Νοικοκυριά: Τρεις νάρκες για την αγοραστική δύναμη

Διαβάζεται σε 7'
laiki
Λαϊκή αγορά (φωτογραφία αρχείου) Dimitris Kapantais / SOOC

Η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας που αποτελεί μια μορφή πληθωριστικού φόρου, οι μισθοί που ακόμη παραμένουν χαμηλά, αλλά και ο πληθωρισμός που “ροκανίζει” εισοδήματα, υπονομεύουν το οικονομικό στάτους των νοικοκυριών.

Σε πολλαπλό κλοιό βρίσκεται η οικονομική βιωσιμότητα και η αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών καθώς κινούνται μέσα από ένα τριπλό κλοιό.

Τον πληθωρισμό που “αντέχει” καταγράφοντας ποσοστά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, τη μη τιμαριθμοποιημένη φορολογική κλίμακα της μισθωτής εργασίας, που “ροκανίζει” κάθε αύξηση στο μισθό, αλλά και βέβαια το χαμηλό μισθό.

Με τις ανακοινώσεις στη ΔΕΘ να είναι ζυγίζονται, είναι προφανές ότι το τρίπτυχο αυτό εάν δεν αντιμετωπιστεί, τότε θα ενταθεί η πολιτική πίεση στην κυβέρνηση.

Έχει, ήδη, πάντως, μπει στο δημόσιο διάλογο, ως προαπαιτούμενο για την ενίσχυση των εισοδημάτων η φορολογία της μισθωτής εργασίας αλλά και της τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, που είναι η “κρυφή πληγή” για τα εισοδήματα των νοικοκυριών, καθώς “κουρεύει” τις όποιες αυξήσεις των μισθών.

Φορολογική επιβάρυνση

Έτσι, πριν λίγες μέρες, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας και ενίσχυση των μακροχρόνιων, καινοτόμων και παραγωγικών επενδύσεων μέσω του φορολογικού συστήματος, ζήτησε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος για την ελληνική οικονομία.

“Η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας είναι ένα πολύ και επείγον ζήτημα” τόνισε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας κατά την παρουσίαση της έκθεσης στις 17/7, σημειώνοντας ότι αποτελεί “μεγάλο θέμα αυτό της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας.

Υποσκάπτει την εργασία σε σταθερή βάση” υπογράμμισε. Συμπλήρωσε, δε, ότι τα πράγματα με τους μισθούς δεν είναι καλά, ενώ το μισό των νοικοκυριών πιέζεται, με βάση τις εκθέσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό κλίμα, πιέζεται να βγάλει ο μήνα.

Χαρακτηριστικό το τι αναφέρει ανάλυση της Eurobank, που δημοσιοποιήθηκε χθες και αναφέρει ότι η φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή ο αναλογών φόρος ως ποσοστό των αντίστοιχων φορολογούμενων εισοδημάτων, αυξήθηκε από το 9,9% το 2021 στο 11,1% το 2023. Με βάση τις εκτιμήσεις της μελέτης, το 37% της αύξησης αυτής προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.

Όπως τονίζει η μελέτη, οι επιπτώσεις είναι ακόμη πιο βαριές στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, τα οποία αποτελούν και τη βασική πηγή φορολογικών εσόδων. Για κάθε 5 ευρώ εισοδήματος που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα, τα 4 από αυτά υπάγονται στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών, η οποία είναι έντονα προοδευτική: Καθώς τα εισοδήματα των φορολογούμενων αυξάνονται και υπερβαίνουν ορισμένα κατώφλια, φορολογούνται με ολοένα υψηλότερους συντελεστές.

Ειδικότερα, σχεδόν η μισή (47%) αύξηση του αναλογούντος φόρου στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις μεταξύ 2021 και 2023, οφείλεται στη μη τιμαριθμοποίηση, ενώ στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα το ποσοστό αυτό φτάνει μόλις το 16%.

Ειδικότερα, η φορολογική επιβάρυνση –δηλαδή ο αναλογών φόρος ως ποσοστό των φορολογούμενων εισοδημάτων– αυξήθηκε κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.) για τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εκ της οποίας μόνο η 0,1 π.μ. προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας.

Αντιθέτως, για τα εισοδήματα από μισθούς, η επίδραση της μη τιμαριθμοποίησης της κλίμακας όχι μόνο εξηγεί στο σύνολό της την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσής τους κατά 0,9 π.μ., αλλά την υπερβαίνει: Αν δηλαδή η φορολογική κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως, η φορολογική επιβάρυνσή τους θα είχε μειωθεί οριακά.

Το βασικό ζήτημα είναι η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών που είναι έντονα προοδευτική. Και έτσι, καθώς τα εισοδήματα των φορολογούμενων αυξάνονται και υπερβαίνουν ορισμένα κατώφλια, φορολογούνται με ολοένα υψηλότερους συντελεστές.

Όπως σημειώνει η μελέτη μία παρενέργεια των προοδευτικών συστημάτων είναι η λεγόμενη «ολίσθηση κλιμακίου», δηλαδή η αυτόματη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών, η οποία είναι εντονότερη σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού στο βαθμό στον οποίο η φορολογική κλίμακα δεν τιμαριθμοποιείται.

Μάλιστα, αναφέρεται, ότι τυχόν αυξήσεις στα ονομαστικά εισοδήματα που μπορεί απλώς να αντισταθμίζουν μέρος της απώλειας της αγοραστικής τους δύναμης λόγω της αύξησης του επιπέδου των τιμών, ενδέχεται να οδηγήσουν τους φορολογούμενους σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια αυξάνοντας δυσανάλογα το φόρο που πληρώνουν, ακόμα και αν το πραγματικό τους εισόδημα έχει μειωθεί.

Όμως ακόμα και νοικοκυριά με αμετάβλητες ονομαστικές αποδοχές επηρεάζονται από την ολίσθηση κλιμακίου, καθώς η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται, αλλά ο φόρος που τους καταλογίζεται παραμένει ο ίδιος.

Συνεπώς, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας αποτελεί μια μορφή πληθωριστικού φόρου, η οποία ενισχύει τα φορολογικά έσοδα του Κράτους ενώ παράλληλα μειώνει τη συνολική ζήτηση, συγκρατώντας τις πληθωριστικές πιέσεις.

Πληθωρισμός

Στο μεταξύ σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Ιουλίου την ώρα που σύμφωνα με προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροφοδοτούμενος από την συγκυρία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έκλεισε τον Ιούλιο στο 3,7% από 3,6% τον Ιούνιο.

Την ίδια ώρα πληθωρισμός στην ευρωζώνη κρατήθηκε και πάλι εντός του στόχου του 2% της ΕΚΤ τον Ιούλιο. Οι κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ήταν τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός (3,3%, σε σύγκριση με 3,1% τον Ιούνιο). Ακολουθούν οι υπηρεσίες (3,1%, σε σύγκριση με 3,3% τον Ιούνιο), τα μη ενεργειακά βιομηχανικά προϊόντα (0,8%, σε σύγκριση με 0,5% τον Ιούνιο) και η ενέργεια (-2,5%, σε σύγκριση με -2,6% τον Ιούνιο.

Προφανώς η ακρίβεια είναι βασικός παράγων που δημιουργεί ζητήματα στα νοικοκυριά την ώρα που και οι μισθοί απέχουν ακόμη από τα επίπεδα εκείνα, όπου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επαρκείς.

Ελλάδα και βασικός μισθός

Κι αυτό την ώρα που με βάση τη Eurostat, η Ελλάδα ανήκει πλέον στην ομάδα των χωρών με κατώτατη αμοιβή μεταξύ 1.000 και 1.500 ευρώ, προσπερνώντας μάλιστα τρεις χώρες σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Κροατία.

Πιο συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ σε 12μηνη βάση στην Ελλάδα, όπως πιστοποιούν τα νεότερα συγκεντρωτικά στοιχεία της Eurostat, όπου αντικατοπτρίζεται επίσης το «άλμα» στις ονομαστικές αμοιβές την τελευταία εξαετία.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, αφότου ο βασικός μισθός αυξήθηκε τον Απρίλιο για πέμπτη φορά από το 2022, ανήλθε στα 1.027 ευρώ σε 12μηνη βάση, δηλαδή με την ενσωμάτωση των δύο δώρων στους δώδεκα τακτικούς μισθούς του έτους, που είναι ο πάγιος τρόπος υπολογισμού της Eurostat.

Η Ελλάδα ανήκει πλέον στην ομάδα των χωρών με κατώτατη αμοιβή μεταξύ 1.000 και 1.500 ευρώ, προσπερνώντας μάλιστα τρεις χώρες σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Κροατία. Στην ίδια κατηγορία με την Ελλάδα συγκαταλέγονται ακόμα έξι χώρες, ανάμεσά τους η Ισπανία, η οποία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, και η Πολωνία, που κατατάσσεται έκτη από πλευράς ΑΕΠ ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη.

Βέβαια, σε όρους αγοραστικής δύναμης και πάλι η Ελλάδα είναι χαμηλά έστω κι αν απομακρύνθηκε από την ομάδα χωρών με βασικό μισθό κάτω των 1.000 ευρώ ανά μήνα, όπου σήμερα κατατάσσονται εννέα από τα 22 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετήσει κατώτατες αποδοχές. Ουραγός είναι η Βουλγαρία, με 551 ευρώ ανά μήνα.

Να σημειωθεί ότι με βάση ορθογραφία των Σάββα Γ. Ρομπόλη Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλειου Γ. Μπέτση Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου, με την τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού, η Ελλάδα είναι στην 11η θέση μεταξύ των 22 χωρών της Ευρώπης που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό σε ονομαστικές τιμές αλλά είναι στην 13η θέση σε τιμές αγοραστικής δύναμης.

Όπως αναφέρουν οι δύο αναλυτές, ένα επίπεδο μισθού το οποίο σε σχέση με το 2009 σε ονομαστικές τιμές φαίνεται αρκετά υψηλότερο από τα 701 ευρώ (9.814 ευρώ σε ετήσια βάση), όμως σε πραγματικές τιμές είναι στο ίδιο επίπεδο αφού ο πληθωρισμός μεταξύ 2009 και 2024 αυξήθηκε κατά 24,2% σωρευτικά.

Όμως, το γεγονός αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στο γενικό μέσο επίπεδο των μισθών αφού παρόλο που ο μέσος μισθός για το 2024 διαμορφώθηκε στα 1.342 ευρώ (μεικτά), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ, αυτό το επίπεδο παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα 1.542 ευρώ(μεικτά) του 2009 καθώς και σε αγοραστική δύναμη όπου υπολείπεται κατά 30%, όπως ακριβώς είχε εκτιμήσει και ο ΟΟΣΑ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα