To χριστουγεννιάτικο Στρασβούργο στολισμένο...

ΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΚΡΑΙΟ ΑΓΧΟΣ ΕΝΟΣ ΟΔΗΓΟΥ ΤΑΞΙ ΣΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

Η αγωνία ενός οδηγού πριν από το πέναλτι της καθυστέρησης σε δρομολόγιο. Η αλλιώς μία ιστορία από το χριστουγεννιάτικο Στρασβούργο.

Βγαίνοντας από το ευρωκοινοβούλιο το βράδυ, η ώρα ήταν περίπου περασμένες επτά. Το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό, ιδιαίτερα για έναν Ελληνα ο οποίος απολαμβάνει στην Αθήνα θερμοκρασίες των 17 και 18 βαθμών ακόμα και μέσα στο Δεκέμβριο. Ούτε σκέψη λοιπόν για Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.

Ταξί. Στο πανέμορφο, ειδικά τα Χριστούγεννα, Στρασβούργο η κυρίαρχη επιλογή είναι εταιρεία της λεγόμενης gig economy. Παρά την παροιμιώδη μη εξοικείωση μου μ’ αυτό του τύπου της εφαρμογές, η ανάγκη έγινε φιλοτιμία και η παραγγελία πράξη. Σε λίγα λεπτά είχα πάρει στο κινητό μου τηλέφωνο ότι ο οδηγός μου βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Εμαθα το όνομά του, το αυτοκίνητο που οδηγεί και ενημερώθηκα για βαθμολογίες που είχε λάβει στο παρελθόν από χρήστες της πλατφόρμας.

Δεν είχα ιδέα ότι τα επόμενα 10 λεπτά θα γινόμουν μάρτυρας του ακραίου άγχους κάτω από το οποίο εργάζονται οι οδηγοί σ’ αυτού του τύπου τις μεταφορές. Μία αβελτηρία του κινητού μου τηλεφώνου θα ήταν όμως αρκετή για να με ξεναγήσει σ’ ένα δυστοπικό κόσμο στον οποίο ακόμα και η παραμικρή καθυστέρηση στοιχίζει.

Ο οδηγός, ένα νέο παιδί από το Μαρόκο, ήρθε περίπου ένα τέταρτο πριν από το προκαθορισμένο ραντεβού. Με υποδέχθηκε με χαμόγελο, εντυπωσιάστηκε (άγνωστο γιατί) όταν έμαθε την καταγωγή του πελάτη του, με προσγείωσε απότομα όταν παραπονέθηκα για το κρύο στο Στρασβούργο. “Αυτό είναι το Στρασβούργο” παρατήρησε αφοπλιστικά.

Τα προβλήματα άρχισαν όταν ακολούθησε η δική μου παρατήρηση: “Φίλε, σε έχω πληρώσει ήδη με την κάρτα μου”. Τσεκάρει, μου λέει όχι. Είχε δίκιο, κάποιο τεχνικό πρόβλημα στο κινητό μου ή στην πλατφόρμα (δεν κατέστη δυνατό να ξεκαθαριστεί) είχε ως συνέπεια να μην γίνει η μεταφορά του ποσού.

“Πρέπει να με πληρώσεις με μετρητά” μου τονίζει, εμφανώς αγχωμένος πια. Επιχειρώ να μην του μεταδώσω περισσότερο άγχος και του λέω μόλις συναντήσει κάποιο ATM να σταματήσει να κατέβω, να βγάλω χρήματα για να του δώσω.

Αυτή η αξίωση του μετέδωσε τεράστια πίεση. Επειδή είχε κλείσει ήδη το επόμενο δρομολόγιο και έπρεπε να είναι σε καθορισμένη ώρα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Στρασβούργου δεν μπορούσε να καθυστερήσει ούτε λεπτό. “Να σου δώσω iban να μου βάλεις τα λεφτά μετά, οκ;” . Απαντώ, οκ, περισσότερο για να τον χαλαρώσω.

Τελικά όμως ούτε και αυτή η λύση είναι εφικτή, δεν την θέλει ούτε ο ίδιος. “Αν αργήσω, θα φάω πέναλτι και θα πληρώσω από την τσέπη μου, πρέπει να με καταλάβεις. Δεν προλαβαίνω”. “Πολύ ωραία αλλά αν δεν βγάλω χρήματα πως θα σε πληρώσω;” “Επρεπε να είχες μετρητά”. “Δεν έχω, συγγνώμη”.

Παίρνει τότε το κινητό μου στα χέρια του και επιχειρεί  να διαπιστώσει ποιο είναι το πρόβλημα. Εχει αγχωθεί ακραία. Κορνάρει στο φανάρι όταν ο μπροστινό του δεν φεύγει εγκαίρως. Τον “στολίζει” στα γαλλικά τα οποία δεν καταλαβαίνω. Με το κινητό δεν μπορεί να βγάλει άκρη. “Θα αργήσω φίλε μου, θα αργήσω. Και έχει πέναλτι. Επρεπε να έχεις μετρητά”.

Είχα αρχίσει να αισθάνομαι τρομερές τύψεις. Ο άνθρωπος βίωνε πολύ μεγάλη πίεση, ήταν φανερό από τη γλώσσα του σώματος. Δεν μπορούσα όμως να τον βοηθήσω διαφορετικά, δεν είχα τον τρόπο.

Μου έδωσε το νούμερο του δικού του τηλεφώνου. “Θα σε πάρω μόλις τελειώσω την άλλη κούρσα. Βγάλε μετρητά και θα έρθω να τα πάρω”. “Εντάξει φίλε, να το κάνουμε έτσι”. Με αφήνει περίπου 300 μέτρα μακριά από το ξενοδοχείο. Δεν είναι θυμωμένος. Εχει όμως μία μεγάλη αγωνία, να προλάβει να είναι ontime στην επόμενη κούρσα.

Μου τηλεφωνεί λίγο πριν τις εννιά. Του είχα στείλει εν τω μεταξύ SMS ότι έχω βγάλει χρήματα και ότι τον περιμένω. Δεν ήρθε κάτω από το ξενοδοχείο, αλλά στη γωνία που με είχε αφήσει. Αργησα λίγο να βρω το σημείο, πρώτη φορά στο Στρασβούργο, ο προσανατολισμός ακόμα και σε απλά πράγματα ήταν δύσκολος. Τον εντόπισα, κατά τύχη, στη γωνία. Ηταν φουρκισμένος. “Φίλε, δεν το γλίτωσα το πέναλτι”. “Λυπάμαι, δεν το έκανα επιτήδες”.

Εβγαλα από το πορτοφόλι μου 20 ευρώ, του είπα να κρατήσει τα ρέστα, μάλλον από τύψεις. Πήρε τα χρήματα, είπε μία τυπική καληνύχτα, κατέβασε το τζάμι και εξαφανίστηκε. Επιστρέφοντας, μέσα στο αγιάζι, σκεφτόμουν ότι αν κάθε μέρα ο εν λόγω εργαζόμενος βιώνει τέτοια κατάσταση άγχους, ουσιαστικά  καταστρέφει τον εαυτό του.

Υπολογίζοντας όμως ακόμα και το λεπτό από κούρσα σε κούρσα, μάλλον είναι αδύνατον να αποφύγει το καθεστώς της πίεσης. Υποτίθεται ότι δουλεύει “ελεύθερα” αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι ο οδηγός μου, έτσι όπως την έζησα, έχει πραγματική ελευθερία στην εργασία του.

Κυνηγάει συνέχεια. Οχι τόσο τους πελάτες (αφού έτσι και αλλιώς η εφαρμογή τους βρίσκει για λογαριασμό του). Αλλά το χρόνο. Και γνωρίζει ότι η παραμικρή καθυστέρηση έχει συνέπειες. Πέναλτι, αρνητική βαθμολογία από κάποιον στριφνό που δεν μπορεί να κάνει πέντε λεπτά υπομονή, κακή φήμη σε τελική ανάλυση.

Και όλα αυτά στην πόλη που εδρεύει το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Στο μυαλό μου όλο αυτό συνιστούσε μία κραυγαλέα αντίφαση. Εξω από το χώρο στον οποίο υποτίθεται ότι προωθούνται πολιτικές κοινωνικής συνοχής και συλλογικής προόδου, ένας εργαζόμενος, υποτίθεται ελεύθερος, βιώνει ακραίες συνθήκες επισφάλειας καθώς η αμοιβή του μπορεί να καθοριστεί από χίλιους δύο αστάθμητους παράγοντες.

Ισως πάλι όλα τα παραπάνω να είναι δικές μου υπερβολές και τίποτα παραπάνω. Αλλά την αγωνία αυτού του ανθρώπου απλά για να προλάβει την επόμενη κούρσα-εντολή της εφαρμογής, θα την θυμάμαι για χρόνια. Η αγωνία είναι αυτή αποτελεί το σύνηθες συναίσθημα της εποχής για εκατομμύρια ανθρώπους. Οποια μορφή και αν παίρνει.

Για το τέλος: Ο οδηγός της ιστορίας, ίσως γιατί έκρινε ότι δεν με είχε αποχαιρετήσει όπως θα ήθελε, μου έστειλε ένα thank you στο κινητό μου τηλέφωνο μέσω SMS 24 ώρες αργότερα. Νιώθω ότι έκανα ένα φίλο στο Στρασβούργο και ας τον ταλαιπώρησα άθελά μου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα