“Αναμονές” για έξτρα έσοδα 1 δισ. από ΦΠΑ φέτος – Τα “σήματα” για αλλαγές σε φόρους και παροχές
Διαβάζεται σε 6'
Με βάση όσα ανέφερε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για μειώσεις άμεσων φόρων “κυρίως για μισθωτούς”.
- 25 Ιουνίου 2025 08:13
“Βήμα – βήμα” με την ανάπτυξη των ψηφιακών πληρωμών και την προώθηση νέων ψηφιακών εργαλείων, που ενισχύουν τη φορολογική συμμόρφωση “ψαλιδίζεται” το κενό ΦΠΑ” στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα αναμένεται φέτος να “κλειδώσει” μια σταθερή έξτρα ροή προς τον κρατικό “κουμπαρά” ποσού, της τάξης του 1 δισεκ. ευρώ, από τη βελτιστοποίηση της είσπραξης του ΦΠΑ.
Το ποσό αυτό αναμένεται να προστεθεί στα επιπλέον 2 δισεκ. ευρώ που ήδη έχουν σταθεροποιηθεί, ως απόδοση από τον ΦΠΑ, ήδη, από το 2024, λόγω της προώθησης των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής.
Ουσιαστικά, στο πέρας του 2025 αναμένεται ο περιορισμός του “κενού ΦΠΑ” να έχει ανέλθει ακόμη και στα 3 δισεκ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι το “κενό ΦΠΑ (Vat Gap)” αποτυπώνει, ως διεθνής όρος, τα έσοδα που χάνονται κυρίως από απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, φοροδιαφυγή και αποφυγή, μη δόλιες χρεοκοπίες, λανθασμένους υπολογισμούς και χρηματοοικονομικές αφερεγγυότητες, μεταξύ άλλων παραγόντων.
Επίσης, όπως ανέφερε, την Τρίτη, κατά την τακτική ενημέρωση, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ο επικεφαλής του Γραφείου, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς, ήδη, οι εισπράξεις του ΦΠΑ “τρέχουν” με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.
Όπως ανέφερε, ένας βασικός λόγος που καθιστά εδραία την πρόβλεψη για αύξηση κατα 1 δισεκ. ευρώ των εσόδων απο ΦΠΑ, φέτος, είναι ότι για πρώτη φορά εφαρμόζονται στο σύνολό τους όλα τα νέα ψηφιακά όπλα και μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής (myData, POS, ηλεκτρονική τιμολόγηση, ψηφιακό πελατολόγιο, ψηφιακή κάρτα εργασίας κλπ).
Αυτό, όπως ανέφερε, θα συμβάλλει στη δραστική μείωση των απωλειών στις εισπράξεις ΦΠΑ (VAT Gap) αλλά και στην αύξηση των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος, καθώς αναμένεται να αποκαλυφθούν στο σύνολό τους και εισοδήματα.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Τσουκαλά, το “κενό ΦΠΑ”, κυρίως λόγω της φοροδιαφυγής, από 13,7% που ήταν το 2022, βρέθηκε κάτω από το 10% το 2024. Μάλιστα, το 2021 ήταν στο 17,8%, ενώ εκτιμάται ότι φέτος θα πέσει στα επίπεδα του 7%, πολύ κοντά στο μέσο κοινοτικό όρο, που είναι περίπου στο 5 %.
Δημοσιονομικός χώρος
Εφόσον επιβεβαιωθεί το σενάριο αυτό, αναμένεται την επόμενη χρονιά, οπότε και κλειδώνουν τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το κράτος να εξασφαλίσει μόνιμα φορο-έσοδα 1 δισεκ. ευρώ, ετησίως. Αυτά θα προστεθούν στα 2 δισ. που εξοικονομήθηκαν από την αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής το 2024.
Έτσι είναι προφανές ότι δημιουργείται, με βάση και τους νέους κανόνες της ΕΕ, ο μόνιμος εκείνος χώρος για την προώθηση μέτρων στήριξης ή γενικότερες φοροελαφρύνσεις, που με βάση, όμως, τους κοινοτικούς κανόνες θα πρέπει να αποφασιστρούν για το 2027.
“Σήμα” για αλλαγές στη φορολογική κλίμακα
Στο μεταξύ, σε ό,τι έχει να κάνει με το δημοσιονομικό χώρο που έχει διαμορφωθεί, ήδη, κι όπου θα “πατήσουν” οι παροχές ή τα μέτρα στήριξης της οικονομίας για το 2026, ήδη, έχει εξασφαλιστεί δημοσιονομικός χώρος 1,5 δις. ευρώ.
Μάλιστα, σύμφωνα με την Έκθεση β΄τριμήνου για την ελληνική οικονομία, τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού αποκαλύπτουν ότι:
– παρατηρείται υπέρβαση περίπου 220 εκατ. ευρώ στα έσοδα του Φόρου εισοδήματος Φυσικών Προσώπων (ΦΕΦΠ) η οποία οφείλεται στη μεγαλύτερη αύξηση των μισθών και ημερομισθίων σε σχέση με τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Από το Μάρτιο 2025 έχει υπάρξει αναθεώρηση του ρυθμού μεταβολής της εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2025 σε 4,7% αντί για 3,4% που ήταν τον περασμένο Νοέμβριο
– τα έσοδα από ΦΠΑ, εμφανίζουν ρυθμό αύξησης 9% σε σχέση με το πρώτο 4μηνο του προηγούμενου έτους. Η τελευταία εκτίμηση του μακροοικονομικού σεναρίου του ΓΛΚ τον Μάρτιο 2025 ήταν ρυθμός αύξησης 4,56% για το 2025. Καθώς δεν έχει ληφθεί κάποιο νέο μέτρο για αύξησης ΦΠΑ, η αύξηση αποδίδεται περισσότερο στα μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της μείωσης του κενού ΦΠΑ (διασύνδεση ταμειακών μηχανών με POS, mydata).
Με βάση, πάντως, όσα ανέφερε ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ, ο δημοσιονομικός χώρος αυτός θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για μειώσεις άμεσων φόρων “κυρίως για μισθωτούς” μια και η φορολόγηση της εργασίας στην Ελλάδα είναι μια από τις βασικές στρεβλώσεις του συστήματος. Έτσι ο κ. Τσουκαλάς πρότεινε τον επανασχεδιασμό της φορολογικής κλίμακας, εστιάζοντας και σε μια άλλη “αρρυθμία”, τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή, που όπως είπε, θα πρέπει να επιβάλλεται για πιο υψηλά εισοδήματα.
Έτσι με βάση τον κ. Τσουκαλά οι βασικές αρρυθμίες του συστήματος εστιάζονται στα εξής:
1. Στο κλιμάκιο εισοδήματος από 10.001 ευρώ έως 20.000 ευρώ όπου ο φορολογικός συντελεστής με ένα “άλμα” πάει στο 22% από 9%. Εφαρμόζεται για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.
2. Στον ανώτατο φορολογικό συντελεστή 44% ο οποίος επιβάλλεται στο τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, το οποίο θεωρείται σχετικά χαμηλό.
Να σημειωθεί ότι Γιάννης Τσουκαλάς τάχθηκε, υπέρ της φορολογικής ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας, κι όχι της αποκλιμάκωσης των έμμεσων φόρων, που όπως είπε, αν συμβεί, δε θα οφελήσει τους καταναλωτές, μια και η όποια διαφορά στις τιμές θα πάει στους ενδιάμεσους “κρίκους” της οικονομικής αλυσίδας. Επικαλέστηκε, δε, και το παράδειγμα της Ισπανίας, που αν και μείωσε το ΦΠΑ, δεν είδε αποκλιμάκωση σημαντική του πληθωρισμού.
Σε σχέση, δε, με τον πληθωρισμό ο κ. Τσουκαλάς ανέφερε ότι συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα, ειδικά σε τομείς όπως η στέγαση κάνοντας λόγο για την ανάγκη παρεμβάσεων.
Παραοικονομία
Σε σχέση, επίσης, με τα ζητήματα διακίνησης “μαύρου χρήματος” ο κ. Τσουκαλάς ανέφερε ότι “ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς”, τονίζοντας ότι τα περιθώρια εξοικονόμησης εσόδων από φοροδιαφυγή παραμένουν ακόμη μεγάλα στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023, όπως ανέφερε, η παραοικονομία κινείται στα επίπεδα του 16%-18% του ΑΕΠ, τα δηλωθέντα εισοδήματα του 2023 δεν ξεπερνούσαν τα 110 δισ. ευρώ (φορολογικές δηλώσεις 2024) ενώ για την ίδια χρονιά η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε κατανάλωση 151 δισ. ευρώ. Η διαφορά των 41 δις. ευρώ μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων και κατανάλωσης σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο “μαύρο χρήμα” και σε αδήλωτες συναλλαγές.