ΤΖΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟΥ: Ο ΠΡΩΗΝ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΤΗΣ CIA ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΤΗ 17Ν
Ο Ελληνοαμερικανός πρώην πράκτορας της CIA, Τζον Κυριάκου, μίλησε στο NEWS 24/7 για το παρασκήνιο της εξουδετέρωσης της 17Ν, την αθέατη καθημερινότητα ενός πράκτορα στην Αθήνα των αρχών του 2000 και την απόφασή του να αποκαλύψει τις πρακτικές βασανιστηρίων της CIA.
“Αν κανείς δεν ήξερε ποιος είμαι, δεν θα έλεγα τίποτα για τη CIA. Θα έλεγα ότι είμαι συγγραφέας. Έτσι θα συστηνόμουν” ανέφερε στο ξεκίνημα της κουβέντας μας ο Τζον Κυριάκου. Αυτό, βέβαια, είναι ανέφικτο. Ο Ελληνοαμερικανός πρώην πράκτορας της CIA έγινε ευρύτερα γνωστός όταν αποκάλυψε πρώτος στο διεθνές κοινό τις πρακτικές βασανιστηρίων που χρησιμοποιούσε η αμερικανική υπηρεσία σε κρατούμενους. Η απόφασή του να γίνει whistleblower (πληροφοριοδότης δημοσίου συμφέροντος) του κόστισε την ελευθερία του, οδηγώντας τον σε διετή φυλάκιση.
Στην Ελλάδα, το όνομά του συνδέθηκε με την εξάρθρωση της 17Ν και τις επιχειρήσεις που παραλίγο να του στοιχίσουν τη ζωή, κατά τη μυστική του αποστολή στην Αθήνα την περίοδο 1998-2000. Ο Τζον Κυριάκου επιστρέφει τακτικά στην πόλη που καθόρισε μία από τις πιο κρίσιμες αποστολές της καριέρας του. Τον συναντήσαμε στο πλαίσιο του Intelligence and Security Forum που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο στην Αθήνα.
Μίλησε στο NEWS 24/7 για το παρασκήνιο των επιχειρήσεων της CIA για την εξουδετέρωση της 17Ν, την αθέατη καθημερινότητα ενός πράκτορα στην Αθήνα των αρχών του 2000 και την απόφασή του να τα βάλει με το ίδιο το σύστημα που υπηρέτησε. Αναφέρθηκε, επίσης, στον ρόλο της ΕΥΠ και της Ελληνικής Αστυνομίας τότε και τώρα, αλλά και στη βοήθεια που του ζητήθηκε από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ 17Ν
Η δουλειά ενός πράκτορα, όπως εξήγησε, είναι απλή στη θεωρία: “Προσλαμβάνεις κατασκόπους, κλέβεις μυστικά και τα αναλύεις. Αυτό κάνεις. Το δύσκολο είναι να το κάνεις αόρατος”. Όταν έφτασε στην Αθήνα, ωστόσο, τον Αύγουστο 1998, τίποτα δεν ήταν απλό. Η διείσδυση σε ομάδες όπως η 17Ν απαιτούσε στρατολόγηση εκ των έσω. Κανένας Αμερικανός ή Ελληνοαμερικανός, δεν θα μπορούσε να εισχωρήσει μόνος του. “Δεν έχει σημασία πόσο καλά μιλάς ελληνικά ή πόσο άψογη είναι η προφορά σου. Απλώς δεν γίνεται” τόνισε και εξήγησε πως στη δική του εκδοχή της κατασκοπείας, η υπομονή και η δημιουργικότητα μετρούσαν περισσότερο από τα πρωτόκολλα. Με αυτό το σκεπτικό προσπάθησε να στρατολογήσει άτομα που θα τον οδηγούσαν στη 17Ν.
“Ας πούμε ότι αρχίζεις να κάθεσαι σε ένα καφέ στην Εξάρχεια κάθε μέρα για τρεις εβδομάδες μέχρι κάποιος να σου πει “καλημέρα” ή “γεια” ή κάτι τέτοιο, και μπορείς να ξεκινήσεις μια συζήτηση, και μετά μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτό το άτομο για να πλησιάσεις όλο και πιο κοντά. Αυτός είναι ένας τρόπος να το κάνεις. Ένας άλλος τρόπος είναι λίγο πιο χοντροκομμένος, αλλά είναι να προσφέρεις μια τεράστια ανταμοιβή. Μακάρι να μπορούσα να σας πω ένα από αυτά τα παραδείγματα, γιατί υπάρχει ένα πραγματικά εξαιρετικό. Αλλά θα μπλέξω σε μεγάλους μπελάδες και θα καταλήξω ξανά στη φυλακή” είπε ο Τζον Κυριάκου αυτοσαρκαστικά.
Οι πράκτορες της CIA στην Αθήνα, στις αρχές του 2000, φοβόντουσαν για τη ζωή τους. Είχαν καταλήξει να περιμένουν να κάνει η 17Ν ένα λάθος, αλλιώς με λίστα υπόπτων που περιλάμβανε χιλιάδες ονόματα, έμοιαζε αδύνατο να τους πιάσουν. Το πρώτο λάθος της τρομοκρατικής οργάνωσης, σύμφωνα με τον Τζον Κυριάκου, έγινε στη γειτονιά του Ρέντη. “Πολλά χρόνια αργότερα μάθαμε ότι ο Σάββας Ξηρός οδηγούσε το αυτοκίνητο εκείνη τη μέρα”.
Μέλη της 17Ν είχαν βγει για προ-επιχειρησιακή παρακολούθηση με σκοπό να στοχεύσουν τον ιδιοκτήτη ενός εργοστασίου στην περιοχή. Ένας τροχονόμος παρατήρησε το όχημα και του φάνηκε ύποπτο, οπότε προσπάθησε να το σταματήσει. Αντί όμως να υπακούσει, ο Ξηρός κατέβασε το παράθυρο και άνοιξε πυρ εναντίον του αστυνομικού. Ο τροχονόμος ζήτησε ενισχύσεις, αν και τελικά, οι δράστες κατάφεραν να διαφύγουν. “Αυτό, βέβαια, ήταν λάθος” λέει ο Κυριάκου. “Αν είχε σταματήσει και είχε ισχυριστεί κάτι απλό, όπως “Έχω χαθεί και ψάχνω μια διεύθυνση”, πιθανόν να είχαν αποφύγει την εμπλοκή. Αντίθετα, επιλέγοντας να πυροβολήσει, έδωσε την ευκαιρία στους αστυνομικούς να καταγράψουν τον αριθμό κυκλοφορίας και την περιγραφή του αυτοκινήτου”.
Τον Απρίλιο του 1999, η 17Ν πραγματοποίησε επίθεση με ρουκέτα στο Χαλάνδρι, εναντίον του Γερμανού πρέσβη. Άφησε για πρώτη φορά ίχνη στο πεζοδρόμιο, διότι ο δράστης τραυματίστηκε βαριά κατά την εκτόξευση και αιμορραγούσε. “Υπήρχε αίμα παντού στο πεζοδρόμιο”. Ο Τζον Κυριάκου θυμάται ότι ζήτησε να γίνει τεστ DNA. Όμως, όπως του εξήγησε ο επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, και μετέπειτα αρχηγός της ΕΛΑΣ, Φώτης Νασιάκος, “δεν υπήρχε βάση δεδομένων με DNA εγκληματιών στη χώρα”. Ο Κυριάκου έμεινε έκπληκτος. “Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και πριν καταδικαστείς, αν είχες απλώς συλληφθεί για κάποιο έγκλημα, σου έπαιρναν δείγμα DNA”.
Ο ίδιος, την επόμενη μέρα, πήγε σε ένα κατάστημα με είδη σπιτιού και κήπου, αγόρασε μία βαριοπούλα και επέστρεψε στην κατοικία του Γερμανού πρέσβη. Έσπασε το πεζοδρόμιο και πήρε ένα κομμάτι τσιμέντο “με το περισσότερο αίμα πάνω του”. Το τοποθέτησε σε μια τσάντα διπλωματικής αποστολής και το έστειλε πίσω στη CIA. “Έκαναν το τεστ DNA. Δεν υπήρχε ταύτιση”. Κάτι αναμενόμενο, εξηγεί, αφού δεν θα μπορούσε να υπάρξει αντιστοιχία με την αμερικανική βάση δεδομένων. “Τουλάχιστον μπορούσαμε να δώσουμε στους Έλληνες την ανάλυση DNA του Σάββα Ξηρού”. Μπορεί να μην ήξεραν ακόμα ποιος ήταν, αλλά είχαν το αίμα του, και αυτό σήμαινε ότι αν έκανε κάποιο άλλο λάθος ή συλλαμβανόταν μελλοντικά, μπορούσαν να τον ταυτοποιήσουν.
“Το μεγαλύτερο λάθος όμως είναι το πιο προφανές. Να αφήσεις μια βόμβα να εκραγεί στα χέρια σου, να χάσεις τα χέρια και τα μάτια σου και μετά να ομολογήσεις τα πάντα πριν ακόμα αναρρώσεις”, σημείωσε ο Κυριάκου αναφερόμενος στην έκρηξη βόμβας στον Πειραιά το 2002 που τραυμάτισε σοβαρά τον Σάββα Ξηρό.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΑΟΣ ΚΑΙ Η CIA
“Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα θεωρούνταν πολύ επικίνδυνη για τους Αμερικανούς ώστε να έχουν διπλωματικές πινακίδες” θυμάται ο Κυριάκου. Η λύση που δόθηκε στους πράκτορες της CIA ήταν να κυκλοφορούν με κοινές ελληνικές πινακίδες, οι οποίες όμως παραδόξως δεν πρόσφεραν διακριτικότητα. “Με τη μεγάλη της σοφία, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε σε όλους τους υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας πινακίδες που ξεκινούσαν με τα γράμματα ΥΗΒ. Ήταν χειρότερες και από τις διπλωματικές πινακίδες”. Το σφάλμα αποδείχτηκε μοιραίο όταν δολοφονήθηκε ο Βρετανός διπλωμάτης, Στίβεν Σόντερς.
“Είδα τις πινακίδες του και το αίμα του παντού μέσα στο αυτοκίνητο. Η πινακίδα του ήταν ΥΒΗ και για μια στιγμή πίστεψα πως κάποιος αθώος Έλληνας είχε σκοτωθεί επειδή νόμιζαν ότι ήμασταν εμείς”, είπε ο Κυριάκου, περιγράφοντας πώς τελικά αποδείχτηκε ότι και οι Βρετανοί είχαν παρόμοιες χαρακτηριστικές πινακίδες.“Θυμήθηκα πως όταν η βρετανική πρεσβεία είδε ότι δεν είχαμε διπλωματικές πινακίδες, ζήτησαν κι εκείνοι κανονικές πινακίδες, και οι Έλληνες τους έδωσαν ΥΒΗ. Έτσι ήταν εύκολο να τον εντοπίσει η 17Ν, όταν ήδη είχαν τα τρία πρώτα νούμερα της πινακίδας του. Και τον σκότωσαν”.
Το ελληνικό χάος διαπερνούσε ακόμα και τις λεπτομέρειες της μυστικής ζωής. “Όταν είσαι πράκτορας της CIA και έχεις στενή και συνεχή επαφή με έναν αλλοδαπό, πρέπει να το δηλώσεις στα κεντρικά. Και εκείνοι κάνουν έρευνα για το άτομο”, εξηγεί. Όμως στην περίπτωση του Κυριάκου, τα πράγματα περιπλέκονταν. Ως Ελληνοαμερικανός με δεκάδες συγγενείς στη Ρόδο, έπρεπε να δηλώσει 50 άτομα. “Έστειλα ένα τηλεγράφημα με όλα τα ονόματα, τις ημερομηνίες γέννησής τους και τα επαγγέλματα των ξαδερφών μου. Αγρότης, μελισσοκόμος, περιπτεράς. Όταν τηλεφώνησα για να δω αν εγκρίθηκαν, με ρώτησαν έκπληκτοι: “Μιλούσες σοβαρά;” Φυσικά και μιλούσα σοβαρά! Είναι τα ξαδέρφια μου!”. Μοναδική εξαίρεση από την έγκριση, ένας ξάδερφος ενεργό μέλος του ΚΚΕ, από τον οποίο του συνέστησαν να κρατήσει αποστάσεις.
ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην εποχή που υπηρέτησε στην Αθήνα, ο Κυριάκου θυμάται μια Ελλάδα που φλέρταρε με την αποτυχία στον τομέα της ασφάλειας και των πληροφοριών. “Πριν από 25 χρόνια, η Ελλάδα ήταν ένα αστείο όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τις μυστικές υπηρεσίες. Ήταν ένα αστείο σε σημείο που ήταν επικίνδυνο”, σημειώνει, προσθέτοντας πως “οι σύνδεσμοί μας στην αστυνομία και στην ΕΥΠ είτε δεν ήταν αξιόπιστοι, είτε ήταν τόσο ηλίθιοι που δεν μπορούσαν καν να προστατεύσουν τον εαυτό τους”.
Η εικόνα αυτή, ωστόσο, άλλαξε ριζικά το 2002, όταν η βόμβα εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Ήταν το σημείο καμπής που οδήγησε, σύμφωνα με τον Κυριάκου, σε μια σοβαρή αναβάθμιση των ελληνικών υπηρεσιών. “Οι Έλληνες εκπαιδεύτηκαν από τους Αμερικανούς, τους Ισραηλινούς, τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Γερμανούς, και πήραν την εκπαίδευση πολύ σοβαρά. Η διάλυση της 17Ν και του ΕΛΑ ώθησε τους Έλληνες σε ένα σημείο όπου μπορούν να κάνουν τη δουλειά μόνοι τους”, λέει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, ο Κυριάκου δεν διστάζει να επισημάνει τις αδυναμίες που παραμένουν. Αν και αναγνωρίζει ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) διαθέτει επιχειρησιακή ικανότητα, θεωρεί ότι υστερεί στην ανάλυση. “Δεν τη θεωρώ μία από τις ελίτ υπηρεσίες”, σχολιάζει. “Η ΕΥΠ έχει επιχειρησιακή οργάνωση, αλλά αποτυγχάνει στην ανάλυση. Και δεν φταίει η ίδια. Αυτό που της λείπει είναι μια ισχυρή ομάδα αναλυτών” λέει και το αποδίδει σε λόγους μπάτζετ.
Όπως εξηγεί, η ΕΥΠ είναι αποτελεσματική στη συλλογή τουρκικών αμυντικών μυστικών -“είναι πολύ καλοί σε αυτό και πάντα ήταν” – όμως η έλλειψη εξειδικευμένης ανάλυσης τους στερεί τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις πληροφορίες στρατηγικά. “Χρειάζονται μια μονάδα που να μπορεί να αναλύει τα τουρκικά αμυντικά μυστικά ώστε να βοηθήσει τον ελληνικό στρατό και να σχεδιάσει την ελληνική άμυνα ενάντια στην τουρκική επιθετικότητα. Και δεν το κάνουν αυτό. Ποτέ δεν το έχουν κάνει”, τονίζει.
WHISTLEBLOWER – ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ
Η απόφαση του Τζον Κυριάκου να γίνει whistleblower προέκυψε από μια μακρά και επώδυνη διεργασία. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Κυριάκου τοποθετήθηκε επικεφαλής των επιχειρήσεων αντιτρομοκρατίας της CIA στο Πακιστάν, οργανώνοντας μεταξύ άλλων τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στη σύλληψη ηγετικών στελεχών της Αλ Κάιντα, όπως ο Αμπού Ζουμπαϊντά. Εκείνη την περίοδο, η κυβέρνηση Μπους είχε εγκρίνει ένα νέο, αμφιλεγόμενο πρόγραμμα “ενισχυμένων τεχνικών ανάκρισης”, πρακτικές που σύντομα έγιναν συνώνυμες με τα βασανιστήρια.
Ο Κυριάκου αποχώρησε από την υπηρεσία το 2004 και τρία χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο του ABC, Brian Ross, μίλησε ανοιχτά για πρώτη φορά για το ζήτημα των βασανιστηρίων. Για τον ίδιο, η απόφαση να μιλήσει δημόσια ήταν αποτέλεσμα προσωπικής πίεσης και φόβου ότι θα γινόταν αποδιοπομπαίος τράγος, εφόσον τα βασανιστήρια της CIA ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν, στο πλαίσιο δημοσιογραφικών ερευνών εκείνη την περίοδο.
“Η απάντηση στο ερώτημα γιατί αποφάσισα να μιλήσω είναι κάπως εγωιστική”, είπε στο News 24/7. “Περίμενα να βγει κάποιος άλλος και να μιλήσει πρώτος αλλά δεν έβγαινε κανείς. Είπα στον εαυτό μου: Δεν μπορούν να με κατηγορήσουν γιατί από την αρχή είπα ότι ήταν λάθος. Ήμουν ο μόνος που το είπε εξαρχής. Και έτσι αποφάσισα να το δημοσιοποιήσω”.
Σήμερα, θέλει να πιστεύει ότι οι πρακτικές εκείνης της εποχής ανήκουν στο παρελθόν. “Η CIA λέει ότι έχουν αλλάξει. Υπάρχει και ο νέος νόμος, που προβλέπει ποινικές διώξεις για τέτοιες πρακτικές”, εξηγεί. Παραμένει, ωστόσο, επιφυλακτικός: “Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά έχουν τελειώσει, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να το ξέρουμε με βεβαιότητα. Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να πιστέψουμε όσους το λένε”.
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ WHISTLEBLOWERS
Η εμπειρία του Κυριάκου ως whistleblower δεν έμεινε μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Μετά την αποφυλάκισή του, το 2015, οι ελληνικές αρχές επικοινώνησαν μαζί του μέσω της πρεσβείας στην Ουάσινγκτον, ζητώντας του να συνεισφέρει στη διαμόρφωση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.
“Μου είπαν: Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θέλει να σου μιλήσει για το whistleblowing”, θυμάται. Ακολούθησαν συναντήσεις με τον υπουργό Δικαιοσύνης και συμβούλους του υπουργείου. Η ελληνική νομοθεσία που υπήρχε τότε, όπως λέει, ήταν από τις χειρότερες που είχε δει. “Αφορούσε μόνο τον τραπεζικό κλάδο και ο καταγγέλλων έπρεπε να δει με τα ίδια του τα μάτια το έγκλημα που διαπράττεται. Και δεν υπήρχε ανωνυμία, έπρεπε να πει το όνομά του. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον προϊστάμενό μου στην τράπεζα να παίρνει δωροδοκία. Λοιπόν, κανείς δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον νόμο στην ιστορία του νόμου, επειδή ήταν τόσο περιοριστικός, τόσο συγκεκριμένος”.
Η ομάδα στην οποία συμμετείχε, διαμόρφωσε έναν νέο, πιο ευρύ νόμο, προβλέποντας την ανωνυμία και επεκτείνοντας την προστασία και εκτός του τραπεζικού τομέα. Όπως εξηγεί, ο νόμος τελικά πέρασε, αλλά με ορισμένες αλλαγές που τον αποδυνάμωσαν. Στην πορεία, μετά από πρόταση του ευρωβουλευτή, Στέλιου Κούλογλου, κατέθεσε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. “Σήμερα, η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στην Ευρώπη βασίζεται σε εκείνο το πρώτο προσχέδιο που είχαμε ετοιμάσει για την ελληνική νομοθεσία” λέει ο Κυριάκου.
“Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ”
Ο Τζον Κυριάκου έχει γράψει οκτώ βιβλία, δουλεύει πάνω στο ένατο και έχει ήδη συμβόλαια για άλλα τρία. Παράλληλα, ταξιδεύει και δίνει διαλέξεις για ζητήματα whistleblowing και διαφάνειας. “Δεν είμαι πια παιδί”, λέει με ένα χαμόγελο. “Ακόμα νιώθω ότι είμαι 30, αλλά δεν είμαι. Είμαι 60. Οπότε σκοπεύω να κάνω πράγματα που είναι διασκεδαστικά και λιγότερο επικίνδυνα”.
Συμπεραίνει κανείς πως έχει αφήσει πίσω του την κατασκοπεία. “Δεν νομίζω ότι αφήνεις ποτέ πραγματικά πίσω σου τη ζωή του κατασκόπου” απάντησε. “Η εκπαίδευση είναι τόσο έντονη που γίνεται μέρος του εγκεφάλου σου. Συνεχώς κοιτάζω πίσω μου να δω αν με ακολουθεί κάποιος. Συνεχώς αναλύω τους ανθρώπους για να δω αν έχουν κάποιο εναλλακτικό κίνητρο όταν με προσεγγίζουν. Ξέρεις, αν προσπαθούν να με χρησιμοποιήσουν. Ε, λοιπόν, όχι, δεν την αφήνεις ποτέ πραγματικά τη ζωή του κατασκόπου – είναι πάντα μαζί σου”.