Β. ΠΕΤΣΑ: AΥΤΗ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΣΦΥΞΙΑΣ ΣΤΟ ΧΙΛΣΜΠΟΡΟ…
Η συγγραφέας Βασιλική Πέτσα μιλά για το “Δεν θ’ αργήσω”, το βραβευμένο μυθιστόρημα που καταγράφει τα συλλογικά και ατομικά τραύματα που άφησε στην Αγγλία η τραγωδία του Χίλσμπορο.
Μπορεί ένα μυθιστόρημα που βασίζεται σ΄ένα πασίγνωστο πραγματικό γεγονός και το οποίο εκτείνεται μόλις σε 134 σελίδες να συγκλονίσει;
Η απάντηση είναι σαφέστατα καταφατική. Το “Δεν θ’ αργήσω” της Βασιλικής Πέτσα (εκδόσεις Πόλις) κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2024 και έκτοτε διέγραψε μία πορεία λαμπρή που έφτασε μέχρι τη βράβευση στην κατηγορία του μυθιστορήματος από τον ηλεκτρονικό περιοδικό “Αναγνώστης”.
Το βιβλίο διακρίνεται για χειρουργικής ακρίβειας απλότητά του. Η τραγωδία του Χίλσμπορο στην Αγγλία το 1989 αποτελεί ένα ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός για την αγγλική κοινωνία ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα για την πόλη του Λίβερπουλ αφού οπαδοί αυτής της ομάδας σκοτώθηκαν κατά κύριο λόγο εκείνο το απόγευμα του Απριλίου στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας με την Νότιγχαμ Φόρεστ.
Η Πέτσα παίρνει αφορμή από την τραγωδία για να περιγράψει συλλογικά και προσωπικά αδιέξοδα των φανταστικών της ηρώων που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί. Το κάνει με ένα μεγαλοπρεπώς λιτό τρόπο χωρίς να κουράζει και χωρίς να ηθικολογεί. Μιλά, χωρίς να κραυγάζει, αφήνει την πλοκή και όσα κρύβονται πίσω απ’ αυτήν να διατυπώσουν τα πράγματα με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια.
Το “Magazine” την συνάντησε στο Yellow της Πανόρμου ένα καυτό μεσημέρι του Ιουλίου. Και αντί για μία κλασική συνέντευξη, προέκυψε μία (πιστεύουμε) εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κουβέντα ελευθερης φόρμας για τη συγγραφή του βιβλίου, την ταξικότητα και τις ταυτίσεις της εργατικής τάξης, την Αγγλία, την τραγωδία των Τεμπών και πολλά άλλα.
Πως γεννήθηκε η ιδέα για ένα τέτοιο βιβλίο του οποίου η συγγραφή μόνο εύκολη δεν είναι;
Γενικώς διαβάζω ξένο τύπο. Μου αρέσει να ενημερώνομαι. Διάβαζα στο Guardian λοιπόν ένα αφιέρωμα με μαρτυρίες συγγενών επιζώντων και ανθρώπων που δεν είχαν κεντρικό ρόλο στο συμβάν. Να σου πω ότι δεν είχαν υπόψιν μου την τραγωδία. Είχα του Χέιζελ αλλά όχι αυτή.
Γκούγκλαρα συνεχώς για να βρω παραπάνω στοιχεία, είδα φωτογραφίες. Με σημάδεψαν περισσότερο οι φωτογραφίες. Αυτή η αίσθηση ασφυξίας…
Αυτό πότε γίνεται;
Η ιδέα γεννήθηκε το 2015. Αλλά για να μπορέσεις να διαχειριστείς ένα τέτοιο θέμα, πρέπει να μην το φοβηθείς. Εγώ αρχικά το φοβήθηκα πολύ.
Γιατί;
Διότι υπάρχουν επιζώντες. Τα ηθικά ζητήματα είναι και έντονα και πιεστικά. Οταν καλείσαι να αναπτύξεις ένα βαθμό επινόησης πάνω σ’ ένα πραγματικό γεγονός, τα ηθικά ζητήματα που εγείρονται είναι πολύ σημαντικά.
Επίσης με παίδεψαν τα γεγονότα σε επίπεδο φόρμας. Θα έπρεπε ο ήρωας να μιλά σε τρίτο πρόσωπο; Θα έπρεπε να μιλάει εκείνος; Επιπλέον έπρεπε να μαζέψω πολύ δευτερογενές υλικό. Να μπω στο κλίμα μιας κοινωνίας, να δω ταινίες, να διαβάσω άλλα μυθιστορήματα, μαρτυρίες.
Φαίνεται ότι αυτό το κομμάτι το μελέτησες πολύ…
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Να είσαι πειστικός και συγχρόνως να έχεις ένα περιθώριο επινόησης το οποίο όμως θα παραμείνει πιστό στα γεγονότα. Αληθοφανές, ας πω καλύτερα. Πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία αληθοφάνειας και επινόησης.
Είχες κάποια σχέση με τον κόσμο του ποδοσφαίρου;
Οχι. Είχα όποια σχέση έχουν αυτοί που έχουν έρθει σε επαφή με αθλητικές εκπομπές στο ραδιόφωνο, τις Κυριακές επιστρέφοντας από μία εκδρομή, με το ΠΡΟ-ΠΟ κτλ. Δεν είμαι φίλαθλος αλλά έχω πάει στο γήπεδο, κυρίως από περιέργεια, για ανθρωπολογικούς λόγους.
Το γεγονός αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου…
Ισως να την έκανε πιο εύκολη γιατί μου άφησε το περιθώριο να επικεντρωθώ στον ανθρώπινο παράγοντα.
Σε ρωτάω γιατί έχεις πλησιάσει πολύ την ψυχοσύνθεση του οπαδού.Το ένιωσα πολύ αυτό διαβάζοντας…
Θα μπορούσε να επρόκειτο για έναν οπαδό κόμματος…
Εχει διαφορά! Πίστεψέ με. Εσύ δείχνεις να έχεις πιάσει 100% του σφυγμού του Αγγλου οπαδού…
Αν το έκανα, χαίρομαι. Προφανώς έχει γίνει βάσει ενστίκτου. Κοίτα, όλοι έχουμε φιλάθλους στο περιβάλλον μας, γύρω μας. “Τσιμπάει” κανείς κομμάτια, δεξιά και αριστερά. Ο λογοτέχνης ουσιαστικά αυτό κάνει, μπαίνει στα παπούτσια του άλλου. Προσπάθησα λοιπόν να μην είμαι εγώ – είναι ωραίο, κάποτε, να μην είσαι ο εαυτός σου.
Επίσης, η σχέση του κεντρικού ήρωα με τον πατέρα του έχει αποδοθεί εξαιρετικά…
Αυτά χτίζονται διαγενεακά. Οι ταυτίσεις με ομάδες γίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ιδίως στους άντρες, που συνήθως δεν εκδηλώνονται, το να έχεις κάτι κοινό σε επίπεδο ομάδας είναι κάτι που σε δένει πάρα πολύ έντονα. Κληρονομείται αυτό.
Ακριβώς. Κληρονομείται και σπανίως αλλάζει. Δύσκολα κάποιος αλλάζει ομάδα…
Τις προάλλες είχα μία κουβέντα μ’ έναν οπαδό του Παναθηναϊκού. Συζητούσαμε ακριβώς αυτό. Ομάδα, του έλεγα, μπορείς να αλλάξεις, φαντάζομαι. Το να είσαι φασίστας ή αντιφασίστας όμως είναι μία πολιτική θέση που δεν αλλάζει. Και μου λέει όχι, ομάδα δεν αλλάζεις. Τελείωσε!
Είναι μάλλον κεντρική ταύτιση αυτή γι’ έναν άνθρωπο…
Αρχικά μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε. Συζητώντας μου τόνισε ότι το τι είναι φασιστικό ή όχι αλλάζει ανά εποχή. Η πολιτική ταυτότητα βέβαια ανιχνεύεται παντού. Στο πως θα φερθείς στο διπλανό σου, στο παιδάκι που παίζεις μαζί όταν είσαι μικρός. Αλλάζει όμως τόσο πολύ ο κόσμος τριγύρω που το τι θεωρείται φασιστικό, το πού θα αποδοθεί η ταμπέλα, αλλάζει. Το είδαμε στη διαμάχη των τρανς με τις φεμινίστριες πρόσφατα. Η ομάδα δεν αλλάζει, αν και θα έπρεπε να αλλάζει. Ανάλογα, ας πούμε, με το καθεστώς ιδιοκτησίας της.
Η ομάδα είναι πάνω από την ιδιοκτησία έχω την αίσθηση.Το έμβλημα είναι πάνω απ’ όλα…
Ίσως έχεις δίκιο. Εν προκειμένω, μιλώντας για το βιβλίο, έχουμε να κάνουμε με μία κοινότητα και μία εργατική ταυτότητα των ανθρώπων στο Λίβερπουλ. Μιλάμε για μία ολόκληρη πόλη. Στην Αγγλία, οι ποδοσφαιρικές ταυτίσεις μοιάζουν πιο “τοπικές”. Και επειδή ερευνητικά έχω ασχοληθεί με την εργατική τάξη και τη λογοτεχνία της, πρέπει να σου πω ότι ο ήρωας του βιβλίου δεν ανήκει σ’ αυτήν. Ο ίδιος έχει γίνει μικροαστός.
Προλεταριοποιείται όμως μ’ έναν τρόπο…
Ναι, γιατί τον πιάνει η οικονομική κρίση. Η σταδιακή του παρακμή δεν οφείλεται μόνο στην ανάμνηση και στην τραγωδία. Είναι απόρροια σύγχρονων εξελίξεων. Ενα τραύμα για να επανεργοποιηθεί πρέπει να βρίσκει πρόσδεση σε σύγχρονες δυσχέρειες.
Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ έντονο μέσα στο βιβλίο με τον ήρωά σου… Δεν περίμενα ωστόσο ότι θα τον “σκοτώσεις”…
Δεν τον “σκοτώνω” εγώ. Ο άνθρωπος αυτός ούτως ή άλλως δεν ζούσε. Ήταν σαν να είχε μείνει στο Χίλσμπορο και να είχε μία παράλληλη ζωή, στην οποία προχωρούσε ένα φάντασμα ερήμην του. Μπροστά προχωρούσε ένα άδειο κέλυφος, εκείνος είχε μείνει πίσω στην τραγωδία. Ο,τι έκανε στη συνέχεια έγινε μ’ έναν τρόπο αυτοματοποιημένο.
Ακόμα και απώλειες πιο αναμενόμενες μπορεί να δημιουργήσουν για έναν άνθρωπο μία τέτοια συνθήκη. Ο συγκεκριμένος ήρωας έκρυβε το ανολοκλήρωτο πένθος του. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ σαφές ότι κάποιος δεν έχει πενθήσει όπως πρέπει. Και υπάρχει μία επίφαση κανονικότητας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου παραπέμπει σε κινηματογραφικό γύρισμα με την κάμερα στον ώμο. Αυτό μάλλον απαιτούσε γνώση λεπτομερειών…
Ήταν διαβάσματα όλα αυτά. Και φαντασία. Επινόηση και τεκμηρίωση. Διάβασα πορίσματα δικαστηρίων, χωροθετικές λεπτομέρειες της τοποθεσίας κτλ. Μαζί με τον ήρωα θέλησα να βάλω στο γήπεδο και τον αναγνώστη. Είπες τη φράση “με την κάμερα στον ώμο”. Κάπως έτσι το φανταζόμουν και εγώ.
Διαβάζοντάς το νομίζεις ότι σου τελειώνει ο αέρας…
Αν κάτι μπορεί να πετύχει η λογοτεχνία, δεν είναι η στράτευση. Είναι ένας ελάχιστος βαθμός ενσυναίσθησης, αν και δεν μου αρέσει η λέξη. Να μπορέσεις να νιώσεις συναισθήματα που βίωσαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Να δημιουργήσεις μία κοινότητα συναισθήματος. Ίσως αυτή να είναι η κοινωνική αποστολή που μπορεί να επιτελέσει η τέχνη στις ημέρες μας.
Ξέρεις, το Χίλσμπορο αποτέλεσε το σημείο καμπής για να αλλάξουν τα πράγματα στο αγγλικό ποδόσφαιρο….
Με κάποιον τρόπο ό,τι έγινε από το Χίλσμπορο και μετά λειτουργούσε κάπως παράλληλα με τον τρόπο που άλλαζε όλη η αγγλική κοινωνία. Η πλήρης εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, η διάλυση της αίσθησης της κοινότητας και γηπεδικά, το να προτάσσεις την αξία της ασφάλειας μ’ έναν τρόπο που ουσιαστικά ατομικοποιεί, συνιστούν κοινωνικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και βρήκα ενδιαφέρον στο θέμα. Δεν θα έγραφα το βιβλίο αν δεν έβρισκα ένα κοινωνικό ενδιαφέρον. Και ίσως και ένα πολιτικό. Γιατί δεν μπορεί να ριζώσει ένα πολιτικό πρόταγμα αν δεν υπάρχει το βιωματικό κομμάτι. Το κομμάτι της καθημερινής πρακτικής.
Σου έκαναν εντύπωση τα τεράστια ψέματα του αγγλικού τύπου της εποχής για την τραγωδία;
Έχουμε ακούσει τόσα πολλά ψέματα τελευταία που ομολογώ πως όχι. Δεν μου έκαναν καμία εντύπωση. Οι επιχειρήσεις συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων δεν είναι μόνο αγγλικό φαινόμενο. Στο Χίλσμπορο όμως υπήρξε συγκάλυψη ευθυνών όχι μόνο όσον αφορά την αστυνομία αλλά τους πάντες. Κατηγορήθηκαν ευθέως τα θύματα αν και ό,τι έγινε οφείλεται σε σωρεία παραλείψεων και λαθών. Είχαν γίνει όλα λάθος. Από τον αριθμό εισιτηρίων μέχρι τον αριθμό των τουρνικέ. Ήταν όλο στημένο λάθος.
Η αγγλική δικαιοσύνη όμως φαίνεται ότι έκανε σχετικά καλή δουλειά…
Όχι ολοκληρωτικά. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και τρομεροί αγώνες. Η αλήθεια, συνήθως, βρίσκεται μπροστά μας και αρνούμαστε να την δούμε. Υπάρχει πάντα το μεγάλο λάθος. Στα Τέμπη, για παράδειγμα, αυτό είναι τα μη ασφαλή τρένα. Αν είχαμε ασφαλή τρένα, το δυστύχημα δεν θα γινόταν. Τα υπόλοιπα τα ακούω, τα παρακολουθώ αλλά για μένα το βασικό είναι αυτό. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, δεν νομίζω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. “Μπαζώνεται” και το δικαστικό κομμάτι.
Ακούγεσαι απαισιόδοξη…
Δεν είμαι. Περίμενα όμως να δω. Κάποια εγκλήματα παραγράφονται και κάποια άλλα πράγματα δεν έχουν τόσο νόημα πια. Έχει σημασία και το πότε αποδίδεται η δικαιοσύνη πάντως. Έχει να κάνει και με τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μίας κοινωνίας.
Περίμενες να βραβευτεί το βιβλίο σου;
Δεν έχω βλέψεις βράβευσης γενικώς. Προφανώς το χάρηκα όμως. Είναι μία αναγνώριση. Όλοι έχουμε ένα βαθμό ματαιοδοξίας, εγώ, ας πούμε, γράφω και δημοσιοποιώ αυτά που γράφω. Ένιωσα και λίγο άσχημα ομολογώ την ίδια ώρα γιατί δεν ήθελα να τραβήξω τα φώτα πάνω μου, να αποκομίσω κάτι από μία τραγωδία. Δεν ήθελα να έχω προσωπικό κέρδος πάνω στον πόνο των άλλων.
Θα μεταφραστεί στα αγγλικά;
Δεν το ξέρω. Στο βιβλίο δεν προσπάθησα να είμαι Αγγλίδα. Έβαλα και κάποια αγγλικά στη μέση για να υπάρξει μία αίσθηση πολιτισμικής ξενότητας. Ήθελα να αποδώσω αυτό το μη μεταφράσιμο. Ήθελα να υπάρχει μια αίσθηση ανοικειότητας για τον Ελληνα αναγνώστη.
Το βιβλίο έχει μία “αγγλικότητα”…
Έχει και δεν έχει. Προσπάθησα να είναι αρκούντως “αγγλοφανές” και συγχρόνως να έχει και στοιχεία επίγνωσης της πολιτισμικής ξενότητας. Ούτε εγώ είμαι Αγγλίδα ούτε οι αναγνώστες.
Εχεις ζήσει όμως στην Αγγλία…
Ναι αλλά μία χώρα είναι πολλά πράγματα, διαφορετικά σε διαφορετικές περιόδους. Εζησα στο Μπέρμιγχαμ και την Οξφόρδη, όχι στο Λίβερπουλ, για τέσσερα χρόνια, από το 2003 μέχρι το 2007 περίπου. Ως φοιτήτρια. Δεν εργαζόμουν εκεί. Επομένως η εικόνα που έχω για τη χώρα είναι μία απολύτως προσδιορισμένη και περιορισμένη εικόνα. Ολα διαμεσολαβήσεις είναι όμως. Για να επεξεργαστείς αυτό που βλέπει το μάτι παρεμβάλλονται φίλτρα και αναπαραστάσεις.
Αν έκανα επιτόπια έρευνα, θα είχε ένα νόημα. Αλλά ακόμα και έτσι, θα έπρεπε να μιλήσω για τα πράγματα στα οποία στέκομαι και μέσα από ποια φίλτρα βλέπω.
Στο Χίλσμπορο θα πήγαινες;
Οχι, νομίζω. Για μένα είναι τόπος φαντασίας, μυθοπλαστικός. Προσπάθησα να αποτίσω φόρο τιμής στα θύματα και τους συγγενείς σε μία διαβρωμένη κοινωνία. Το να πάω εκεί δεν ξέρω αν θα μου πρόσφερε κάτι. Και σίγουρα δεν θα πρόσφερε κάτι στα θύματα. Υπάρχει, νομίζω, μία νοσηρότητα σ’ αυτά τα πράγματα που δεν θα ήθελα να τροφοδοτήσω.