ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΚΑΦΕΝΕΙΩΝ
Επισκεφθήκαμε ένα παραδοσιακό καφενείο στη Θεσσαλονίκη, για να καταλάβουμε τι έκανε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων να εμπιστευτεί την ψυχαγωγία της στους καφετζήδες και την τσόχα.
Μετά από 25 χρόνια γεμάτα καφέ, τσιγάρο και πρέφα, το καφενείο του Λάκη Μαυρίδη στη Θεσσαλονίκη κατέβασε ρολά. Μαζί του κλείνει ένα κομμάτι της παλιάς γειτονιάς, εκεί όπου οι θαμώνες δεν πήγαιναν μόνο για τον καφέ αλλά για το κουμάρι, τη συντροφιά και τις ιστορίες που δεν θα ξαναειπωθούν.
Η ταβέρνα, το καφενείο, η λαϊκή αγορά και για άλλους το σινεμά, αποτέλεσε για χρόνια έναν τόπο συνάντησης, μετά τη δουλειά και έξω από το σπίτι.
Σήμερα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ οικίας και εργασίας έχει σχεδόν χαθεί. Ίσως αυτό μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε καλύτερα την αναγκαιότητα αυτών των χώρων.
«Κάθε αρχή έχει ένα τέλος, και βιομηχανία να είναι, κάποτε θα κλείσει», αφηγείται ο Λάκης Μαυρίδης, ιδιοκτήτης του ομώνυμου καφενείου, αμέσως μετά τα δυτικά τείχη της πόλης.
Σε ηλικία 65 ετών κλείνει το μαγαζί του λόγω συνταξιοδότησης. Μετά από 25 χρόνια μέσα σε ένα καφενείο αναζητούμε μέσα από την εμπειρία του μερικές απαντήσεις για την ανθρωπολογία των καφενείων.
ΤΟ ΚΟΥΜΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΦΕΣ
Μετά την πρώτη χειραψία, ακολουθεί η εξής στιχομυθία:
– Nα παραγγείλουμε;
– Σήκω, πάρε μπύρα από το ψυγείο, πάρε και το κλειδί, και κάτσε να τα πούμε.
«Κουμάρι δεν έχει πλέον. Γι΄αυτό πέθαναν τα καφενεία», αυτό είναι το αρχικό συμπέρασμα του Λάκη, ο οποίος αφηγείται τη ζωή του καφενείου στο NEWS 24/7.
Προηγουμένως, ο Λάκης διατηρούσε βιοτεχνία με παπούτσια στην Βασιλέως Ηρακλείου.
«Την έκλεισα γιατί μας έφαγαν οι εισαγωγές – και καλά έκαναν. Όταν άνοιξα το 2000 το καφενείο, έκλεισα τρία καφενεία. Μάζεψα όλη τη γειτονιά σε εμένα. Δεν έκανα τίποτα, απλά οι άλλοι βαριόντουσαν. Πάρε παράδειγμα, ο ένας ο Σούλης, ήταν μουντρούχος. Τον ζητούσες λεμονάδα και σε έλεγε να πας να πάρεις από το ζαχαροπλαστείο.
Aγώνες πλέον δε δείχνω. Είχα συνδρομητική και τώρα πάνε στο προποτζίδικο. Κάθονται μέσα τους έχει βάλει και νερό και πίνουν νερό αντί για μπύρα. Με ένα νερό, βλέπουν Champions League.
Όταν άνοιξα, ερχόμουν 8 το πρωί. Από τις 9 είχα δυο τραπέζια που έπαιζαν χαρτιά. Μέχρι τις 15:00 γέμιζε και το τρίτο τραπέζι. Καμιά φορά η μια παρέα δεν έφευγε καν, καθόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ και έπινε. Έπαιζαν 100-120 παρτίδες τη μέρα. Πια έχουν 6-7 χρόνια να παίξουν κουν-καν. Τώρα βαριά καμιά μπιρίμπα. Από το 2015 και μετά κόπηκαν τα χαρτιά. Άρχισαν δυο τρεις να φεύγουν από τη ζωή, νέος δε έμπαινε μέσα. Ήταν ένα τέλος γενιάς».
Ο Φόντας παραδίπλα, θαμώνας του καφενείου για χρόνια δεν έχει μια πειστική απάντηση στο γιατί έκοψαν το χαρτί. Ωστόσο, οι αναφορές του οδηγούν κάπου.
«Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Εμείς κυνηγούσαμε γυναίκες και παίζαμε χαρτιά. Τώρα η νεολαία τα κάνει και τα δυο από το ίντερνετ. Δεν έχει ανάγκη από μουχαμπέτι, να βρεθεί δια ζώσης. Η νεολαία δεν έμαθε χαρτιά. Έμαθε στον ηλεκτρονικό τζόγο», αφηγείται ο Φόντας.
Μέσα σε αυτήν την απάντηση, και με βάση την εποχή που διέκοψαν αυτή τη συνήθεια ίσως κρύβεται η αλήθεια. Το παράδοξο είναι πως μέσα στη βαθιά οικονομική κρίση του 2010-2012, οι θαμώνες έρχονταν, το κουμάρι συνεχιζόταν και και κάθε μέρα έφευγαν 3 μπουκάλια ουίσκι στο μαγαζί του Λάκη.
Από το 2015 και έπειτα εισήχθη στην αγορά των προποτζίδικων τα ηλεκτρονικά φρουτάκια. Σε ένα μεγάλο βαθμό, όχι μόνοι οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτερο είναι πιθανό να μετακινήθηκαν από το καφενείο στο προποτζίδικο. Εκεί αναζήτησαν έναν νέο τόπο συνάντησης, αλλά πρωτίστως τζόγου. Οι κουλοχέρηδες εγκαταστάθηκαν σε αρκετές γειτονιές.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ
Λάκη πιστεύω πως εσύ, μπορεί από τις γυναίκες τους, να ξες περισσότερα πράγματα.
Από τις γυναίκες τους; Ποιες γυναίκες, γεροντοπαλίκαρα είναι. Όλοι ακοινώνητοι και κομπλεξικοί. Όλοι οι άντρες που μείνανε μόνοι στα γεράματα, θέλουν να είναι το κεντρικό πρόσωπο του μαγαζιού. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουν τίποτε. Έρχονται για να μορφωθούνε, για να βριστούν μεταξύ τους και να μην βριστούν με τη γυναίκα τους. Στις γυναίκες τους κάθονταν σούζα, την κοπανούσαν και ερχόντουσαν εδώ.
Τι άλλες φυσιογνωμίες υπήρχαν;
Εγώ είμαι του δημοτικού, δεν πήγα γυμνάσιο γιατί δε γουστάριζα, αλλά ξέρω πολλές τέχνες. Αν μπει ένας εδώ πέρα μέσα, και ανοίξει το στόμα του, μπορώ να καταλάβω αν είναι καλό ή κακό παιδί. Από το πως θα παραγγείλει.
Υπήρχαν οι χωροφύλακες. Άλλοι ήθελαν να το παίξουν, αλλά κάποιοι ήταν και στην πραγματικότητα. Μετά υπάρχουν οι σπαγκοραμένοι, ακοινώνητοι. Φτιάχνω μια τηγανιά για να φάμε, πάω να φέρω το τσίπουρο, μέχρι να γυρίσω το τηγάνι έχει αδειάσει.
Μια μέρα ένας μανουριάζει, γίνεται φασαρία, φεύγει και επιστρέφει με την αστυνομία. Θέλει να κάνει μήνυση. Τον τρέχουν στο σύστημα οι αστυνομικοί και το αποτέλεσμα ήταν ότι είχε ένταλμα σύλληψης. Τον μάζεψαν και δεν τον ξαναείδαμε.
Είχες συναντήσεις με διάσημους στο καφενείο;
Ηθοποιοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, περάσανε πολλοί από εδώ. Μέχρι και βίντεο κλίπ γυρίστηκε για ένα ραπ κομμάτι.
Είχαν έρθει τρεις Γερμανοί δημοσιογράφοι μέσα στην κρίση, για να δούνε πως τα βγάζουμε πέρα. Ο Στέφεν κι ο Στέφεν. Την τρίτη φορά που ήρθαν τους έκανα τούρνα. Έβγαλα μεζέδες και τσίπουρο 12 το μεσημέρι.
Είχε έρθει ο Μπουτάρης. Φόλα Αρειανός αυτός, φόλα ΠΑΟΚ εγώ. Εκείνη τη χρονιά ο ΠΑΟΚ δεν πήγαινε καλά, και είχα τον αετό ανάποδα. Με ρωτάει γιατί λέει τον έχεις προς τα κάτω. Αφού δεν πάμε ψηλά, πέφτουμε.
ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥ
Μια λαχειοπώλησα Τουρκάλα ερχόταν κάθε Τρίτη, όταν της έμεναν μια δυο πεντάδες, τις αγόραζε ο Λάκης. Μια Τρίτη όμως, ο Λάκης άφησε το γιο του στο πόδι.
«Εκείνη την ημέρα επειδή είχα γίνει λιώμα, είπα τον γιο μου να έρθει να κάτσει στο μαγαζί. Μπαίνει μέσα η λαχειοπώλησα, βρίσκει το γιο μου, και της είχαν μείνει δυο πεντάδες. Ο γιος μου δεν πήρε τα λαχεία που έπαιρνα συνήθως. Βγαίνει έξω η λαχιοπώλησα και συναντά τον ναυτικό, τον Παναγιώτη.
Αυτός δεν είχε μια, δεν κατέβαινε στο καφενείο. Εκείνη την ημέρα τον είχα κατεβάσει, του λέω έλα να σε κεράσω, τόσα λεφτά μου έχεις αφήσει τόσα χρόνια. Η αδερφή του, τον είχε δώσει 10 ευρώ, να πάρει τσιγάρα. Με αυτά αγόρασε την μια την πεντάδα του λαχείου και την άλλη την μοιράστηκαν άλλα τρία άτομα.
Έρχεται την επομένη μέρα. Με φωνάζει, μου λέει για δες τι έγινε με την κλήρωση. Πάω στο πρακτορείο, τι να δω. Σειρά, το νούμερο όλα, καθαρά 1.649.750 ευρώ. Είχε κερδίσει όλη η σειρά.
Με τον άλλο που κέρδισε, ήμασταν φίλοι από το 1984. Έκανα το καφενείο, αυτός δούλευε οικοδομή. Κερδίζει 240.000 ευρώ στο λαχείο, 25 Μαΐου του 2011. Θυμάμαι μέχρι και το νούμερο. 48925, σειρά 8.
Ένα ποτό δεν μας κέρασε. Σε δύο χρόνια δεν είχε μία, τα έχασε όλα στο τζόγο».
Τα παραδοσιακά καφενεία στην πόλη λιγοστεύουν και όσα απομένουν μετατρέπονται σε ταβέρνες.
Ο Λάκης φεύγει, μια εποχή τελειώνει. Κάποιοι λιγότερο προνομιούχοι, έχουν στήσει τα δικά τους καφενεία και παίζουν χαρτιά μπροστά στα τείχη. Η νέα γενιά αναζητά νέους τόπους.
Τα 24ωρα ψιλικατζίδικα αποτελούν εδώ και χρόνια τα «νέα καφενεία» της πόλης.