Ο ΠΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΡΑΜΑ ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ ΚΑΙ ΣΤΑΘΗ ΨΑΛΤΗ
Ένας από τους πιο αναγνωρισμένους ηθοποιούς της νέας γενιάς, κυκλοφορεί σε λίγες μέρες την πρώτη του ταινία, το “Η αγάπη το βάζει στα πόδια”. Και έχει ήδη την προσοχή μας.
Κατευθείαν στο YouTube.
Την ταινία του θέλει να τη δουν. Αυτό τον νοιάζει. Οπότε στις 19 Ιουνίου, εκεί θα βγάλει το -πραγματικά πολύ αστείο- “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” ο Πάνος Παπαδόπουλος. Εκεί θα κάνει πρεμιέρα και εκεί θα συνεχίσει να προβάλλεται.
Του αρέσει που η γενιά του έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια της και δεν περιμένει κάποιον να τους δώσει μια ευκαιρία. “Τη δημιουργούμε μόνοι μας. Ανεβάζουμε κάτι στο YouTube και περιμένουμε να δούμε αν θα πάει. Και πολύ συχνά πάει. Όπως έκαναν και οι Σκιαδαρέσες”, μου λέει, καθώς καθόμαστε σε ένα απ’ τα τραπεζάκια του Άλσους, λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η “Ταράτσα του Φοίβου”, όπου συμμετέχει και ο ίδιος.
Και το ίδιο είχε κάνει και στο θέατρο μου εξηγεί. Μαζί με μια παρέα από το Εθνικό, ανέβασαν το “Έξυπνο πουλί” του Φεντό και έκανε τους ανθρώπους του θεάτρου να τον προσέξουν. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Και κάπως έτσι θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της νέας γενιάς.
Πες μου λίγο για την ταινία. Πότε σου έρθει η ιδέα;
Είχαμε γράψει ένα σενάριο με τον Τάκη Παπαναστασίου -φίλος και σκηνοθέτης- αλλά τελείως αφελώς. Καθόμασταν δηλαδή σε έναν καναπέ, έλεγα εγώ διάφορες ατάκες και αυτός τις έβαζε σε μια ραχοκοκαλιά, έφτιαχνε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο που μπορούσαν να σταθούν.
Το κάναμε σαν παιχνίδι. Πέρασε πάρα πολύς καιρός που αυτό δεν το κάναμε κάτι και τον καιρό της πανδημίας, εμένα μου κρατούσε τρομερή συντροφιά το YouTube. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι…
Τι μπορεί να έβλεπες στο YouTube; Συγγνώμη που σε διακόπτω.
Τώρα μου θέτεις πολύ καυτά ερωτήματα.
Θα τα πεις όλα εδώ πέρα.
Έβλεπα απίστευτα πράγματα. Από Ερωτοδικείο μέχρι…
Α, είσαι φαν του καλτ του ’90 και του 2000; Αυτών των εκπομπών;
Ναι, είμαι φαν σε οτιδήποτε είναι υπερβολικό και οδηγεί σε μια υπέρβαση.
Όπως ο Μίστερ Μπούτιας, πχ; Είναι μια υπέρβαση;
Είναι σχεδόν φελινικό να το βλέπεις αυτό. Είναι κάποια πράγματα που κινδυνεύουν τόσο πολύ να θεωρηθούν cult, που στο όριο αγγίζουν την πιθανότητα της τέχνης.
Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Είναι σαν παράλογο που χάνει την ψυχραιμία του, που ξαφνικά βγαίνει τόσο πολύ από την κλασική φόρμα, που δεν μπορείς σχεδόν ούτε να το κρίνεις. Είναι αδιαπραγμάτευτο.
Έβλεπα πολύ YouTube, ναι, εκπομπές, οτιδήποτε. Και σκεφτόμουν ότι θα ήταν πολύ ερεθιστικό για μένα να δημιουργήσω κάτι για αυτήν την πλατφόρμα.
Επίσης, ο τρόπος που γυρίστηκε αυτή η ταινία εμπεριείχε από την αρχή μια σκέψη ότι είναι σαν ένα μεγάλο βίντεο κλιπ. Δεν τη σκεφτόμουν ακριβώς σαν μια κινηματογραφική ταινία.
Οπότε δεν προέκυψε μετά να πεις ότι “παιδιά, καλύτερα να μην τη βγάλουμε σινεμά. Ας τη βγάλουμε κατευθείαν στο YouTube”. Το ήθελες από την αρχή αυτό.
Ναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσα να την κάνω μια πρώτη προβολή σε μια αίθουσα, αλλά δεν ξέρω.
Γενικά είμαι και λίγο των ανάποδων πραγμάτων. Θα μου άρεσε δηλαδή να κάνει πρώτα μια ροή στο YouTube και άμα δούμε ότι τραβάει και δημιουργεί μια κουβέντα γύρω του, ίσως να είχε πλάκα να παιχτεί μετά και στον κινηματογράφο.
Και τι αφορά;
Μου αρέσει να λέω ότι η ταινία είναι ένα κράμα Γούντι Άλεν με Στάθη Ψάλτη.
Νομίζω ότι όλο το θέμα της ταινίας είναι η άρνηση της ενηλικίωσης και αυτού του φαινομένου του αναχωρητισμού, που βασανίζει πάρα πολύ τη δική μου γενιά. Μου φαίνεται πάρα πολύ ισχυρό αυτό, το ότι εγκαταλείπουμε τα πράγματα προτού τα δούμε να συμβαίνουν.
Για παράδειγμα, ο ήρωας μου βγαίνει ραντεβού με διάφορες κοπέλες και τις διώχνει προτού τον διώξουν. Είναι σαν να ντρέπεται να διεκδικήσει την πιθανότητα της αποδοχής.
Και αυτό που τον παρουσιάζεις ως ένα παλιό ξεχασμένο παιδί-θαύμα, πώς σου ήρθε;
Μου αρέσει πάρα πολύ το Sunset Boulevard. Τρελαίνομαι. Και η σκέψη ότι ένας άνθρωπος ζει ξεχασμένος, με συγκινεί.
Και με συγκινούν και αυτοί οι χαρακτήρες που έχουν μια ισχυρή ακλόνητη πίστη ότι η ζωή τους αύριο μεθαύριο πρόκειται να αλλάξει. Ότι κάτι πολύ όμορφο τους περιμένει στην άλλη πλευρά του δρόμου, το οποίο όμως εμείς ως κοινό γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατο να γίνει πραγματικότητα.
Και εδώ στην περίπτωση της ταινίας σου που υποδύεσαι έναν ηθοποιό, πώς το ξέρουμε από πριν;
Εδώ φαίνεται ότι αποκλείεται κάποιος να τον ζητήσει να παίξει αλλά αυτός πιστεύει το αντίθετο. “Τώρα έχω προτάσεις. Τώρα με θέλουν. Τώρα θα αγαπηθώ. Τώρα θα επιστρέψω σε κάτι που δεν με έχουν ξεχάσει”.
Αυτό, λοιπόν, μου φαίνεται πολύ σπαρακτικό.
Ο ήρωάς σου έχει το αληθινό σου όνομα, λέγεται κι αυτός Πάνος Παπαδόπουλος. Πού ξεκινάς και πού τελειώνεις εσύ όμως; Ποια πραγματικά στοιχεία του χαρακτήρα σου έχεις βάλει μέσα. Πχ ο ήρωας είναι πολύ ντροπαλός. Είσαι και εσύ;
Ναι, το έχω αυτό. Επίσης σίγουρα έχω την άρνηση της ενηλικίωσης, πιστεύω ακράδαντα ότι πάσχω από πιτερπανισμό. Όπως και την έλλειψη της ευθύνης. Βλέπεις ότι αυτός είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ζει χάρη στον κολλητό του. Νιώθεις ότι τον έχει αναλάβει τελείως.
Έχω κι εγώ αυτήν την αίσθηση του ότι δεν θέλω να τελειώσει το παιχνίδι. Και ευτυχώς αυτή η μορφή παιχνιδιού νομιμοποιείται και με τη δουλειά μου, με το θέατρο.
Επίσης, και εγώ όπως και όλοι μας συμμετέχουμε με έναν τρόπο σε αυτό το παιχνίδι του κυνηγητού της αγάπης. Που νιώθεις ότι τη βρίσκεις, την πιάνεις και μετά τη χάνεις.
Έχεις μία σπιτονοικοκυρά που σε κυνηγάει και θέλει να πληρώνεις το ενοίκιο με σεξ. Μου θύμισε αυτήν από το The Κόπανοι.
Ακριβώς αυτή είναι η αναφορά. Η Φρύνη Αρβανίτη, ναι.
Χαίρομαι γιατί μέχρι εκεί είναι το επίπεδο μου. Και τι κάνει στην ταινία; Ψάχνει και αυτή την αγάπη;
Ναι, και νομίζω ότι τη διεκδικεί με μεγαλύτερη γενναιότητα από τους άλλους.
Ισχύει αλλά δεν είναι και πιο απελπισμένη αυτή;
Ναι, αλλά είναι και πιο ελεύθερη. Σου λέει “θέλω αυτό, το ζητάω, το κάνω”. Μου φαίνεται σχεδόν συγκινητική η καλοσύνη της, η ανοιχτωσιά της απέναντι σε αυτό.
Ο καθένας την προσεγγίζει διαφορετικά την ιστορία του κυνηγητού, της επιθυμίας.
Και για πες μου λίγο σε τι είναι Ψάλτης η ταινία και σε τι είναι Γούντι Άλεν;
Ένα χαρακτηριστικό και των δυο είναι ότι έχουν στις ταινίες τους μία ιδιοσυγκρασιακή αντιμετώπιση των καταστάσεων. Και υπάρχει αυτό εδώ μαζί με μια στρεβλή αντιμετώπιση.
Επίσης φλερτάρει λίγο με αυτό που λέμε ‘80s βιντεοταινία. Βέβαια, οι ταινίες του Ψάλτη είναι παρεξηγημένες γιατί δεν ήταν βιντεοταινίες αλλά σινεμά.
Αλλά αυτό που εμείς θα μπορούσαμε να κακολογήσουμε ως βιντεοταινία, εμένα μου φαινόταν σαν ένα πολύ ωραίο καύσιμο για να δημιουργηθεί αυτό.
Μοιάζει και σε τίποτα άλλο με Γούντι Άλεν;
Στη θεματική του, έχει αυτό το παράλογο… ότι η κατάσταση τρέχει πιο γρήγορα από εμάς και εμείς μένουμε πίσω να την κυνηγάμε. Αλλά το κάνουμε και με μια απάθεια.
Σχολιάζουμε όσα γίνονται με μια απάθεια την ώρα που αυτά εκρήγνυνται.
Έχει και μια πόζα συνέχεια ο ήρωάς σου, ένα θεατράλε.
Είναι το έλλειμμα του να εκτονωθεί.
Εμένα με συγκινεί όλο αυτό για κάποιο λόγο. Θεωρώ ότι είναι κάπως μελαγχολική ταινία.
Από αληθινές καταστάσεις που έχεις ζήσει, τι έχεις περάσει μέσα; Πχ είχες και εσύ ποτέ έναν συγκάτοικο που σου έκλεβε αυτή που γούσταρες;
Δεν είναι και τόσο αυτοβιογραφικό, η αλήθεια είναι.
Έχεις όμως μέσα σίγουρα ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο: και εκεί και στην αληθινή ζωή έμεινες στο πρώτο έτος της δραματικής.
Ναι, αυτό έχεις δίκιο. Αλλά γενικά αυτή η ιστορία έχει γραφτεί μόνο και μόνο για να δημιουργηθούν τα προβλήματα που τον απασχολούν όπως η φθαρτότητα του έρωτα σαν αίσθηση. Νομίζω ότι είναι και ένα παιχνίδι αυτό που καμιά φορά προτιμάς κάτι να μην φθαρεί, να μην το δεις να εκπίπτει. Προτιμάς να χαθεί γιατί έτσι διατηρείς μια μυθοποίηση του έρωτα.
Εν τω μεταξύ, αυτός είχε μυθοποιήσει όλο το παρελθόν του από ό,τι βλέπουμε.
Ναι, και αυτό είναι ένα στοιχείο δικό μου, μια παρελθοντολαγνεία.
Πώς βρέθηκε να συγκατοικεί με έναν φίλο του;
Έχει ένα φοβερό ταλέντο στο να επιβιώνει και έτσι προσκολλήθηκε στον κολλητό του. Είναι ένας χαριτωμένος παραμυθάς που δεν μπορείς και να του κακιώσεις. Λέει ψέματα, ότι πχ “δώσε μου λεφτά γιατί πρέπει να κάνω αυτό…”.
Άλλη αληθινή εμπειρία που θα έλεγες ότι έχεις περάσει μέσα;
Δεν πάμε σε περιστατικά, πάμε σε ιδιοσυγκρασίες και συναισθήματα. Υπάρχει ένα μεγάλο αίτημα αποδοχής και αγάπης που το έχω και εγώ πάρα πολύ.
Μπορώ να σου πω ότι και τη δουλειά αυτή την κάνω με αυτήν την πιθανότητα.
Είδα που το έλεγες ότι και στο σχολείο δεν πέρναγες καλά και ότι βρήκες τις σχολικές θεατρικές παραστάσεις τότε για να γίνεις πιο αποδεκτός.
Για να επικοινωνώ, ναι.
Δεν τελειώνει αυτό κάποτε;
Νομίζω δεν τελειώνει, δυστυχώς.
Κάπως μετριάζεται, ίσως;
Ελπίζω. Θα ήταν πολύ γόνιμο να ημερεύσει, αλλιώς είναι σαν να κυνηγάς την ουρά σου.
Εμένα μου φαίνεται και μελαγχολικό αυτό το στοιχείο του ότι τα πράγματα στη ζωή μας είναι τρομερά αχειροποίητα. Δηλαδή όταν μια καλή στιγμή περάσει, δεν μπορούμε να την πάρουμε και να κοιμηθούμε αγκαλιά μαζί της. Οι καλές μας αναμνήσεις ή οι κακές μας γίνονται φωτογραφίες, το οποίο εμένα, με συντρίβει σαν σκέψη.
Τι πιστοποιεί ότι ζήσαμε κάποιες ευτυχισμένες στιγμές όταν παύει η στιγμή να ισχύει;
Αν κανείς χάσει το μυαλό του δηλαδή, αυτή η στιγμή είναι σαν να την είδε στον ύπνο του.
Σαν να μη συνέβη ποτέ λες.
Ναι. Αυτό με τρομάζει. Και γι’ αυτό, ίσως, μου αρέσει και ο κινηματογράφος που κάπως εγκλωβίζει τα πράγματα. Και πιστεύω ότι με έναν τρόπο, εμπεριέχει και τη ζωή μας. Δηλαδή, το ότι εγκλωβίζεσαι σε μια στιγμή που εσύ παίζεις ένα χαρακτήρα, καμιά φορά είσαι πιο πολύ εσύ από ό, τι είσαι στην ίδια σου τη ζωή που σου ξεφεύγει μέσα απ’ τα χέρια.
Από τις αυθόρμητες στιγμές εννοείς;
Ναι, γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ποιοι είμαστε. Δηλαδή, εγώ δεν μπορώ να σου απαντήσω ότι εγώ είμαι αυτό, και ο ρόλος μου είναι αυτό. Οπότε, με έναν τρόπο, βλέποντας το κομμάτι αυτού του εαυτού μου εγκλωβισμένο μέσα σε αυτό το γύρισμα, πιστεύω ότι βλέπω και μια μεγάλη ποσόστωση του αληθινού μου εαυτού, με τις ανάγκες του να αγαπηθεί, να επικοινωνήσει, να καταγράψει μια στιγμή που θα του ξεφύγει.
Νομίζω ότι παίζοντας είμαστε, καμιά φορά, περισσότερο ο εαυτός μας, παρά κάποιος άλλος.
Εννοείς γενικά; Ότι και στο θέατρο σου συμβαίνει αυτό; Όχι μόνο στα δικά σου κείμενα;
Ναι. Φτάνεις, πολλές φορές παίζοντας, να συναντήσεις ξαφνικά μια ειλικρίνεια, πολύ δική σου, που έχει ως αφορμή τα λόγια κάποιου άλλου. Και που εσύ δεν την είχες οργανώσει, δεν την είχες προβλέψει.
Τρυπώνει την ώρα που τη λες.
Νομίζω ότι γίνεσαι περισσότερο ο εαυτός σου παίζοντας.
Αυτό μπορεί να γίνει και σε κόντρα ρόλους;
Βέβαια. Πιστεύω ότι κάθε ρόλος έχει ένα σημείο με το οποίο συναντιέσαι.
Ξεκινάω λοιπόν, ψάχνοντας να βρω πού συναντιέμαι εγώ μαζί του. Και μετά τυλίγω το νήμα του κουβαριού από την ανάποδη πλευρά, ούτως ώστε να συναντηθώ και με τον ρόλο.
Αλλά ξεκινάω από κάτι που εγώ το καταλαβαίνω πολύ, που μιλάει πολύ μέσα μου.
Υπάρχει ρόλος που έχεις κάνει που δεν μιλούσε καθόλου μέσα σου;
Όχι, δεν μου έχει τύχει ποτέ να μην αγαπήσω κάτι παίζοντάς το.
Άσχετο. Αν σε πιάσουν τώρα οι συνάδελφοί σου, οι άνθρωποι από το χώρο του σινεμά και σου πούνε “εμείς κάνουμε τώρα μια προσπάθεια να κρατήσουμε τις αίθουσες ανοιχτές, να σώσουμε το σινεμά, και εσύ μου πας στο YouTube; Τι είναι αυτά;”.
Κοίτα, δίκιο θα έχουν αν θεωρήσουμε ότι αυτό που έχω γυρίσει είναι ταινία, αλλά εγώ το θεωρώ ένα μεγάλο βιντεοκλίπ.
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω αυτό που φτιάξαμε, έχει μέσα αναπόσπαστα το στοιχείο του ευτελούς. Απευθυνόμουν απ’ την αρχή σε μια πλατφόρμα όπως το YouTube.
Έχει γυριστεί με πολύ απλοϊκό τρόπο, δεν είναι γυρισμένο με κινηματογραφικούς όρους.
Πάντως σίγουρα δεν είναι και με τηλεοπτικούς όρους, δηλαδή δεν ένιωθα ότι έβλεπα κάποιο σίριαλ με τις κάμερες που κάνουν συνέχεια τα ίδια πλάνα κλπ.
Όχι αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι έκανα μια μεγάλου μήκους ταινία. Επίσης είναι η διάρκεια της που είναι μια ώρα δείχνει ότι δεν στέκει για μια μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα.
Δεν είναι ούτε μικρού ούτε μεγάλου μήκους.
To έχεις δέσει από παντού, έτσι;
Είδες; Είναι η μοίρα της το YouTube.
Μήπως απογοητεύτηκες παλιότερα με καμιά ταινία που είχες κάνει και γυρνούσες τα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, όπως γίνεται με πολλές ελληνικές και όταν επιστρέψατε εδώ δεν πήγε ο κόσμος να τη δει; Σου φάνηκε κάπως μάταια αυτή η διαδικασία;
Όχι, κοίτα, πολλές ελληνικές ταινίες έχουν μια σπουδαία πορεία στα φεστιβάλ.
Ναι, πάνε καλά αλλά μετά εδώ δεν πάει κανείς να τις δει.
Αυτό είναι που με στενοχωρεί, ότι δεν υπάρχει κοινό που πηγαίνει στο σινεμά να δει ελληνική ταινία. Αυτό δεν ξέρω πώς παλεύεται.
Έχουν γίνει κάποιες με γενναίες προσπάθειες στις πλατφόρμες.
Είναι δυσανάλογος ο κόπος που κάνει κανείς να δημιουργήσει μια ταινία.
Μπροστά στον κόσμο που τελικά τη βλέπει;
Ακριβώς. Και μου φαίνεται και άδικο κιόλας. Ίσως υποσυνείδητα να ήταν κι αυτός ένας λόγος που με έσπρωξε και σε κάτι τόσο καμικάζι όπως λέγαμε.
Σκεφτόμουν ότι στο YouTube ταξιδεύει πολύ πιο εύκολα, αν είναι να ταξιδέψει.
Άσχετο, αλλά τον Στάθη Ψάλτη τον είχες γνωρίσει, έτσι; Τον είχες δει να παίζει σε μια παράσταση νομίζω;
Όχι, παίζαμε παρέα σε μια παράσταση, στον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα”. Έκανε την παραμάνα της Ιουλιέτας και μάλιστα και πάρα πολύ καλά. Εκεί με είδε να παίζω πρώτη φορά και ήταν πολύ συγκινητικός. Μου είπε πολύ ωραία λόγια.
Πιστεύεις ότι ένιωθε ότι αλλού τον πήγε η καριέρα του και η ζωή του από εκεί πού πραγματικά θα ήθελε; Ότι θα ήθελε αλλιώς να τον θυμούνται;
Δεν ένιωσα αυτό. Ένιωθα ότι είναι χαρούμενος με αυτά που έχει κάνει.
Μας είχε πει και κάποιες ιστορίες, ότι του είχαν προτείνει και άλλα πράγματα, όπως πχ ο Βολανάκης του είχε προτείνει να κάνει τον Τειρεσία στην Επίδαυρο και είχε φοβηθεί και είχε πει όχι.
Ενώ είχε γίνει πια διάσημος;
Ναι. Είχε και μια συγκινητική εγκράτεια σε κάποια πράγματα. Ήξερε τα λόγια του πρώτος. Έφευγε τελευταίος από την πρόβα. Ήταν πολύ παραδειγματικός.
Και σου λέω, με είχε συγκινήσει γιατί μόλις με είδε μια μέρα στην πρόβα, με ρώτησε το όνομά μου, μου είπε ότι θα σε βοηθήσω, θα σου δώσω το τηλέφωνο ενός παραγωγού μόλις τελειώσουμε από εδώ να πας να τον συναντήσεις. Και πράγματι έτσι έγινε.
Με πήρε τηλέφωνο αυτός ο παραγωγός για να βρεθούμε αλλά δεν μπόρεσα καν να πάω γιατί είχα ήδη κλείσει μια δουλειά. Αλλά πάντα το θυμάμαι πολύ τρυφερά.
Και φαντάζομαι ότι δεν θα είναι και πολλή συνηθισμένη αυτή η συμπεριφορά.
Δεν είναι συνηθισμένο να σε πλησιάσει κανείς να σου πει μια καλή κουβέντα. Γενικά είμαστε σε μια εποχή που οι άνθρωποι κινούμαστε διαρκώς και φοβάσαι να σταματήσεις να περπατάς, μη και σου τύχει τίποτα κακό.
Το να σταματήσεις για λίγο, να πλησιάσεις κάποιον και να του πεις κάτι θετικό, εμένα μου φαίνεται σχεδόν επαναστατικό στην εποχή μας.
Δεν σου αρκεί αυτό το θετικό comment στο ίντερνετ;
Καμιά φορά βλέπεις κόσμο που είναι πολύ τρυφερός μαζί σου και σου λέει “σ’ αγαπώ κτλ” και μετά συνειδητοποιείς ότι αυτός που αγαπάει εσένα μπορεί να αγαπάει και κάποιον άλλον που μπορεί να μην εκτιμάς. Οπότε είναι και λίγο σχετικό. Είναι και πολύ προσωπική η σχέση του θεατή με τον ηθοποιό, σχεδόν ερωτική.
Γιατί ασκείς μια γοητεία σε κάποιον, το οποίο βέβαια είναι κάτι το επικίνδυνο. Αλλά θέλω να πω δεν μπορούμε να ελέγξουμε το τι είναι αυτό το οποίο τραβάει τον άλλον κοντά σου.
Έχεις πει ότι σου αρέσει το παράλογο. Εδώ στην ταινία σου πού το συναντάμε;
Καταρχάς, αυτός προκειμένου να μην αντιμετωπίσει την πραγματικότητα διαστρεβλώνει τα πράγματα, δημιουργεί παράλογες ιστορίες. Αυτός όμως τις αντιμετωπίζει σαν ότι τώρα θα μιλήσουμε για κάτι που δεν υπάρχει.
Και οι άλλοι τις αποδέχονται όμως. Συνεχίζουν την κουβέντα κανονικά, σαν να μην έχει πει κάτι παράλογο. Είναι λίγο σουρεάλ.
Ναι, έχεις δίκιο. Αυτό το σουρεάλ στοιχείο που λέγαμε για το Ερωτοδικείο, όπου ξαφνικά αντιμετωπίζεις παράλογα πράγματα, για το ποιος θα κερδίσει τον τίτλο του μίστερ Μπούτια πχ. Και μιλάμε σοβαρά σαν να είναι ένας σημαντικός τίτλος.
Είναι αυτή η απενοχοποίηση της μη κανονικότητας που κάνει τους ανθρώπους και λίγο ευτυχισμένους. Δεν μπορείς και να το κρίνεις μετά από ένα σημείο.
Δηλαδή πιστεύεις ότι οι άνθρωποι αυτοί που έβγαιναν τότε σε αυτές τις εκπομπές ότι έκαναν τον άνθρωπο που ήταν λίγο διαφορετικός, που ένιωθε λίγο εκτός κοινωνίας να νιώθει καλύτερα; Να λέει “α, υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα”; Έδιναν μια παρηγοριά αυτές οι εκπομπές;
Δεν ξέρω να σου πω. Είναι πολύ λεπτό αυτό το ζήτημα. Αλλά μοιάζει σαν να έβρισκαν έναν χώρο μέσα στον οποίο μπορούσαν να υπάρξουν ευτυχισμένοι. Έναν χώρο αποδοχής.
Τώρα, κατά πόσο αυτό ήταν ουσιαστικά εναντίον τους, δεν μπορώ να σου το απαντήσω.
Έτσι και στην ταινία μου, είναι ένας χαρακτήρας ο οποίος με έναν τρόπο βρίσκει μια αποδοχή στο περιβάλλον του.
Υπάρχει κάποια ταινία που έχεις δει, που σου έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα και θες να νιώσει ακριβώς το ίδιο ένας άνθρωπος που θα τη δει τη δική σου ταινία; Να πεις “θέλω να νιώσει ακριβώς όπως ένιωσα εγώ όταν είδα την τάδε ταινία”.
Δεν ξέρω αν μπορεί να το νιώσει αυτό αλλά θα σου πω μια ταινία που είδα και έπαθα κάτι παρόμοιο: το “Il Postino”. Σπάραξα. Θυμάμαι ότι κατηφόρισα από το σινεμά -το είχα δει σε ένα θερινό στις Σπέτσες- και δεν σταμάτησα να κλαίω.
Βέβαια, αυτή είναι πολύ πιο συγκινητική ταινία, δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Γενικά δεν φιλοδοξώ κάτι να πάθουν, φιλοδοξώ με έναν τρόπο να νιώσει κανείς αυτό το συναίσθημα του πόσο πολύπλοκος είναι ο ανθρώπινος μηχανισμός. Να δει αυτό το ισχυρό αίτημα όλων μας να αγαπηθούμε και το πόσο η αγάπη είναι κάτι αχειροποίητο που σου γλιστράει.
Για παράδειγμα, έχασα τον γάτο μου σήμερα και προσπαθούσα να συνεννοηθώ για το τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Και μου λένε ότι μπορούμε να τον πάρουμε να τον θάψουμε ή ότι μπορούμε να πάρουμε τη σκόνη του.
Και σκέφτομαι τι να κάνω τη σκόνη ενός πλάσματος που το έχω αγαπήσει τόσο πολύ;
Γι’ αυτό μου αρέσει και ως τίτλος το “Η αγάπη το βάζει τα πόδια”, αν και η ταινία είναι ιδωμένη μέσα από ένα πιο ανάλαφρο πρίσμα.
Αλλά νιώθω ότι κατά βάθος έχει ένα βαθιά νοσταλγικό κομμάτι για το τι πιστοποιεί ότι συνέβη κάτι στη ζωή μας από τη στιγμή που παύει να ισχύει.
Και πολλές φορές λέμε οι άνθρωποι, ξέρεις, ότι εμπεριέχουμε τις αναμνήσεις μας, ότι είμαστε εμείς.
Αλλά εγώ μάλλον δεν έχω και σε τόσο μεγάλη υπόληψη τον εαυτό μου γιατί δεν μου αρκεί ότι οι αναμνήσεις μας είμαστε εμείς.
Απλά ξέρεις, συνήθως οι ηθοποιοί και όταν είναι και οι θεατρικοί κυρίως, το σνομπάρουν κάπως αυτό, το “να μείνει κάτι”.
Εμένα δεν μ’ αρέσει αυτό. Θέλω πάρα πολύ να μείνει κάτι.
Σειρές όμως δεν έχεις παίξει, από όπου θα μπορούσε να μείνει κάτι από εκεί.
Δεν έχω κάνει. Όποτε μου πρότειναν κάτι, ήταν κλεισμένες ήδη οι θεατρικές μου δουλειές. Και πολλές φορές ήταν και δικές μου ιδέες που είχαν οργανωθεί, οπότε δεν μπορούσα να τις αφήσω.
Αλλά το σινεμά το αγαπάω πιο πολύ απ’ την τηλεόραση, γιατί είναι κάτι που έχει μικρότερο χρόνο δράσης. Και αυτό μ’ αρέσει. Επειδή δεν είμαι άνθρωπος της υπομονής και σκέφτομαι ότι το να σε δεσμεύει μια σειρά για δέκα μήνες γυρίσματος έχει μια αγριότητα.
Ενώ στον κινηματογράφο, ξέρεις ότι αφιερώνεις τον εαυτό σου κάπου για έναν μήνα .
Και στο θέατρο όμως δεν σε δεσμεύουν;
Όχι με αυτόν τον τρόπο. Εκεί τα γυρίσματα πολλές φορές είναι δεκάωρα, έχεις και το πρωινό ξύπνημα που είναι εφιαλτικό. Πρέπει κάθε μέρα να είσαι και σε ένα άλλο σημείο.
Και επίσης το χειρότερο από όλα, θα σου πω ποιο είναι: έχεις μια βαθιά αγωνία να είσαι σε καλή μέρα κάθε μέρα γιατί είναι κάτι καινούργιο. Στέλνεις, δηλαδή, στο νευρικό σου σύστημα την πληροφορία με την ελπίδα ότι θα σε υπακούσει και σήμερα, γιατί αυτό που θα γυρίσετε θα το κάνεις μια και τελευταία φορά.
Δεν θα το ξαναπαίξεις. Δεν θα έχεις δεύτερη ευκαιρία.
Ακριβώς.
Την παράσταση δηλαδή που την παίζεις ολόιδια ξανά και ξανά δεν τη βαριέσαι.
Καμιά φορά. Εμένα το όριό μου ήταν φέτος που κάναμε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» με τον Θωμά Μοσχόπουλο που και πάλι το παίζαμε για τέσσερις φορές τη βδομάδα, όχι πέντε. Δοκιμάστηκε η αντοχή και η υπομονή μου και μάλιστα σε κάτι που το αγαπούσα πάρα πολύ.
Το βραβείο Χορν σημαίνει κάτι για σένα; Το λέω γιατί ήσουν δύο φορές υποψήφιος και δεν το πήρες και προσπαθώ να καταλάβω πώς το βλέπετε οι ηθοποιοί. Είναι κάτι που όντως το θέλετε, που το κυνηγάτε;
Κοίτα, ήμουν τόσο τυχερός στη δουλειά, με έχουν τόσο πολύ καλοδεχτεί στη συντεχνία και έχω ακούσει τόσο ωραία πράγματα από τους θεατές που θα ήταν άδικο να πω ότι “αχ μου λείπει ένα βραβείο για να νιώσω την πληρότητα αυτή”.
Αλλά θα σου πω ότι ευχαριστήθηκα πολύ τη χαρά της υποψηφιότητας γιατί είναι κάτι το οποίο το μοιραζόμαστε περισσότεροι άνθρωποι.
Θεωρώ ότι η υποψηφιότητα είναι πιο κοντά στη θεατρική διαδικασία, γιατί τη μοιράζεσαι με περισσότερο κόσμο, όπως μοιράζεσαι και το θέατρο και με τους θεατές.
Αν του χρόνου στα βραβεία Ίρις πάρει το βραβείο μια ταινία που είναι εκατό φορές χειρότερη από τη δική σου, αλλά εσύ δεν θα διαγωνιστείς επειδή την ανέβασες στο YouTube, θα σε πειράξει;
Νομίζω, όχι. Είναι και τόσο προσωπικό το μονοπάτι του καθενός και του κάθε πράγματος που δημιουργούμε, που δεν μπορείς να τα συγκρίνεις.
Δηλαδή, δεν μπορώ να καταλάβω ποτέ στην τέχνη, ακόμα και για ερμηνείες, πώς μπορούμε να λέμε αυτή η ερμηνεία ήταν καλύτερη από την άλλη. Μα αφού δεν διαγωνιζόμαστε στις ίδιες ερμηνείες και στις ίδιες παραστάσεις. Άλλο ρόλο έπαιξε αυτός, άλλο ρόλο έπαιξε ο άλλος.
Και μένα πάντα οι αγαπημένοι μου ηθοποιοί ήταν αυτοί που είχαν και μια “κατάρα”, κατά κάποιον τρόπο. Παραδείγματος χάριν η Γκλεν Γκλόουζ, που έχει υπάρξει οκτώ φορές υποψήφια για Όσκαρ και δεν το έχει πάρει ποτέ..
Μου αρέσει να είσαι οπαδός κάποιου που είναι ο αδικημένος της υπόθεσης.
Α, είσαι και ΑΕΚ δηλαδή;
Αν ασχολούμουν με το ποδόσφαιρο, ναι, θα μπορούσα.
Και για πες μου και για την Ταράτσα του Φοίβου.
Κοίτα έχουμε ξαναδουλέψει μαζί και στο “1821, Η Επιθεώρηση” και στα “Νούμερα” που έκανα ένα γκεστ.
Ο Φοίβος έχει έναν τρόπο που συνεργάζεται με τους ανθρώπους, που τους δίνει μια απόλυτη ελευθερία να είναι ο εαυτός τους και χαρούμενοι, που όταν σε φωνάξει, δεν μπορείς να του αρνηθείς. Πολύ σπάνια έχω συναντήσει αυτή την παιδική ελαφράδα.
Μου θυμίζει λίγο τον Πίτερ Παν ο Φοίβος. Είναι σαν να μην έχει ηλικία. Τον βλέπεις να καμαρώνει την ώρα που παίζει ο άλλος μαζί του και παίρνει ένα γέλιο.
Με ακινητοποιεί η γενναιοδωρία του. Είναι απίστευτα χορτασμένος και απορώ πολλές φορές που γράφει τις καλές ατάκες και τις δίνει κάπου αλλού.
Επίσης, έχει και ένα κοινό εδώ στην Ταράτσα, εντελώς καινούργιο για μένα, που ήθελα και εγώ να το γνωρίσω, να το συναντήσω.
Πιστεύεις ότι αυτό το κοινό μπορεί να μη σε έβλεπε στο θέατρο;
Ναι, δεν νομίζω ότι είναι αμιγώς θεατρικό κοινό αυτό. Είναι πιο πολύ μουσικό.
Που αν πηγαίνει θέατρο τι βλέπει;
Δεν ξέρω γιατί το θέατρο με έχει εκπλήξει τα τελευταία χρόνια. Ο κόσμος βλέπει πολύ θέατρο.
Γεμίζουν οι παραστάσεις. Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο που λέγαμε.
Η ταινία του Πάνου Παπαδόπουλου “Η αγάπη το βάζει στα πόδια” θα αρχίσει να προβάλλεται στο YouTube από τις 19 Ιουνίου.