“ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΠΑΡ-ΟΡΘΑΔΙΚΟ”
Στους δρόμους του κέντρου, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας ξεχύνεται πια στα πεζοδρόμια. Όμως για όσους ζουν πάνω από μπαρ που σερβίρουν μια λαοθάλασσα ορθίων, η έξοδος δεν είναι πάντα γιορτή και το σπίτι τους δεν αποτελεί απαραίτητα καταφύγιο.
Τον Ιούνιο του 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω μη έγκρισης σχεδίων δράσης για τον θόρυβο για όλα τα πολεοδομικά συγκροτήματα και τους μεγάλους οδικούς άξονες.
Όπως αναφέρει η Επιτροπή για τη συγκεκριμένη οδηγία (2002/49/ΕΚ) που προσδιορίζει τα επίπεδα ηχορύπανσης και για τους στρατηγικούς χάρτες οι οποίοι αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό μέτρων στα σχέδια δράσης για τον θόρυβο, «είναι καίριας σημασίας για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα επίπεδα θορύβου στα οποία αυτό εκτίθεται, ώστε να είναι σε θέση να επαληθεύσει το ίδιο αν οι οικείες αρχές λαμβάνουν επαρκή μέτρα».
Τα κράτη μέλη όφειλαν να υποβάλουν τους χάρτες θορύβου και τα σχέδια δράσης τους έως το 2012 και το 2013 αντίστοιχα. Η Επιτροπή απέστειλε στην Ελλάδα προειδοποιητική επιστολή τον Δεκέμβριο του 2017 και συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή τον Οκτώβριο του 2020. Οι λόγοι για τους οποίους η εν λόγω οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν σχέδια δράσης για τη μείωση του επιβλαβούς θορύβου είναι γιατί εκτιμάται ότι προκαλεί 11.000 πρόωρους θανάτους και συμβάλλει σε 41.000 νέες περιπτώσεις ισχαιμικής καρδιοπάθειας κάθε χρόνο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, πέντε εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποφέρουν από χρόνια σημαντική διαταραχή ύπνου.
Μέσα σε όλη την παραπάνω μη ελεγχόμενη ηχορύπανση στην οποία οι Αθηναίοι εκτίθενται καθημερινά, από τη στιγμή που χρειάζεται να περάσουν από μεγάλους οδικούς άξονες για να φτάσουν στον προορισμό τους, εκτός από τα κορναρίσματα και τις οικοδομικές εργασίες που αποτελούν πια το soundtrack αυτής της πόλης, τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στο παιχνίδι του θορύβου και οι μικρότεροι δρόμοι της Αθήνας, με κάποια από τα στενά και τους πεζόδρομους του ευρύτερου κέντρου της να μετατρέπονται το βράδυ σε υπαίθρια –και ιδιαίτερα δημοφιλή– μπαρ.
«ΝΙΩΘΩ ΟΤΙ ΜΑΣ ΔΙΩΧΝΟΥΝ
Οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί και ως τέτοιοι αλλάζουν συνέχεια «και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό τους που κάνει κάποιους από εμάς να τις επιλέγουμε και να τις προτιμάμε από την επαρχία», θα πει η Μαριάννα που κατοικεί τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια στην οδό Ασκληπιού των Εξαρχείων. «Από την άλλη όμως, η ραχοκοκαλιά αυτών των οργανισμών είναι οι μόνιμοι κάτοικοι και αν τους αναγκάσεις να τραπούν σε φυγή οι γειτονιές χάνουν τον χαρακτήρα τους και μετατρέπονται σε σκηνικό που απευθύνεται μόνο σε τουρίστες».
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ο δρόμος της Ασκληπιού δεν είχε μαγαζιά για νυχτερινή έξοδο πάνω από τον αριθμό 45, και γι’ αυτό και η Μαριάννα οδηγήθηκε στο να μείνει εκεί παρά σε κάποιο άλλο σημείο των Εξαρχείων. Όπως υποστηρίζει η ίδια, δίκιο έχει όποιος έφτασε πρώτος κάπου. «Όπως δεν πας να αγοράσεις σπίτι δίπλα σε ένα μαγαζί που είναι στα ντουζένια του, έτσι δεν είναι εντάξει να πας σε μια καθόλα οικιστική περιοχή και να πουλάς αλκοόλ σε ορθίους. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα μπαρ εκείνα που έχουν επενδύσει χρήματα ώστε να περνάς απ’ έξω και να μην ακούγεται τίποτα, και που δεν εξυπηρετούν κόσμο έξω από τον χώρο τους. Αλλά έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα όταν προσπαθώ να ανέβω τον δρόμο και συναντάω εκατοντάδες άτομα που τον κλείνουν, όπως κλείνουν και το πεζοδρόμιο που παράλληλα φιλοξενεί καρέκλες και τραπέζια».
Η οχλαγωγία που φτάνει στο σπίτι της στον τέταρτο όροφο είναι εντονότερη πια, ωστόσο είναι ακόμα ανεκτή. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου διαμένει λειτουργούσε ένα κατάστημα με λάμπες βιτρώ και όταν η γυναίκα που το έτρεχε βγήκε στη σύνταξη οι ένοικοι θορυβήθηκαν και μόνο στην ιδέα ότι θα ανοίξει ένα μπαρ στο σημείο. Τελικά μετατράπηκε σε Airbnb και αναθάρρησαν ομαδικά, κάτι που για την ίδια μαρτυρά «τη θλιβερότητα της κατάστασης. Νομίζω πως όλοι είμαστε σοκαρισμένοι και δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε αυτά τα νέα δεδομένα, οι γύρω μου απορούν και δυσφορούν με αυτό που συμβαίνει στον δρόμο».
Πριν από τρία χρόνια, περπατώντας σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Βηρυτού και στη γειτονιά της Mar Mikhael η οποία αναγεννήθηκε από την έκρηξη του 2020, θυμάμαι να πετυχαίνω ένα μεγάλο πανό με το οποίο οι κάτοικοι της περιοχής διαμαρτύρονταν για τα μπαρ που συγκέντρωναν πολύ κόσμο έξω από τις πόρτες τους γράφοντας «κατοικημένη περιοχή – ο θόρυβός σας είναι δολοφόνος». Αν ταξιδεύοντας σε μια πόλη του εξωτερικού κάποιος αναζητά να μείνει στην περιοχή που σφύζει από νυχτερινή ζωή, υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι διαδικτυακοί οδηγοί που θα τον οδηγήσουν σε αυτήν, όπως αντίστοιχα υπάρχουν και για την Αθήνα. Ωστόσο, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν έχουν πάντα την ίδια άποψη.
«Είναι λες και βρισκόμαστε σε έναν αγώνα για το ποιος θα αντέξει περισσότερο, λες και κάποιοι σκέφτονται πως από ένα σημείο και μετά θα βαρεθείς να παίρνεις την αστυνομία και θα αποδεχθείς απλά τη μοίρα σου. Εδώ είναι μια γειτονιά κανονική, και ήταν ήδη δύσκολη πίστα να έχεις μωρό και καρότσι σε αυτούς τους δρόμους, ακόμα και πριν καν εμφανιστούν όλα αυτά τα μαγαζιά. Επίσης προφανώς και η περιοχή είναι πια πιο βρόμικη, ουρεί περισσότερος κόσμος έξω αλλά για μένα το βασικό είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση μπορεί να σου κάνει τον βίο αβίωτο».
Πρόσφατα, ένα απόγευμα Κυριακής, η Μαριάννα έδωσε ραντεβού για ποτό σε έναν πεζόδρομο της Κυψέλης. «Γύρω στις οκτώμισι ανέβηκε τόσο η ένταση της μουσικής που ήταν λες και κάποιος αποφάσισε ότι θα μετατραπεί σε κλαμπ. Κοιτούσαμε τα μπαλκόνια από πάνω μας και σκεφτόμασταν πώς την πάτησαν οι κάτοικοι. Τελικά φύγαμε και θέλαμε να καταγγείλουμε το μαγαζί στο οποίο μόλις καθόμασταν, καθώς είναι φοβερά επιθετική όλη αυτή η συμπεριφορά. Έτσι αλλάζει και το προφίλ της κάθε περιοχής. Ο γιος μου είχε τρεις συμμαθητές που έφυγαν πέρυσι από το σχολείο, γιατί οι γονείς τους έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους, γιατί τους έδιωξαν».
«ΣΚΟΤΩΝΑΜΕ ΤΗ ΦΑΣΑΡΙΑ ΑΠ’ ΕΞΩ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΘΟΡΥΒΟ ΜΕΣΑ»
Από το 2017 μέχρι το φετινό καλοκαίρι, η Κατερίνα κατοικούσε σε μια γωνία της Ασκληπιού που είχε γίνει δημοφιλές σημείο για μποτεγιόν ήδη από την εποχή του κορονοϊού, από την περίοδο του σταδιακού ανοίγματος της εστίασης μετά τη δεύτερη καραντίνα. Ο κόσμος παρέμενε στον δρόμο και αφού τα μαγαζιά έκλειναν, παίζοντας συχνά τη δική του μουσική.
«Η κατάσταση είχε γίνει τρομερά κουραστική, μάλιστα, τότε είχε δημιουργηθεί μια συνέλευση κατοίκων στην οποία συμμετείχαν και ιδιοκτήτες μαγαζιών με το επιχείρημά τους τότε να είναι πως οι ίδιοι σερβίρουν μόνο τους πελάτες που κάθονται στα τραπέζια τους και πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για όσους αγοράζουν μπύρες από τα περίπτερα και μαζεύονται έξω από το μαγαζί τους αφού κλείσουν. Είχαν γίνει πολλές καταγγελίες στην αστυνομία, περνούσε ένα περιπολικό, έπαιζε ένα ηχογραφημένο μήνυμα που υπενθύμιζε τα μέτρα κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού, και μετά από λίγο έφευγε. Ο κόσμος ήταν τόσος που δεν μπορούσε κάποιος να περάσει να μπει στην πολυκατοικία του, κατέβαιναν λοιπόν οι ένοικοι και ζητούσαν από το πλήθος λίγη ησυχία ή κάποιοι δοκίμαζαν πιο ακραία μέτρα πετώντας νερά και αυγά. Σταδιακά άρχισε να ηρεμεί αυτή η συνθήκη και όταν πια αρχίσαμε να μπαίνουμε σε ρυθμούς κανονικότητας άρχισαν να εμφανίζονται νέα μαγαζιά στον δρόμο».
Όταν η Αθήνα άρχισε να ξαναβγαίνει έξω χωρίς μέτρα, το μπαλκόνι της Κατερίνας έβλεπε πια σε ένα μπαρ που σταδιακά εξελίχθηκε σε place to be, ακόμα και αν δεν χωρούσε όλους όσους το προτιμούσαν, ούτε στον εσωτερικό χώρο ούτε στα εξωτερικά καθίσματα. Το γεγονός πως το σπίτι της στον πρώτο όροφο είχε παλιά ξύλινα κουφώματα δεν βοηθούσε σε μια ήρεμη διαβίωση, «δεν είχε μεγάλη διαφορά το να βρίσκομαι κάτω, στον δρόμο, με το να είμαι στο σαλόνι του σπιτιού μου. Τις δύσκολες βραδιές, από την Πέμπτη το βράδυ μέχρι το Σάββατο δεν υπήρχε περίπτωση να αράζουμε στο σαλόνι με τον σύντροφό μου και να μην έχουμε βάλει κάτι να παίζει· δεν θα καθόμασταν δηλαδή να διαβάσουμε το βιβλίο μας. Μπορούσαμε μόνο να δούμε ταινία με το ηχοσύστημα στο τέρμα. Διαφορετικά, θα ήμασταν στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπε στον ακάλυπτο και θα κοιμόμασταν, κλείνοντας τις ενδιάμεσες πόρτες του σπιτιού».
Ζήτησαν από την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος να αλλάξει τα κουφώματα στο διαμέρισμα. «Παρόλα αυτά, υπήρξαν πολύ δύσκολες βραδιές και μέρες, γιατί όλη αυτή η κατάσταση μπορεί να ήταν το κερασάκι σε μια πολύ δύσκολη εβδομάδα, το να κάθεσαι στο σπίτι σου και να μην έχεις ησυχία. Για μένα ήταν τεράστιο πρόβλημα η φασαρία, τόσο που κατέληξα κάποια στιγμή να το φέρνω σαν πρόβλημα και στη σχέση, πώς πρέπει κάτι να κάνουμε, πώς δεν την παλεύω άλλο σε αυτό το σπίτι».
«ΠΙΝΟΥΝ ΠΟΤΟ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΟ ΜΠΑΡ ΜΕ ΤΟ ΚΙΑΛΙ»
Κάτοικος Παγκρατίου τα τελευταία έντεκα χρόνια, ο Οδυσσέας μένει τα τελευταία τρία από αυτά στην πλατεία Προφήτη Ηλία, σε ένα σημείο όπου μέχρι από μερικούς μήνες υπήρχαν μαγαζιά, αλλά πάντα με καθήμενους και φυσιολογική ροή. Τώρα πια συγκεντρώνονται εκατοντάδες άτομα κάτω από το σπίτι του.
Εκτός όμως από την ηχορύπανση που προκαλεί αυτή η νέα συνθήκη, η περιοχή δεν αντέχει τόσο κόσμο όσον αφορά τις μετακινήσεις και το παρκάρισμα – το ανέκδοτο ότι κάποιος ψάχνει πάρκινγκ στο Παγκράτι έχει ήδη παλιώσει. «Βρισκόμαστε στην Ευφράνορος, σε έναν δρόμο φαρδύ και με φαρδιά πεζοδρόμια –κάτι που δεν το συναντάς εύκολα στην Αθήνα– και παρόλα αυτά τα τρόλεϊ συχνά αδυνατούν να περάσουν από τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, οι οδηγοί κατεβαίνουν κάτω, κατεβάζουν τα καλώδια, προσπαθούν να βγουν από τη λωρίδα τους και ταυτόχρονα μπλοκάρουν αυτοί που έρχονται από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Την ίδια στιγμή, όλα τα ιδιωτικά πάρκινγκ στην περιοχή είναι γεμάτα, ενώ σε ένα απ’ αυτά μου λένε πως εμφανίζονται αυτοκίνητα απ’ όλη την Αθήνα με κόσμο που θέλει να βγει εδώ. Το ζήτημα της στάθμευσης έχει επιβαρυνθεί και εγώ που πολλές φορές σταματούσα έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας μου για λίγο προκειμένου να βγάλω το καρότσι των παιδιών, πια δυσκολεύομαι να το κάνω».
Καθώς έχει ζήσει και σε άλλα σημεία του κέντρου τα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτό που συμβαίνει τώρα στη συγκεκριμένη πλατεία από το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα δεν το θυμάται να συμβαίνει αλλού. «Καταλαβαίνω τη διάθεση του κόσμου να βγει, απλά η έξοδος πια γίνεται με έναν νέο τρόπο που επιβαρύνει τις γειτονιές –και δεν μιλάω για τη μουσική, πράγματι, τα συγκεκριμένα μαγαζιά δεν παίζουν δυνατά. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ κόσμο να συρρέει στα μπαρ και να μην έχει καμία επαφή με αυτά επί της ουσίας – μιλάμε για εκατοντάδες άτομα που κρέμονται από τα κολωνάκια του πεζοδρομίου, τα αυτοκίνητα και ακουμπάνε τα ποτά τους παντού. Αν η κατάσταση αυτή επεκταθεί, αν δω ότι πάει να γίνει Ψυρρή των ‘90s, θα σκεφτώ σοβαρά να μετακομίσω».
«ΕΝΙΩΘΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΑ ΜΟΝΙΜΩΣ ΠΑΡΕΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ»
Αυτή η συνθήκη βέβαια έχει ξαναυπάρξει στο Παγκράτι, στο σημείο όπου έμενε η Χρύσα από το 2000 και έφυγε όταν ο κόσμος άρχισε να κλείνει το πεζοδρόμιο απέναντί της. «Εκεί που κάποτε λειτουργούσε ένα κρεοπωλείο και έπειτα ένα μανάβικο είδαμε να φτιάχνεται ένα μαγαζί που αρχικά πιστεύαμε πως θα είναι απλά ένα μικρό, χαλαρό καφέ, μέχρι που άρχισε να τοποθετεί ξύλινες κατασκευές στο πεζοδρόμιο δημιουργώντας έτσι έναν έξτρα πάγκο για να αφήσεις το ποτό σου. Τα τραπέζια άρχισαν να αυξάνονται τόσο που δεν μπορούσες πια να διασχίσεις το αν μη τι άλλο φαρδύ πεζοδρόμιο της Αρχιμήδους, κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και κάτι ομπρέλες, μέχρι και άμμο είδα να στρώνουν σε ένα κομμάτι της ασφάλτου για τις ανάγκες ενός event. Έτσι, σιγά-σιγά το μαγαζί άρχισε να είναι πιο θορυβώδες το βράδυ, και αυτή η χαλαρή συζήτηση που μπορεί να έκανες εσύ με τους φίλους έξω στον δρόμο έφτανε μέχρι τον δεύτερο όροφο».
Στην προσπάθειά της να κοιμηθεί, η ίδια κάλεσε κάποια στιγμή την αστυνομία τα ξημερώματα. «Τους έβλεπα λοιπόν να έρχονται, να κάνουν έναν τυπικό έλεγχο και να φεύγουν, κάτι που έτσι κι αλλιώς ήταν σύνηθες γιατί γίνονταν διαρκώς καταγγελίες. Αλλά έχω την αίσθηση πως το σύστημα είναι έτσι δομημένο στην Ελλάδα που αν κάποιος μπορεί να ανταπεξέλθει στα πρόστιμα που του κόβουν, τα πληρώνει και συνεχίζει».
Δεν ήταν όμως μόνο ο ύπνος της που επηρεάστηκε. Έχει βρεθεί στη θέση να τσακωθεί με φίλους της που της έλεγαν πως θα επισκεφθούν το συγκεκριμένο μπαρ. «Η οχλαγωγία ξεκινούσε από το απόγευμα, σε ώρες που μπορεί να μην συνέπιπταν με αυτές της κοινής ησυχίας και όλο αυτό που συνέβαινε να ήταν νόμιμο, αλλά για μένα που έμενα εκεί ήταν μια διαρκής βαβούρα μέσα στο σπίτι, σαν να μην μπορώ να μείνω μόνη μου, σαν να ήταν κάθε μέρα Σάββατο. Η Αθήνα είναι ήδη πολύ θορυβώδης, έχεις όλη μέρα βαβούρα στα αυτιά σου, είσαι μονίμως σε τσίτα, δεν γίνεται να φτάνεις σπίτι και να λες “ωχ, πάμε πάλι”. Δεν υπάρχει ένα πλαίσιο που να προστατεύει τον πολίτη και τον μόνιμο κάτοικο, ενώ τα ενοίκια αυξάνονται. Και αν ήμουν ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπως τόσοι άλλοι που ήταν τριγύρω μου, με κάποιους από αυτούς να είναι και μεγαλύτεροι άνθρωποι, τι θα έκανα; Θα το πούλαγα;».
«ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΕΡΧΟΝΤΟΥΣΑΝ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ, ΘΑ ΕΜΕΝΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ»
Η ζωή του Παγκρατίου είναι διαχρονικά διαμορφωμένη γύρω από τις πολλές πλατείες του, ήδη από τη δεκαετία του ‘60, από όταν δηλαδή ο Μαγεμένος Αυλός εμφανίστηκε στην Πλατεία Προσκόπων. Ο Νεκτάριος ζει από το 2018 σε μια άλλη πλατεία της περιοχής, στην πλατεία Βαρνάβα, σε ένα από τα σημεία του Παγκρατίου που φιλοξενεί εδώ και χρόνια καταστήματα εστίασης αλλά δεν είχε ποτέ τόσα όσα είναι σήμερα.
Μαζί με τα τραπεζοκαθίσματα που έχουν αυξηθεί στα πεζοδρόμια και τις πλατείες, μαζί με το φαινόμενο του υπαίθριου μπαρ-ορθάδικου που επικρατεί πια σε περισσότερα από ένα σημεία του Παγκρατίου, ο Νεκτάριος κατοικεί ανάμεσα σε δύο εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας τα οποία μπορεί να μην επιβαρύνουν με έξτρα θόρυβο την περιοχή αλλά κάπου πρέπει να χωρέσουν τα οχήματα που μεταφέρουν τους πελάτες τους.
«Εμφανίζονται αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού τα οποία θα πρέπει να τα πάρει ένας παρκαδόρος και έτσι δημιουργείται κίνηση σε ένα πολύ μικρό στενό. Από το οριστικό άνοιγμα της εστίασης μετά την καραντίνα –απ’ όταν δηλαδή ο κόσμος άρχισε να βγαίνει μαζικά– πατήθηκε το γκάζι για την αύξηση του τουρισμού και των χώρων που τον εξυπηρετούν. Ανοίγουν συνεχώς νέα μπαρ και φαγάδικα. Παράλληλα, διάφορα σημεία της περιοχής γίνονται talk of the town, συνεπώς η περιοχή αναβαθμίζεται. Γίνονται συνεχώς ανακαινίσεις και στις εισόδους των πολυκατοικιών βλέπεις τις κλειδοθήκες που εξυπηρετούν τα Airbnb, ενώ το Σαββατοκύριακο γίνεται το αδιαχώρητο. Και όλα αυτά σπρώχνουν τις τιμές των ενοικίων προς τα πάνω».
Από την εμπειρία του, σε έναν κάτοικο της περιοχής που πρέπει να μετακινήσει το αυτοκίνητό του συμβαίνει το εξής παράδοξο: «Όπου έχει μπαρ και μαγαζιά, αν προσπαθήσει να παρκάρει βράδυ, μετά τις 12, ακόμα και ξημερώματα θα βρεις θέσεις. Αν πάλι προσπαθήσει να παρκάρει σε ένα τέτοιο σημείο από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις δέκα και μισή το βράδυ, καλή τύχη – έχω περάσει μια ώρα να κάνω βόλτες προσπαθώντας να βρω θέση».
«Νιώθω μια δυσφορία με όλο αυτόν τον συνωστισμό μερικές φορές, αναλόγως τη μέρα, αναλόγως τη στιγμή και παρά τις προσπάθειες που μπορεί να γίνονται ώστε αυτό το πράγμα να συμμαζευτεί – για παράδειγμα, συνεχώς ορίζουν νέες θέσεις για να σταθμεύουν τα μηχανάκια, παρόλα αυτά όμως τα παρατάνε παντού. Ωστόσο, με τον θόρυβο δεν έχω αντιμετωπίσει πρόβλημα, μόνο και μόνο επειδή ζω στον πέμπτο όροφο και επειδή έτυχε το σπίτι μου να έχει καλά κουφώματα. Μπορεί να είμαι η εξαίρεση, αλλά αν ακούω ότι γίνεται κάπου ένα πάρτι θα με πάρει ο ύπνος. Αν όμως έμενα πιο χαμηλά και περνούσαν από κάτω αυτοκίνητα με τη μουσική στη διαπασών συν όλη αυτή την οχλαγωγία, τότε τα πράγματα θα ήταν ζόρικα. Και αν έχεις βρει ένα ενοίκιο στο οποίο μπορείς να ανταποκριθείς δεν κουνιέσαι στη σημερινή Αθήνα».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Στην ερώτηση αν υπάρχει κάποιο προβλεπόμενο όριο στον αριθμό των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (στα οποία υπάγονται και τα μπαρ) ανά περιοχή, δρόμο ή γειτονιά, ώστε να αποφεύγεται η υπερσυγκέντρωσή τους, η απάντηση είναι πως δεν υπάρχει. «Υπήρχε περιορισμός για τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για την ίδρυση και λειτουργία νέων καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος και καταστημάτων παροχής υπηρεσιών διαδικτύου εντός του Δήμου Αθηναίων με την αριθμ. 647/26.07.2012 Α.Δ.Σ. (κανονιστική) η οποία έληξε την 30.12.2014, όταν οι Δήμοι σταμάτησαν να έχουν την ευθύνη αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος». Ωστόσο, εξακολουθούν να εκδίδουν βεβαίωση δυνατότητας εγκατάστασης σε συγκεκριμένη τοποθεσία και για συγκεκριμένη αιτούμενη δραστηριότητα. Για την ίδρυση του καταστήματος ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του οικείου Δήμου αίτηση για τη χορήγηση βεβαίωσης ότι το κατάστημα μπορεί να ιδρυθεί στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Εφόσον το κατάστημα στεγάζεται σε χώρο οριζόντιας ιδιοκτησίας, με την αίτηση συνυποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου στην οποία δηλώνεται ότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας δεν απαγορεύει τη χρήση του χώρου για τη λειτουργία του υπό ίδρυση καταστήματος. Ελλείψει κανονισμού, υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη του χώρου στον οποίο θα εγκατασταθεί το κατάστημα, στην οποία δηλώνεται ότι δεν υφίσταται κανονισμός της πολυκατοικίας. «Η βεβαίωση δυνατότητας εγκατάστασης ΚΥΕ στηρίζεται απόλυτα στη βεβαίωση χρήσης γης της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αθηναίων και δεν αποτελεί άδεια λειτουργίας. Οι άδειες λειτουργίας για μπαρ, καφετέριες και άλλα παρόμοια καταστήματα έχουν αντικατασταθεί από τη διαδικασία της Γνωστοποίησης Λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (Κ.Υ.Ε.). Η διαδικασία αυτή υπάγεται στον νόμο 4442/2016 και διεκπεραιώνεται σήμερα μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος OpenBusiness, το οποίο είναι η νέα ψηφιακή πλατφόρμα του Υπουργείου Ανάπτυξης στην Ελλάδα, που αντικατέστησε το παλιό σύστημα NotifyBusiness, με στόχο την ψηφιοποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και ελέγχων για τις επιχειρήσεις».
Ο Δήμος δύναται να αρνείται τη λειτουργία κέντρου διασκεδάσεως, καταστήματος στα οποία προσφέρονται κυρίως οινοπνευματώδη ποτά, για άμεση εντός αυτών κατανάλωση (μπαρ και τα όμοια προς αυτά) «όταν βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, κατ’ ευθεία γραμμή μετρούμενη, από ναούς, σχολεία, κλινικές, νοσοκομεία, φροντιστήρια, στρατώνες, εργοστάσια, παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες, ωδεία, αθλητικούς χώρους και διάφορες άλλες σχολές». Εφόσον στη γνωστοποίηση υπάρχει η δήλωση του επιχειρηματία για χρήση μουσικής, δύναται να αιτηθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο παράταση ωραρίου μουσικής μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, με την προϋπόθεση ότι λειτουργεί με κλειστές πόρτες και η μουσική δεν υπερβαίνει τα ογδόντα ντεσιμπέλ.
Για τα καταστήματα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί παράταση ωραρίου μουσικής ισχύουν τα εξής: «όταν έχουν βεβαιωθεί από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές με ηχόμετρο δύο παραβάσεις μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, η αρμόδια Δημοτική Κοινότητα εισηγείται στη Δημοτική Επιτροπή την προσωρινή αφαίρεση της παράτασης του ωραρίου μουσικής του καταστήματος για τριάντα ημέρες. Σε περίπτωση υποτροπής, δύο επιπλέον βεβαιώσεις παραβάσεων το ίδιο έτος, η αρμόδια Δημοτική Κοινότητα εισηγείται στη Δημοτική Επιτροπή την ανάκληση της άδειας παράτασης του ωραρίου μουσικής του καταστήματος.
»Επίσης, όταν έχουν βεβαιωθεί δύο παραβάσεις για υπέρβαση χρονικών ορίων της παράτασης ωραρίου μουσικής μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, η Δημοτική Κοινότητα εισηγείται την προσωρινή αφαίρεση της παράτασης του ωραρίου μουσικής του καταστήματος για εξήντα ημέρες. Σε περίπτωση υποτροπής, δύο επιπλέον βεβαιώσεις παραβάσεων το ίδιο έτος, εισηγείται στη Δημοτική Επιτροπή την ανάκληση της άδειας παράτασης του ωραρίου μουσικής του καταστήματος».
Ωστόσο, πέραν της μουσικής και όσον αφορά την οχλαγωγία, η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει διοικητικά πρόστιμα για παραβάσεις ηχορύπανσης. Η Διεύθυνση Δημοτικής Αστυνομίας απαντά πως «η ηχορύπανση αποτελεί ποινικό αδίκημα και η Δημοτική Αστυνομία, σε διαπιστωμένες παραβάσεις, προβαίνει στη σύνταξη μηνυτήριας αναφοράς. Σε περίπτωση τριών μηνύσεων, κινείται η προβλεπόμενη διαδικασία σφράγισης του καταστήματος».