ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

ΤΟ ΣΙΡΟΠΙ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗ ΚΟΥΒΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΝΤΕ ΓΕΝΕΩΝ 

Ο Χατζής στη Θεσσαλονίκη επιμένει καθημερινά στο φρέσκο γλυκό εδώ και έναν αιώνα 

Στη Θεσσαλονίκη, η γεύση σε κάποια μαγαζιά δεν είναι μια συνταγή αλλά η ιστορία της. 

Η διαδρομή για το γαλακτοπωλείο του Χατζή ξεκινά από τα Βαλκάνια. 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο προπάππους του πατέρα της Ιζέλ και της Γελίζ φτάνει στη Θεσσαλονίκη από το Κόσοβο. Όπως τόσοι άλλοι τότε, άφηνε πίσω το χωριό για να αναζητήσει τύχη σε ένα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής: τη Θεσσαλονίκη ή την Κωνσταντινούπολη. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Η οικογένεια γνώριζε καλά το γάλα. Κτηνοτρόφοι για γενιές, ήξεραν τη μεταποίησή του, ήξεραν το γιαούρτι, το καϊμάκι, τις κρέμες. Σε παράγκες και πρόχειρα εργαστήρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης έβραζαν γάλα, έφτιαχναν ρυζόγαλο, τα έβαζαν σε ταψιά και τα πουλούσαν στις γειτονιές, από σπίτι σε σπίτι.

Το πρώτο μαγαζί στήνεται στη Βενιζέλου, σε ξύλινη κατασκευή απέναντι από το δημαρχείο. Καίγεται το 1917 στην πυρκαγιά και ξαναστήνεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. 

Έναν αιώνα μετά, το γαλακτοπωλείο βρίσκεται στην Τσιμισκή. Στα χέρια πλέον της Γελίζ και της Ιζέλ, που κουβαλάνε το βούτυρο, το σιρόπι και τις ευθύνες στις πλάτες τους. 

Η ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Στη Βενιζέλου είναι όλη η ιστορία μας, αφηγείται ο Χουσεήν Χατζής. 

«Οι παππούδες είχαν φτιάξει ένα μαγαζί που θύμιζε λίγο Γαλλία, με καθρέφτες, τετράγωνο, μεγάλο, με τραπεζάκια. Πεθαίνει ο παππούς μου. Τα δύο αδέλφια μένουν με τη γιαγιά και δουλεύουν μέρα-νύχτα. 

Πρωινό: βούτυρο με μέλι ή μαρμελάδα, καϊμάκι, ένα ποτήρι γάλα, δύο ψωμάκια. Από τις πέντεμιση το πρωί μέχρι τις έντεκα. Σφαγή. Σκοτώνονταν για να μπουν στη σειρά.

Δεν καθόταν ο κόσμος. Έτρωγε και έφευγε. Ήταν άνθρωποι της αγοράς: χρυσοχόοι, βιοτέχνες. Μετά ήρθε η δεκαετία του ’70 και ’80, με τους Γιουγκοσλάβους που κατέβαιναν για ψώνια. Πολλοί χαλάσανε τα μαγαζιά τους για τα τζιν. Εμάς μας λέγανε: ‘’τι κάθεσαι με τα γιαούρτια; βάλε κι εσύ’’

Η αλήθεια είναι πως αυτή η δουλειά είναι τυραννία. Δεν έχεις ωράριο, δεν έχεις γιορτές. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Η εποχή του ΠΑΣΟΚ τους έδωσε λεφτά στις τσέπες και δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Στην πιάτσα ήμασταν ένα παραδοσιακό γαλακτοπωλείο. Ή αυτό νομίζαμε. Όταν όλοι αυτοί που άρχισαν να ξοδεύουν, να τρώνε και να πίνουν, βαρέθηκαν την πάστα και ακούσανε για το Καζάν Ντιπί.

Από το ’83 και μετά έγινε χαμός. Εγώ δεν έχω ξαναζήσει στη ζωή μου τέτοιο πράγμα. Ουρές έξω απ’ το μαγαζί και να τρώνε όλοι όρθιοι. Στο μαγαζί είχαμε έξι τραπεζάκια, αυτά ήταν όλα κι όλα. 

Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε 24ωρο. Ξηλώσαμε μέχρι και την πόρτα για να μπαινοβγαίνουν. Ερχόντουσαν όλοι σουρωμένοι από τα ξενυχτάδικα. Είτε θα πήγαιναν για πατσά στον Τσαρουχά, είτε για σιριοπαστό στον Χατζή».

ΣΤΟΝ ΧΑΤΖΗ ΔΕΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Η Γελίζ Χατζή μεγάλωσε και έπαιζε μέσα στο μαγαζί της Βενιζέλου. Σήμερα είναι το λογιστικό κεφάλι του μαγαζιού.

«Δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω κάτι άλλο. Έφυγα, σπούδασα και γύρισα πίσω στη Θεσσαλονίκη. Δεν δουλεύουμε πάντα με τη λογική του κέρδους. Το βουβαλίσιο καϊμάκι στο εκμέκ δεν μας άφησε ποτέ λεφτά. Το κρατάμε για να συντηρούμε το γλυκό και τον μύθο.

Ο κόσμος αγοράζει εμπειρία. Έχει βαρεθεί το τυποποιημένο. Εμείς μαγειρεύουμε κάθε μέρα φρέσκο. Ό,τι χρειάζεται το μαγαζί. Είναι κοστοβόρο, κουραστικό, αλλά έτσι μάθαμε».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

«Δεν θέλω να μου πει πελάτης ότι του έδωσα μπαγιάτικο», προσθέτει ο πατέρας της και συνεχίζει: «Το φρέσκο έχει θέση και θα παραμείνει. Το ίντερνετ έφερε φασαρία, αλλά το θέμα δεν είναι πώς φαίνεται. Το θέμα είναι αν τρώγεται. 

Ο τρόπος που ξοδεύει ο άλλος τα λεφτά του είναι ιερός. Ο πατέρας μου και ο θείος μου, μου μάθανε το εξής: δουλεύουμε την κορυφαία πρώτη ύλη. Δεν συμβιβαζόμαστε. Σήμερα, δουλεύουμε βούτυρο εισαγωγής από την Ολλανδία. Ένα κλασικό βούτυρο που δουλεύει η αγορά έχει 5 ευρώ/κιλό, το δικό μας έχει 15. Δεν το αλλάξαμε αυτό». 

ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Η Ιζέλ μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη και έφυγε στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Διηγείται στο NEWS 24/7 την ιστορία και τη συνέχεια της οικογένειας. 

«Όταν ο μπαμπας μου πήγε φοιτητής στην Πόλη, του είπε ο πατέρας του πως εκεί θα συναντήσει συγγενείς. Τελικά γνώρισε τη μητέρα μου, την Φιλίζ Κετσετζιόγλου. Η οικογένεια της είχε έρθει και αυτή από το Κόσοβο, ήταν κοντοχωριανοί. Η γιαγιά μου είχε τρελαθεί με τον πατέρα μου. 

Το πιο δύσκολο κομμάτι σε αυτή τη δουλειά είναι ακριβώς ότι σε γνωρίζουν. Έχεις να κάνεις με παλιούς ανθρώπους που ξέρουν το προϊόν.

Μπαίνει μέσα κόσμος και θα μου πει: ‘’εγώ με τον παππού σου παίζαμε προπό’’. Είχαν δημιουργήσει σχέσεις με τη γειτονιά. Ήρθε ένας κύριος, και από το ύψος και την κορμοστασιά κατάλαβε ότι είμαι εγγονή του Νεζβεντίν».

Η εικόνα του μαγαζιού σήμερα είναι οι δυο αδερφές, Ιζέλ και Γελίζ. Η πρώτη μέρα για το νέο μαγαζί, στην Τσιμισκή, ήταν στις 26 Ιουλίου του 2020. Η Ιζέλ επιστρέφει και μας αφηγείται αυτήν την ημέρα.  

«Κάτσαμε από τις 8 το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ. Γινόταν πανικός. Στο κλείσιμο ήμουν κάτω για να καθαρίσω τις τουαλέτες και με έπιασαν τα κλάματα. Θυμάμαι να ανεβαίνω πάνω με λυγμούς, και να βρίσκω τον πατέρα μου και τη μητέρα μου στα σκαλοπάτια του μαγαζιού. 

Μας βάζει κάτω, εμένα και τη Γελίζ, και μας λέει: ‘’Από εδώ και πέρα θα έχετε ένα μαγαζί, θα πρέπει να προσέχετε η μια την άλλη’’.

Γύρισα σπίτι και από την επομένη έγινε κομμάτι του εαυτού μου.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα