Ν. ΒΑΛΑΒΑΝΗ: Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΩΜΗ, ΦΥΣΙΚΗ ΒΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΑΠΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Η Νάντια Βαλαβάνη εξηγεί γιατί κατέθεσε το απόσταγμα της νεανικής, αγωνιστικής ψυχής της σ’ ένα βιβλίο για ένα άγνωστο κεφάλαιο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Το σαρωτικό χτύπημα που κατόρθωσε η χούντα του Ιωαννίδη στον παράνομο, αντιστασιακό μηχανισμό του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 1974 δεν έχει λάβει τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία των γεγονότων που αφορούν την επταετή δικτατορία. Ισως γιατί δεν εμπεριέχει “δόξα”, ίσως εκλήφθηκε ως ήττα. Πάντως, εκτός από τους μυημένους και τους πρωταγωνιστές, οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε όσα πρέπει.
Η Νάντια Βαλαβάνη, με το προσωπικό αποτύπωμα που άφησε στα εν λόγω γεγονότα αλλά και με τη δεδομένη αγάπη της στη συγγραφή (πραγματικά ακάματη γραφιάς) ανέλαβε να καλύψει αυτό το κενό. Εχεις μόλις κυκλοφορήσει (από τις εκδόσεις “Τόπος”) ο πρώτος τόμος του πονήματός της “Ένα χρονικό για τα “παιδιά του Φλεβάρη” μισόν αιώνα αργότερα”, έργο το οποίο αναπόφευκτα έχει τη σφραγίδα της. Γράφτηκε όχι μόνο με τα χέρια αλλά και με την καρδιά, τρόπο τινά. Και φυσικά τη μνήμη.
Ρωτήσαμε τη συγγραφέα για την κατά τη γνώμη της το ιστορικό αυτό κεφάλαιο δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό: “Η ιστορία της εφτάχρονης στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας άρχισε να διερευνάται συστηματικότερα μόλις μια 15ετία πριν. Στο πλαίσιο αυτό παραμένουν χρονικά διαστήματα που αποτελούν ουσιαστικά περίπου «μαύρες τρύπες» από την άποψη της ιστορικής έρευνας και της ιστορικής μνήμης. Η Ιωαννιδική περίοδος της χούντας (25.11.1973-23.07.1974), με «πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα» – ή, καλύτερα, οι πρώτοι επτάμισι μήνες της – συνιστούν μια τέτοια περίπτωση.“(Εν μέρει, αλλά όχι ολοκληρωτική εξαίρεση σ΄ αυτό, συνιστά το τελευταίο 10ήμερο της δικτατορίας με τις εξελίξεις στο Κυπριακό: Από το πραξικόπημα ενάντια στο Μακάριο που οργάνωσε η Αθήνα μέχρι την τουρκική εισβολή και κατοχή μεγάλου μέρους του νησιού, την κατάρρευση της χούντας και το συμβιβασμό ανάμεσα σ’ αυτήν και τον παλιό πολιτικό κόσμο μ΄ επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή. Όλα αυτά μαζί, δηλ., που δρομολόγησαν μια ανάπηρη Μεταπολίτευση.)” μας εξηγεί.
“Γι΄ αυτό” τονίζει η πρώην Υπουργός “και διάφοροι ακροδεξιοί κύκλοι ανακυκλώνουν σχεδόν ανέξοδα το δεύτερο σημαντικότερο ισχυρισμό τους για το Πολυτεχνείο, μετά απ’ αυτόν περί «ανυπαρξίας νεκρών»: Ότι ήταν η εξέγερση αυτή που ευθύνεται για την Ιωαννιδική «δικτατορία μέσα στη δικτατορία», άρα και για την τραγωδία της Κύπρου.
Το «χτύπημα του Φλεβάρη» (14.02 – 26.07.1974) αποτελεί από άποψη έρευνας ουσιαστικά μια ακόμα σκοτεινότερη «τρύπα» μέσα στην ευρύτερη «μαύρη τρύπα» της περιόδου. Σύμφωνα με τα κείμενα του ίδιου του ΚΚΕ είναι, ωστόσο, το συντριπτικότερο χτύπημα που δέχτηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. Η χούντα υποστήριξε ότι ήδη με το πρώτο κύμα συλλήψεων στις 14 Φλεβάρη 1974 (οι τελευταίες έγιναν τέλος Μάη, τρεισήμισι μήνες αργότερα) – επίσημα συνολικά 120 συλλήψεις συν 59 καταζητούμενοι που έμειναν ασύλληπτοι -, διάλυσε πριν απ’ όλα το Κλιμάκιο Εσωτερικού της ΚΕ του ΚΚΕ, με ανθρώπους που βρίσκονταν περισσότερο από ένα χρόνο πριν μέσα στην Ελλάδα με πλαστά χαρτιά και επικεφαλής τον Αντώνη Αμπατιέλο. Διάλυσε επίσης ΚΝΕ και Αντι-ΕΦΕΕ, συλλαμβάνοντας τα ηγετικά τους στελέχη και «καταλαμβάνοντας» τα παράνομα τυπογραφεία της «Πανσπουδαστικής», εφημερίδας της Αντι-ΕΦΕΕ και του «Οδηγητή», εφημερίδας της ΚΝΕ.
Ήταν όντως ένα συντριπτικό «χτύπημα», αν και όχι «διάλυσης», καθώς στη ανακοίνωση υπήρχαν ψέματα και ανακρίβειες. Πρώτον, δεν «χτυπήθηκε» ο εκδοτικός μηχανισμός της ΚΝΕ: Το παράνομο εκδοτικό «τμήμα» της ΚΝΕ, που εξέδιδε και τον πολυγραφημένο «Οδηγητή», παρέμεινε σχεδόν ακέραιο και στις συγκεκριμένες συνθήκες βαριάς παρανομίας ουσιαστικά «αυτονομήθηκε», γράφοντας και εκτυπώνοντας μόνο του ολόκληρη την εφημερίδα, διακινώντας την με δική του ευθύνη έστω και πολύ περιορισμένα σε σχέση με πριν, τυπώνοντας προκηρύξεις και τρικ, που διακινούσε για ρίψη σε πυρήνες που δεν είχαν «χτυπηθεί», εκδίδοντας ανακοινώσεις με υπογραφή «Το Γραφείο Τύπου της ΚΝΕ» και, σύμφωνα με σαφείς ενδείξεις, προωθώντας από την Ελλάδα στο εξωτερικό τα υλικά που οδήγησαν στην (μάλλον καθυστερημένη) σχετική απόφαση της Διεθνούς Αμνηστίας και στην οργάνωση της καμπάνιας της, από τέλος Μαίου 1974, για σταμάτημα των βασανιστηρίων για 57 πολιτικούς κρατούμενους και των δυο φύλων, η πλειοψηφία μέλη ΚΚΕ/ΚΝΕ/Αντι-ΕΦΕΕ, οι 15 μέλη ΕΚΚΕ/ΑΑΣΠΕ (οργανώσεις που είχαν «χτυπηθεί» τον Μάιο του 1974).
Τμήματα επίσης του μηχανισμού του Κλιμάκιου Εσωτερικού του ΚΚΕ έμειναν αλώβητα, ανάμεσα τους και το παράνομο «νομικό τμήμα»: Είναι αυτοί που οργάνωσαν σε σημαντικό βαθμό την παροχή νομικής βοήθειας στους παραπεμφθέντες απ’ το «χτύπημα», όταν από τέλος Ιουνίου άρχισαν να περνούν από την πολύμηνη προανάκριση της Ασφάλειας στην «στιγμιαία» τακτική ανάκριση του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών. Ασύλληπτοι, έγκαιρα περνώντας στην παρανομία, παράμειναν επίσης ο Γραμματέας της ΚΝΕ Σπουδάζουσας Κώστας Τζιαντζής και ο οργανωτικός του Γραφείου της Θανάσης Σκαμνάκης, που σε συνθήκες παρανομίας επιχειρούσαν να συνεχίσουν την έκδοση της «Πανσπουδαστικής».
Στο βιβλίο κάνω αποδεκτή την άποψη αρκετών από τους συλληφθέντες ότι, πέρα από τα συνολικά 200 ονόματα στις τρεις γνωστές – και δημοσιευμένες πριν απ’ το τωρινό βιβλίο – λίστες της Ασφάλειας, ήταν συνολικά εκατοντάδες αυτοί που πιάστηκαν τις πρώτες μέρες και αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι χωρίς επίσημη καταγραφή”.
Επί προσωπικού, η κα Βαλαβάνη κατέθεσε τα εξής πολύτιμα: “Πιάστηκα στις 14 Φλεβάρη 1974 κατά την εκτέλεση του πρώτου ομαδικού καταλόγου ενταλμάτων σύλληψης και βγήκα από τις Φυλακές Κορυδαλλού μαζί με όλους τους άλλους πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες μια μέρα μετά την απελευθέρωση των εξόριστων, με τη Γενική Πολιτική Αμνηστία που μας χορηγήθηκε στις 26.7.1974. Υπεύθυνος για την ονοματοδοσία μας στάθηκε ο Λάμπρος Τόκας, με το ομώνυμο βιβλίο του που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 2014 στα 40χρονα από το «χτύπημα του Φλεβάρη». Για όλα «τα παιδιά του Φλεβάρη», ωστόσο, η «θητεία» στη Μεσογείων – με βασανιστήρια επί μήνες, που για τους 41 που παραπεμφθήκαμε τελικά για δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών και προφυλακιστήκαμε στον Κορυδαλλό κράτησε ένα ολόκληρο πεντάμηνο -, σήμανε την ουσιαστική μας «ενηλικίωση».
Άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο αρχές 2024, τη χρονιά που έγινα 70 χρονών, ενώ συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το «χτύπημα» του Φλεβάρη – με κάποιους από τους καλύτερους από μας να έχουν ήδη πεθάνει χωρίς στη διάρκεια της ζωής τους να έχει βρεθεί έστω ένας δημοσιογράφος ή ένας ιστορικός να τους ρωτήσει για τις «προσωπικές» τους στιγμές που είχαν, ωστόσο, ένα τόσο δημόσιο ενδιαφέρον. Αποφάσισα ότι η ιστορική μνήμη, ενάντια στην οποία διεξάγεται πριν απ’ όλα ένας «πόλεμος λήθης», είναι πολύ σημαντική για να παραδοθούμε αμαχητί. Έτσι ήταν «τώρα ή ποτέ» το ν΄ αυτοϋποβληθώ στη δοκιμασία να διασώσω ότι μπορούσα να θυμηθώ κι ότι μπορούσα να βρω μέσω έρευνας – και αναφέρομαι συνειδητά σε «δοκιμασία», γιατί σε κανένα μας δεν είναι εύκολο και δεν αρέσει ν΄ αναφέρεται σ’ αυτή μας τη «θητεία». Γι΄ αυτό κι αυτό το βιβλίο κάνει ήδη από την πρώτη σελίδα του μια έκκληση στους επιζώντες της γενιάς μου να κάνουν οι ίδιοι ότι μπορούν, ώστε να μην πεθάνουν μαζί τους τα κομμάτια ζωντανής ιστορίας που «χάθηκαν» ανεπιστρεπτί μαζί με όσους έχουν ήδη «φύγει»“.
“Γι’ αυτό αντέχει κανείς τα βασανιστήρια”
Επιμείναμε λίγο στο προσωπικό. Η Βαλαβάνη, όταν συνελήφθη, δεν είχε καν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της. Αν δείτε τη φωτογραφία της στο βιβλίο, ίσως πιστέψετε ότι πρόκειται για ένα κορίτσι ακόμα πιο μικρό. Και όμως, αυτό το κορίτσι βασανίστηκε άγρια, απάνθρωπα και συστηματικά. “Τα 20στά μου γενέθλια τα γιόρτασα στο Ηράκλειο με την οικογένεια και τους φίλους μου τον Αύγουστο του 1974, ήδη ένα 20ήμερο ελεύθερη. Όταν με πιάσανε, τον Φλεβάρη ήμουν δεκαεννιάμισι χρονών και ήδη ένα χρόνο – από αρχές Φλεβάρη 1973 – οργανωμένη. Αλλά σκεφτείτε το 1973: Τι χρόνος ήταν αυτός! Εγώ τον έζησα από αρχές Γενάρη, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις 20 ατόμων που είχαμε σχεδιάσει από το βράδυ της παραμονής καμιά 10αριά άτομα, μέχρι τη Νοεμβριανή φοιτητική-λαϊκή εξέγερση, όταν το βράδυ της Παρασκευής 16 προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου υπολογίζεται ότι κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, των Ιωαννίνων και πολλών ακόμα άλλων πόλεων, που δεν είχαν πανεπιστήμια ή, πολύ περισσότερο, καταλήψεις, πάνω από 100.000 άτομα…
Σκεφτείτε πόσο πιο γρήγορα «ωριμάζει» ένας νέος άνθρωπος μέσα από μια τέτοια εμπειρία. Αν έχεις πάρει μέρος σ΄ αυτό το ολόχρονο «πανηγύρι», παρά το λουτρό αίματος στην «τελική» καταστολή του ή κι εξαιτίας του επίσης, έχεις ένα «τόπο» να καταφεύγεις και ν΄ ακουμπάς και στις πιο δύσκολες απ’ τις στιγμές που ακολούθησαν. Χρόνια τώρα σκέφτομαι ότι η αντίσταση και η αντοχή στην ωμή φυσική βία – κι αυτό θα σας το πουν πιστεύω σχεδόν όλοι αν τους ρωτήσετε – έχει να κάνει με απλά πράγματα, που εγώ τα συνειδητοποίησα πρώτη φορά στη Μεσογείων: Ότι σου ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να πεις ένα όνομα και να φέρουν εξ αιτίας σου κάποιον ή κάποια μες στη Μεσογείων για να του κάνουν ό,τι κάνουν και σε σένα. Ότι είναι, τελικά, επίσης θέμα απλής ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Βεβαίως, για μια τέτοια στάση βοηθά πολύ να πιστεύεις σε κάτι πολύ ευρύτερο από σένα και την απλή σου επιβίωση, έστω – στην απλούστερη περίπτωση – στην αξία της αντίστασης απέναντι σε μια ζωή, σαν αυτή που είχαμε περάσει τα τελευταία παιδικά μας και τα εφηβικά μας χρόνια. Και, αν δούμε το θέμα αντίστροφα, σε μεγάλο βάθος όντως υπάρχει (αλλά μπορεί να μην το συλλαμβάνεις ακόμα τώρα καν σ΄ ένα συνειδητό επίπεδο) η παράμετρος στη σύντομη ιστορία που μας είπε αυτές τις μέρες στο «Τριανόν», στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, ο Θανάσης Σκαμνάκης – που ήταν ανάμεσα στους «παράνομους» που καταζητούσαν και παράπεμψαν στο Στρατοδικείο χωρίς να έχουν καταφέρει να τους πιάσουν: Όταν ένας από μας, «τα παιδιά του Φλεβάρη», ελεύθερος πια του είπε συντριμμένος ότι είχε μιλήσει γι΄ αυτόν (και γι΄ αρκετούς άλλους), του το «εξήγησε» ως εξής: «Δεν ήμουνα διατεθειμένος να πεθάνω»…“
Η συγγραφέας, παρά την απογοήτευση που της προκαλεί η σημερινή “οπισθοχώρηση”, έχει ξεκάθαρη άποψη για το αν είναι οι τότε αγώνες, που εμπεριείχαν τρομερές ποσότητες βίαιης κακοποίησης, σωματικής και ψυχικής, άξιζα τον κόπο και έπρεπε, τελικώς, να δοθούν: “Η αντιδικτατορική αντίσταση ήταν ένας αγώνας, όπως έλεγαν οι «παλιοί», οι βετεράνοι του κινήματος, «για ν’ ανθρωπέψει ο άνθρωπος». Τέτοιου χαρακτήρα αγώνες είναι πάντα άνισοι και πάντα έχουν πολύ βία και κόπο, για σκεφτείτε όμως – παρά το σημερινό σαφές πισωγύρισμα – σε τι κατάσταση θα βρίσκονταν οι ανθρώπινες κοινωνίες, αν αυτοί οι αγώνες δεν είχανε ποτέ δοθεί…
Για μένα προσωπικά, ακόμα κι οι πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, όπως ήταν η πολύμηνη κοινή θητεία των «παιδιών του Φλεβάρη» στη Μεσογείων, ακριβώς επειδή είχαν νόημα κι αξία – πράγμα που έλειπε από κάποιες άλλες περιόδους της ζωής μου – μου είναι, κι ας μη θέλω κατά κανόνα να τις σκέφτομαι, από τις πιο πολύτιμες. Αν «μεταμελούμαι» για κάτι απ’ αυτή την περίοδο, είναι ότι ενώ επί δυο βδομάδες είχα την «αίσθηση» ότι με παρακολουθούσαν, δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι δραστικότερο για να τους «αποτινάξω» από πάνω μου, ώστε να μην πιαστούν οι δύο σύντροφοι που «έβλεπα» και, βέβαια, να μην πιαστώ κι εγώ…”.
“Πόνεσε” όλη αυτή η διαδικασία της συγγραφής ρωτήσαμε τη συνομιλήτριά μας για την οποία, αν διαβάσει κανείς το βιβλίο, συμπεραίνει ότι θυμάται, 51 χρόνια μετά, απίστευτες λεπτομέρειες. “Όχι, η ίδια η διαδικασία της συγγραφής, καθώς το γράψιμο απαιτούσε ν’ αντιμετωπίσεις με φρέσκια, καινούργια ματιά πράγματα με τα οποία μέχρι τότε αισθανόσουν εξοικειωμένος, ήταν αντίθετα μια πορεία έντονων συγκινήσεων, απ’ αυτές που γεννούν οι αποκαλύψεις κι οι «ανακαλύψεις», οι νέες σκέψεις που κάνεις και τα καινούργια συμπεράσματα που καταλήγεις εξετάζοντας παλιά ζητήματα” υπογραμμίζει με ειλικρίνεια.
“Έχω το «προνόμιο» εδώ κι 8 χρόνια να έχω στην κατοχή μου ένα αντίγραφο του προσωπικού αστυνομικού μου «φακέλου», που γλύτωσε την πυρά που μοιράστηκαν πανελλαδικά 17 εκ. «φάκελοι», μαζί κι αυτοί του πατέρα μου, Γιώργου Βαλαβάνη, των άλλων τριών αδερφών του, καθώς και του συντρόφου της ζωής μου, Δήμου Τσακνιά – επειδή τον είχαν συμπεριλάβει ανάμεσα στους 2.110 λεγόμενους «ιστορικούς φακέλλους» που διατηρήθηκαν κι «άνοιξαν», χωρίς να έχω ιδέα σε τι χρωστώ αυτή τη «διάκριση».
Πριν ένα χρόνο, επίσης, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, πληροφορήθηκα την ύπαρξη δικογραφίας του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών (1947-1974 – είχε στηθεί μες στον Εμφύλιο, ώστε ο στρατός να μπορεί να δικάζει πολίτες, αλλά βέβαια ουδέν μονιμότερο του προσωρινού) για τη δίκη μας, που θα γινόταν τον Σεπτέμβριο του 1974, αλλά δεν έγινε ποτέ. Πριν απ’ όλες τις άλλες, λοιπόν, χρησιμοποίησα αυτές τις δυο πρωτογενείς ιστορικές πηγές που είχα το «προνόμιο» της πρόσβασης – η πρώτη είδος προς εξαφάνιση, η δεύτερη εξαιρετικά δυσπρόσιτη, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια –, διασταυρώνοντας τις με μια αναλυτική συνέντευξη που είχα δώσει 20 χρόνια πριν, στα 30χρονα από το «χτύπημα», για το αρχείο προφορικής ιστορίας του ΣΦΕΑ ’67-’74, στην πρώην συγκρατούμενη μου, γιατρό πνευμονολόγο Αγγελική Σωτήρη.
Είκοσι χρόνια πριν, βεβαίως, η προσωπική μνήμη ήταν πολύ πιο καθαρή απ’ ότι σήμερα, και πάλι όμως υπήρχαν χρονολογίες που είχα και είχαμε υπολογίσει λάθος από την αρχή: Επί πεντάμηνο δεν είχαμε πρόσβαση στο ημερολόγιο και για να υπολογίσουμε πότε έγινε το ένα ή το άλλο γεγονός, έπρεπε να συνυπολογίζουμε συνδυαστικά μια σειρά παράγοντες. Υπήρχαν βεβαίως και πραγματολογικά στοιχεία που είχα αποτυπώσει λαθεμένα στη συνέντευξη. Έτσι, όπου χρειάστηκε έγιναν «διορθώσεις». Πήρα υπόψη επίσης τις καταθέσεις μας στη Δίκη των βασανιστών της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στο Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας το Νοέμβρη του 1975, που απείχαν μόλις ενάμιση χρόνο απ’ τα ίδια τα γεγονότα: Δυστυχώς όχι από τα πρακτικά του δικαστηρίου, που κανείς δεν ξέρει που βρίσκονται (αν υπάρχουν ακόμα…), αλλά από τις «περιλήψεις» των καταθέσεων μας (ανάλογα με τι καταλάβαινε ο κάθε δημοσιογράφος…) στις εφημερίδες της εποχής.
Και βέβαια έγραψα αρκετά, εξ ολοκλήρου νέα, «υποκεφάλαια» για συσχετιζόμενα θέματα π.χ. για την τεχνική των «ανακρίσεων» τα ίδια ακριβώς χρόνια, με «πειραματική» εφαρμογή ενός ανακριτικού πρωτόκολλου βασανισμού με την ονομασία “The Five Steps”, από τον βρετανικό στρατό στη Βόρεια Ιρλανδία – για το οποίο, αντίθετα με ότι έγινε στην Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο «σύρθηκε» για χρόνια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αλλού, έως ότου γίνει τελικά αποδεκτό από το Βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο πριν από ελάχιστο χρονικό διάστημα ότι τα λεγόμενα «Πέντε Βήματα» αποτελούν όντως πρωτόκολλο βασανισμού και ν΄ απαγορευτεί η οποιαδήποτε «εφαρμογή» τους σε πολίτες. Όλες οι νεότερες προσθήκες έχουν, ωστόσο, τον χαρακτηρισμό «εμβόλιμες», ώστε ο αναγνώστης να ξέρει κατευθείαν τι έχει λεχτεί μόλις έμπαινε ο 21ος αιώνας και τι έχει γραφτεί πρόσφατα, τώρα.
Προσωπικά, θυμάμαι όντως «απίστευτες λεπτομέρειες», τόσο ώστε να τολμώ να βάλω σε εισαγωγικά κάποιες μικρές φρασούλες που ειπώθηκαν μισό αιώνα πριν, αποκλειστικά σε περιπτώσεις που ήμουνα ή είμαι έντονα συναισθηματικά φορτισμένη. Όταν δηλ. κρινόταν κάτι, κι αυτό που κρινόταν ήταν σοβαρό. Δυστυχώς, εκείνη η πεντάμηνη περίοδος πολύ συχνά είχε τέτοια χαρακτηριστικά. Ειδικά τα σημαντικότερα από ό,τι έγιναν και ό,τι διακριτό λέχτηκε κατά την ολονυχτία του φάλαγγα, αν κλείσω τα μάτια μου περνούν σαν κινηματογραφική ταινία με ήχο από μπροστά μου. Χάρη σ’ ένα ποίημα με τίτλο «Αδερφούλα θυμάσαι;», που έγραψα για την Αγγελική τη μέρα που γιόρταζα τα 20 μου γενέθλια, σώθηκαν ενσωματωμένες και εντός «εισαγωγικών» οι βασικές φράσεις από τα γραπτά μηνύματα που ανταλλάζαμε μεταξύ μας, μόλις ενάμισι μήνα πριν, μέσω της κοινόχρηστης τουαλέτας των κρατητηρίων. Αλλιώς, βέβαια, σήμερα η ακριβής τους διατύπωση θα είχε ξεχαστεί κι απ’ τις δυο μας”.
Η Βαλαβάνη επιχειρεί μία σύνδεση των τότε γεγονότων με το δράμα της Γάζας. Ταυτόχρονα εκφράζει μία άποψη,που κατά την οπτική μας, έχει στοιχεία απαισιοδοξίας, ότι η αλλαγή του κόσμου είναι ίσως πιο μακριά από ποτέ. Η σχετική ανάλυσή της ίσως συνιστά ένα είδος δικής της παρακαταθήκης για το μέλλον: “Παρακολουθώ τις εξελίξεις σε Γάζα και Δ. Όχθη καθημερινά μέσω της Haaretz, όντας εδώ και μια πενταετία συνδρομήτρια του αγγλόφωνου newsletter της. Αντιλαμβάνομαι ότι το ρεύμα που δημιούργησε η ελληνική νεολαία με το κίνημα της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εντάσσεται στην ίδια απελευθερωτική κοίτη με την αντίσταση των νέων ανθρώπων στη γενοκτονία που εκτελείται κάτω απ’ τα μάτια μας: στην πάλη για την αλλαγή του κόσμου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ως προμετωπίδα του βιβλίου χρησιμοποιώ αποσπάσματα από ένα άρθρο στη Haaretz με τίτλο «Καθώς τα παιδιά πεθαίνουν στη Γάζα, η αλήθεια πεθαίνει μαζί τους», παλιό κατά ένα χρόνο. Είναι του Ταμέρ Ναφάρ, ενός Παλαιστίνιου που δεν ζει ούτε στη Γάζα ούτε στην Δ. Όχθη, αλλά είναι ένας γνωστός, Παλαιστινιακής καταγωγής, νεαρός πολίτης του Ισραήλ, τραγουδοποιός, μουσικός και σεναριογράφος. Στο άρθρο του ο νεαρός καλλιτέχνης «αγγίζει» κάτι συγκλονιστικό: Το θέμα της σιωπής, όταν πρέπει να μιλήσεις ή ακόμα και να φωνάξεις. Κι απευθύνεται τόσο στους Παλαιστινιακής καταγωγής πολίτες του Ισραήλ, όσο και στους ίδιους τους συναδέλφους του Ισραηλινούς καλλιτέχνες: Οι τελευταίοι, σύμφωνα και με σχετικά editorial της Haaretz, προκειμένου να μη ρισκάρουν φήμη και δουλειά, αποστρέφουν τα μάτια από τη γενοκτονία δίπλα τους ενώ, σύμφωνα με τον Ναφάρ, «οι καλύτεροι ανθρωπιστές καλλιτέχνες του Ισραήλ» δεν προσδοκούν παρά να συμμετάσχουν, καταυγασμένοι από τα πυροτεχνήματα, στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα της μεγάλης νικητήριας γιορτής, όταν αυτή οργανωθεί…
Ο τραγουδοποιός τους εξηγεί τι ανακάλυψε: ‘Οτι τον παππού του, που έζησε τη Νάκμπα δυο φορές, δεν τον λήστεψαν μόνο από την περιουσία του, τις οικονομίες του και την αξιοπρέπεια του, αλλά – πράγμα που δεν κατάλαβε ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του Ναφάρ, που ακολούθησε στα ίχνη του -, επίσης από τις λέξεις του. Όταν ο ίδιος στα 20 του έγραψε ένα πολιτικό τραγούδι που τραγουδήθηκε σ΄ όλο τον κόσμο, θεώρησε ότι η σιωπή στην οικογένεια είχε τελειώσει με τον πατέρα του. Παρακολουθώντας όμως τι παθαίνουν μικρά παιδιά παλαιστινιακής καταγωγής και ισραηλινής υπηκοότητας όταν λένε στο σχολείο τους δυο λέξεις για τα παιδιά της Γάζας, αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο οι άμεσοι πρόγονοι του, αλλά επίσης κι αυτός ο ίδιος, έχει «ένα νεκροταφείο λέξεων» μέσα του. Και καταλήγει ότι στη σύγκρουση «Παλαιστινίων κι Εβραίων» δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ ειρήνευση, όσο «η μια πλευρά κρατάει όλα τα γράμματα, τα ρήματα, τις συλλαβές και τους ήχους, ενώ η άλλη πλευρά κρατιέται κάτω απ’ το νερό ενός ωκεανού σιωπής…» Αυτό είναι τελικά το πρόβλημα και η σημασία της ιστορικής μνήμης, αντιμέτωπη με το «δικαίωμα στη λήθη».
Όχι, δεν είμαι απαισιόδοξη, δεν ξέρω γιατί το λέτε αυτό. Είμαι, αντιθέτως, «ιστορικά αισιόδοξη». Τ’ ότι λέω ότι στο διάστημα της ζωής μου δε φαίνεται ότι θα ευοδωθούν αυτά, για τα οποία παλέψαμε, δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με απαισιοδοξία, είναι απλώς μια ρεαλιστική εκτίμηση. Τ’ ότι πιστεύω ότι σήμερα ακριβώς, με την τροπή που έχουν πάρει σε παγκόσμιο επίπεδο τα πράγματα, ο κόσμος χρειάζεται αυτή ακριβώς την αλλαγή όσο ποτέ άλλοτε, δεν κοντράρει την πρώτη διαπίστωση. Σημαίνει «απλώς» ότι κάποια στιγμή οι βαθιές κοινωνικές ανάγκες που υπάρχουν θα οδηγήσουν ξανά στο ν΄ ανοίξει ένα ιστορικό παράθυρο ή πόρτα, σαν αυτό που άνοιξε το 2015 κι έκλεισε χωρίς να μπορέσει να περάσει κανείς. Και αυτοί που θα επιχειρήσουν, βέβαια, να περάσουν είναι όχι οι 70αρηδες κι οι 80ρηδες, αλλά νέοι άνθρωποι, όπως ήμασταν κι εμείς το 1973-1974. Γιατί στην ιστορία του κόσμου είναι πάντα οι νέοι άνθρωποι αυτοί που στις μεγάλες αλλαγές βγαίνουν μπροστά”.
Για φινάλε, αφού έτσι και αλλιώς για βιβλίο μιλούσαμε, την ρωτήσαμε αν θα διαβάσει το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα: “Βεβαίως θα το διαβάσω, και με μεγάλη προσοχή. Μόλις το τελειώσει ο πρώτος από τους 4-5 φίλους μου που το έχουν αγοράσει και το διαβάζουν ακόμα”.