THE BOY: “ΔΕΝ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ ΠΟΤΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΠΟΥ ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΡΩΤΟΕΠΙΠΕΔΑ”
Έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει ακριβώς γιατί θεωρεί ότι ως τραγουδοποιός είναι κάπου ανάμεσα στην επιτυχία και στην αποτυχία, εξαρτάται δηλαδή από το ποιος τον μελετάει. Αν όμως δεν εντοπίσεις ειδικά το χιούμορ στο έργο του, πόσο ολοκληρωμένη εντύπωση μπορείς να έχεις για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη;
Είναι ένας χαρακτηρισμός «πολυφορεμένος» σε βαθμό που να έχει πια -αν όχι προ πολλού- καταλήξει κενός νοήματος, ή μάλλον φορέας μιας προσπάθειας να νοηματοδοτηθεί κάτι που δεν υπάρχει, πώς όμως να μην τον σκεφτείς στην περίπτωση του The Boy;
Ναι, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ως σκηνοθέτης ταινιών και συνθέτης τραγουδιών είναι ο ορισμός του ιδιοσυγκρασιακού και το ύφος του, ειδικά όσον αφορά τη μουσική του, τόσο αναγνωρίσιμο ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να ακούσεις κάτι που έχει γράψει και να μην καταλάβεις ότι είναι δικό του, παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις από άλμπουμ σε άλμπουμ, ακόμη και στις περιπτώσεις που επιλέγει συνειδητά να σπάσει τον κανόνα τον οποίο έχει επιλέξει συνειδητά να τηρεί επί δύο δεκαετίες.
Η Αυστραλία, το νέο, δέκατο κατά σειρά σόλο άλμπουμ του που κυκλοφορεί επίσημα, όπως πάντα από την Inner Ear, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση.
«Ηχητικά νιώθω ότι με κάποιο τρόπο έχει επιστρέψει το πράγμα σε κάτι που μπορεί να θυμίζει εκείνη την εποχή» λέει στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί -εννοώντας την εποχή των τριών δίσκων (Please Make Me Dance, Κουστουμάκι, Ηλιοθεραπεία) του που «προέκυψε να είναι συνεχόμενοι και με κάποιο τρόπο να χαρακτηριστούν τριλογία από κάποιους, ίσως κι από μένα στο μυαλό μου» και μέχρι σήμερα είναι οι κυκλοφορίες του που έχουν συζητηθεί πιο πολύ- «αλλά φυσικά με τις αλλαγές που έχουν συμβεί σε μένα τα τελευταία 15 χρόνια».
Όλα αυτά ενώ η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να βρει μετά από πολύ καιρό άλλη μία παιδική του φωτογραφία για να βάλει στο εξώφυλλο. Έχει και αυτό τη σημειολογική σημασία του.
«Δεν με ενδιαφέρει αν κάτι δικό μου κριθεί ως καλό ή κακό. Με ενδιαφέρει το έργο μου να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινό και να με αντιπροσωπεύει». Αυτό έχει την πραγματική σημασία.
Συμφωνείς ότι ένα έργο τέχνης δεν μπορεί παρά να είναι η αποτύπωση της προσπάθειας του καλλιτέχνη να διαχειριστεί τα ζητήματα -προσωπικά ή οικουμενικά- που τον απασχολούσαν την περίοδο που το δημιουργούσε;
Μάλλον κάπως έτσι είναι και για μένα, αλλά όχι πάντα με ένα στόχο που μπορώ να τον ονοματίσω, να θέλω για παράδειγμα να διαπραγματευτώ τη σχέση μου με τους γονείς μου ή οτιδήποτε άλλο.
Ναι, το αποτέλεσμα κάθε φορά είναι κάποιου είδους πορτρέτο, αλλά δεν είναι απολύτως συνειδητό πού κοιτάζω ή προς τα πού ανοίγω. Πολύ σπάνια έχω πει ότι τώρα θα γράψω ένα τραγούδι για αυτό το θέμα.
Συνήθως πώς ξεκινάς να γράφεις;
Τις περισσότερες φορές απλά κάθομαι και γράφω ένα τραγούδι. Δεν είναι απαραίτητο να προκύψει από μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση. Όχι ότι δεν τυχαίνει κι αυτό, να μην είμαι καλά ή να είμαι τσαντισμένος και να κάτσω να γράψω επί τούτου. Έχω γράψει όμως πολλά τραγούδια σε άσχετες καταστάσεις. Το «Ξαπλώστρες φέρετρα» απ’ όσο θυμάμαι το είχα γράψει σε ημίχρονο αγώνα, περιμένοντας. Δεν είχα κάτι. Μια χαρά ήμουν.
Υπάρχουν τραγούδια που τα έχω γράψει σχεδόν σε όσο χρόνο διαρκούν. Υπάρχουν άλλα που με έχουν ταλαιπωρήσει περισσότερο. Όσο μεγαλώνω, πάντως, με ταλαιπωρούν πιο πολύ.
Πού το αποδίδεις αυτό;
Γίνομαι πιο αυστηρός σχετικά με το τι θέλω να μπει μέσα σε ένα τραγούδι – εννοώ στιχουργικά. Αλλά και με τον τρόπο που θα μπει. Σπανίως πια γράφω ένα κομμάτι και γνωρίζω εκείνη τη στιγμή ότι γράφω ένα κομμάτι. Συνήθως πια κάνω πολλά πράγματα μαζί και τα δουλεύω με cut-up, παίρνω στοιχεία από κείμενα άλλων ή δικά μου, από δω κι από κει, είναι πιο μπερδεμένη η κατάσταση.
Ξεκινάς πάντα από τους στίχους;
Πολλές φορές. Άλλες μπορεί να υπάρχει μια μελωδία στο μυαλό μου. Υπήρχε, για παράδειγμα, μία που τη σιγομουρμούριζα συνέχεια επί τρία χρόνια, όλο έλεγα ότι πρέπει να την κάνω κάτι, ξεκινούσα, σταματούσα, ώσπου πρόσφατα κάθισα και όντως τη χρησιμοποίησα.
Η τραγουδοποιία είναι για σένα μια συνεχής διαδικασία; Γράφεις τραγούδια για να βγάλεις δίσκους ή βγάζεις δίσκους επειδή έχεις γράψει πολλά τραγούδια;
Έχω πει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις «τώρα θα κάτσω να γράψω ένα δίσκο». Όπως με την Αντιλόπη ή το Καλό Παιδί, που γράφτηκαν με αφορμή κάτι συγκεκριμένο -την καραντίνα και το δημοψήφισμα- μέσα σε μια μέρα. Κατά τα άλλα οι δίσκοι συνήθως προκύπτουν από τα κομμάτια που δουλεύω για να παίξω στις συναυλίες.
Τα live είναι το πιο αγαπημένο μου στοιχείο από όσα κάνω. Και μπορεί να είναι σχεδόν πανομοιότυπα εδώ και 20 χρόνια -ίδια μηχανήματα, ίδια λογική-, κάτι που γίνεται πολύ συνειδητά, πάντα όμως έχω την όρεξη να δοκιμάσω δυο-τρία καινούρια πράγματα.
Οπότε συνήθως πριν τα live κάθομαι και γράφω καινούρια κομμάτια για να έχω και κάτι καινούριο να παίξω. Για να έχω ένα επιπλέον ενδιαφέρον.
Το ότι το ύφος σου είναι τόσο αναγνωρίσιμο και δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσει κάποιος ένα τραγούδι σου και να μην καταλάβει ότι είναι δικό σου…
Αυτό είναι και καλό και κακό…
Έστω. Μήπως όμως αυτό ακριβώς σου δίνει μια άλλου τύπου ελευθερία, κάπως σαν να συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι ρόλων και να φοράς τη στολή του The Boy για να πεις και να κάνεις ελεύθερα κάποια πράγματα;
Έχω κάνει πάντως και διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους – τα σάουντρακ για παράδειγμα. Έχω γράψει και ελληνόφωνα και αγγλόφωνα τραγούδια, κάποια χορευτικά, άλλα όχι. Οπότε ισχύει και δεν ισχύει όλο αυτό που λέμε.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι κάθε φορά η μουσική μου να είναι αντιπροσωπευτική του ποιος είμαι τη στιγμή που τη γράφω. Να μην επηρεάζομαι από την εικόνα που μπορεί ακόμη κι εγώ να έχω δημιουργήσει για μένα. Αν σε μια φάση της ζωής μου είμαι καλά, θέλω να επικοινωνήσω αυτό και να μην είμαι δέσμιος ενός προηγούμενου άλμπουμ που ίσως ήταν σκληρό.
Επειδή είμαι κάπου ανάμεσα στο επιτυχημένο και στο αποτυχημένο, εξαρτάται δηλαδή αυτό από το ποιος το συζητάει, όλο αυτό μου δίνει την ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω. Δεν θα κάνω κάτι και θα εξοργιστεί το τεράστιο κοινό μου που περιμένει κάτι συγκεκριμένο από μένα. Ή δεν θα μου πει όχι ο εταιριάρχης που θα ξοδέψει τεράστια ποσά για να ηχογραφηθεί ένας δίσκος. Έχω την ελευθερία να κάνω ακριβώς αυτό που θέλω. Και έχω κάνει συγκεκριμένες κινήσεις για να το πετύχω αυτό.
Είπες ότι θέλεις η μουσική σου να είναι αντιπροσωπευτική του ποιος είσαι όταν τη γράφεις. Θεωρείς λοιπόν ότι ο κόσμος έχει μια καλή εικόνα για το τι σόι άνθρωπος είναι ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ακούγοντας τους δίσκους που κυκλοφορείς ως The Boy;
Ναι, στον βαθμό που έχω επιλέξει να επικοινωνήσω κάποια πράγματα. Έχει να κάνει όμως και με τον ακροατή. Έτσι όπως αντιλαμβάνομαι εγώ αυτά που κάνω, θεωρώ ότι έχουν μέσα τους διάφορες ερμηνείες. Το πιο προφανές για μένα είναι το χιούμορ που θεωρώ ότι δεν σταματάει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό ενός δίσκου. Αλλά κομμάτι αυτού του χιούμορ είναι ότι δεν είναι ορατό άμεσα, όπως πχ του Πανούση. Δεν είναι κάτι που καταλαβαίνεις κατευθείαν ότι υπάρχει, μη σου πω ότι μπορεί να το αγνοήσεις τελείως. Οπότε αν κάποιος δεν εντοπίσει αυτό το χιούμορ, πόσο ολοκληρωμένη εντύπωση να έχει για μένα;
Εσύ ο ίδιος μαθαίνεις κάτι για τον εαυτό σου μετά την ολοκλήρωση ενός δίσκου, κάτι που αγνοούσες όταν τον ξεκινούσες;
Καιρό μετά, ίσως χρόνια, κάποια πράγματα που εκείνη την ώρα δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Ή δεν θέλεις.
Δώσε μου ένα παράδειγμα.
Καταρχάς πρέπει να σου πω ότι μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το εξής: δεν είμαστε πάντα στο ίδιο μήκος κύματος εγώ και το κοινό που του αρέσει αυτό που κάνω. Έχει τύχει να γράψω κομμάτια που τα θεωρώ και γαμώ, και το κοινό να συμφωνήσει. Έχει τύχει να γράψω άλλα που θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα μου αλλά δεν έπιασαν. Έχει τύχει και το αντίθετο, να γράψω δηλαδή ένα κομμάτι που δεν θεωρώ ότι είναι κάτι ιδιαίτερο, και να περάσει αρκετά στον κόσμο.
Σχετικά με αυτό που ρωτάς, μπορεί να ανακαλύψεις κάτι, μετά να το χάσεις, μετά να το ξαναβρείς. Να σου πω την αλήθεια όμως νιώθω ότι δεν έχω το χρόνο να κάτσω να ασχοληθώ με αυτά, γιατί λόγω ανάγκης -είναι ζήτημα βιοπορισμού- πρέπει να δουλεύω ασταμάτητα. Το σίγουρο είναι ότι όταν κάνω κάτι, είναι γιατί το νιώθω πολύ μέσα μου. Έχω όλους τους λόγους του κόσμου για να το κάνω. Μετά θα περάσω σε κάτι άλλο.
Σίγουρα υπάρχουν κομμάτια του εαυτού μου που δεν τα έχω εξερευνήσει ακόμα και άλλα που θα ήθελα να το κάνω όμως δεν έχω μπορέσει ακόμη ή έχω κωλώσει.
Είναι ευμετάβλητη η σχέση σου με το έργο σου; Υπάρχουν δηλαδή περίοδοι που σου αρέσει για παράδειγμα η Αντιλόπη που ανέφερες νωρίτερα και άλλες που δεν αντέχεις να την ακούσεις;
Γενικά δυσκολεύομαι να ακούσω όλα τα άλμπουμ μου μετά από ένα διάστημα. Αλλά το ποιες πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες μου δουλειές είναι κάπως σταθερό.
Ποιες είναι;
Περίμενε, ίσως το «καλύτερες» είναι λάθος η λέξη. Εννοώ, ρε παιδί μου, ότι για παράδειγμα σταθερά μέσα μου η Ηλιοθεραπεία είναι κάτι που αγαπώ πολύ. Αυτό συμβαίνει στο μυαλό μου, δεν θα βάλω να ακούσω το άλμπουμ, αλλά θα παίξω τα τραγούδια στα live. Ενώ το Κουστουμάκι δεν είναι κάτι τέτοιο. Είναι σταθερό για μένα ότι δεν τρελαίνομαι γι’ αυτό. Ο παιδικός δίσκος που έχω κάνει, η Ώντρεϋ, είναι από τους δυο-τρεις πιο αγαπημένους μου – αλλά δεν ξέρω αν το σκέφτεται κι άλλος εκτός από μένα αυτό.
Τέλος πάντων, με όλα έχω ασχοληθεί πολύ, οπότε σε όλα μπορεί να τύχει να επιστρέψω. Και σε όλα θα βρω κάτι.
Η όποια επιστροφή συνεπάγεται και μια δόση αμηχανίας;
Προφανώς, γιατί με κάποιο τρόπο αφορούν έναν άλλο εαυτό μου. Μπορεί να συνεχίζω να παίζω κομμάτια από τότε, αλλά… Στα live, ρε παιδί μου, έρχονται και παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί όταν εγώ έγραφα το «Σ’ αγαπάω να της λες» ή το «Είμαι αυτός». Έχουν περάσει 21 χρόνια. Οπότε το να καλούμαι εγώ να πρέπει να τα υποστηρίξω, το θεωρώ κάπως λάθος. Μεγαλώνεις, αλλάζεις, προχωράς. Δεν με ενδιαφέρει να πρέπει να υποστηρίζω συνέχεια κάτι που έχω κάνει στο παρελθόν. Το έκανα και προχωράω σε κάτι άλλο. Μπορεί να το παίξω σε ένα live γιατί το γουστάρω. Ή γιατί «πρέπει» να το κάνω, αυτή είναι η δουλειά μου – αν και πάντα προσπαθώ να βρίσκω τρόπους για να το κάνω έτσι ώστε να γουστάρω.
Δεν υπάρχει ούτε ένα σου τραγούδι που να μη θες να το ξαναβρείς μπροστά σου;
Όχι. Αυτό που προσπαθώ να κάνω -και δεν είναι εύκολο- είναι να μην επηρεάζομαι από τις απόψεις των άλλων. Όταν εσύ έχεις δώσει πάρα πολύ χρόνο σε κάτι -κι άντε πες εντάξει η μουσική, στο σινεμά όμως δίνεις ακόμη περισσότερο χρόνο- και το κυκλοφορείς, για μένα είναι τελείως λάθος να σε ενδιαφέρει η άποψη των άλλων σε βαθμό που να μπορεί να σε επηρεάσει πραγματικά. Έχεις δώσει ένα κομμάτι σου και είναι κρίμα αυτό να δηλητηριάζεται από το πώς θα το αντιμετωπίσει ο ένας και ο άλλος.
Θυμάμαι ας πούμε ότι το American Unicorn αμέσως φάνηκε ότι δεν θα πήγαινε τόσο καλά όσο τα προηγούμενα – το καταλαβαίνω σε ένα βαθμό γιατί ήταν αγγλόφωνο. Αν τύχει να το ακούσω τώρα, θα προσπαθήσω κάθε φορά να καταλάβω γιατί δεν λειτούργησε, αντί να το ακούσω απλώς για να το απολαύσω μιας και είναι ένα από τα άλμπουμ μου που μου αρέσουν πολύ. Οπότε, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό και όσο μου επιτρέπεται από το ότι κρίνομαι οικονομικά από αυτό που κάνω -δεν είμαι πλούσιος για να μη μου καίγεται καρφί, όλα αυτά καλώς ή κακώς επηρεάζουν το αν θα έχω να πληρώσω το νοίκι μου- προσπαθώ να μη με νοιάζουν τέτοια θέματα. Και σίγουρα να μην επηρεάζουν το τι θα κάνω μετά.
Αλλά προφανώς ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα τους αρέσουν αυτά που κάνω. Αν ήθελα να αρέσω περισσότερο, θα έκανα κάτι άλλο.
Στοιχηματίζω ότι δεν αποφάσισες τυχαία να ξαναβάλεις μετά από χρόνια μια παιδική σου φωτογραφία σε εξώφυλλο δίσκου σου. Υπάρχει όντως κάποιο ιδιαίτερο νόημα πίσω από αυτή την επιλογή;
Υπάρχει και δεν υπάρχει. Εκείνοι οι τρεις δίσκοι (Please Make Me Dance, Κουστουμάκι, Ηλιοθεραπεία) προέκυψε να είναι συνεχόμενοι και με κάποιο τρόπο να χαρακτηριστούν τριλογία από κάποιους – ίσως κι από μένα στο μυαλό μου. Μετά πέρασα σε αγγλικό στίχο, άλλαξε πολύ το όλο πράγμα. Έτσι κι αλλιώς όμως τελείωσαν οι καλές, παιδικές μου φωτογραφίες, δεν έβρισκα άλλες. Τώρα που ετοίμαζα την Αυστραλία τυχαία βρήκα μερικές. Και ηχητικά νιώθω ότι με κάποιο τρόπο έχει επιστρέψει το πράγμα σε κάτι που μπορεί να θυμίζει εκείνη την εποχή, αλλά φυσικά με τις αλλαγές που έχουν συμβεί σε μένα τα τελευταία 15 χρόνια.
Το κάνεις πολύ καιρό αυτό που κάνεις άρα δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεσαι πρώτος απ’ όλους εσύ ο ίδιος το δυνητικό shock value κάποιων στίχων σου. Άρα είσαι εξαρχής προετοιμασμένος για τις όποιες αντιδράσεις μπορεί να προκαλέσουν;
Προφανώς αντιλαμβάνομαι τι κάνω. Αντιλαμβάνομαι και ότι κάτι μπορεί να ενοχλήσει. Όσον αφορά το κομμάτι της σύγκρουσης, είναι κάτι που δεν το επιζητώ – όχι πια. Κάποτε υπήρχε μια έντονη επιθετικότητα. Σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει, όχι από μένα.
Σε ενδιαφέρει να αποσαφηνίζεις στίχους σου που μπορεί να σοκάρουν;
Έχει τύχει να το κάνω σε μια ιδιωτική κουβέντα, να εξηγήσω δηλαδή σε κάποιον τι έχω στο μυαλό μου. Αλλά αν με ενδιέφερε να αποσαφηνίσω, δεν θα έγραφα τέτοιους στίχους.
Απογοητεύεσαι όταν δεν γίνεσαι κατανοητός; Νιώθεις ότι το έργο σου δεν έχει πετύχει το στόχο του;
Όχι, δεν απογοητεύομαι, αλλά ούτε θέλω να μπαίνω στη διαδικασία να μιλάω συνέχεια γι’ αυτό. Συνεντεύξεις δεν δίνω πολλές, το ξέρεις. Ιδανικά -και αυτό είναι το δύσκολο γιατί η δουλειά μου έχει μια επικοινωνιακή πλευρά- υπάρχει ένα κομμάτι μου που θα ήθελε να μην ασχολείται κανείς με αυτό που κάνω. Ξέρω ότι δεν βγάζει πολύ νόημα. Αλλά όταν βλέπω να γίνεται ντόρος για κάτι, όπως με τους στίχους στην «Αυστραλία», το ιδανικό για μένα θα ήταν να σταματούσε. Δεν σκέφτομαι «τι ωραία, ευκαιρία να ακουστεί περισσότερο ο δίσκος».
Ίσως τελικά να είναι λάθος μου μερικές φορές να πιστεύω ότι επειδή δεν με ακούνε πάρα πολλοί, τουλάχιστον με κάποιο τρόπο ξέρουν τι ακούνε. Ειδικά αν κάποιος έχει ακούσει όλα όσα έχω κάνει μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να μην καταλάβει ότι δεν έχω γράψει ποτέ ένα στίχο που να απευθύνεται στον κόσμο πρωτοεπίπεδα.
Οι στίχοι στην «Αυστραλία», για παράδειγμα, αφορούν την κανονικοποίηση της αποκτήνωσης, το να μη νιώθεις δηλαδή κάτι για τον θάνατο κάποιου που μπορεί να είναι «απέναντί» σου.
Αυτό που μου λες περί ντόρου το νιώθεις και όταν σε «θάβουν» και όταν σε αποθεώνουν;
Ναι, γιατί το κράξιμο δεν το γλιτώνεις σε καμία περίπτωση. Ακόμη κι αν ειπωθεί κάτι καλό για σένα, να είσαι σίγουρος ότι αμέσως μετά θα ειπωθεί κάτι κακό. Οπότε ιδανικά ναι, θα ήθελα να μην υπάρχω στη δημόσια σφαίρα. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Και την κάνω.
Και μάλιστα την κάνεις, τουλάχιστον όσον αφορά το κομμάτι της μουσικής, με ένα τρόπο που δημιουργεί στο κοινό την αίσθηση -ή την ψευδαίσθηση, εσύ θα μου πεις- ότι θα μπορούσες να μοιραστείς τα πάντα, που λέει ο λόγος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Διαμέρισμά μας» από το νέο δίσκο, όπου είναι σαν να μοιράζεσαι φωτογραφίες του σπιτιού σου.
Ναι, το ξέρω, αλλά αυτό που λες το κάνω προσέχοντας τι δίνω και τι δεν δίνω και ταυτόχρονα μην επιβεβαιώνοντας ποτέ ότι κάτι είναι πραγματικά δικό μου. Τι απ’ όλα αυτά είναι πραγματικό και τι όχι, ένας θεός το ξέρει. Γενικά προσπαθώ να αποφεύγω να επιβεβαιώσω ότι ισχύει κάτι πραγματικά δικό μου σε αυτά που λέω, ότι αυτή είναι η καθημερινότητά μου.
Ότι ο The Boy είναι πια των Ιλισίων και όχι των Εξαρχείων, όπως ακούγεται εκεί έξω.
Ειδικά αυτό είναι πολύ «καλό», κάπου το είδα. Εντάξει, είναι και λίγο παιχνίδι όλο αυτό. Δεν είμαι ράπερ, ούτε μιλάω πάντα συγκεκριμένα – αλλού μιλάω ως γυναίκα, αλλού σαν να είμαι ο χειρότερος τύπος. Ένα παιχνίδι που γίνεται ακόμη πιο έντονο στα live, όπου ο ίδιος άνθρωπος θα πει τη «Σιωπηλή» κι ένα λεπτό αργότερα θα διασκευάσει το “Torn”. Και κάπως όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν αρμονικά.
Γελάς ποτέ με αυτά που γράφεις;
Συνέχεια.
Όπως πρόσφατα στο Ρομάντσο με τον στίχο «δάχτυλα μέσα μου θέλω» (από το «Θέλω» που γράφτηκε για την ταινία Ακρυλικό του Νίκου Πάστρα);
Πρώτη φορά γέλασα με αυτό. Πάντως έχουμε συνδέσει το γέλιο γενικά με κάτι ανάλαφρο και σαχλό. Δεν είναι έτσι. Ένα τραγούδι μπορεί να με κάνει να γελάσω, άλλο να κλάψω… Για μένα όμως, έτσι όπως είμαι, το ότι βρίσκομαι πάνω σε μια σκηνή και παίζω μουσική είναι από μόνο του αστείο. Ή το ότι λέγομαι Boy και είμαι 45 χρονών – όλα αυτά πολύ συνειδητά ήξερα από τα 25 μου ότι θα είχαν πλάκα όταν θα μεγάλωνα.
Πολλά από αυτά που συζητάμε τόση ώρα έχουν να κάνουν και με το τι ζητάει ο καθένας από ένα καλλιτέχνη. Εγώ δεν σκέφτομαι «η καλή ταινία ή ο κακός δίσκος του τάδε». Εμένα με ενδιαφέρουν κάποιοι καλλιτέχνες. Με αφορούν, ρε παιδί μου. Και όσο με αφορούν οι καλές τους δουλειές, άλλο τόσο, για να μην πω περισσότερο, με αφορούν οι λιγότερο καλές. Με βάζουν σε σκέψεις. Ο Κόπολα για παράδειγμα με αφορά. Μου φαίνεται τελείως τρελό να δω το Megalopolis και να το κράξω. Ως τι; Ως προϊόν; Ο Κόπολα με αφορά συνολικά, με όλο του το έργο.
Οπότε και στα δικά μου δεν με ενδιαφέρει αν κάτι κριθεί ως καλό ή κακό. Με ενδιαφέρει το έργο μου να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινό και να με αντιπροσωπεύει.
Καλλιτέχνες όπως ο Πασχάλης ή η Νάταλι Ιμπρούγκλια ανήκουν όντως στο πλαίσιο των αισθητικών σου ερεθισμάτων ή εντάσσεις τις διασκευές στις συναυλίες σου για να ελαφρύνεις την ατμόσφαιρα;
Κάποια πράγματα προκύπτουν τυχαία.
Μήπως είσαι πια έτοιμος για κάτι πιο ποπ, που λένε;
Ήμουν πριν κάποια χρόνια, τώρα επέστρεψα στα κανονικά μου. Κοίτα, συνήθως τα πράγματα που με συγκινούν κινούνται στα άκρα. Από σούπερ ποπ power ballads μέχρι τα σκοτεινότερα των σκοτεινότερων και τα βαρύτερα των βαρύτερων τραγουδιών. Κομμάτια σαν το “Torn” της Ιμπρούγκλια μπορεί να τα γουστάρω, μπορεί να σημαίνουν κάτι για μένα, μπορεί να θέλω να τα παίζω γιατί κομμάτι του αποπροσανατολισμού είναι και το να εντάξεις κάτι άσχετο στη δουλειά σου.
Στις ταινίες του Νίκολας Ρεγκ, σε αυτές που έκανε στα 70s, όπως το Don’t Look Now και το Walkabout, όλο το θέμα ήταν ένα μοντάζ αποπροσανατολισμού. Για να υπάρχει αυτό ταυτόχρονα με τα χρήσιμα πλάνα, έβαζε και πλάνα τρόπον τινά άκυρα για να εντείνει τον αποπροσανατολισμό. Με ενδιαφέρει αυτό το σκεπτικό. Να υπάρχουν στο έργο πράγματα που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο και πράγματα λιγότερο σημαντικά που αποπροσανατολίζουν.
Στην Αυστραλία υπάρχει πολύ έντονα όλο αυτό. Σχεδόν όλα τα τραγούδια έχουν γραφτεί τρεις-τέσσερις φορές έχοντας κάθε φορά κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό μου. Και αυτό που κατέληξε στο δίσκο είναι κομμάτια από όλες αυτές τις διαφορετικές φορές. Γι’ αυτό σου λέω ότι το κομμάτι του αποπροσανατολισμού είναι πολύ σημαντικό για μένα – ειδικά σε αυτή τη φάση.
Πώς πιστεύεις ότι θα ένιωθες αν αύριο με την Αυστραλία έκανες εκκωφαντική crossover επιτυχία και ξαφνικά αφορούσες ένα κοινό τόσο μεγάλο όσο του Λεξ;
Θα το ήθελα σε οικονομικό επίπεδο γιατί έχω κουραστεί να δουλεύω 20 ώρες τη μέρα. Πέρα από την πλάκα, εγώ κάνω ελεύθερα ό,τι κάνω, έχοντας ακολουθήσει, αν θες, κάποια μοντέλα, κάποια μοτίβα άλλων ανθρώπων που με επηρέασαν. Κάποιοι καλλιτέχνες και κάποια γεγονότα με ώθησαν να ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο δρόμο, το πώς κυνηγάω αυτά που κάνω και τι θέλω από αυτά. Δεν νομίζω ότι θα ήθελα ένα τόσο μεγάλο κοινό, ούτε ότι θα μπορούσα να το αντέξω.
Πάντως από εκεί που μέχρι και πριν από δυο-τρεις δεκαετίες γινόταν έντονη συζήτηση για το «ξεπούλημα» ενός underground καλλιτέχνη στο mainstream, σήμερα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, να θεωρείται σχεδόν μίζερο το να μη σε νοιάζει η μεγάλη επιτυχία.
Μα το βλέπεις και στο ελληνόφωνο κομμάτι της «δικής μας» σκηνής, το οποίο έχει μεγαλώσει πολύ – και αυτό είναι καλό. Λιγοστεύει ο χώρος για πιο περίεργα πράγματα που μπορεί να υπήρχε πριν δέκα χρόνια. Οτιδήποτε βγαίνει με κάποιο τρόπο πρέπει να είναι ποπ.
Εγώ και πρακτικά αν το δεις δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ένας τύπος μόνος του που παίζει παράξενη μουσική με πολλούς στίχους. Αυτό είμαι. Και αυτό λειτουργεί καλύτερα σε ένα χώρο των 300-400 ανθρώπων από ένα χώρο των 10000.
Επίσης, το ότι το κάνω αυτό το πράγμα εδώ και 20 χρόνια και έρχονται αυτοί οι 300-400 άνθρωποι να με δουν, θεωρώ ότι είναι κάποιου είδους επιτυχία. Ένας τύπος που δεν έχει ροκ παρουσιαστικό, που παίζει για πολλές ώρες ένα πράγμα που δεν είναι διασκεδαστικό, κάλλιστα θα μπορούσε να αφορά μόνο 5-10 άτομα. Το ότι δεν είναι 5-10, αλλά 300-400, στο δικό μου μυαλό είναι μια κατάκτηση.
Θα βγάλεις όντως άλλους δύο δίσκους φέτος όπως ανακοίνωσες μόλις κυκλοφόρησε η Αυστραλία;
Έτσι είπα, άρα πρέπει να το κάνω. Τα κομμάτια υπάρχουν. Πρέπει να ηχογραφηθούν.
Με την Αυστραλία θα απαρτίζουν μια νέα τριλογία;
Με κάποιο τρόπο πιθανότατα ναι.
Άλλες σου παιδικές φωτογραφίες έχεις για τα εξώφυλλα;
Κάτι έχω βρει.
Τις προάλλες έβαλα στην εκπομπή τον «Λυκαβηττό» και ένας ακροατής έστειλε το εξής μήνυμα στον σταθμό: «Δεν ξέρω τι είναι πιο “φασαίικο”, οι δίσκοι ή οι ταινίες του Βούλγαρη». Εσύ τι λες;
Πιο “φασαίικο”, ε; Δεν ξέρω, ρε φίλε. Είμαι 45 χρονών, δεν ξέρω απ’ αυτά. Ας μου πουν αυτοί που ξέρουν.