Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΘΕΝΊΤΗΣ ΕΚΟΨΕ ΜΑΧΑΙΡΙ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΙ ΕΓΡΑΨΕ ΜΙΑ ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μετά από 36 χρόνια με ένα τσιγάρο στο χέρι, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος αισθάνθηκε σαν να αποχωρίζεται για πάντα ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Ίσως γι’ αυτό με το «Τσιγαμάκι», το νέο του βιβλίο και πρώτο που υπογράφει άκαπνος ων, μας κάνει να γελάμε με τα σοβαρότερα πράγματα στη ζωή.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014, ημέρα Δευτέρα, ώρα 8:30 το πρωί, μετά από 36 χρόνια καπνίσματος, ο Παύλος Μεθενίτης το έκοψε μαχαίρι. Έντεκα χρόνια αργότερα θυμάται ακόμη με λεπτομέρειες όχι μόνο το χωροχρονικό στίγμα αλλά και το ψυχοσωματικό του τη στιγμή της κρίσιμης απόφασης.
«Είχα αποφασίσει να το κόψω, πριν πάω, εκείνες τις αποφράδες πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, σ’ ένα δυαράκι που είχε αγοράσει ο πατέρας μου με το εφάπαξ στα Καμένα Βούρλα, το οποίο θεωρώ, εδώ και 40 χρόνια, κάτι σαν το ησυχαστήριό μου. Εκεί, μόνος μου, με τα βιβλία, τα γραψίματα και τις μουσικές μου, βρήκα το σθένος να το κόψω» λέει σήμερα ο συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Δεν ήταν ασφαλώς ένα και μοναδικό το τελευταίο τσιγάρο εκείνης της μέρας. «Χρειάστηκαν περισσότερα τσιγάρα – τρία. Ήπια τον καφέ μου, κάπνισα το τελευταίο μου (Άσσο Ιντερνάσιοναλ), πέταξα το υπόλοιπο πακέτο στα σκουπίδια μετά πόνου ψυχής, μάζεψα τα πράγματά μου, έκλεισα το σπίτι, και γύρισα στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ. Αισθάνθηκα σαν να αποχωρίζομαι για πάντα ένα αγαπημένο μου πρόσωπο».
Η απόφαση δεν ήταν παρορμητική απόφαση, το επεξεργαζόταν πολύ καιρό, ίσως έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι τότε όμως δεν είχε κάνει καμία απόπειρα.
«Δεν είμαι σαν κι εκείνους που χαριτολογούν λέγοντας πως “το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να κόψεις το τσιγάρο – εγώ το ‘χω κόψει δεκάδες φορές”. Δοκίμασα κάποια στιγμή να το μειώσω στα τέσσερα τσιγάρα την ημέρα, κάπως σαν να παίρνεις το φάρμακό σου, αλλά στάθηκε αδύνατον – αμέσως έφτασα στο κανονικό μου, τα δυο πακέτα ημερησίως» λέει στο NEWS 24/7 και παραδέχεται ότι εάν του αρκούσε το «φάρμακο» των τεσσάρων, ασφαλώς και δεν θα το έκοβε. «Αλλά επειδή αυτό στάθηκε ακατόρθωτο, το ‘κοψα μαχαίρι – είτε καπνίζεις είτε δεν καπνίζεις, μέση λύση δεν υπάρχει. Επίσης, ποτέ δεν καταδέχτηκα να “ατμίσω”, μόνο και μόνο λέγοντάς το, μού ακούγεται εντελώς γελοίο. Από το να βάζω στο αναπνευστικό μου σύστημα ατμό με γεύση κανέλα και καταΐφι, χίλιες φορές η πλήρης ακαπνία – έχουμε και κάποια καπνιστική αξιοπρέπεια».
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος -ακόμη πιο επιτακτικά δε αν καπνίζει- πώς πορεύεται την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του κάποιος που έχει περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέχρι τότε με ένα τσιγάρο στο χέρι. Παραδόξως εύκολα στην προκειμένη περίπτωση.
«Τα κύτταρά μου είχαν απόθεμα νικοτίνης, είχαν κάνει την καβάτζα τους, και την ξόδευαν λίγη-λίγη να φτουρήσει. Για δυο-τρεις μέρες δεν ήταν δύσκολα τα πράγματα. Μετά άρχισαν τα μεγάλα ζόρια…». Θα έρθουμε και σε αυτά τα μεγάλα ζόρια, ας μείνουμε όμως λίγο ακόμη σε εκείνη τη μέρα γιατί εκτός από το τέλος του Μεθενίτη ως καπνιστή (αν και χαριτολογώντας λέει ότι παραμένει επίτιμος – «εγώ γενίτσαρος δεν γίνομαι») σήμανε και την αρχή ενός ακόμη συγγραφικού του έργου.
Μέχρι τότε, και με αφετηρία το 1990, ο Μεθενίτης είχε γράψει χιλιάδες λέξεις ως ελεύθερος ρεπόρτερ και αρθρογράφος, είχε περάσει εκατοντάδες ώρες στον αέρα του ραδιοφώνου (σήμερα υπογράφει την εκπομπή «Ραδιογράφημα» που μεταδίδεται κάθε Παρασκευή στις 10.00 το πρωί από τον Αθήνα 9,84), είχε βραβευτεί στις Νύχτες Πρεμιέρας για το σενάριο της μικρού μήκους ταινίας Παγόβουνο, ενώ είχαν εκδοθεί και τρία μυθιστορήματά του από τις εκδόσεις Καστανιώτη: Ο άλλος (2005), Aμανίτα μουσκάρια (2007), Η μαμά (2008) και Η συνέντευξη (2010). Το δεύτερο μάλιστα, που αφορά την αληθινή ιστορία μιας διμοιρία ανταρτών στη Μακεδονία το 1943 που ξεκληρίστηκε τρώγοντας τα συγκεκριμένα μανιτάρια, θα επανακυκλοφορούσε ως graphic novel (εικονογράφηση: Θανάσης Πέτρου, εκδ. Γνώμη), ενώ το 2020 θα ακολουθούσε και το μυθιστόρημα Άδειο άλογο (εκδ. Εύμαρος).
Ολιγογράφος γαρ θα άφηνε να περάσουν άλλα πέντε χρόνια για να κυκλοφορήσει το Τσιγαμάκι (Εύμαρος), το νέο του, πέμπτο κατά σειρά βιβλίο πεζογραφίας. Είναι η πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Είναι το βιβλίο που γεννήθηκε στο μυαλό του εκείνο το πρωί στα Καμένα Βούρλα, πριν αρχίσει να τον ταλαιπωρεί το στερητικό σύνδρομο της νικοτίνης.
«Όντως εκείνη την ημέρα σκέφτηκα να γράψω ιστοριούλες από τη ζωή μου, την πραγματική και την φανταστική, που συμπεριλαμβάνουν ένα τσιγάρο. Κάπως σαν φόρο τιμής σε ένα πάθος που είχε συνυφανθεί με τη ζωή μου. Βέβαια, ήταν κι η πρόκληση της γραφής: τόσο υλικό είχα με τσιγάρα και τέτοια, γιατί να μην το αξιοποιήσω, αφού το είχα βιώσει τόσο βαθιά και για τόσο πολύ; Στο κάτω – κάτω το πρώτο κοίτασμα για να αντλήσει τις πρώτες ύλες του ο συγγραφέας, όπως ξέρεις, είναι ο εαυτός του. Είναι πάντα πρόχειρος, και συνήθως απαντά αμέσως στις ερωτήσεις που τού κάνεις».
Η διακοπή λοιπόν του τσιγάρου υπήρξε για τον συγγραφέα η αφορμή για να γράψει λογοτεχνικά, η ύπαρξή του όμως στη ζωή του επί 36 χρόνια αποτέλεσε το εύρημα για να ενώσει κάτω από μία ομπρέλα 25 ιστορίες και να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Το εύρημα και ταυτόχρονα το αποκούμπι για να υπομείνει τις δυσκολίες που περιγράφει γλαφυρά στο κεφάλαιο «Τσιγαμάκι». Τόσο γλαφυρά που δεν μπορεί παρά να «νιώσει» για τι πράγμα μιλάει ακόμη και κάποιος που δεν έχει βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του – και όχι μόνο γιατί -αξίζει να τονιστεί ξανά- ότι το κάπνισμα είναι «κόλπο» το εύρημα του συγγραφέα για να καταθέσει ακαταμάχητες ιστορίες που πετυχαίνουν αβίαστα τη μετουσίωση του όποιου προσωπικού βιώματος σε κοινό για τον αναγνώστη.
Ο Μεθενίτης σήμερα δεν ξέρει -αλλά δεν το αποκλείει κιόλας- εάν το γράψιμο λειτούργησε παρηγορητικά. «Από μια άλλη άποψη, ήταν κι ένα τσίγκλισμα, να γράφω άκαπνος ων για τσιγάρα, λαχταρώντας τα την ίδια στιγμή – μιλάμε για πορνό κατάσταση. Τσίγκλισμα, του στιλ παίζω με τα νεύρα μου, και να δούμε ποιος θα κερδίσει. Αυτές οι ιστορίες ήταν πολύ κοντά στην επιφάνεια εργασίας του μυαλού μου. Όμως η μορφοποίησή τους σε δομή, ύφος, πλοκή, περιεχόμενο και ρυθμό, ανάσα, ήρθε κατόπιν, όταν κάθισα να γράψω την πρώτη, και μετά τη δεύτερη, και πάει λέγοντας. Ή πάλι, είμαι σε μια ηλικία που το γράψιμο μιας πειραγμένης αυτοβιογραφίας, που με παρουσιάζει καλύτερον απ’ ότι είμαι, αποτελεί ένα δέλεαρ. Πάντως, δεν υπάρχει αντικειμενική αυτοβιογραφία – αυτό είναι contradiction in terms, αντίφαση εν όροις» τονίζει ο συγγραφέας.
Είναι αυτό που τονίζει και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου για αυτές τις μικρές ιστορίες: «θα μπορούσαν να είναι και αυτοβιογραφικές, εάν δεν επενέβαινε η φαντασία μου για να τις αλλάξει κατά το δοκούν, όπου, όσο και όπως γουστάρει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα, ούτε και σε μένα». Είναι όμως δεδομένο ότι γράφει για τον εαυτό του, αναφέρεται στη γυναίκα του, στον γιο του, στους φίλους του (στους οποίους είναι αφιερωμένο το βιβλίο), στους γονείς του και -με όλους αυτούς στο καστ- σε εμπειρίες του, άλλες αστείες, άλλες στενάχωρες, κάποιες δε αρκούντως επικίνδυνες. Γράφει ακόμη και για εκείνο το βράδυ της νιότης του που με τους φίλους του το πέρασαν «τριπάροντας» καβάλα στις μηχανές τους.
«Μα, ναι, ο Παύλος είναι παρών και γράφει την αλήθεια (του). Χωρίς φυσικά να συνιστά στον οιονδήποτε να οδηγήσει τριπαρισμένος – άσε μας εμάς, άγιο είχαμε. Όμως ποτέ η αλήθεια δεν με εμπόδισε να αφηγηθώ μια ωραία ιστορία, έχει πει κάποιος σοφότερος εμού» λέει, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν τράβηξε κόκκινες γραμμές. «Δεν θα ξεβρακωθώ κιόλας. Κάποια πράγματα οφείλουν να μείνουν ανείπωτα. Πάντως, είπα περισσότερα απ’ ό,τι σκόπευα αρχικά. Αλλά, Θεοδόση μου, η γραφή είναι μεγάλο αλκολίκι – εφάμιλλο, ίσως, του καπνίσματος».
Ως καπνιστής και συνάδελφος, του λέω, πιάνω τον εαυτό να κάνει συχνά το εξής: Μέχρι να ξεκινήσω να γράφω, καπνίζω για να μου έρθει η έμπνευση και όταν πια έχει έρθει, καπνίζω για να με επιβραβεύσω. Αυτό είναι και ένα από τα μεγαλύτερά άγχη μου: τι θα κάνω αν ποτέ αποφασίσω να κόψω το τσιγάρο.
-Παύλο, εσύ πώς την πάλεψες;
-Παλικαρίσια, θέλω να πιστεύω.
Τώρα ναι, ας περάσουμε στα μεγάλα ζόρια που λέγαμε νωρίτερα. «Τί θα κάνεις εάν το κόψεις; Θα φας σκ…., φίλε μου. Εγώ κόντεψα να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Για έξι μήνες τουλάχιστον, ήταν σαν να μου έλειπε ένα μέλος του σώματός μου. Ήμουν νευρικός, αφηρημένος, εριστικός, είχα αϋπνίες. Ασε τη δουλειά: καθόμουν στον κομπιούτερ και για καμία ώρα κοίταγα απλανώς τη λευκή σελίδα – και με κοίταγε κι εκείνη. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα, μέχρι που πήρα μπρος – ανάγκα και θεοί πείθονται. Βέβαια, έπρεπε να κάνω κάτι με το στόμα και τα χέρια μου – το ‘ριξα στο ξηροκάρπι, και μέσα στο πρώτο χρόνο είχα πάρει εφτά κιλά. Επίσης, άρχισα να πίνω λίγο περισσότερο. Το τσιγαμάκι ήταν το πιο επιτυχημένο πλασίμπο».
Σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια περιγράφει και την πίεση που δεχόταν από τη γυναίκα του και τον γιο του να το κόψει. Θα τους έκανε το χατίρι αν δεν του έλεγε να το κόψει «χθες» μια αυστηρή πνευμονολόγος; «Μπαίνω στον πειρασμό να σου απαντήσω “ασφαλώς και όχι!”, αλλά συγκρατιέμαι, και σου λέω πως μπορεί και να το έκοβα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, αλλά δεν θα βιαζόμουν. Καθόλου.»
«Αν έχω κάτι να υπερηφανεύομαι για τον εαυτό μου, δεν είναι, ξέρω ’γώ, τα βιβλία που έχω γράψει, οι τρέλες, τα ταξίδια, η οικογένεια ή όσα κατάφερα με το μυαλό, την καρδιά και τα παπάρια που μου έδωσε ο Θεός, που δεν ξέρω αν υπάρχει, αλλά το ότι έχω καταφέρει να κάνω τους ανθρώπους μου να γελάσουν» γράφει στο κεφάλαιο «Κλαυσίγελως».
Το νέο βιβλίο του Μεθενίτη δεν θα μπορούσε να στερείται χιούμορ. Ταυτόχρονα όμως είναι και απρόσμενα φορτισμένο συγκινησιακά, όπως για παράδειγμα στα κεφάλαια που εξετάζει τη σχέση του αφενός με τον πατέρα του αφετέρου με τον γιο του. «Πάντα ευελπιστώ πως θα κάνω τους ανθρώπους μου, και τους αναγνώστες μου, να γελάσουν. Με εκείνο όμως το γέλιο που ανθίζει στη ψηλότερη κορφή της απελπισίας, και σόρι για την ποίηση, αλλά έτσι είναι. Γελάμε, ή τουλάχιστον επιχειρούμε να γελάσουμε με τα σοβαρότερα πράγματα στη ζωή, όπως είναι η αγάπη και ο θάνατος. Με τα πράγματα που είναι γελοία από μόνα τους, γιατί ν’ ασχοληθείς; Όμως, γιατί είναι “απρόσμενη” η συγκινησιακή φόρτιση, όταν μιλάω για το παιδί μου; Δεν έχω κάνει κάτι καλύτερο στη ζωή μου, μαζί με την απόφαση να την πέσω στη γυναίκα μου τη στιγμή που την είδα, παρόλο που ήμασταν κι οι δυο σε σχέση. Είμαι ένας αισθηματίας επίτιμος καπνιστής, Θεοδόση…»
-Καλά όλα αυτά, αλλά με το χέρι στην καρδιά πόσες φορές μέχρι σήμερα έχεις σκεφτεί να το ξαναρχίσεις;
-Για να καταλάβεις, στην αρχή το λαχταρούσα κάθε μία ώρα, και το σκεφτόμουν απλώς κάθε τέταρτο. Με τον καιρό, οι ώρες έγιναν μέρες, κι αυτές βδομάδες. Τώρα το σκέφτομαι πότε-πότε, και το λαχταρώ σπανίως. Τελευταία φορά, μου ήρθε σφοδρή επιθυμία να ανάψω τσιγάρο στο γάμο του γιου μιας φίλης – τρέχα γύρευε γιατί.
Πάντως, για να λέμε την πάσα αλήθεια, αληθινή ή φανταστική, να σου πω πως μέσα σ’ αυτά τα έντεκα χρόνια έχω καπνίσει ένα ολόκληρο πουράκι, τιμής ένεκεν, όταν γιορτάζαμε οικογενειακώς την επιτυχία του Ίκαρου στο Πανεπιστήμιο, ανοίξαμε και κάτι σαμπάνιες. Όμως, παρόλο που σ’ αυτή την ενδεκαετία έχασα τη μάνα μου, τον πεθερό μου και κάτι φίλους μου, δεν ξανάρχισα το κάπνισμα – κράτησα χαρακτήρα στη θλίψη. Όμως, τη χαρά δεν μπόρεσα ν’ αντέξω, όταν, έχοντας να δω το γιο μου καιρό, γιατί σπουδάζει στην Κρήτη, χάρηκα τόσο πολύ όταν ήρθε σπίτι, που τού ζήτησα μια τζούρα από το τσιγάρο του. Αυτή η τζούρα, φίλε μου, έφτασε μέχρι τις φτέρνες μου. Η γυναίκα μου φοβήθηκε πως θα το ξανάρχιζα, κάτι που δε συνέβη.
Το Τσιγαμάκι του Παύλου Μεθενίτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος.