ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: “ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΙ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ; Ο ΕΥΡΩΝ ΑΜΕΙΦΘΗΣΕΤΑΙ!”
Ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας στην Ελλάδα μιλά στο NEWS 24/7 για όλη του τη σταδιοδρομία, αναρωτιέται γιατί με την πάροδο των χρόνων γίνεται λιγότερο αυστηρός, συνεχίζει να πιστεύει ότι υπάρχουν καλά και πολύ κακά βιβλία, δεν κατακρίνει όμως τις «ένοχες απολαύσεις» και συνιστά τι πρέπει να κάνουμε με τα βιβλία που δεν μας αρέσουν. Ακόμη κι αν τα έχει εγκωμιάσει ο ίδιος.
Στον μισό αιώνα που έχει μεσολαβήσει από τότε που δημοσιεύτηκαν τα πρώτα του κείμενα, μέχρι σήμερα που -έχοντας ξεκινήσει από την Αυγή για να συνεχίσει στην Ελευθεροτυπία, όπου επί 20 χρόνια υπήρξε ένας από τους βασικούς πυλώνες του θρυλικού ένθετου για τα βιβλία Βιβλιοθήκη, και κατόπιν στην Καθημερινή– συνεργάζεται με το Βήμα της Κυριακής, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και τον Αναγνώστη, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου ποτέ δεν πίστεψε ότι η κριτική λογοτεχνίας έχει μεγάλη επιρροή στις πωλήσεις των βιβλίων.
«Το να μπορεί δηλαδή να καθορίσει την εμπορική δυναμική ή την κυκλοφοριακή πορεία ενός βιβλίου, δεν συνέβαινε ποτέ. Εκεί που μπορούσε να παίξει κάποτε ρόλο ήταν να του προσδώσει κύρος» λέει σήμερα, στα 66 του πια, όντας ο ίδιος ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας της γενιάς του και όχι μόνο, έχοντας επιπλέον τιμηθεί το 2019 με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για το έργο του Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία:1974-2017 (εκδ. Πόλις).
Τότε τι επηρεάζει την αγορά του βιβλίου; ρωτά εύλογα το NEWS 24/7. Μήπως ειδικά σήμερα περισσότερο οι Booktokers παρά οι παραδοσιακοί κριτικοί του γραπτού, δημοσιευμένου λόγου; Τι πρέπει να γίνει για να διευρυνθεί η περιορισμένη -«Όχι μόνο λόγω πληθυσμού αλλά και ιδιοσυστασίας. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν»- αγορά του βιβλίου στη χώρα μας; Και γιατί δεν μεταφράζεται η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό; Μήπως φταίει η ίδια;
Για το τέλος αφήσαμε το εξής: Να αφήνουμε βιβλία πριν τα τελειώσουμε αν δεν μας αρέσουν, ακόμη κι αν ο ίδιος ή οι συνάδελφοί του τα έχουν εγκωμιάσει;
Οι χειμαρρώδεις απαντήσεις του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου μπορεί να μην αρέσουν σε όλους. Όλους όμως -αναγνώστες, συγγραφείς και εκδότες- θα έπρεπε να μας αφορούν.
Μπορείτε σήμερα που διανύετε την πέμπτη δεκαετία της πορείας σας ως δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας να θυμηθείτε ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που λατρέψατε ως αναγνώστης;
Δεν ξέρω αν ήταν το πρώτο, πάντως σίγουρα ήταν ένα από τα πρώτα και το θυμάμαι έντονα γιατί προκάλεσε να γράψω. Ήταν το Προς Οφρύνιο (εκδ. Κέδρος) του Φίλιππου Δρακονταειδή, ένα βιβλίο ξεχασμένο σήμερα, όμως ήταν μεγάλη επιτυχία τότε και μάλιστα μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Ήμουν 21 όταν το διάβασα. Σήμερα είμαι 66.
Υπήρξατε μανιώδης αναγνώστης από πολύ μικρή ηλικία;
Δεν θα παρουσιαστώ ως παιδί θαύμα. Διαβάζω από τα 14 περίπου. Τότε έγινε η αφύπνιση και προκλήθηκε το ενδιαφέρον για την ανάγνωση. Μέχρι τότε διάβαζα Μίκυ Μάους, μυθιστορήματα για παιδιά, τέτοια πράγματα. Από τα 14 και μετά είναι αυτό που λένε ότι παθαίνεις κάτι και το έχεις σε όλη σου τη ζωή. Δεν διάβαζα όμως μόνο λογοτεχνία. Επειδή με ενδιέφερε πολύ και αυτό που σπούδασα -Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες- διάβαζα και τέτοια βιβλία.
Στο σχολείο ήσασταν καλός μαθητής; Και αργότερα στο πανεπιστήμιο;
Το πανεπιστήμιο ήταν παιχνίδι, πανηγύρι, διασκέδαση, το ευχαριστιόμουν πάρα πολύ. Το σχολείο ήταν μαρτυρικό. Ήμουν καλός μόνο στα φιλολογικά μαθήματα. Οι βαθμοί μου σε μαθηματικά, φυσική και χημεία ήταν δεκάρια, δηλαδή βάση. Επειδή όμως είχα πολύ καλούς βαθμούς στα φιλολογικά, μάλλον επέζησα χαριστικώς, σκέφτηκαν οι καθηγητές ότι θα ήταν κρίμα να μην μπω στο πανεπιστήμιο και με πέρασαν. Μετά βίας πήρα το απολυτήριο για να μπορέσω να δώσω εισαγωγικές.
Μεγαλώσατε σε σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη;
Ο πατέρας μου ήταν συνδικαλιστής της αριστεράς, άρα είχε μια…ιδέα για τα πράγματα και στο σπίτι υπήρχε καλή βιβλιοθήκη κυρίως με ρωσικά μυθιστορήματα. Θυμάμαι τις πολύ καλές μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου για τις εκδόσεις Γκοβόστη που τότε ειδικεύονταν σε αυτό τον τομέα – μέχρι και σήμερα δηλαδή. Εκτός από μυθιστορήματα υπήρχαν κι άλλα βιβλία, ιστορικά, πολιτικά… Οι γονείς μου όμως δεν ήταν άνθρωποι του βιβλίου, σπανίως τους θυμάμαι να διαβάζουν. Αν με επηρέασε κάτι ήταν η σχέση τους με τις εφημερίδες. Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, όταν ακόμα δεν μπορούσα να διαβάσω καλά καλά, να λέει η μητέρα μου να προσπαθήσω να διαβάσω τους τίτλους από τα Νέα. Τους θυμάμαι και τους δύο πάντα με μια-δυο εφημερίδες στα χέρια. Οι εφημερίδες ήταν ανέκαθεν μέρος της ζωής μου. Κι επειδή ήταν πολλές και διαφορετικές -ο πατέρας μου έφερνε πάντα δύο μεγάλες απογευματινές, την Ελευθεροτυπία και τα Νέα, μία πρωινή, την Καθημερινή, και πάντα την Αυγή, λόγω κομματικού χώρου- είχα μια συνεχή και πολυσυλλεκτική επαφή.
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή που πήρατε την απόφαση ή έστω γεννήθηκε μέσα σας η επιθυμία να περάσετε τη ζωή σας γράφοντας εσείς ο ίδιος σε εφημερίδες;
Όχι, δεν μπορούσα καν να το φανταστώ. Με ενδιέφερε όμως πολύ να γράφω. Ξεκίνησα από το λογοτεχνικό περιοδικό Τομές που έβγαζε ο Δημήτρης Δούκαρης, ο οποίος είχε την ατυχία να πεθάνει νωρίς, στα 57 του χρόνια, από καρδιά. Πιτσιρικάς ήμουν όταν πήγα και δεν σκεφτόμουν τι άλλο θα μπορούσα να κάνω πέρα από τις Τομές. Μέσω του πατέρα μου έγινε μια πρώτη επαφή με την Αυγή και ξεκίνησα την πορεία μου στις εφημερίδες. Στην αρχή δεν έγραφα αποκλειστικά για βιβλία. Ήμουν στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Έπαιρνα συνεντεύξεις, έκανα ρεπορτάζ, πήγαινα σε κηδείες, μνημόσυνα, διαλέξεις… Ως δημοσιογράφος ξεκίνησα και δημοσιογράφος παραμένω – σήμερα πια στο ΑΠΕ. Ναι μεν η δημοσιογραφία με οδήγησε στην κριτική, αλλά τα προς το ζην από τη δημοσιογραφία προέρχονται. Όπως και η επικείμενη σύνταξή μου.
Ποια ήταν η πρώτη σας δημοσιευμένη κριτική βιβλίου;
Ήταν για την έκδοση μιας ομιλίας του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου. Τότε δίδασκε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή, δηλαδή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπως το λέμε πια. Βγήκε η ομιλία ως μικρό φυλλάδιο και μου είπαν: Θες να γράψεις κάτι γι’ αυτό; Έτσι ξεκίνησα το 1979. Ήμουν ακριβώς 20 ετών.
Πώς νιώθατε ως νεόκοπος κριτικός;
Στα μάτια ενός παιδιού σε αυτή την ηλικία τα πράγματα στον χώρο της κριτικής φάνταζαν πολύ μεγάλα. Μου φαινόταν σαν ένας κύκλος μάγων ή ιερέων. Το ότι μου μιλούσαν οι μεγαλύτεροι και μου έλεγαν γράψε αυτό ή εκείνο, μου φαινόταν φοβερό.
Δεν σας έκαναν δηλαδή να νιώθετε ξένο σώμα. Δεν σας ψάρωσαν.
Ίσα ίσα ήταν πολύ ανοιχτοί. Νομίζω ότι οι μεγαλύτεροι μου ήθελαν να βρουν ανθρώπους με μια καινούρια γραφή και μια ικανότητα στην ανάλυση. Γι’ αυτό ήθελαν όχι μόνο εμένα αλλά και τους υπόλοιπους που ξεκινήσαμε την ίδια εποχή. Δεν θα έλεγα λοιπόν ότι ήταν κλειστός ο κόσμος των κριτικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν πιο κλειστός από τα σημερινά δεδομένα. Σήμερα ο καθένας μπορεί να γράψει την άποψή του ακόμη και σε ένα ποστ στο Facebook. Τότε απόψεις διάβαζες μόνο στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Οπότε ναι, υπό αυτή την έννοια τότε ήταν πιο κλειστός ο κύκλος. Αν το καλοσκεφτείς στα χρόνια τα δικά μου ήμασταν πέντε-έξι άνθρωποι στον χώρο της βιβλιοκριτικής και συγκεκριμένα στις εφημερίδες που έδιναν χώρο για τέτοια κείμενα.
Σήμερα ναι μεν υπάρχει ακόμη η κριτική στις εφημερίδες. Όμως υπάρχουν και πολλά νέα παιδιά -θετικό γεγονός από μόνο του- που δεν γράφουν σε εφημερίδες αλλά σε διάφορες πλατφόρμες ή σάιτ, ορισμένα από τα οποία, όπως η Book Press ή ο Αναγνώστης, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με το βιβλίο, ενώ τα υπόλοιπα έχουν ευρύτερη θεματολογία. Παρατηρείται όμως το εξής: μπορεί για ένα βιβλίο να εμφανιστούν μέχρι και 25 κριτικές – ανήκουστος αριθμός για τις δεκαετίες ’80 και ’90. Αυτό από τη μία μεριά σημαίνει περισσότερη δημοκρατία. Από την άλλη, επειδή ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι θέλει, χάνεται λίγο ο μπούσουλας, δεν ξέρουμε τι είναι κριτική και τι δεν είναι. Και ποιος θα πει τι είναι; Θα βγω εγώ να πω ότι κριτική είναι αυτό που γράφει μόνο η γενιά μου; Ε όχι δα. Το σίγουρο είναι ότι είμαστε σε μεταβατική φάση. Το τοπίο είναι ρευστό.
Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας από τη Βιβλιοθήκη, το ξακουστό ένθετο για το βιβλίο που συνδημιουργήσατε στην Ελευθεροτυπία;
Η Βιβλιοθήκη ήταν δημιούργημα έξι ανθρώπων: του αρχισυντάκτη μας, Σήφη Πολυμήλη, του Θανάση Γιαλκέτση, της Κατερίνας Σχινά, εμού, του Βασίλη Καλαμαρά και του Θανάση Ντόκου. Αυτή ήταν η ομάδα. Δουλέψαμε μαζί από το 1997-98 και περί τα 20 χρόνια. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ήταν και η καλύτερη ηλικία μου. Όταν ξεκινήσαμε ήμουν 39 ετών.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από τον ρόλο ενός κριτικού λογοτεχνίας;
Είναι κλασική πια αυτή η παρανόηση. Ότι ο κριτικός δεν γράφει γιατί τον ενδιαφέρει η κριτική. Αλλά γιατί θα ήθελε να είναι συγγραφέας και δεν κατόρθωσε να το κάνει. Δεν είχε λοιπόν τις ικανότητες και το ‘ριξε στην κριτική που είναι εύκολη. Κρίνει τους άλλους αντί να κρίνει τον εαυτό του. Αυτό προφανώς δεν λέγεται μόνο για την κριτική λογοτεχνίας, αλλά για την κριτική γενικώς. Άμα γράφεις κριτική είσαι ανίκανος, ρεμπεσκές, αποτυχημένος, δεν έχεις τι άλλο να κάνεις και όχι μόνο κρίνεις ανθρώπους, αλλά μερικές φορές τους επικρίνεις κιόλας.
Μια άλλη παρεξήγηση είναι ότι ο κριτικός έχει πάντα κάποιον ύποπτο λόγο για να κρίνει αρνητικά -όταν κρίνει θετικά δεν το συζητάει κανένας. Θέλει να υπονομεύσει τον συγγραφέα. Γιατί να θέλει να τον υπονομεύσει κανείς δεν ξέρει. Ή δεν έχει καλή κρίση. Ή δεν ξέρει να διαλέγει βιβλία. Ή κάνει λάθος στις παρατηρήσεις του. Όλα αυτά δηλαδή τα αρνούνται στον κριτικό και δημιουργούν ένα θέμα εμπιστοσύνης στην κρίση του.
Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που η κριτική ενός βιβλίου μπορούσε να επηρεάσει την εμπορική πορεία του;
Κοίταξε, μεγάλη επιρροή η κριτική δεν είχε ποτέ. Το να μπορεί δηλαδή να καθορίσει την εμπορική δυναμική ή την κυκλοφοριακή πορεία ενός βιβλίου, δεν συνέβαινε ποτέ. Εκεί που μπορούσε να παίξει ρόλο ήταν να του προσδώσει κύρος. Στη δεκαετία του ’80 υπήρχαν ήδη τα μπεστ σέλερ. Για τους συγγραφείς τέτοιων βιβλίων δεν υπήρχε από τότε μεγάλη εκτίμηση. Αν ένας κριτικός αποφάσιζε να ασχοληθεί με ένα μπεστ σέλερ ήταν γιατί έκρινε ότι είχε κάποια στοιχειώδη αξία. Αλλά το να τρέχει ο κόσμος να αγοράσει ένα βιβλίο επειδή ένας κριτικός έγραψε κάτι καλό, όχι, δεν συνέβη ποτέ. Και μάλιστα ήδη από τη δεκαετία του ’90, όταν εγώ έγραφα ένα κομμάτι πχ για τον Αλέξη Πανσέληνο, η εφημερίδα του είχε ταυτόχρονα πάρει μια συνέντευξη. Δηλαδή δεν αρκούσε απλά μία κριτική για το βιβλίο, έπρεπε και ο συγγραφέας να είναι παρών. Από την άλλη πλευρά όμως είναι το θέμα του κύρους. Αυτό είναι που λείπει σήμερα. Δηλαδή σήμερα δεν έχουμε πολλές ξεχωριστές μονάδες κριτικών ώστε να λένε οι συγγραφείς ότι ο τάδε έγραψε για μένα. Εξαιρουμένων κάποιων παλαιότερων. Αλλά όταν θα λείψει η δικιά μου γενιά, άντε και οι δέκα χρόνια νεότεροι ημών, δεν ξέρω τι θα γίνει, πώς θα ξεχωρίζουν οι άνθρωποι. Όμως επαναλαμβάνω ότι με την εμπορική δυναμική η κριτική δεν είχε ποτέ να κάνει τίποτα. Ούτε σήμερα έχει.
Στη δεκαετία του ’80 υπήρξε κι άλλος ένας μύθος, ότι οι κριτικοί τα παίρνουμε από τους εκδότες. Είχα πει τότε ευθέως ότι αν ίσχυε θα ήμουν ένας πλούσιος άνθρωπος. Κανείς μας δεν έχει πάρει ποτέ δεκάρα τσακιστή. Σε ξέρει, λένε, ο εκδότης και υποτίθεται ότι σε παίρνει και σου λέει να γράψεις για ένα βιβλίο κι εσύ γράφεις. Όντως ο εκδότης σε παίρνει. Σου προτείνει σύμφωνα με το γούστο σου να δεις ένα βιβλίο. Λες εσύ εντάξει, θα το δω. Από εκεί κι ύστερα όμως είναι δικό σου θέμα τι θα κάνεις. Ο εκδότης δεν πρόκειται να σε ξαναπάρει να σου πει γιατί δεν έγραψες. Δεν εμφανίστηκε ποτέ ένας εκδότης να μας πει παιδιά πάρτε τόσα και γράψτε για τα βιβλία μου. Ποτέ! Μόνο μία φορά εμφανίστηκε ο Καστανιώτης και ρώτησε μήπως θέλαμε να συντονιστούμε όλοι οι κριτικοί που γράφαμε μία φορά την εβδομάδα να το κάνουμε την ίδια μέρα. Για να βγαίνουν όλες οι κριτικές μαζί. Είχε προτείνει την Παρασκευή. Δεν ήταν όμως ζήτημα των κριτικών, οπότε δεν έγινε.
Προφανώς όλοι μας μιλάμε με εκδότες. Κάθε μέρα μου λένε έχω βγάλει το τάδε βιβλίο, δες αν σε ενδιαφέρει. Εύλογο είναι. Αν φαίνεται ότι μεροληπτείς υπέρ κάποιου εκδότη είναι απλά γιατί βγάζει πράγματα που τυγχάνει να σε ενδιαφέρουν. Δεν μεροληπτείς γιατί συμπαθείς ή όχι έναν εκδότη. Κάποιους τους συμπαθείς, άλλους όχι, δεν παίζει κανένα ρόλο. Οφείλω όμως να πω ότι ο κριτικός, επειδή έχει φιλίες και συναισθηματικούς δεσμούς, δεν είναι ότι δεν μπαίνει στον πειρασμό να μεροληπτήσει για κάτι που τον ενδιαφέρει. Και δεν αποκλείεται να μεροληπτήσει. Σε ό,τι με αφορά, λογικά θα έχω μεροληπτήσει σε πράγματα που έχω γράψει για ποιητές των προηγούμενων δεκαετιών, του ’80 και του ’90, όταν έγραφα συστηματικά για ποίηση. Αργότερα, για επαγγελματικούς λόγους, -γιατί αυτό που ενδιαφέρει την αγορά είναι το μυθιστόρημα και αυτό που ενδιαφέρει την εφημερίδα ως μέσο κάλυψης είναι αυτό που ενδιαφέρει την αγορά, δηλαδή το ένα φέρνει τ’ άλλο- έγραψα περισσότερο για μυθιστόρημα. Αυτό, για να το πω απλά, έχει ζήτηση. Δεν πρόκειται να μου πει τίποτα το Βήμα αν σήμερα γράψω για ποίηση αλλά δεν μου πάει. Όσο όμως έγραφα ακόμα για ποίηση, υπήρξαν περιπτώσεις μεροληψίας. Η φιλία μπορεί να σε επηρεάσει ως ένα βαθμό. Να γράψεις κάτι συμπαθητικό, όχι να πεις ότι γεννήθηκε ο μεγαλύτερος ποιητής, ή να χαρακτηρίσεις σπουδαίο ένα καταγέλαστο βιβλίο ποίησης.
Όλα αυτά που λέω δεν αφορούν μόνο εμένα. Μιλάω για τη γενιά μου. Ισχύουν για όλους μας. Όλοι μας κατηγορηθήκαμε ότι πήραμε λεφτά που δεν πήραμε, ότι είχαμε προκαταλήψεις που δεν είχαμε. Εντάξει, είναι μέρος του παιχνιδιού όλα αυτά.
Λέτε ότι η κριτική δεν επηρεάζει την εμπορική δυναμική ενός βιβλίου. Τι την επηρεάζει; Και τελικά πότε θεωρείται πολύ επιτυχημένο ένα βιβλίο;
Αυτά που λέμε μέσες άκρες ισχύουν και για άλλες χώρες, όχι μόνο για εμάς. Βλέπω στην Αγγλία να γράφονται πολυσέλιδες κριτικές για ένα βιβλίο και μετά να μην πουλάει. Το συναντάμε και στον κινηματογράφο. Υπάρχει συχνά διάσταση ανάμεσα στο εμπορικό και στο έγκριτο γιατί υποτίθεται ότι ο κριτικός ψάχνει μόνο τα πολύ καλά έργα και γι’ αυτό η κρίση του είναι αυστηρή.
Όσον αφορά το τι κάνει ένα βιβλίο επιτυχημένο, θα αναφερθώ σε κάτι που είπε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς το 1990. Στα 30 μου τότε εγώ, μέσα στην αίθουσα σύνταξης, όπου ήταν παρόντες και συγγραφείς της γενιάς μου. Λέει λοιπόν ο Κοτζιάς στον Τατσόπουλο: «Αυτά που έχετε σήμερα ως κυκλοφοριακή επιτυχία για εμάς δεν υπήρχαν, ήταν αδιανόητα. Εσείς πουλάτε είκοσι χιλιάδες. Ξέρετε πόσα πουλούσαμε εμείς; Αν το βιβλίο έφτανε τα τριακόσια αντίτυπα και είχε πέντε καλές κριτικές, ήταν τεράστια επιτυχία». Σήμερα τα πράγματα έχουν προχωρήσει κι άλλο. Ένα βιβλίο, είτε είναι μετάφραση είτε ελληνικό, μπορεί να πιάσει τις 30 χιλιάδες. Κι αυτό δεν είναι καν μεγάλη επιτυχία. Αυτή έρχεται στις 60-70 χιλιάδες.
Δεν είναι όμως πολύ λίγοι οι συγγραφείς που φτάνουν σε αυτά τα νούμερα;
Ναι, προφανώς, μιλάω απλά για το πού μπορεί να φτάσει το πράγμα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία είναι αλλιώς. Δηλαδή αν εγώ ήμουν συγγραφέας και έφτανα τα δύο χιλιάδες αντίτυπα, θα θεωρούσα ότι πήγε πολύ καλά το βιβλίο μου – όχι μόνο για μένα, αλλά και για τον εκδότη. Ένα τέτοιο νούμερο θεωρείται επιτυχία. Αυτή είναι η δυναμική της ελληνικής αγοράς. Είμαστε μικρή αγορά. Όχι μόνο λόγω πληθυσμού αλλά και ιδιοσυστασίας. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν. Αν κάνει κανείς συγκρίσεις με Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, γενικά Ευρωπαίους αναγνώστες, τα δικά μας ποσοστά είναι πάρα πολύ χαμηλά.
Μήπως τελικά αυτή η χώρα παράγει περισσότερους συγγραφείς απ’ όσους μπορεί να καταναλώσει;
Φυσικά, πολύ περισσότερους. Αλλά συμβαίνει παντού, ακόμη και στην αγγλική γλώσσα που είναι η κυρίαρχη. Στα αγγλικά επίσης λες ότι είσαι συγγραφέας και σε ρωτάνε αν τυπώνονται αυτά που γράφεις, γιατί υπάρχουν πολλοί που τα δημοσιεύουν μόνο στο διαδίκτυο. Υπάρχει σε όλες τις χώρες μια γραφομανία, άρα και πλεόνασμα συγγραφέων. Η γραφομανία δεν είναι κάτι κακό. Το πρόβλημα είναι αλλού. Όπως στο ότι αν εγώ που γράφω δεν βρω εκδότη, μπορώ θαυμάσια να αποκτήσω πηγαίνοντας σε έναν από αυτούς που είναι γνωστό ότι τα έξοδα πληρώνονται από μένα για να έχω το εκδοτικό σήμα τους.
Όσον αφορά την ατέρμονη συζήτηση περί υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας στην κριτική, ποια είναι η θέση σας;
Αντικειμενική κριτική δεν υπάρχει. Ο καθένας μας έχει μια υπογραφή, γράφει σε πρώτο ενικό και λέει τη γνώμη του. Πέραν τούτου, ουδέν. Αυτή η γνώμη δεν μπορεί όμως να είναι αυθαίρετη. Όλοι μπορούμε να έχουμε μια γνώμη. Κι εγώ που δεν είναι κριτικός κινηματογράφου, έχω γνώμη για τις ταινίες. Δεν μπορώ όμως να δηλώνω κριτικός κινηματογράφου. Γιατί δεν ξέρω πώς να γράψω κριτικές κινηματογράφου. Πρέπει να έχω επιχειρήματα. Το επιχείρημα δεν είναι επιστημονική απόδειξη. Αποτελεί μέρος της παλαιάς ρητορικής και του δικανικού λόγου. Άρα είναι κάτι που προσπαθείς να αποδείξεις, όχι όμως να επικυρώσεις επιστημονικά, αυτή είναι δουλειά του φιλόλογου. Κι αυτή είναι η διαφορά του κριτικού από τον φιλόλογο. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσπαθήσω να αποδείξω έναν ισχυρισμό. Αυτό είναι το αντικειμενικό κομμάτι της κριτικής. Δηλαδή κριτική είναι ο συνδυασμός κάποιων επιχειρημάτων με εκείνο που για τον κριτικό είναι το βασικό, η λειτουργία της κρίσης του. Γιατί στον κριτικό και στις επισημάνσεις του πάνω απ’ όλα μετράει η κρίση.
Φυσικά υπάρχουν και κριτικοί που δεν γράφουν καλά, είναι δηλαδή κακογράφοι. Επίσης πρέπει να μπορείς να βάλεις την κρίση μέσα σε μεγάλα συμφραζόμενα και κυρίως να την κάνεις συνθετική. Δηλαδή όχι να είσαι ικανός να μιλάς για ένα μόνο βιβλίο αλλά για πολλά. Να συνθέτεις μια ολόκληρη εποχή. Ή να μπορείς να χωρίζεις σε θεματικές, σε κατηγορίες τεχνοτροπίας, σε τάσεις και διάφορα τέτοια πράγματα.
Γιατί τα διηγήματα σε όλο τον κόσμο πουλάνε πάντα λιγότερο από τα μυθιστορήματα;
Ακόμη κι αν ένα μυθιστόρημα είναι πειραματικό, ακόμη κι αν έχει τεχνικές που δυσκολεύουν την κατανόησή του, υπάρχει ένα κεντρικό, μεγάλο στόρι. Σε μια συλλογή διηγημάτων κάθε τόσο τελειώνει ένα μικρό στόρι και ξεκινάει ένα άλλο. Δηλαδή διασπάται πολλών η προσοχή.
Από την άλλη ακριβώς λόγω του μικρού μεγέθους και των ταχύτατων ρυθμών της καθημερινότητας, θα περίμενε κανείς ότι μια ολιγοσέλιδη ιστορία που θα προλάβαινες να διαβάσεις ολόκληρη το βράδυ στο κρεβάτι πριν τον ύπνο θα εξυπηρετούσε περισσότερο τον αναγνώστη που δεν θα χρειαστεί την επομένη να ανατρέξει στις ήδη διαβασμένες σελίδες του μυθιστορήματος για να ξαναπιάσει τον ειρμό της υπόθεσης.
Όντως, δεν έχεις άδικο. Παρ’ όλα αυτά επιμένουν πολλοί να προτιμούν μια μεγάλη ιστορία από δέκα μικρές.
Ως γραφιά τι σας δίνει μεγαλύτερη χαρά; Να εγκωμιάζετε ένα βιβλίο ή να το «θάβετε»;
Αυτό που ευχαριστιέμαι περισσότερο είναι όταν έχω να κρίνω ένα βιβλίο που έχει πολλά καλά αλλά έχω να του καταλογίσω και ελαττώματα. Τότε και το βιβλίο είναι αρκετά αξιόλογο αλλά και η δουλειά μου γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Όσον αφορά το θάψιμο θα εξηγήσω γιατί δεν το κάνω συχνά. Όταν κάνεις μια αρνητική κριτική το θέμα είναι και σε ποιο ύψος βάζεις την πεζογραφική παραγωγή. Είπαμε προηγουμένως ότι έχουμε τεράστια παραγωγή στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά έχουμε μια προβληματική αγορά κι ένα ακόμη πιο προβληματικό κοινό που είναι μικρό, δεν παρακολουθεί, δεν μπορεί να στηρίξει το βιβλίο. Όταν έχεις τέτοιες συνθήκες, η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μεγάλη, έχει η ίδια δυσκολίες δικές τις, δεν προχωράει πολύ. Θα το πω ευθέως: ο τρόπος με τον οποίο γράφεται η βρετανική ή η γερμανική λογοτεχνία είναι πολύ πιο προχωρημένος από τον τρόπο της ελληνικής. Δηλαδή η λογοτεχνία μας είναι μικρή και ως προς το λογοτεχνικό της κύρος. Όταν λοιπόν έχεις μια τέτοια παραγωγή δεν μπορείς να ζητάς από τους ανθρώπους αριστουργήματα. Κι αν ένα πράγμα είναι μέτριο, δεν χρειάζεται να του επιτεθείς. Ούτε θα πεις όμως ότι είναι αριστούργημα. Γιατί υπάρχει και το εξής σύμπτωμα των τελευταίων ετών: ψάχνεις στο biblionet ένα βιβλίο, βλέπεις από κάτω δώδεκα κριτικές, με τις δέκα να είναι αποθεωτικές και τις δύο χωρίς αξιολόγηση. Διαβάζεις ότι «είναι αριστούργημα», ότι «είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας», ότι «είναι θεϊκό», πράγματα εκτός οποιαδήποτε λογικής κριτικής και ταυτόχρονα σαν να μην υπάρχει αξιολόγηση. Γι’ αυτό είπα ότι κρίνεις με βάση τις απαιτήσεις που έχει η ίδια η λογοτεχνία. Οφείλεις να ξέρεις ότι οι δυνατότητες της είναι περιορισμένες όσον αφορά την πεζογραφία. Μιλώ χοντρικά αλλά ακόμα και σήμερα είναι ευκολότερο να βρεις αριστουργήματα στην ελληνική ποίηση παρά στην πεζογραφία.
Έχει όλο αυτό να κάνει με το ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων συγγραφέων το γράψιμο βιβλίων είναι «πάρεργο», κάτι που κάνουν στον ελεύθερό τους χρόνο;
Με την έννοια ότι δεν είναι επαγγελματίες συγγραφείς; Ναι, μπορεί να επηρεάζει αυτό. Γιατί όντως στην Ελλάδα δεν έχουμε επαγγελματίες συγγραφείς. Δηλαδή να ζήσεις επειδή γράφεις δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν ξέρω, αν υπήρχαν πολλοί επαγγελματίες συγγραφείς ίσως να έβγαιναν περισσότερα όχι αριστουργήματα αλλά έστω καλά προϊόντα. Αλλά και στο εξωτερικό επαγγελματίες συγγραφείς δύσκολα θα συναντήσεις πολλούς που δεν γράφουν αγγλικά.
Γιατί δεν μεταφράζονται πολλά ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό;
Ο ευρών αμοιφθήσεται! Έχουμε πάει σε άπειρες συναντήσεις, συνέδρια, διαλέξεις σχετικά με το γιατί η ελληνική λογοτεχνία δεν μεταφράζεται. Σαφές συμπέρασμα δεν έχει δοθεί. Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις. Οι ξένοι εκδότες λένε τα εξής: πολύς εμφύλιος στην ελληνική λογοτεχνία, κλάμα και θρήνος. Ναι, κάποτε ήταν γεμάτη από τον εμφύλιο η λογοτεχνία μας. Δεν ισχύει πια σήμερα. Έχουν αλλάξει οι θεματικές. Η ελληνική λογοτεχνία πλέον καλύπτει τα πλέον απαιτητικά θέματα. Έχει φαντασία. Ψάχνει συνεχώς καινούρια πράγματα. Και δεν παίζει ρόλο το ότι τα ελληνικά είναι μικρή γλώσσα. Θα μπορούσε κάλλιστα η λογοτεχνία μας να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη οι Έλληνες δεν μπορούν να γράψουν καλό μυθιστόρημα, είναι πάντα κάπως ανολοκλήρωτο, πολύ φιλόδοξο μεν αλλά με μικρά αποτελέσματα.
Η δική μου γνώμη είναι ότι αν είχαν περάσει δυο-τρία βιβλία στο εξωτερικό, αν είχαν γίνει επιτυχία, τότε ίσως να άνοιγε ο χώρος για να υπάρξει ευρύτερο ενδιαφέρον. Όπως η λατινοαμερικανική λογοτεχνία πέρασε μέσα από λίγα ονόματα κι άρχισε να γίνεται περιζήτητη και να μεταφράζονται συγγραφείς που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν καμία τύχη. Ίσως να χρειάζεται κάτι που θα λειτουργήσει σαν λοκομοτίβα. Αλλά κι αυτό μπορεί να είναι εξιδανικευτικό σχήμα. Δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου (εκδ. Καστανιώτη) το 2007, ο κριτικός του Guardian διάβασε τη μετάφραση και είπε ότι είναι πολύ καλό, θα μπορούσε να γίνει ταινία κλπ. Ίσως κάτι τέτοιο να χρειαζόμαστε. Μια τέτοια επιτυχία. Ας έρθει μέσα από τον κινηματογράφο. Ας έρθει όπως να ‘ναι, δεν με πειράζει καθόλου.
Εκτός από τον εμφύλιο ως «πανταχού παρόντα» θεματικό άξονα, κάτι που καταλαβαίνω ότι το θεωρείτε παθογένεια της ελληνικής λογοτεχνίας, μπορείτε να ξεχωρίσετε άλλες;
Ο εμφύλιος είναι παθογένεια όχι μόνο λογοτεχνική. Υπάρχει μια τεράστια εμμονή ακόμη και από γενιές που δεν τον έζησαν. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει θέμα που δεν είναι μόνο συγγραφικό, αλλά πολιτικό, ιδεολογικό, υπαρξιακό. Υπάρχει μια γενικότερη παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας γύρω από τον εμφύλιο και μια ροπή προς τους διχασμούς. Μια άλλη παθογένεια της ελληνικής λογοτεχνίας είναι η προσπάθεια να εφαρμοστούν σούπερ τεχνικές, ευρήματα, μεταμοντέρνοι κόσμοι, κλπ. Όλα αυτά έχουν τη σημασία τους, είναι ουσιώδη, παίζουν ρόλο για τη λογοτεχνία. Όταν όμως γίνονται απλώς για να γίνονται, και μάλιστα συστήνουν μια μόδα, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Μια ακόμη πλευρά είναι οι ιστορίες για την οικογένεια – έχουμε πολύ κακά αποτελέσματα αλλά ταυτόχρονα και σπουδαία βιβλία. Άλλωστε ιστορίες για την οικογένεια έχουμε σε όλη τη λογοτεχνία σε όλο τον κόσμο.
Μήπως τελικά αντί για καλά και κακά βιβλία ισχύει ότι κάθε βιβλίο είναι καλό για τον αναγνώστη που του αρέσει ενώ το διαβάζει;
Όχι, υπάρχουν βιβλία, ελληνικά και ξένα, πάρα πολύ κακά για τα οποία μπορώ να πω τα χειρότερα πράγματα. Υπάρχουν άλλα που μπορεί να σου αρέσουν εν μέρει. Άλλα που θα τα διαβάσεις για λόγους εγκυκλοπαιδικούς. Αλλά δεν μπορούμε να βάλουμε και περιορισμούς στο τι θα αρέσει στον οποιονδήποτε.
Διότι είναι προτιμότερο να διαβάσει κάποιος έστω ένα κακό βιβλίο από το να μη διαβάσει καθόλου.
Καταλαβαίνω τι εννοείς. Με ένα τέτοιο μπεστ σέλερ ο αναγνώστης θα έχει στα χέρια του μια ιστορία με μια κυρία η οποία για κάποιους λόγους θα έχει καταντήσει τεθλιμμένη χήρα ή θα έχει εγκαταλειφθεί από τον εραστή της ή θα έχουν συμβεί τρομερά πράγματα με το παιδί της και τους γονείς της. Όλα αυτά είναι κλασικά. Υπάρχουν ένα σωρό αντίστοιχα και σε τηλεοπτικές σειρές. Αν όμως κάποιος περνάει έτσι καλά, με γεια του και με χαρά του. Ας διαβάσει ό,τι γουστάρει. Ας μην είμαστε κανονιστικοί. Δεν υπάρχει τρόπος ώστε όσοι παρακολουθούν συστηματικά τη λογοτεχνία να λύσουν τέτοια ποιοτικά ζητήματα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε μια αναγνωστική αγωγή.
Πόσο εύκολο είναι να πορεύεται κανείς ως βιβλιοκριτικός στο μικρό, βαλκανικό μας «χωριό» όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας; Για να το πω αλλιώς, πόσες κοινωνικές σας σχέσεις έχουν χαλάσει εξαιτίας κριτικών σας;
Σε όλους τους κριτικούς έχει τύχει. Η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο κριτικός δεν έχει να κάνει με τον πληθυσμό της χώρας αλλά με το πόσο θα δυσαρεστηθεί ένα κομμάτι της συντεχνίας. Κάποιοι μάλιστα γράφουν αρνητικά για να συγκεντρώσουν την προσοχή και εν συνεχεία να κάνουν όνομα. Όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Ότι ορισμένες φορές λες κάτι που το πληρώνεις εφ όρου ζωής, όντως συμβαίνει. Ότι ο καλλιτέχνης, εν προκειμένω ο συγγραφέας, διαβάζοντας κάτι για το έργο του θα αισθανθεί θιγμένος, όντως συμβαίνει. Και όντως υπάρχει μια υπερευαισθησία. Όλα αυτά υπάρχουν και κανένα δεν λύνεται γιατί είναι συνυφασμένα με την τέχνη. Στον κόσμο της τέχνης πάντα συνέβαιναν και πάντα θα συμβαίνουν όλα αυτά. Ο καλλιτέχνης αξιολογείται γιατί εκτίθεται. Ας μην ξεχνάμε όμως και ότι οι κριτικοί αξιολογούνται. Όχι τώρα, αύριο. Αν διαβάσεις κριτικές του 1935, όταν στην Ελλάδα εμφανίστηκε ο υπερρεαλισμός, αυτά που γράφονταν για τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο δεν στέκουν σήμερα με κανένα τρόπο. Εκείνο το κομμάτι της κριτικής απέτυχε τελείως μέσα στο χρόνο. Αυτή είναι η φιλοδοξία της κριτικής: να μπορέσει να δει κάποιες από τις κρίσεις της να επιβεβαιώνονται μέσα στο χρόνο.
Φαινόμενα της εποχής όπως το BookTok θεωρείτε ότι επηρεάζουν θετικά την αγορά του βιβλίου;
Την αγορά του βιβλίου την επηρεάζουν πολλά πράγματα αλλά όχι δραματικά. Η περσινή φερειπείν μεγάλη συζήτηση που έγινε για τον Καραγάτση, δεν επηρέασε τις πωλήσεις της Εστίας. Δεν είμαι δηλαδή βέβαιος τι απ’ όλα αυτά έχει ανταπόκριση στα κυκλοφοριακά μεγέθη του βιβλίου.
Μεγαλώνοντας παρατηρείτε ότι ως κριτικός γίνεστε λιγότερο ή περισσότερο αυστηρός;
Με την πάροδο των χρόνων γίνομαι λιγότερο αυστηρός. Μια πιθανή εξήγηση είναι το ότι γερνάω και αδρανώ. Μια άλλη είναι η ίδια αλλά διαφορετικά ιδωμένη, δηλαδή γερνάω οπότε αναπτύσσω μεγαλύτερη κατανόηση για τα πράγματα. Έχω πια περισσότερη ανοχή στις αποτυχίες. Καταλαβαίνω γιατί ένας συγγραφέας δεν έκανε κάτι που θα μπορούσε να κάνει. Ποτέ όμως ο χαρακτήρας μου δεν ήταν επιθετικός. Πάντα είχα κατανόηση. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια μειώνω τις αιχμές, χωρίς όμως να τις βάζω εντελώς στην άκρη. Οι αιχμές είναι μέρος της δουλειάς του κριτικού.
Πόσο συχνά αλλάζετε γνώμη για ένα βιβλίο;
Όχι συχνά αλλά μου έχει συμβεί. Ήταν καθοριστικό όταν συνέβη. Το 1987 κυκλοφορεί το Πλήθος του Ανδρέα Φραγκιά. Οι κριτικές είναι πολύ θετικές. Εγώ τότε, στα 27-28, γράφω στην Καθημερινή ότι το θεωρώ υπερβολικά συμβολικό. Μετά από χρόνια το Αντί κάνει ένα αφιέρωμα στον Φραγκιά και μου ζητάει να συμμετάσχω. Γράφω καινούριο κομμάτι για το Πλήθος και αναθεωρώ ό,τι είχα γράψει τότε, δηλώνοντας ότι δεν είχα καταλάβει το πιο απλό: ότι ο άνθρωπος έγραφε συμβολικά μυθιστορήματα. Το να πεις ότι γράφει καλά ή κακά συμβολικά, να το καταλάβω. Εγώ όμως του καταλόγιζα ότι έγραφε το είδος μυθιστορημάτων που έγραφε. Λάθη λοιπόν θα κάνεις. Το θέμα είναι αν θα μπορέσεις να μάθεις από αυτά.
Πόσα βιβλία διαβάζετε το μήνα;
Δέκα με δεκαπέντε.
Μπορεί ένας κριτικός να διαβάσει μόνο για την προσωπική του ευχαρίστηση;
Δεν ξέρω τι ισχύει για άλλους, στη δική μου περίπτωση αυτά τα δύο είναι σαφώς διακεκριμένα. Μπορώ να διαβάσω για κανέναν απολύτως επαγγελματικό λόγο. Και μπορώ να διαβάσω εντελώς επαγγελματικά. Για να είσαι κριτικός πρέπει να έχεις ένα μεγάλο φάσμα αναφοράς, οπότε πρέπει να κάνεις και διαβάσματα που δεν είναι επαγγελματικά. Δεν γίνεται να διαβάζεις μόνο ελληνική λογοτεχνία. Ή μόνο μεταφρασμένο σύγχρονο μυθιστόρημα. Θα διαβάσεις και κλασικούς Ευρωπαίους και ελληνικό 19ο αιώνα και αρχαίους Έλληνες και ρωμαϊκή γραμματεία. Αυτό είναι η κριτική. Αυτό κάνει τη διαφορά μεταξύ κριτικής και φιλολογίας, η οποία είναι επιστήμη με πολύ καθορισμένο αντικείμενο. Ο κριτικός είναι πιο ελεύθερος. Είναι σαν πεταλούδα που μαζεύει από δω και από κει. «Δεν μπορώ να στριμωχτώ μέσα στο ακαδημαϊκό διάβασμα, θέλω την ελευθερία να διαβάζω ό,τι μου ‘ρχεται» έλεγε ο φίλος μου ο Σπύρος Τσακνιάς.
Στον κόσμο που θα διαβάσει αυτή τη συνέντευξη, δεδομένου ότι ο χρόνος μας ως έμβια όντα είναι εξ ορισμού πεπερασμένος, θα προτείνατε να διαβάζουν περισσότερα κλασικά αριστουργήματα ή βιβλία τελευταίας εσοδείας;
Δεν θα πρότεινα τίποτα. Να διαβάσουν ό,τι θέλουν, ό,τι τους αρέσει, ό,τι τους κάνει περισσότερο κέφι.
Δηλαδή έχει νόημα να αναζητάς το κάθε επόμενο hype, αν δεν έχεις διαβάσει ιερά τέρατα;
Πώς δεν έχει; Η λογοτεχνία δεν είναι… ιστορία της λογοτεχνίας. Οτιδήποτε μπορεί να διαβαστεί οποτεδήποτε από τον οποιονδήποτε. Για να διαβάσω ένα νέο Ρώσο συγγραφέα δεν χρειάζεται να ξέρω τα άπαντα του Ντοστογέφσκι ή να έχω θητεύσει στον Τολστόι. Μπορώ θαυμάσια να μην ξέρω τίποτα από αυτά, να διαβάσω τον νέο και να μου αρέσει. Το ζήτημα είναι αν διαβάζοντας ένα νέο βιβλίο θα παρακινηθεί το ενδιαφέρον μου για να ψάξω στο παρελθόν. Τότε ναι, η λογοτεχνία θα έχει κάνει τη δουλειά της.
Οι έμπειροι μουσικοκριτικοί χρειάζονται μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβουν αν ένα τραγούδι είναι της προκοπής ή έστω αν τους αρέσει. Ισχύει κάτι ανάλογο και στην κριτική λογοτεχνίας;
Ναι, τηρουμένων των αναλογιών. Δηλαδή με 50 σελίδες είμαι εντάξει, ξέρω. Ακόμη κι αν ένα βιβλίο είναι 800 σελίδων.
Αποκλείετε το ενδεχόμενο μιας θεαματικής βελτίωσης στην 100η σελίδα;
Είναι πολύ δύσκολο. Ακόμη κι αν συμβεί κάτι θεαματικό τότε, θα μου το σφυρίξει κάποιος συνάδελφος που έχει αντέξει περισσότερο. Οι κριτικοί μιλάμε μεταξύ μας. Αυτή είναι η ασφάλεια απέναντι σε αυτό που λένε ορισμένοι ότι κυκλοφορούν αριστουργήματα που η κριτική δεν τα παίρνει είδηση.
Μα κατά καιρούς επανακυκλοφορούν βιβλία που στην εποχή τους αγνοήθηκαν από την κριτική και ετεροχρονισμένα αναγνωρίζονται ως χαμένα διαμάντια.
Έχεις δίκιο. Όταν λέω ότι δεν συμβαίνει, εννοώ κατά κανόνα.
Όταν γράφετε για ένα βιβλίο έχετε κατά νου τον συγγραφέα του ή τον δυνητικό αναγνώστη της κριτικής και ίσως του αντικειμένου της;
Γράφω για τον εαυτό μου. Και παρεμπιπτόντως κοινολογώ τις σκέψεις μου. Νομίζω ότι οι περισσότεροι κριτικοί έτσι σκέφτονται. Ίσως όταν είσαι νέος να σκέφτεσαι και ότι γράφεις γιατί είσαι η επίσημη άποψη της εφημερίδας για τη λογοτεχνία κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Αλλά εγώ δεν είμαι πια νέος.
Υπάρχουν βιβλία στα οποία επιστρέφετε ξανά και ξανά;
Ξανά και ξανά όχι. Έχω επιστρέψει όμως σε κάποια. Για να ανακαλύψω ένα άλλο βιβλίο, έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο εαυτό. Άλλος αναγνώστης είσαι σε μία εποχή, άλλος εντελώς σε μία άλλη. Το καλοκαίρι ξαναδιάβασα το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν. Ανακάλυψα εκατομμύρια πράγματα τα οποία δεν είχαν περάσει καν από τον νου μου όταν το είχα διαβάσει στα 25 μου.
Αποδέχεστε τον όρο «ένοχες απολαύσεις»;
Βιβλία δηλαδή που δεν είναι περιωπής; Κοίταξε, οι άνθρωποι δεν ζουν ως δικαστές και φύλακες αξιών. Ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του αλλά και το δικαίωμα να διαβάζει το οτιδήποτε χωρίς να αισθάνεται άσχημα. Αυτό φέρνει τη νοστιμιά στη ζωή και δεν ισχύει μόνο για τα βιβλία. Ανέκαθεν περνούσα μεγάλο μέρος της ζωής μου βλέποντας κινηματογραφικές ταινίες. Το ότι είμαι σινεφίλ δεν με εμποδίζει καθόλου να δω και ένα action movie ή μια ελαφριά σειρά. Τέτοιου τύπου απολαύσεις μου δίνουν άλλη χαρά. Γιατί κάνω κάτι χωρίς να επιβάλλω στον εαυτό μου το παραμικρό.
Να αφήνουμε βιβλία στη μέση αν δεν μας αρέσουν ή αν μας δυσκολεύουν πολύ;
Και στη μέση και στις πρώτες δέκα σελίδες. Τα λέει αυτά κάποιος που είναι ψυχαναγκαστικός και σε όλη του τη ζωή δυσκολεύεται να κλείσει ένα βιβλίο όσο άσχημο κι αν είναι. Αλλά το παροτρύνω, το εύχομαι, το συνιστώ και το διαδίδω: Αφήστε οποιαδήποτε στιγμή στην άκρη τα βιβλία που δεν σας αρέσουν.
Κι αν το βιβλίο με το οποίο παλεύει ένας αναγνώστης το έχει αποθεώσει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου;
Να λάβει υπ’ όψιν του ο αναγνώστης τον εαυτό του και όχι τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.