Η οικονομία πίσω από το success story – Νέα “καμπανάκια” για επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα

Διαβάζεται σε 9'
Η οικονομία πίσω από το success story – Νέα “καμπανάκια” για επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα
Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Κατά τρεις θέσεις υποχώρησε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας το 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία του IMD της Ελβετίας. Κι αυτό, την ώρα που το διεθνές περιβάλλον δημιουργεί έντονες αγωνίες.

Νέα “σήματα” για την ανταγωνιστικότητα της χώρας, αλλά και τη σημασία των επενδύσεων στέλνουν φορείς της παραγωγής δίνοντας το στίγμα για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. Έτσι, για το 2025 η Ελλάδα υποχώρησε κατά τρεις θέσεις στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας που εκδίδει κάθε χρόνο το παγκοσμίου φήμης Business School IMD με έδρα τη Λοζάνη της Ελβετίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της “Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας” (World Competitiveness Yearbook – WCY) του International Institute for Management Development (IMD), τα οποία δημοσιεύονται σήμερα από τον “ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ”, (ΣΒΕ), η Ελλάδα για το 2025 υποχώρησε σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας και βρίσκεται πλέον στην 50η θέση μεταξύ 69 χωρών από την 47η στην οποία βρισκόταν το 2024.

Μάλιστα, η θέση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας την πενταετία 2021 – 2025 υποχώρησε κατά τέσσερεις θέσεις, αφού το 2021 βρισκόταν στην 46η θέση και πλέον το 2025 βρίσκεται στην 50η θέση. Η Ελλάδα για μια ακόμη χρονιά βρίσκεται στην τελευταία “εικοσάδα” των χωρών με τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα παγκοσμίως.

Υπογραμμίζεται ότι τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται αφορούν τις επιδόσεις όλων των χωρών για το έτος 2024.

Κατάταξη της Ελλάδας

Έτσι, στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας του IMD κατά την τελευταία 5ετία (θέση μεταξύ 69 οικονομιών) η χώρα είναι στην 50η θέση.

Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται υψηλότερα στην κατάταξη της “Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας” του IMD, από τις ακόλουθες χώρες:

(Σημείωση: ο αριθμός πριν τη χώρα δηλώνει τη θέση της συγκεκριμένης χώρας στην κατάταξη μεταξύ των 69 χωρών).

50. Ελλάδα

51. Φιλιππίνες

52. Πολωνία

53. Κροατία

54. Κολομβία

55. Μεξικό

56. Κένυα

57. Βουλγαρία

58. Βραζιλία

59. Μποτσουάνα

60. Περού

61. Γκάνα

62. Αργεντινή

63. Σλοβακία

64. Νότιος Αφρική

65. Μογγολία

66. Τουρκία

67. Νιγηρία

68. Ναμίμπια

69. Βενεζουέλα

Η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας αποτιμάται σε σχέση με την πτώση της σε τρεις από τις τέσσερεις ομάδες δεικτών που μετρώνται με βάση τη μεθοδολογία εξαγωγής των αποτελεσμάτων της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD και τη στασιμότητά της στην τέταρτη ομάδα δεικτών.

Συγκεκριμένα η Ελλάδα παρουσιάζει υποχώρηση:

  • Κατά εννέα (9) θέσεις στην κατηγορία δεικτών «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα». Από την 44η θέση το 2024, πλέον η χώρα μας βρίσκεται στην 53η θέση για το 2025.
  • Κατά μια (1) θέση στην κατηγορία δεικτών «Οικονομική Αποδοτικότητα». Από την 52η θέση το 2024 η χώρα μας βρίσκεται στην 53η θέση το 2025.
  • Κατά μια (1) θέση στην κατηγορία δεικτών «Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα». Από την 52η θέση το 2024, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 53η θέση το 2025.

Στην κατηγορία δεικτών «Υποδομές» η χώρα παραμένει στάσιμη και συγκεκριμένα στην 40η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Η πρόεδρος του ΣΒΕ

Στο φόντο αυτό η  Πρόεδρος του ΣΒΕ, Λουκία Σαράντη, σχολιάζοντας τα φετινά αποτελέσματα της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας παραμένει ένα διαχρονικό εμπόδιο για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Παρά τις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, προβλήματα όπως η γραφειοκρατία, η αργή απονομή δικαιοσύνης και το υψηλό κόστος λειτουργίας επιχειρήσεων συνεχίζουν να περιορίζουν την παραγωγικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων.

Η θέση της βιομηχανίας στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας σχετίζεται άμεσα με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η έλλειψη στρατηγικής για την αναζωογόνηση του μεταποιητικού τομέα, οι περιορισμένες επενδύσεις σε καινοτομία και τεχνολογία, καθώς και τα διαρθρωτικά εμπόδια, στερούν από την Ελλάδα μια ισχυρή βάση για εξαγωγές, βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Για τον ΣΒΕ, απαραίτητη προϋπόθεση για την επαύξηση της ανταγωνιστικότητας – που είναι συνώνυμη με τη βιωσιμότητα της παραγωγικής δυναμικής της Ελλάδας – είναι η εντατικοποίηση του μεταρρυθμιστικού έργου, με στόχο τη δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και την στρατηγική μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο η βιομηχανία θα κατέχει εξέχοντα ρόλο.

Η βιομηχανία μας χρειάζεται εθνική στρατηγική και υπερκομματική δέσμευση. Σήμερα, ενώ έχουν γίνει μελέτες και οι αρμόδιοι φορείς έχουν καταθέσει τις τοποθετήσεις τους – ασφαλώς και ο ΣΒΕ – προς την Πολιτεία, η εξειδίκευση της στρατηγικής εκκρεμεί. Η επανεργοποίηση της Κυβερνητικής Επιτροπής Βιομηχανίας και των Ομάδων Εργασίας που θα εξειδικεύσουν τη νέα βιομηχανική πολιτική της χώρας μας είναι κινήσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα. Σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, κατά την οποία το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ασταθές και οι διεθνείς ισορροπίες δοκιμάζονται, η βιομηχανία – και γενικότερα όλες οι επιχειρήσεις να υποστηριχθούν έμπρακτα, για να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να αντιμετωπίσουν τις σύνθετες προκλήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εστιάσουμε στα εξής σημεία:

1. Στην αντιμετώπιση του υπέρογκου κόστους ενέργειας και των ανεξέλεγκτων διακυμάνσεων της τιμής του ρεύματος. Ιδίως στην περιφέρεια, όπου οι επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν με ένα παλιό δίκτυο που πρέπει άμεσα να εκσυγχρονιστεί.

2. Στο μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με την εξεύρεση προσωπικού με τις κατάλληλες δεξιότητες. Η ουσιαστική διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, η συμμετοχή μελών της επιχειρηματικής κοινότητας σε εκπαιδευτικά κι ερευνητικά ιδρύματα, η επαναξιολόγηση του Εθνικού Συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης είναι καταλυτικής σημασίας.

3. Στην μείωση της αναπτυξιακής μονομέρειας και των περιφερειακών ανισοτήτων.

4. Στην επιτακτική ανάγκη για εκσυγχρονισμό των υποδομών, ιδίως στην περιφέρεια. Δεν μπορεί να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων χωρίς καλά στελεχωμένα λιμάνια και ένα ολοκληρωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο από εμπορικά και επιβατικά τρένα και τις συνδυασμένες μεταφορές.

5. Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας. Η επένδυση στην καινοτομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση αποτελούν πλέον μονόδρομο. Για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει να διευκολυνθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων στα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία.

6. Στη δημιουργία ενός φιλικότερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αναμόρφωση του συστήματος δικαιοσύνης και τις παράλληλες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.

Η ρεαλιστική προσέγγιση αυτών των σημείων και η ουσιαστική αντιμετώπισή τους μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στη θωράκιση των επιχειρήσεών μας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Ως ΣΒΕ θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση» ανέφερε η Λουκία Σαράντη.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ

Παράλληλα, προβληματίζουν μία σειρά από δείκτες που καταγράφει η Ετήσια Έκθεση 2025 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση,

Βελτίωση παραγωγικότητας, αλλά με ψαλιδισμένο ωρομίσθιο

Όπως αναφέρει, την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο 4 μειώθηκε κατά 4,7%. Μεταξύ των 11 βασικών κλάδων της οικονομίας η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε οκτώ, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε μόλις σε δύο.

Όπως τονίζεται η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, που όμως είναι οριακή ,  δεν μετουσιώνεται σε αυξημένα πραγματικά ωρομίσθια. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα το μερίδιο κερδών αυξήθηκε και το μερίδιο μισθών υποχώρησε αναφέρει η ΓΣΕΕ Ειδικότερα, το 2024 το μερίδιο κερδών στην Ελλάδα ήταν 50,2% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ ήταν 41% του ΑΕΠ.

Οι επενδύσεις

Την ίδια ώρα ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα για το 2024 ξεπέρασε τον αντίστοιχο στην ΕΕ, ωστόσο έγινε αρνητικός το α΄ τρίμηνο του 2025. Το 2024 οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμό στην Ελλάδα ήταν ελαφρώς υψηλότερες από αυτές στην ΕΕ, αλλά οι επενδύσεις σε Προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνουν επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), ακόμα 2 υστερούν κάτι που είναι άκρως ανησυχητικό μια και μόνο με έρευνα και καινοτομία υπάρχει ελπίδα ανόδου παραγωγικότητας και βέβαια διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Θετικό είναι, πάντως με βάση την έκθεση, το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμό και σε Προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας ενισχύθηκαν στους κλάδους της Πληροφορίας και επικοινωνίας και των Επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων, ενώ περιορισμένη είναι η δυναμική της επένδυσης στη Μεταποίηση, καθώς ο κύριος όγκος των επενδύσεων κατευθύνθηκε στις Κατασκευές

Οι χορηγήσεις  από την ΕΕ

Όπως αναφέρεται, οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις. Το 2023, το ύψος των επενδυτικών χορηγήσεων αντιστοιχούσε στο 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων. Το μέγεθος αυτό ήταν το υψηλότερο στην ΕΕ, με τον λόγο αυτό να είναι 15% στη δεύτερη σε κατάταξη Πολωνία. Η μεγάλη εξάρτηση των ελληνικών επιχειρηματικών επενδύσεων από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με την ενδογενή και αυτοδύναμη επενδυτική λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων και των προοπτικών της επιχειρηματικής επένδυσης μετά τη λήξη του προγράμματος.

Παραγωγικό έλλειμα

Tο 2024, παράλληλα, όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε, καταγράφοντας έλλειμμα ύψους 6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για ενδιάμεσα εισαγόμενα προϊόντα. Το αποτέλεσμα αυτό με βάση το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, αποκαλύπτει το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, το οποίο αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, το 77,1% του συνόλου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) κατευθύνθηκε σε Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (2,25 δισ. ευρώ), καθώς και σε ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων και στη Διαχείριση ακίνητης περιουσίας (2,95 δισ. ευρώ).

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή που καταγράφει η έκθεση είναι η εξής: Όπως αναφέρει το 2024 το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα και το έλλειμμα σε σχέση με τον εξωτερικό τομέα χρηματοδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η διαχείριση της συσσώρευσης χρέους από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα απαιτεί σύνεση ώστε να αποφευχθεί η ενεργοποίηση μηχανισμών που θα υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική φερεγγυότητά του.

Οι τάσεις

Η έκθεση καταλήγει λέγοντας ότι η αλληλουχία των κρίσεων που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ο ετερογενής αντίκτυπός τους, σε συνδυασμό με τους πολυεπίπεδους μετασχηματισμούς που αναπόφευκτα προκαλούν τα σύγχρονα megatrends (κλιματική κρίση, αυτοματοποίηση, μετανάστευση, μεταβολές στο παραγωγικό υπόδειγμα των οικονομιών) έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμά τους στην αναπτυξιακή δυναμική των περιφερειών, επιδρώντας ανισομερώς στη δημογραφική τους εξέλιξη, στη διάρθρωση και την ανθεκτικότητα του παραγωγικού τους συστήματος, καθώς και στο επίπεδο του εισοδήματος και στις συνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης των πολιτών τους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα