Η δημογραφία “δοκιμάζει” παραγωγικότητα και οικονομία – Όρια συνταξιοδότησης, προκλήσεις και “σήμα” του ΟΟΣΑ
Διαβάζεται σε 10'
Στο επίκεντρο της συζήτησης μπαίνει αναπόφευκτα το ζήτημα των ορίων συνταξιοδότησης, η χρήση της τεχνολογίας, αλλά και ένταξη στην αγορά εργασίας νέων και γυναικών.
- 13 Νοεμβρίου 2025 07:22
Καμπανάκι για παρεμβάσεις ένεκα των επιπτώσεων της δημογραφίας στην οικονομία και δη στην παραγωγικότητα, που είναι και το μεγάλο ζήτημα για τη χώρα κρούει ο ΟΟΣΑ, αλλά και αναλυτές, με βάση όσα καταγράφηκαν.
Τρίτη και Τετάρτη στο πλαίσιο του 2ου Ετήσιου Συνεδρίου του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών, που έλαβε χώρα στα Χανιά στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, σε συνεργασία με τον Δήμο Χανίων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών υπό την αιγίδα των υπουργείων: Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Μετανάστευσης και Ασύλου, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Με την ευγενική υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Κρήτης.
Πιο συγκεκριμένα, σε κύκλο συζήτησης τέθηκε επί τάπητος τα θέμα της γήρανσης του εργατικού δυναμικού, οι επιπτώσεις της στην παραγωγικότητα και ο ρόλος της τεχνολογίας στην προσαρμογή των οικονομιών.
Η Βίβιαν Κουτσογεωργοπούλου, Senior Economist στον ΟΟΣΑ, παρουσίασε τη μελέτη της για τη σχέση μεταξύ γήρανσης του εργατικού δυναμικού και παραγωγικότητας. Όπως προέκυψε από την μελέτη, οι εργαζόμενοι στις χώρες του ΟΟΣΑ γερνούν, λόγω δημογραφικών μεταβολών, καλύτερης υγείας και μεταρρυθμίσεων που καθυστερούν τη συνταξιοδότηση, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγικότητα επιβραδύνεται. Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι οι επιπτώσεις της γήρανσης διαφέρουν ανά κλάδο. Συγκεκριμένα:
Η γήρανση μειώνει την παραγωγικότητα σε τομείς υψηλής έντασης δεξιοτήτων ή τεχνολογίας, αλλά την ενισχύει σε κλάδους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ισχυρή ζήτηση εργασίας.
Η ασυμφωνία δεξιοτήτων επιδεινώνει τις αρνητικές επιδράσεις, περιορίζοντας την προσαρμοστικότητα των μεγαλύτερων εργαζομένων.
Επίσης, η Βίβιαν Κουτσογεωργοπούλου, τόνισε ότι η προώθηση της υγιούς γήρανσης αποτελεί θεμέλιο για πιο βιώσιμες οικονομίες και κοινωνίες. Η μακροβιότητα, είπε, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βάρος, αλλά ως ευκαιρία για ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή – μέσα από αποτελεσματική πρόληψη και προαγωγή της υγείας, ουσιαστική ένταξη των μεγαλύτερων στην οικονομία και δίκαιη κατανομή των ωφελειών της υγείας σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Ευάλωτες χώρες όπως η Ελλάδα
Στο ίδιο συνέδριο, σε παρουσίαση της η Shruti Singh, Ανώτερη Οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, περιέγραψε την επικείμενη μείωση του ενεργού πληθυσμού κατά 8% έως το 2060 και την ιδιαίτερη ευαλωτότητα χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία.
Προειδοποίησε ότι χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις, η γήρανση θα περιορίσει την ανάπτυξη, τα δημόσια έσοδα και τη βιωσιμότητα των συντάξεων. Αντίδοτο, όπως είπε, αποτελούν η κινητοποίηση πηγών εργασίας -γυναικών, μεγαλύτερων εργαζομένων και μεταναστών-, η δια βίου μάθηση και η βελτίωση των συνθηκών υγείας και ασφάλειας στην εργασία.
Στη συζήτηση που ακολούθησε, με συντονίστρια τη Μαρία Γαβουνέλη, Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή και Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων στο Κέντρο του ΟΟΣΑ για τον Πληθυσμό στην Κρήτη, ο Γενικός Γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, Κωνσταντίνος Γλουμής-Ατσαλάκης, παρουσίασε την ολιστική κυβερνητική στρατηγική της Ελλάδας, με πέντε άξονες: γεννήσεις και οικογένεια, εργασία, μακροζωία, τοπική ανάπτυξη, πληροφορία και έρευνα.
Νέες πραγματικότητες
Από την πλευρά της, η Asa Johansson, Διευθύντρια Πολιτικής και Έρευνας του τμήματος Οικονομικών του ΟΟΣΑ, ζήτησε να συνδεθεί η συνταξιοδότηση με το προσδόκιμο ζωής και να προωθηθούν δεξιότητες που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη συμμετοχή στις νέες μορφές απασχόλησης.
Πολλές κοινωνίες «έχουν ήδη εναρμονιστεί με τη νέα πραγματικότητα», ανέφερε ο καθηγητής Andrew Scott, σημειώνοντας πως στις ΗΠΑ αναπτύσσονται συνεχώς θέσεις εργασίας «φιλικές προς τον γηράσκοντα πληθυσμό». Τόνισε, ωστόσο, ότι το βασικό πρόβλημα «είναι η μείωση των γεννήσεων», ενώ παρατήρησε πως «οι πολίτες δείχνουν να προσαρμόζονται ταχύτερα από τις κυβερνήσεις».
Η Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αλεξάνδρα Τραγάκη υπογράμμισε ότι η δημογραφική αλλαγή «δεν είναι κρίση αλλά επαναπροσδιορισμός των κοινωνικών σχέσεων» και παρουσίασε μία σειρά κινήτρων που περιλαμβάνονται στη στρατηγική της κυβέρνησης για γυναίκες και μεγαλύτερους εργαζόμενους, καθώς και πρωτοβουλίες ενίσχυσης της διά βίου μάθησης.
Η κυβέρνηση και η μετανάστευση
«Υπαρξιακό πρόβλημα για την πατρίδα μας» χαρακτήρισε το δημογραφικό η Υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Σέβη Βολουδάκη, μιλώντας στο 2ο Ετήσιο Συνέδριο του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών.
Όπως τόνισε, το συνέδριο «αναδεικνύει τη δυναμική των δημογραφικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας», υπογραμμίζοντας ότι το δημογραφικό «δεν αποτελεί ένα αριθμητικό ή στατιστικό μέγεθος, αλλά είναι ζήτημα που επηρεάζει άμεσα την οικονομία και την ίδια την υπόσταση του έθνους».
Η Υφυπουργός υπογράμμισε την ανάγκη «ολοκληρωμένης πολιτικής στήριξης της οικογένειας και ουσιαστικών κινήτρων, ώστε οι νέοι να προχωρούν στο επόμενο βήμα». Επισήμανε, επίσης, ότι οι νησιωτικές και ορεινές περιοχές βιώνουν εντονότερα το πρόβλημα, αναφερόμενη στη «νομοθετική πρόβλεψη μοριοδότησης της εντοπιότητας, για ουσιαστική ενίσχυση της περιφέρειας».
Μέτρα
Παρουσίασε ένα πλέγμα μέτρων, από ευέλικτες μορφές εργασίας έως στεγαστικά προγράμματα, ενώ στάθηκε στη σημασία του brain gain και στην ενίσχυση της πατρότητας. «Η Ευρώπη γερνά – και η Ελλάδα γερνά μαζί της», σημείωσε, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση «συνεχίζει να εφαρμόζει πολιτικές που ενισχύουν τα κίνητρα στους νέους να κάνουν παιδιά».
Αναφερόμενη στην αγορά εργασίας, περιέγραψε ένα δυναμικό τοπίο με ανάγκες σε τομείς όπως ο τουρισμός, η γεωργία, οι κατασκευές, οι υπηρεσίες φροντίδας και η εστίαση. Εξήγησε ότι το νέο σχέδιο νόμου για τη νόμιμη μετανάστευση «διευκολύνει τις διαδικασίες, ώστε οι αιτήσεις να εξετάζονται ταχύτερα και να προχωρούν οι διμερείς συμφωνίες, όπως αυτή με την Αίγυπτο, που επιτρέπει τη νόμιμη απασχόληση εργατικού δυναμικού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».
«Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο και ρεαλιστικό μοντέλο πολιτικής για τη νόμιμη μετανάστευση, όπου κεντρικός μοχλός είναι η ένταξη», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι η συνεργασία κράτους και παραγωγικού τομέα «ενισχύει αυτή τη δυναμική και στηρίζει την κοινωνική συνοχή».
«Στέλνουμε το μήνυμα μιας Ελλάδας δυναμικής και δίκαιης, που επενδύει στους ανθρώπους», κατέληξε.
Οι δημογραφικές αλλαγές επηρεάζουν οικονομία και κοινωνία
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, Mathias Cormann, προειδοποίησε ότι «οι δημογραφικές δυνάμεις έχουν καθοριστική επίδραση στις οικονομίες και τις κοινωνίες μας». Όπως τόνισε, οι μεταβολές στον πληθυσμό «διαμορφώνουν τη ζήτηση, τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και τη στέγαση», επηρεάζοντας παράλληλα τις αγορές εργασίας.
Σημείωσε ότι οι ελλείψεις δεξιοτήτων αυξάνονται διεθνώς, «εν μέρει λόγω της πτώσης των γεννήσεων», ενώ η γήρανση του πληθυσμού «εντείνει τις πιέσεις στους τομείς υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας». Παράλληλα, τα συνταξιοδοτικά συστήματα δέχονται αυξανόμενη πίεση, καθώς ο λόγος των ηλικιωμένων προς τον ενεργό πληθυσμό συνεχίζει να αυξάνεται. «Το 2000 υπήρχαν 22 άτομα άνω των 65 ετών για κάθε 100 ανθρώπους σε ηλικία εργασίας. Σήμερα είναι 33 και έως το 2050 θα φθάσουν τους 52», ανέφερε.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η μείωση της συμμετοχής στην απασχόληση λόγω της γήρανσης θα περιορίσει την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 1% ετησίως την περίοδο 2006–2019 σε 0,6% μεταξύ 2024 και 2060. «Αυτό σημαίνει ότι, εξαιτίας της γήρανσης, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2060 θα είναι κατά 14% χαμηλότερο απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς αυτήν την τάση», τόνισε. Την ίδια στιγμή, τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να μειωθούν, ενώ οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, υγεία και φροντίδα θα αυξηθούν.
Άξονες πολιτικής
Ο ίδιος παρουσίασε τρεις βασικές κατευθύνσεις πολιτικής. Πρώτον, «καθώς ζούμε περισσότερο και πιο υγιεινά, μπορούμε να εργαζόμαστε περισσότερο», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι μόλις το 56% των ανθρώπων ηλικίας 60–64 ετών εργάζεται στις χώρες του ΟΟΣΑ. Πρότεινε την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης και την κατάργηση των αντικινήτρων για συνέχιση της εργασίας.
Δεύτερον, κάλεσε τις κυβερνήσεις να στηρίξουν ενεργά την υγεία και την εκπαίδευση των μεγαλύτερων εργαζομένων: «Χρειάζονται επενδύσεις στην πρόληψη και στην επανειδίκευση, ώστε οι εργαζόμενοι να παραμένουν υγιείς και παραγωγικοί σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου».
Τρίτον, αναφέρθηκε στην ανάγκη αξιοποίησης των «ανεκμετάλλευτων δεξαμενών ταλέντου», όπως τις αποκάλεσε — των γυναικών, των νέων και των μεταναστών.
«Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο επίπεδο των ανδρών θα μπορούσε να περιορίσει κατά το ήμισυ την επιβράδυνση της ανάπτυξης λόγω της γήρανσης», εξήγησε, προσθέτοντας ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως έως το 2060.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στον ρόλο της τεχνολογίας: «Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταστήσει την εργασία λιγότερο επίπονη και πιο αποδοτική, αλλά απαιτείται σωστή εκπαίδευση για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά».
Κλείνοντας, επισήμανε ότι «οι οικονομικές, κοινωνικές και εργασιακές πολιτικές πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες δημογραφικές πραγματικότητες».
Μια άλλη άποψη
Στο μεταξύ, στο πλαίσιο συζήτησης που ακολούθησε, ο Iñigo Calvo Sotomayor, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Deusto, ανέφερε ότι οι επιπτώσεις της γήρανσης δεν είναι γραμμικές ούτε ομοιόμορφες. Στην έρευνά του αμφισβητεί τα πορίσματα που θέλουν τη γήρανση να επηρεάζει πάντα αρνητικά την παραγωγικότητα, επισημαίνοντας ότι η εμπειρία και το γνωστικό περιεχόμενο αποτελούν πλεονέκτημα σε πολλούς τομείς.
Όπως είπε, «ένας εργαζόμενος 55 ετών μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τον κίνδυνο από κάποιον 35 ετών». Από την πλευρά του, ο Ευάγγελος Διοικητόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η Τεχνητή Νοημοσύνη μετασχηματίζει την εργασία, υπογραμμίζοντας ότι η επίδρασή της πρέπει να εξετάζεται με διαφορετικό πρίσμα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ανάλογα με τη φύση κάθε επαγγέλματος.
Όπως εξήγησε, η τεχνολογία μπορεί αρχικά να υποκαθιστά θέσεις εργασίας, αλλά μεσοπρόθεσμα προσφέρει νέες, συμπληρωματικές δυνατότητες που ενισχύουν την καθημερινότητα των εργαζομένων. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι, είπε, αντιμετωπίζουν την πρόκληση της ταχείας προσαρμογής, ωστόσο η ΑΙ μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο που θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία.
Αναφέρθηκε σε έρευνά του που δείχνει ότι η αυτοματοποίηση συνδέεται με αυξημένα ποσοστά ανεργίας σε επαγγέλματα που είναι πιο ευάλωτα στην τεχνολογική υποκατάσταση, ενώ παράλληλα παρατηρείται μείωση της καινοτομίας σε περιοχές με υψηλότερο μέσο όρο ηλικίας. Παρά ταύτα, όπως σημείωσε, η γήρανση μπορεί να αναδιαμορφώσει την έννοια της παραγωγικότητας, λειτουργώντας ως αφετηρία για νέες μορφές καινοτομίας.
Ο Νίκος Μηλαπίδης, Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας, τόνισε ότι οι αγορές εργασίας των χωρών του ΟΟΣΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με τέσσερις μεγα-τάσεις που μεταβάλλουν ριζικά το τοπίο: τη δημογραφική γήρανση, την τεχνολογική πρόοδο σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη, τις αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και την κλιματική αλλαγή. Όπως είπε, η γήρανση είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα – «δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, αλλά μπορούμε να διαμορφώσουμε τις κοινωνίες και τις οικονομίες μας έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της».
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Για την Ελλάδα, σημείωσε, η πρόκληση είναι διπλή: ένας πληθυσμός που γερνάει και ένα εργατικό δυναμικό που συρρικνώνεται, σε συνδυασμό με χαμηλή παραγωγικότητα. Αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης, παρουσίασε σειρά πολιτικών που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και στη βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Υπογράμμισε ότι η ανεργία έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια και έκανε ειδική αναφορά στο πρόγραμμα Rebrain Greece, το οποίο επιδιώκει την επιστροφή στη χώρα επαγγελματιών υψηλών δεξιοτήτων.
Τέλος, η Joanna Tyrowicz, Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, ανέλυσε τα διδάγματα από τη μετάβαση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989 και από τα κύματα αυτοματοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών. Τόνισε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας συνδέθηκε με την αντικατάσταση ολόκληρων γενεών εργαζομένων, συχνά μέσω πρόωρης συνταξιοδότησης – και προειδοποίησε ότι «αυτή η λύση δεν είναι πλέον βιώσιμη».
Συγκρίνοντας τη Βρετανία και τη Γερμανία, ανέδειξε πώς η δεύτερη απέφυγε τα κοινωνικά κόστη της ρομποτοποίησης, καθυστερώντας συνειδητά την τεχνολογική υιοθέτηση. Κατέληξε επισημαίνοντας ότι η διά βίου μάθηση, παρά τη διαχρονική ρητορική, «δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα – ίσως δοκιμάζουμε λάθος πράγματα». Τη συζήτηση συντόνισε ο Tomasz Koźluk, Economic Counsellor to the Chief Economist του ΟΟΣΑ.