Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ
Ο Δημήτρης Καταλειφός μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση «Πριν ανοίξουμε φτερά» του Φλοριάν Ζελέρ που θα παρουσιαστεί από 9 Οκτωβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης/
Ο Δημήτρης Καταλειφός, ένας από τους πιο καταξιωμένους και αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, επιστρέφει στη σκηνή με έναν ιδιαίτερα συγκινητικό ρόλο στο έργο «Πριν ανοίξουμε φτερά» του Φλοριάν Ζελέρ.
Το έργο, σε σκηνοθεσία της Άννας Μαρία Παπαχαραλάμπους, είναι ένα βαθιά ανθρώπινο και πολυδιάστατο έργο που αγγίζει θέματα όπως η φθορά της μνήμης, η απώλεια και η οικογενειακή φροντίδα. Με την χαρακτηριστική δεξιοτεχνία του Ζελέρ να ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, το έργο φέρνει στην επιφάνεια τις λεπτές ισορροπίες της ζωής, τα αιώνια δίπολα του παρόντος και του παρελθόντος, της αγάπης και της απώλειας.
Ο σπουδαίος Δημήτρης Καταλειφός αναλαμβάνει έναν ρόλο που απαιτεί μεγάλη συναισθηματική ένταση και ταυτόχρονα μία ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια.
O ίδιος λέει: “Αυτό το έργο γράφτηκε το 2016. Ο Φλοριάν Ζελέρ είναι ένας συγγραφέας που τα τελευταία δέκα χρόνια έχει καταφέρει να κερδίσει διεθνή αναγνώριση και είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους θεατές. Στην Ελλάδα, έργα του όπως ο “Πατέρας”, ο “Γιος” και η “Αλήθεια” έχουν παρουσιαστεί με επιτυχία. Το “Πριν ανοίξουμε φτερά”, ήταν ένα άγνωστο έργο για μένα μέχρι που μου το σύστησε η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους. Το διάβασα και με συγκίνησε βαθιά, γιατί αγγίζει θέματα αληθινά ανθρώπινα.
Το έργο αφορά μία οικογένεια και την απώλεια του ενός από τους δύο συζύγους. Θίγει τη σχέση που είχαν αυτοί οι δύο άνθρωποι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους απέναντι στον επιζώντα σύζυγο. Τι συμβαίνει όταν χάνεται ο ένας από το ζευγάρι; Πώς το διαχειρίζεται ο ίδιος ο επιζών και τα παιδιά του; Αυτή η καθημερινή πραγματικότητα είναι τόσο κοινή και τόσο δυνατή και ο Ζέλερ καταφέρνει να δημιουργήσει κάτι εξαιρετικά σύνθετο και βαθύ. Η γραφή του, επηρεασμένη και από τον Πίντερ, περιέχει πάντα κάτι αινιγματικό, κάτι που προκαλεί τη σκέψη και την αναζήτηση του θεατή. Αυτό το στοιχείο του αινίγματος είναι και αυτό που κάνει το έργο τόσο μαγευτικό.
Η αλήθεια, σύμφωνα με τον Ζελέρ, είναι κάτι εξαιρετικά υποκειμενικό. Ο τρόπος που διηγείται τις ιστορίες του και τα έργα του απαιτεί τη συμμετοχή του θεατή, ο οποίος καλείται να συμπληρώσει τα κενά.
Αν και το έργο ασχολείται με θέματα καθημερινά και γνώριμα – όπως η αγάπη, η μνήμη, η φθορά, τα γεράματα, οι γονείς και τα παιδιά- ο συγγραφέας επιλέγει να τα “προσφέρει” με έναν τρόπο αποσπασματικό, δημιουργώντας μια αίσθηση ποιητικότητας.
Υπάρχει λέξη “θραύσματα” στο έργο, που μου έκανε έντονη εντύπωση. Όταν σκέφτομαι το έργο, η λέξη που έρχεται στο μυαλό ήταν “θραύσματα από ζωές”. Ζωές χωρίς σαφή εξήγηση, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, σαν αποσπάσματα από την καθημερινότητα. Αυτή η αίσθηση της αποσπασματικότητας έχει μία γοητεία, τουλάχιστον για εμάς και ελπίζω να έχει και για το κοινό. Το έργο δεν προσφέρει απαντήσεις στο πιάτο, και αυτό το κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον, γιατί καλεί τον θεατή να συμμετέχει ενεργά και να προσφέρει τις δικές του ερμηνείες”.
Σαν ένα παζλ που πρέπει να συνθέσεις τα κομμάτια…
Ακριβώς… Aν πετύχει η παράσταση ενός τέτοιου έργου, θα καταφέρει να σε συγκινήσει τόσο, ώστε να μην σε νοιάζει ακριβώς το να κατανοήσεις τα πάντα, αλλά το να αισθανθείς. Αυτό είναι το στοίχημα τόσο για το έργο αυτό, όσο και για την παράσταση οποιουδήποτε έργου του Ζελέρ. Γιατί σε όλα του τα έργα υπάρχει αυτό το στοιχείο του αινίγματος, του παζλ, των ρήξεων, των υπαινιγμών, όλα όσα δημιουργούν μια αίσθηση μυστηρίου και καλούν τον θεατή να μπλέξει και να συμμετάσχει στη διαδικασία της ερμηνείας, χωρίς να έχει όλα τα κομμάτια στο χέρι.
Εσείς πώς προσεγγίσατε τον ρόλο του Αντρέ;
Διάβασα πολύ το έργο και προσπάθησα να ακολουθήσω το νήμα όπως το περιγράφει ο Ζελέρ. Βασίστηκα δηλαδή πολύ στο κείμενο, στις κινήσεις που κατά στιγμές υποδεικνύει. Είναι μία παρτιτούρα κίνησης και λόγου, την οποία πιστεύω ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει να την ακολουθήσει.
Η κατασκευή του έχει μία αυστηρότητα, η οποία δεν σου επιτρέπει να το εξηγήσεις. Δεν πρέπει να επέμβεις υπερβολικά, γιατί ο συγγραφέας το έχει ήδη φροντίσει. Είναι σαν να το έχει χορογραφήσει, σαν να έχει συνθέσει μουσική δωματίου.
Μιλήστε μου για την σκηνοθεσία και τη συνεργασία σας με την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους…
Την Άννα Μαρία τη γνώριζα ελάχιστα. Με πήρε τηλέφωνο και μου πρότεινε αυτό το έργο. Ήταν πολύ συμπαθητική και ένιωσα ότι το έργο την συγκινούσε πραγματικά και ήθελε να το ανεβάσει. Έτσι αποφάσισα να δεχτώ την συνεργασία μας. Αυτό που με εντυπωσίασε είναι ότι η ήταν πάρα πολύ ανοιχτή. Υπήρξε διάλογος, δοκιμές, και γενικά υπήρξε ένα κλίμα ελευθερίας και δημιουργικότητας, το οποίο μου ταιριάζει πολύ. Δεν μπορώ να εκτελώ απλώς σκηνοθετικές οδηγίες χωρίς να συμμετέχω δημιουργικά. Μου άρεσε που η Άννα Μαρία, ίσως επειδή είναι και ηθοποιός, καταλαβαίνει και σέβεται την ανάγκη για δημιουργικότητα από την πλευρά του ηθοποιού.
Ας πάμε λίγο στις δυναμικές της οικογένειας του έργου. Γιατί ιδιαίτερα σήμερα, συζητάμε έντονα για τους μεγαλύτερους ανθρώπους και το ζήτημα της απώλειας μνήμης, της φθοράς.
Το τι γίνεται τον γονιό που μένει πίσω, είναι ένα πρόβλημα σύνηθες στις μέρες μας που ο θεσμός της οικογένειας έχει ταρακουνηθεί. Τα παιδιά είναι πνιγμένα στις δουλειές τους, στις υποχρεώσεις τους και απομακρύνονται. Και ξαφνικά έρχεται η στιγμή που η νεότερη γενιά καλείται να χειριστεί αυτό το θέμα των γονιών, οι οποίοι είτε αρρωσταίνουν είτε μένουν μόνοι.
Στα παλαιότερα χρόνια, ειδικά όταν γεννήθηκα εγώ, τη δεκαετία του ’50, ήταν αυτονόητο ότι οι γονείς ζούσαν στο σπίτι με τα παιδιά και τα εγγόνια, ό,τι πρόβλημα κι αν υπήρχε. Σιγά σιγά, οι γυναίκες βγήκαν στην αγορά εργασίας και οι θεσμοί άλλαξαν. Αυτή η αλλαγή έχει μεγεθύνει το πρόβλημα, γι’ αυτό και βλέπουμε την εμφάνιση πολλών ιδρυμάτων, γηροκομείων και οίκων ευγηρίας. Πλέον είναι πολύ δύσκολο για τα παιδιά να τα βγάλουν πέρα με τη δική τους οικογένεια πόσο μάλλον με τους γονείς τους.
Αυτά τα ζητήματα θίγονται στο έργο, βέβαια με έναν πιο αποσπασματικό και πιο αφαιρετικό τρόπο κάτι που το κάνει και πιο δύσκολο για τους ηθοποιούς, άρα και πιο ποιητικό.
Το έργο τελειώνει χωρίς απάντηση. Και εκεί είναι που μπαίνει η ποίηση, αυτή η υπέρβαση που προέρχεται από το μυαλό του ανθρώπου που αναζητά καταφύγιο στη φαντασία. Είναι σαν να σου λέει το έργο ότι υπάρχει κάτι πέρα από τον ρεαλισμό των καταστάσεων – γιατί το εδώ των πραγμάτων είναι πάντα τραγικό, γεμάτο φθορά, αρρώστια και θάνατο. Αυτό το «πέραν» είναι η ποίηση, η τρέλα, η παραίσθηση, η ψευδαίσθηση. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, “πάντα στην καταιγίδα υπάρχει ένα άγνωστο πουλί που σε παρηγορεί και σε καθησυχάζει”. Αυτό το άγνωστο πουλί είναι το έργο – μία χαραμάδα αισιοδοξίας που προκύπτει από το πουθενά.
Το έργο αυτό μας ενεργοποιεί φόβους. Εσάς σας έφερε απέναντι στον χρόνο και στη φθορά;
Φυσικά. Το έργο θυμίζει όλα αυτά τα θέματα που μας απασχολούν σε καθημερινή βάση. Αλλά το κάνει με έναν τρόπο που δεν είναι καταθλιπτικός ή βαρύς. Αντιθέτως, έχει χιούμορ, έχει μια λεπτότητα.
Η τέχνη, γενικά, είναι φτιαγμένη για να μας θυμίζει πράγματα, καλώς ή κακώς. Μας ξύνει πληγές, μας κάνει να σκεφτούμε. Μας υπενθυμίζει όσα έχουμε ζήσει ή όσα ενδέχεται να ζήσουμε.
Ο χρόνος είναι αυτό το ένα πράγμα από το οποίο κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί. Μας κυνηγά σε όλη μας τη ζωή. Μεγαλώνουμε, γερνάμε, έχουμε κάνει πράγματα που δεν διορθώνονται—όλα αυτά είναι αλήθειες που μας συντροφεύουν αδιάκοπα.
Και τελικά, η πιο τραγική αίσθηση στη ζωή είναι ότι ο χρόνος μάς κλέβεται αθόρυβα, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, μέχρι που συνειδητοποιούμε πως δεν μας έχει απομείνει πια άλλος.
Ο χρόνος είναι ο πρωταγωνιστής της ζωής μας.
Πριν ανοίξουμε φτερά. Αυτά τα φτερά, τι συμβολίζουν;
Τα φτερά συμβολίζουν την αποχώρησή μας. Το πάνω, λοιπόν, είναι σαν να φεύγουμε προς τα ψηλά, σαν το πουλί που ανοίγει τα φτερά του και ανυψώνεται, αφήνοντας πίσω του τη γη και τα βάρη της. Είναι η εικόνα αυτού του ελαφρού που προσπαθώ να αποδώσω, το πέρασμα σε μια νέα κατάσταση.
Είναι μια πολύ λυρική εικόνα…
Ναι, είναι μια περίεργη, σχεδόν μεταφυσική απογείωση. Όταν ανεβαίνουμε προς τα πάνω, τα πράγματα γίνονται πιο ήρεμα, πιο αρμονικά. Στη γη, υπάρχουν όλα αυτά τα προβλήματα, η φθορά, η απώλεια. Τα πουλιά, λόγω του πετάγματος, έχουν αυτή την αίσθηση της ελευθερίας που εμείς, οι άνθρωποι, δεν την έχουμε. Η πτήση τους είναι μια υπενθύμιση της ελευθερίας που μας διαφεύγει.
Και μία ελπίδα, ότι εκεί πάνω θα είναι κάτι καλύτερο.
Τι να κάνει ο άνθρωπος, αν όχι να επινοεί κάτι για να αντέξει; Το έργο περιέχει και μία φράση που μου αρέσει πολύ, έστω και ως παρηγοριά. Λέει: «Νομίζεις ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν; Και όμως δεν είναι πάντα έτσι.»
Αυτό μου θυμίζει πολύ και από την προσωπική μου ζωή, αλλά και το σπουδαίο μυθιστόρημα του Τζόυς “Οι Νεκροί”, που λέει ότι όσο θυμόμαστε έναν άνθρωπο, εκείνος συνεχίζει να υπάρχει. Και εγώ, έχω χάσει ανθρώπους και μερικές φορές τους νιώθω κοντά μου. Σαν η ζωή να μας προσφέρει μια μεταφυσική ελπίδα, ότι δεν χάνονται τα πάντα όταν πεθάνει κάποιος. Η φαντασία αναπληρώνει πολλές φορές την απώλεια. Μπορεί να δεις στον ύπνο σου τον χαμένο φίλο ή τη χαμένη φίλη και για μερικά δευτερόλεπτα, ακόμα και στο όνειρο, να νιώσεις ότι είστε πάλι μαζί. Υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, κάτι που ίσως μας κάνει να επινοούμε παρηγοριές και να συνεχίζουμε να ζούμε με τους ανθρώπους που έχουμε χάσει.
Αισθάνομαι ότι σας αρέσει πολύ αυτό το έργο…
Μου αρέσει γενικά κάθε έργο που είναι καλά γραμμένο και που αγγίζει θέματα που με συγκινούν, όπως το θέμα του χρόνου. Ναι, γιατί είναι ένα θέμα που με συγκινεί ιδιαίτερα, ειδικά τώρα που γερνάω. Ο χρόνος είναι κάτι που πάντα με απασχολεί. Και φυσικά και οι απώλειες. Δυστυχώς, οι άνθρωποι ζούμε συνεχώς με ανθρώπους γύρω μας, και κάποια στιγμή τους χάνουμε. Και αυτό, είναι κάτι τρομερό για όλους μας.