Έξοδος από τα μνημόνια: Από την ελπίδα στην Ελλάδα των ανισοτήτων

Διαβάζεται σε 17'
Έξοδος από τα μνημόνια: Από την ελπίδα στην Ελλάδα των ανισοτήτων
AP

Συμπληρώνονται επτά χρόνια από την επίσημη έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες, οι χαμένες ευκαιρίες και η οικονομική κατάσταση των πολιτών σήμερα.

Πάνε 7 χρόνια από την 21η Αυγούστου του 2018, οπότε και η χώρα αποχαιρέτησε πανηγυρικά τον “στενό κορσέ” των μνημονίων, με τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κάνει από την Ιθάκη το διάγγελμα που έκλεισε έναν επώδυνο κύκλο, ο οποίος είχε ανοίξει στο Καστελόριζο.

Με καθυστέρηση, μεν, ένεκα πολιτικών και κοινωνικών αιτίων, αλλά και ένεκα λανθασμένων επιλογών των δανειστών, αλλά με μιαν συνεπή πορεία τα τελευταία πέντε χρόνια της επώδυνης εκείνης διαδρομής, η χώρα κατάφερε να ξαναμπεί σε μια κανονικότητα, όπου βέβαια, όπως συμβαίνει, σε όλες τις χώρες της ΕΕ, υπάρχει και η εποπτεία στη βάση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας.

Ένα βασικό, βέβαια, ερώτημα, που αναδύεται, σε τέτοιες επετείους είναι εάν, σήμερα, η θέση της χώρας και κυρίως των πολιτών της είναι βελτιωμένη και βαίνει σε πορεία ανάπτυξης.

Επίσης, βασικό ζήτημα είναι εάν το “πάθημα έγινε μάθημα” κι αν τελικά η βαριά κληρονομιά του χθες έγινε σηματωρός για το αύριο.

Προφανώς συγκρίσεις του “σήμερα με το τότε” ενέχουν το ρίσκο της αυθαιρεσίας. Όμως καταγραφές για ακυρώσεις δράσεων αλλά και μια παράθεση στοιχείων “φωτίζει” όψεις της σύγχρονης πορείας της χώρας και δίνει τροφή για σκέψη.

Αναστολή μεταρρυθμίσεων

Πέρα, λοιπόν, από την εμπέδωση των ενός “κοινού παρονομαστή” άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, όπου πλέον, όλο, σχεδόν το πολιτικό σύστημα ομονοεί στην ανάγκη πειθάρχησης σε κανόνες, που δεν υπονομεύουν την δημοσιονομική σταθερότητα, υπάρχουν ανοιχτά, ακόμη, τα ζητήματα των μεγάλων δομικών μεταρρυθμίσεων.

Παρά την προσπάθεια που καταβλήθηκε μέχρι το 2019 αλλά και τη μεταρρυθμιστική ρητορική έκτοτε, φαίνεται ότι οι “ουρές” μένουν.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2019 και μετά, οι μεταρρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί δεν έχουν εφαρμοστεί, καθ΄ ολοκληρίαν, στο πεδίο, έστω κι αν εν “χορδαίς και οργάνοις” έχουν αναγγελθεί. Ουσιαστικά, όπως αναφέρεται από γνώστες, της όλης εκείνης εμπειρίας, το “καλό κομμάτι του 3ου μνημονίου” δεν εφαρμόστηκε.

Έτσι μια σειρά από παρεμβάσεις και τομές, που θα έδιναν ρότα σε μια βιώσιμη οικονομική πορεία και θα θωράκιζαν η χώρα έμειναν στα χαρτιά ή έχουν καθυστερήσει. Απότοκο, τούτων το ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, με βάση και αναφορές αναλυτών ή και έγκριτων φορέων, κοινωνικών εταίρων κτλ, όπως ο ΙΟΒΕ, ο ΣΕΒ, δεν έχει αλλάξει.

Το παραγωγικό μοντέλο

Και πάλι ζητούμενο είναι, παρά την όποια μικρή πρόοδο έχει γίνει, σε μικρές νησίδες η ανάπτυξη ενός παραγωγικού μοντέλου που βασίζεται στην οικονομία της γνώσης, την καινοτομία, που χτίζει πολλαπλασιαστές αξιοποιώντας τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων (100 δισεκ, περίπου), που έρευσαν από το 2019 στη χώρα, ένεκα και του Covid ή και της ενεργειακής κρίσης.

Αντ΄ αυτού και πάλι η μονοσήμαντη εξάρτηση από το real estate και τον τουρισμό είναι ο κανών, χωρίς, μάλιστα, η ανάπτυξη των εν λόγω τομέων να “πατά” σε αλυσίδες αξίας. με εγχώρια προστιθέμενη αξία ή σε αειφορικά μοντέλα, καθώς μάλιστα ακόμα αναζητούνται, τόσο το χωροταξικό του τουρισμού όσο και τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια.

Ούτε λόγος, βέβαια, για την αναπτυξη μιας συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής, που μετά την πανδημία καταφάνηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση βιωσιμότητας.

Όπως φάνηκε από την εμπειρία τα όσα δομικά ήταν δρομολογημένα από το 3ο μνημόνιο, που όπως φαίνεται είχε και την αναπτυξιακή του όψη, ξεχάστηκαν ή έμειναν στο δρόμο. Και πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων:

  • Στον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό, τα “πίσω μπρος”, ειδικά στα τοπικά πολεοδομικά σχέδια, τον τουρισμό ή στο χωροταξικό των ΑΠΕ. έφεραν καθυστερήσεις με αποτέλεσμα η χώρα να βαδίζει ακόμη χωρίς “μπούσουλα αειφορίας”.
  • Στα ενεργειακά, ακόμη αναζητείται η προθεσμιακή αγορά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και ουσιαστική παρέμβαση για τη θωράκιση της βιομηχανίας, κάτι που κατά κόρον γίνεται στην ΕΕ, στο φόντο και του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Και βέβαια, αντί τα νοικοκυριά να απολαμβάνουν τα οφέλη της πράσινης ενέργειας αλλά και επαρκών αναχωμάτων, “ανταμείφθηκαν” με τα “πράσινα τιμολόγια” που συνδέουν, το λογαριασμό του απλού και αδαούς ή απροστάτευτου νοικοκυριού με τις διακυμάνσεις των αγορών.
  • Στη φορολογική μεταρρύθμιση, για την οποία, ενώ όλοι μιλούσαν και δρομολογούνταν εν μέσω και μνημονίων δράσεις, τώρα μόλις “ψιθυρίζεται” πάλι η ανάγκη αναμόρφωσης των κλιμάκων και συντελεστών, αλλά και η ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας.
  • Στην αλλαγή, δε, της αναλογίας αμέσων – εμμέσων φόρων η προσπάθεια για αποκατάσταση μιας ευρωπαϊκής κανονικότητας έμεινε ζητούμενο με τον ΟΟΣΑ και άλλους ξένους οργανισμούς να επισημαίνουν την ανάγκη τα πλεονάσματα να “πατούν” σε μια πιο δίκαιη βάση κι όχι στην πληθωριστική απόδοση του ΦΠΑ.
  • Στην ανασυγκρότηση της δικαιοσύνης η όποια επίδοση μόνο ανέκδοτο είναι, με βάση και τις παρατηρήσεις των διεθνών οργανισμών.

Τούτων δοθέντων και παρά τους πόρους, που ιστορικά ποτέ στο παρελθόν, δεν είχαν αποδοθεί στη Ελληνική “γωνια”, ο εξευρωπαϊσμός ακόμη “αγκομαχεί”, όπως δείχνουν και τα τελευταία επιτεύγματα του πελατειακού κράτους (ΟΠΕΚΕΠΕ).

Brain drain και γεωπολιτική αβεβαιότητα

Τα φαινόμενα, όμως, αυτά εγγράφονται σε ένα περιβάλλον, που αφενός η δημογραφική συρρίκνωση και η συνεχιζόμενη απώλεια ταλέντου συνδυαστικά με το θολό γεωπολιτικό τοπίο, όπου η χώρα δεν φαίνεται να έχει στήσει τις σωστές “φρυκτωρίες”, δημιουργούν ένα κοκτέιλ ταυτοτικής απειλής. Άρα, η προσπάθεια για επανένταξη της χώρας μετά το 2019 σε ρόλο ενεργητικό στην ΕΕ και ,με ρόλο στην ταργμένη γειτονιά, αλλά και με αντιστροφή της απώλειας της νέας γενιάς, μάλλον έμεινε στο δρόμο.

Έτσι, έρευνα που παρουσίασε αυτή τη φορά το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας αναφέρει ότι, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα ωθεί τους νέους να αναζητήσουν μια καλύτερη ευκαιρία στο εξωτερικό, καθώς νιώθουν ότι εδώ δεν αξιοποιούνται τα προσόντα τους, οι προοπτικές ανέλιξής τους είναι περιορισμένες και οι μισθοί που τους δίδονται είναι πολύ κάτω από το κόστος μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης

Το 37,3% των νέων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν, δε, ότι σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν μια καλύτερη θέση εργασίας, ενώ 1 στους 10 με μεταπτυχιακό/ διδακτορικό δίπλωμα σκέφτονται να μείνουν μεν στην Ελλάδα αλλά να αναζητήσουν εξ αποστάσεως εργασία στο εξωτερικό. Στο μεταξύ, με βάση τις απαντήσεις των νεότερων που συμμετείχαν στην έρευνα, φαίνεται μια χειρότερη είναι η εικόνα, καθώς στις ηλικίες 17-24 σχεδόν 1 στους 2 (44,4%) σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό.

Για 1 στους 3 νέους 17-34 ετών που απαντούν ότι σκέφτονται να μεταναστεύσουν, βασικός λόγος είναι η ακρίβεια σε συνάρτηση με τους χαμηλούς μισθούς. Δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να καλύψουν τις μηνιαίες ανάγκες τους και θεωρούν πως έξω θα έχουν καλύτερη μοίρα.

Το 35,6% των νέων εργαζομένων δε θεωρούν ότι έχουν δεξιότητες υψηλότερες απ’ αυτές που απαιτεί η δουλειά που κάνουν, ποσοστό που εκτοξεύεται στο 48,3% για τους κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού διπλώματος. Μάλιστα, 1 στους 3 λέει ότι εργάζεται σε αντικείμενο άσχετο από αυτό που σπούδασε, κάτι που προκύπτει και από το δικό μας ρεπορτάζ που αναφέραμε παραπάνω.

Και βέβαια, ως προς τη γεωπολιτική, η χώρα καλείται, πλέον, να διαβάσει με καθυστέρηση ιστορία, που ως φαίνεται ξέχασε με αιχμή τα όσα λάμβαναν χώρα στη γειτονιά. Και ο λόγος για ισόρροπη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που κρατά ισορροπίες ανάμεσα σε “μεγάλα βουβάλια” που παλεύουν στη λάσπη.

Οι ευκαιρίες και οι απώλειες

Σε σχέση, δε, με επιδόσεις στα μακροοικονομικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι όντως έγιναν βήματα τα χρόνια. Όμως θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το μέγεθος της ευκαιρίας που ανοίχτηκε με το πρωτοφανές και σε σχεδόν κεϋνσιανή βάση πρόγραμμα χρηματοδότησης που έτρεξε η ΕΕ.

Έτσι, ενώ τον Ιανουάριος του 2015 η ανεργία ήταν στο 25,6% τον Ιούλιο του 2019 έφτασε, εν μέσω σκληρών μνημονιακών μέτρων, να πέσει στο 17,9%, μια πτώση 7,7%.

Τον Ιούλιο του 2023, με τόσα κονδύλια διαθέσιμα αλλά και με δεδομένη τη δημογραφική συρρίκνωση, ήταν στο 11,7 %. Το, δε, Μάιο του 2025 στο 7,9%, αν και αναμένεται η τελική αποσαφήνιση των στατιστικών της ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2004 η ανεργία ήταν στο 11,4%.

Αγοραστική δύναμη

Σε σχέση με την αγοραστική δύναμη, όπως αναφέρει ο Σάββας Γ. Ρομπόλη Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου η Ελλάδα έχει μεγάλες προκλήσεις μπροστά της. Είναι στην 13η θέση σε τιμές αγοραστικής δύναμης. Ένα επίπεδο μισθού το οποίο σε σχέση με το 2009 σε ονομαστικές τιμές φαίνεται αρκετά υψηλότερο από τα 701 ευρώ (9.814 ευρώ σε ετήσια βάση), όμως σε πραγματικές τιμές είναι στο ίδιο επίπεδο αφού ο πληθωρισμός μεταξύ 2009 και 2024 αυξήθηκε κατά 24,2% σωρευτικά.

Όμως, το γεγονός αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στο γενικό μέσο επίπεδο των μισθών, όπως τονίζουν οι αναλυτές, αφού παρόλο που ο μέσος μισθός για το 2024 διαμορφώθηκε στα 1.342 ευρώ (μεικτά), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ, αυτό το επίπεδο παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα 1.542 ευρώ(μεικτά) του 2009 καθώς και σε αγοραστική δύναμη όπου υπολείπεται κατά 30%, όπως ακριβώς είχε εκτιμήσει και ο ΟΟΣΑ.

Επίσης, ένα ακόμα δεδομένο που παρατηρείται από τα στοιχεία της Eurostat είναι το συνεχώς μειούμενο σχετικό επίπεδο του μέσου μισθού της Ελλάδας σε

σχέση με το μέσο επίπεδο του μισθού των χωρών της Ευρώπης, αποδεικνύοντας ότι η χώρα μας όχι μόνο δεν συγκλίνει με την Ευρώπη αλλά αντιθέτως αποκλίνει αναφορικά με το βιοτικό επίπεδο από την Ευρώπη.

Επιπλέον, το μέσο ετήσιο μικτό εισόδημα πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα για το 2023 ήταν περίπου €17.000, σύμφωνα με στοιχεία Eurostat — πολύ κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο των €37.900. ΄’Ετσι:

  • Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ.
  • Αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ.
  • Για το ίδιο διάστημα οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην ΕΕ.

Δεκαπέντε και πλέον χρόνια, δηλαδή, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δεν διασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα των απασχολουμένων.

Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.

Επίσης, την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%.

Παρά, δε, την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής καιτην αύξηση των ονομαστικών μισθών, οι πραγματικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας, τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και στην πλειονότητα των περιφερειών της, σημείωσαν πτώση και την περίοδο 2019-2022,ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, της πληθωριστικής κρίσης.

Οι νέοι

Παράλληλα με βάση τη Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στις τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης στους νέους, με ποσοστό 14,4%, σχεδόν, τριπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι στο 5,8%.

Όπως αποτυπώνεται και στον χάρτη, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω μόνο από τη Βουλγαρία που έχει ποσοστό 17,2% και τη Ρουμανία με 14,7%.

Ο δείκτης σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης ορίζεται, σύμφωνα με τη Eurostat, ως το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται αναγκαστικά τουλάχιστον 7 από τα 13 βασικά αγαθά, εκ των οποίων τα 7 αφορούν συνολικά το νοικοκυριό ενώ τα 6 είναι σε ατομικό επίπεδο.

Οι ευθύνες

Όπως μάλιστα έχει αναφέρει σε αρθογραφία του ο πρώην υπουργός Οικονομίας, Περιβάλλοντος κι Ενέργειας και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργος Σταθάκης, “τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών (που είναι περίπου 40-50 εταιρείες) ήταν το 2024, στο 5,5% του ΑΕΠ, όταν το 2019 τα κέρδη ήταν 1% και την εποχή Σημίτη -που ήταν η καλύτερη εποχή τους- βρίσκονταν στο 3,5% του ΑΕΠ.”

Ο κ. Σταθάκης, δε, περιγράφει μια κατάσταση “όπου οι τιμές στην Ελλάδα βρίσκονται στο 85% του μέσου όρου των Ευρωπαϊκών Χωρών, ενώ οι μισθοί βρίσκονται σε 65%”

“Όταν έχεις τόσο υψηλό πληθωρισμό στα βασικά αγαθά (τρόφιμα, στέγαση, ενέργεια κλπ) αυτό σημαίνει ότι χωρίς τη λήψη έκτακτων μέτρων – όπως πχ τη μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φορών κατανάλωσης για βασικά είδη – θα έχεις αύξηση τόσο των φορολογικών εσόδων όσο και του ειδικού βάρους των έμμεσων φόρων στα φορολογικά έσοδα. Η κυβέρνηση επέλεξε συνειδητά αυτήν την πολιτική για να έχει αυξημένα έσοδα από τον ΦΠΑ και τους άλλους έμμεσους φόρους, δημιουργώντας έτσι τεράστια προβλήματα στους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και όλους όσους έχουν σχετικά σταθερά εισοδήματα” αναφέρει χαρακτηριστικά.

Τα χρέη

Την ίδια ώρα, κατά την περίοδο 2019 – 2024 έχει σημειωθεί μια μείωση του δημοσίου χρέους (χρέος γενικής κυβέρνησης) ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 16,4% (περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ραγδαία αύξηση που είχε συντελεστεί το 2020 (έτος του covid – 19) κατά το οποίο το ΑΕΠ είχε σημειώσει μεγάλη μείωση λόγω των lockdowns που είχαν εφαρμοστεί με αποτέλεσμα ενώ το δημόσιο χρέος ήταν 350 δις ευρώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 208%, ενώ το 2024, παρόλο που ήταν 264 δις ευρώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 153% του ΑΕΠ.

ΕΛΣΤΑΤ

 

Με άλλα λόγια ο παρατεταμένα υψηλός πληθωρισμός οδήγησε στην σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ με αποτέλεσμα αυτό να έχει μειώσει κατά 16,4% το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρόλο που σε αγοραίες τιμές το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 7,5% (25 δις ευρώ) την περίοδο 2019 – 2024.

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι για την συγκεκριμένη περίοδο (2019 – 2024) από την μείωση που έχει παρατηρηθεί στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το 67% οφείλεται στον πληθωρισμό και το 33% οφείλεται στην παραγωγικότητα και την οικονομική δραστηριότητα.

Δηλαδή, για κάθε τρεις ποσοστιαίες μονάδες που μειώνεται το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, η μία ποσοστιαία μονάδα οφείλεται στην ανάπτυξη και οι άλλες δύο ποσοστιαίες μονάδες οφείλονται στον παρατεταμένα υψηλό πληθωρισμό. Κι όλα αυτά όταν ακόμη το χρέος, παραμένει ως απειλή.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, το 2024 το ιδιωτικό χρέος, δηλαδή, το ποσό που χρωστούν οι Έλληνες σε Δημόσιο (εφορία – ασφαλιστικά ταμεία) και χρηματοδοτικούς φορείς (τράπεζες – servicers), έφτασε το αστρονομικό ποσό των 226 δισ. Ευρώ.

Το σύνολο του ιδιωτικού χρέους ανέρχεται σε 376,6 δισ. ευρώ, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να διαμορφώνονται στα 225,6 δισ. ευρώ (στοιχεία β’ τριμήνου 2024) έναντι 372,9 δισ. ευρώ και 223 δισ. ευρώ αντίστοιχα το 2023.

Σχεδόν έξι χρόνια πριν, το 2019, τα συνολικά χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων άγγιζαν τα 333,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα ληξιπρόθεσμα αφορούσαν σε 233,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 τα αντίστοιχα ποσά διαμορφώθηκαν σε 342,5 δισ. ευρώ και 232,8 δισ. ευρώ.

Τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 2021, το ιδιωτικό χρέος ανήλθε στα 376,3 δισ. ευρώ (ληξιπρόθεσμο 250,6 δισ. ευρώ), για να ανέβει στα 381,8 δισ. ευρώ το 2022, εκ των οποίων ληξιπρόθεσμα ήταν τα 243,3 δισ. ευρώ.

Ανισότητες

Οι κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα δεν προχωρούν σε τομές υπέρ της αντιμετώπισης της φτώχειας και των οικονομικών ανισοτήτων, αντιθέτως μάλλον τις συντηρούν, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η τάση είναι αυξητική.

Αυτή είναι η γενική εκτίμηση του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ στις 16/4/2025.

Πιο συγκεκριμένα:

Η οικονομική ανισότητα συνεχίζει σε υψηλά επίπεδα, με ελαφρά μόνο βελτίωση σε μερικούς δείκτες σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Αυτό δείχνει στασιμότητα στην καταπολέμηση της εισοδηματικής ανισότητας.

Με τον συντελεστή Gini αμετάβλητο στο 31,8% δεν έχει γίνει καμία σημαντική πρόοδος.

Η κατανομή του εισοδήματος είναι ιδιαίτερα άνιση. Το 25% των πιο φτωχών κατέχει μόλις το 10,3% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το 25% των πιο πλουσίων κατέχει το 45,6%.

Η ψαλίδα ανεβαίνει ακόμα περισσότερο αν κοιτάξει κανείς βαθύτερα αυτά τα ποσοστά. Το 20% των φτωχότερων έχει μόλις 7,5% του εισοδήματος, ενώ το 20% των πλουσιότερων κατέχει 39,5%.

Οι δείκτες AROPE καταδεικνύουν μεγάλη κοινωνική ανισότητα. Το ποσοστό αυξήθηκε στο 26,9% το 2024, που αντιστοιχεί σε περίπου 2,74 εκατομμύρια άτομα, από 26,1% που ήταν το 2023. Τα υψηλότερα ποσοστά διαπιστώνονται γεωγραφικά στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, ενώ η Αττική, η Κρήτη και τα Νησιά του Αιγαίου καταγράφουν χαμηλότερη.

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλός στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (27,9%) – όπου διαπιστώνεται μικρή μείωση από το 2023 (28,1%). Η φτώχεια πλήττει περισσότερο τις γυναίκες, ενώ πιο εκτεθειμένα είναι τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία.

Διαπιστώνεται επίσης μεγάλη ανισότητα στις συνθήκες στέγασης και την πρόσβαση σε κοινωνικές δραστηριότητες.

Περίπου το 27,0% του πληθυσμού ζει σε κατοικίες με στενότητα χώρου, με το ποσοστό να φτάνει το 40,9% για τα παιδιά και το 56,7% για τα φτωχά παιδιά. Επιπλέον, το 77,0% των φτωχών δυσκολεύεται να καλύψει τις βασικές ανάγκες του με το εισόδημά του, ενώ το 36,3% του πληθυσμού με καταναλωτικό δάνειο αντιμετωπίζει προβλήματα στην αποπληρωμή του.

Το εκπαιδευτικό επίπεδο επηρεάζει άμεσα την πιθανότητα φτώχειας, ως συνήθως. Οι πιο ευάλωτοι είναι αυτοί με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με ποσοστό φτώχειας 28,2% για ολοκληρωμένη μόνο την πρωτοβάθμια, ενώ για τους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το ποσοστό είναι 7,1%.

Αναφορικά με την υγεία, το 6,9% του πληθυσμού αναφέρει πολύ κακή ή κακή υγεία, ενώ το 24,5% έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας. Ειδικά για το φτωχό πληθυσμό, το 36,0% δεν μπόρεσε να κάνει την ιατρική εξέταση που χρειάζονταν.

Το κατώφλι φτώχειας για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό βρίσκεται στα 6.510€, ενώ για νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά είναι στα 13.671€. Οι οικογένειες με ένα γονέα και παιδιά παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά φτώχειας, με 43,7% να ζει κάτω από το κατώφλι φτώχειας.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν επίσης την αναγκαιότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων, όπως οι συντάξεις και τα επιδόματα πρόνοιας, για την ανακούφιση των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων.

Η φτώχεια χωρίς κοινωνικές μεταβιβάσεις αγγίζει το 45,0% του πληθυσμού, ενώ με μόνο συντάξεις μειώνεται στο 23,5%.

Προφανώς, τα ζητήματα παραμένουν με τις εμπειρίες να είναι ή να μπορούν να λειτουργήσουν ως οδηγός.

Απαιτείται, λοιπόν, μια μια νέα κατεύθυνση και κυρίως όραμα με ηγεσία αυτόνομη, ηθική και απαρέγκλιτα προσηλωμένη στο συμφέρον των πολλών και όχι στα προνόμια των λίγων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα