν ήταν έτσι.
Εγώ αυτό που είδα δεν ήταν έτσι. Ήταν ακόμα εκατό φορές περισσότερο.
Πλάκα πλάκα, έχω συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους που ήταν στην προηγούμενη γενιά από εμάς.
Για την επόμενη γενιά; Δηλαδή στις ηθοποιούς που είναι τώρα 20-25 χρονών έχεις δώσει κάποια συμβουλή;
Όχι, συμβουλές δεν δίνω.
Ο καθένας βιώνει την εποχή του, και ανάλογα με τον χαρακτήρα του, έτσι αντιμετωπίζει και τα πράγματα. Απλώς να έχουμε και λίγο το γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε τι μπορούμε να υποστηρίξουμε και τι όχι. Και να σπουδάζουμε τα πράγματα, να τα καλλιεργούμε μέσα μας και να δίνουμε κι ένα deadline.
Εγώ δηλαδή είχα πει τότε στον εαυτό μου ότι αν σε μια οκταετία από τότε που θα βγω δεν καταφέρω να είμαι ευτυχισμένη μέσα σε αυτό που επέλεξα, θα φύγω, θα κάνω κάτι άλλο.
Αν τους έλεγα κάτι θα ήταν αυτό: να μην περιμένουν ότι από αυτή τη δουλειά θα επιβιώσουν για όλη τους τη ζωή.
*Η συνέντευξη έγινε στο Marlin’s House (Λεωφ. Δεκελείας 125, Νέα Φιλαδέλφεια).
Η ταινία “Super Story Market” του Κριστιάν Νίρκα κάνει πρεμιέρα στις 13 Ιουνίου στο Cine Βάρκιζα.