ΠΑΝΑΓΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ: ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Πώς η λαϊκή γειτονιά της Παναγίας Φανερωμένης παρέμεινε αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο;
Η Θεσσαλονίκη μέχρι το 1912 είναι μια οθωμανική μητρόπολη με τρεις θρησκευτικές κοινότητες: Εβραίους, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς.
Πριν την απελευθέρωση της πόλης, Χριστιανοί και Εβραίοι κατοικούν κυρίως στο κέντρο, ενώ οι Μουσουλμάνοι έχουν δημιουργήσει την δική τους κοινότητα έξω από τα τείχη της πόλης.
Σήμερα, σε έναν από αυτούς τους μαχαλάδες, πίσω από τα βορειοδυτικά τείχη, συναντάμε την Παναγία Φανερωμένη, μια γειτονιά-μωσαϊκό λαών.
Το NEWS 24/7 περπάτησε στους δρόμους της, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει μια συνοικία, μέσα στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, να θυμίζει μικρό χωριό.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Τα σπίτια είναι χαμηλά. Στους δρόμους επικρατεί ησυχία, παρ’ ότι βρισκόμαστε μόλις τέσσερις δρόμους πάνω από την Εγνατία.
Το κέντρο αναφοράς είναι η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης. Γύρω της συγκεντρώνονται όλα τα καταστήματα. Δεν υπάρχει 24ωρο με φωτεινές επιγραφές, παρά μόνο μίνι μάρκετ, καφέ και προποτζίδικα.
O Σωκράτης Θεοδωρίδης ζει εδώ και 26 χρόνια στην περιοχή. Είναι η τέταρτη γενιά μιας οικογένειας που έχει κυριολεκτικά χτίσει τη γειτονιά.
«Ο προπάππους μου ήρθε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κατατρεγμένος όντας και πρόσφυγας και κομμουνιστής, έφυγε από τον Καύκασο και βρέθηκε στην Παναγιά Φανερωμένη, όπου και έχτισε το σπίτι του στην οδό Καυκάσου.
Τα σπίτια τότε ήταν σαν κοτέτσια, με μια καγκελόπορτα. Ο προπάππους μου είχε σκάψει όλη την ευθεία της οδού, από πάνω μέχρι κάτω με τη βαριά – την φυλάμε ακόμα κειμήλιο στο υπόγειο.
Κάπου το 1997, με τον πατέρα μου μεγάλο πια, έχτισαν το οικογενειακό μας σπίτι. Η γιαγιά μου, η θεία μου, οι γονείς μου και εγώ – όλοι στο ίδιο κτίριο. Αν εξαιρέσεις δυο πολυκατοικίες που σηκώθηκαν, όλα τα σπίτια παραμένουν ίδια».
Καθώς κατηφορίζουμε προς την εκκλησία, μια κυρία μπαίνει στον φούρνο: «Γιάννη, να σου κάνω παραγγελία μια λειτουργιά; Θα περάσω να την πάρω το Σάββατο», λέει στον φούρναρη.
Λίγους δρόμους πιο πάνω ο Φίλιππος Μπαντής ψήνει μπουγάτσα με κιμά από μοσχάρι, υπολογίζοντας τις θρησκευτικές παραδόσεις των μουσουλμάνων της γειτονιάς.
Το κατάστημα άνοιξε το 1969 και ο Φίλιππος γεννήθηκε το 1973.
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έχει κάτι αγαπησιάρικο αυτή η γειτονιά. Είμαστε μια μικρή κοινότητα σαν χωριό. Αν μένουν ας πούμε χίλιοι κάτοικοι στην Παναγία Φανερωμένη, οι 600 γνωριζόμαστε από μωρά παιδιά.
Oι πρώτες μου εικόνες είναι να παίζουμε μπάλα και να ανεβαίνουμε πάνω στα γκρεμισμένα τείχη της πόλης. Εκεί που είναι χτισμένο το σχολείο, ήταν νεκροταφείο και τεκές των μουσουλμάνων. Οι καλοί χριστιανοί, μετά την απελευθέρωση, τα γκρεμίσανε όλα, για να κάνουν το δικό τους εκκλησάκι. Αργότερα, όταν σκάβανε για να στήνουν θεμέλια για τις οικοδομές, έβρισκαν κόκαλα από τους παλιούς δερβίσηδες που ήταν θαμμένοι εκεί.
Εδώ έμεναν πάντα Πόντιοι, εργάτες και μετανάστες. Κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1990, το ΠΑΣΟΚ μοίραζε χρήματα. Έγινε χαμός, έφυγαν πολλοί και πήγαν στο Φίλυρο, το Ρετζίκι με μονοκατοικίες. Ήρθε κάποια στιγμή όμως η κρίση. Έτσι, όλοι οι παλιοί που μεγαλώσαμε μαζί πιτσιρικάδες ξαναβρεθήκαμε. Γύρισαν και ανακαινίζουν τα τελευταία δέκα χρόνια τα πατρικά τους. Μέσα στην κρίση μειώθηκε κάπως το εισόδημα, στριμώχτηκε ο κόσμος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να στηρίξει και τη γειτονιά μας. Οι κάτοικοι δεν κατέβαιναν σε εμπορικά κέντρα, οπότε ήταν ευκαιρία επιβίωσης για τα παραδοσιακά μαγαζιά».
Ο παππούς του Σωκράτη, συνονόματος του, ήταν μπουζουξής και ιδιοκτήτης του θρυλικού ρεμπετάδικου Μινουί.
«Τους κατοίκους τους γνωρίζω όλους από το μαγαζί του παππού μου, που είχε υπαλλήλους όλη τη γειτονιά. Όλους αυτούς τους θυμάμαι να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μας, να με νταντεύουν και να με παίζουν ως παιδάκι.
Μεγάλωσα στο δρόμο, όχι με την έννοια του γκάνγκστερ, αλλά με την αίσθηση της γειτονιάς. Μπαίναμε σε σπίτια ξένα για να πιούμε νερό. Ανοίγαμε την αποθήκη ενός άλλου και παίρναμε πατίνια. Σκαρφαλώναμε σε μπαλκόνια για να πάρουμε τις μπάλες που μας πέφτανε. Ήμασταν η τελευταία γενιά που το ζήσαμε αυτό. Είναι σαν να μεγάλωσες στην επαρχία μέσα στην πόλη.
Μένω εδώ, γιατί είναι το σπίτι μου και αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να υποστηρίξω οικονομικά ένα ενοίκιο. Αλλά αγαπώ και την περιοχή, γιατί είναι κυριολεκτικά μια από τις πιο λαϊκές γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Με έντονο το λαϊκό στοιχείο της εργατιάς, χωρίς το λούμπεν».
Ο Σταύρος Μπαντής, θείος του Φίλιππου, είχε ανοίξει ένα καφενείο τη δεκαετία του ‘70, που σύντομα εξελίχθηκε σε χαρτοπαικτική λέσχη.
«Εκεί χάθηκαν σπίτια, χάθηκαν χωράφια, χαθήκαν υπολήψεις. Έπαιζαν ζάρια, μπουρλότο, κουμάρι. Είχανε δυο να βαράνε τσίλιες και σφύριζαν κλέφτικα μόλις ερχόταν η αστυνομία».
Σήμερα, το χαρτί επιβιώνει αυτοσχέδια στους δρόμους, όχι όμως και ο τζόγος.
Το εντυπωσιακό είναι πως σε μια τέτοια γειτονιά καταφέρνουν να επιβιώνουν διαχρονικά πολλές διαφορετικές φυλές. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Νιγηριανοί, Αλβανοί, Γεωργιανοί και Κούρδοι. Όλες αυτές οι φυλές μαζί.
Αστιευόμενος ο Σωκράτης λέει πως, «έχουμε τα πάντα, μόνο Ασιάτες δεν είχαμε», και συμπληρώνει: «Όταν μέσα στην τάξη είστε 25 παιδιά με διαφορετικές καταγωγές, μεγαλώνεις μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μαθαίνεις να ζεις παράλληλα με το ξένο, και σε εξοργίζει όταν δύο δρόμους παραδίπλα, στη Νεάπολη, ανθίζει το ακροδεξιό στοιχείο».
Σε αυτή τη γωνιά της πόλης, η καθημερινότητα αφήνει πίσω της την αίσθηση μιας κοινότητας που αντέχει στο χρόνο. Ένα παράθυρο στο παρελθόν και μια υπενθύμιση πως ακόμη και όταν τα σπίτια είναι χαμηλά, όταν είναι μαζί, η βροχή δεν τους πειράζει.