Οι “συμπληγάδες” των νοικοκυριών: Ακρίβεια και “θολό τοπίο” αποταμίευσης

Διαβάζεται σε 17'
Κόσμος στο κέντρο της Αθήνας
Κόσμος στο κέντρο της Αθήνας ISTOCK

Παρά την καλή μακροοικονομική πορεία της χώρας, 26,9% του πληθυσμού (2,74 εκατ. άτομα) διαβιώνουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την “Έκθεση για τη Φτώχεια στην Ελλάδα 2025” του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας (EAPN Greece).

Παραμένει ο πληθωρισμός βασικό ζήτημα για τα ελληνικά νοικοκυριά, παρά τη μικρή επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών.

Ειδικά, δε, βασικά είδη, όπως το κρέας ή ο καφές, οι υπηρεσίες, αλλά και η στέγαση αποτελούν “νάρκες” για τα οικονομικά των νοικοκυριών, που παράλληλα, παρά τις εισοδηματικές ενισχύσεις που αρχίζουν από τούδε, μετά και την ψήφιση του σχετικού νόμου και φτάνουν 2,5 δισεκ ευρώ, εμφανίζονται απαισιόδοξα για το μέλλον.

Παρά, δε, τα όσα ακούστηκαν στη Βουλή, από τον Πρωθυπουργό, για τη διαδικασία αποταμίευσης, δυσκολεύονται να “βάλουν στην άκρη” χρήματα.

Κι αυτό την ώρα που με βάση την “Έκθεση για τη Φτώχεια στην Ελλάδα 2025” του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας (EAPN Greece), ο 2025, 26,9% του πληθυσμού της χώρας (2,74 εκατ. άτομα) διαβιώνουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό αυξημένο κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.”

Ανισότητες και κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού

Το ενδιαφέρον είναι ότι παρά την καλή μακροοικονομική πορεία της χώρας, που αποτυπώνεται και στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου, με τελευταίο, χθες, τον οίκο Fitch, η συμπεριληπτικότητα δεν αποτελεί κανόνα για τη διάχυση των όποιων οφελών καταγράφονται σε επίπεδο αριθμών αλλά και της πορείας δεικτών.

Έτσι, όπως αναφέρει η Έκθεση, η παιδική φτώχεια παραμένει υψηλή (22,4%), ενώ ο κίνδυνος υλικής και κοινωνικής στέρησης επίσης αυξήθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Η ένταση εργασίας, οι χαμηλοί μισθοί, η εργασιακή ανασφάλεια και η αναντιστοιχία μεταξύ εισοδημάτων και υψηλών τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και στην κατανάλωση ενέργειας εξακολουθούν να παγιδεύουν τους εργαζόμενους/ες στη φτώχεια παρά τις όποιες επιμέρους βελτιώσεις.”

“Φωτιά” οι τιμές στη στέγαση

Ενδεικτικά τα όσα ανέφερε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος στο καθιερωμένο “note of the Greek Economy” (Σημείωμα για την Ελληνική Οικονομία) όπου αναφέρει ότι:

“Ο πληθωρισμός (ΕνΔΤΚ) παρέμεινε υψηλός στο 2,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2025, οδηγώντας σε μεγάλη διαφορά πληθωρισμού με το αντίστοιχο ποσοστό της ζώνης του ευρώ να είναι 2,1%, η οποία αποδίδεται σε μεγάλη διαφορά στον πληθωρισμό των υπηρεσιών. Ο πληθωρισμός (ΕνΔΤΚ) μειώθηκε περαιτέρω στο 1,6% τον Οκτώβριο του 2025 από 1,8% τον Σεπτέμβριο λόγω μειώσεων στις συνιστώσες των υπηρεσιών και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών. Στην αγορά κατοικίας, οι τιμές των διαμερισμάτων συνέχισαν να αυξάνονται με ισχυρό, αν και επιβραδυνόμενο, ρυθμό κατά τη διάρκεια του 2024 και στο πρώτο εξάμηνο του 2025.

Το 2024, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με έντονο ρυθμό και συνέχισαν την ανοδική τους τάση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 λόγω τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής ζήτησης. Οι κορυφαίες τοποθεσίες και τα χαρακτηριστικά των επενδύσεων ηγούνται της αγοράς.

Οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν περαιτέρω το δεύτερο τρίμηνο του 2025 κατά 7,3% σε ετήσια βάση. Αναλυόμενες ανά ηλικία ακινήτου, το δεύτερο τρίμηνο του 2025, καταγράφηκε ισχυρότερος ρυθμός αύξησης στις τιμές των παλαιών διαμερισμάτων (άνω των 5 ετών) σε σύγκριση με την αντίστοιχη αύξηση στις τιμές των νέων διαμερισμάτων (7,6% και 6,8%, αντίστοιχα, σε ετήσια βάση). 

Ανά γεωγραφική περιοχή, η μέση ετήσια αύξηση στη Θεσσαλονίκη ήταν 8,8% σε ετήσια βάση και στην Αθήνα 5,9%. Οι επενδύσεις σε κατοικίες (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, εποχικά διορθωμένα σε σταθερές τιμές) αυξήθηκαν κατά 15,2% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, αλλά παρέμειναν χαμηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,5%).”

iStock

Βασικά είδη

Στο μεταξύ  με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, επιταχύνθηκε οριακά ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού τον Οκτώβριο εφέτος, καθώς αυξήθηκε 2% από 1,9% τον Σεπτέμβριο και έναντι αύξησης 2,4% τον Οκτώβριο 2024. Με χαρακτηριστικό, ότι υπήρξαν αυξήσεις σε όλες ανεξαιρέτως τις επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών.

Ειδικά βασικά είδη διατροφής, σε ένα έτος, είχαν σημαντικές ανατιμήσεις.

Πιο συγκεκριμένα καταγράφηκαν αυξήσεις σε: κρέατα (10,6%), νωπά ψάρια (4%), φρούτα (9,1%), γαλακτοκομικά και αυγά (4,4%), σοκολάτες (21,1%), καφέ (19,3%), προϊόντα ζαχαροπλαστικής (6,1%) και χυμούς φρούτων (5,7%). Στον αντίποδα, σημειώθηκε πολλή μεγάλη μείωση της τιμής στο ελαιόλαδο (36,9%).

Ανατιμήσεις υπήρξαν, επίσης, μεταξύ άλλων, σε: ενοίκια κατοικιών (8,9%), ένδυση- υπόδηση (1,9%), πακέτο διακοπών (6,8%), εστιατόρια- ζαχαροπλαστεία- καφενεία (7,8%) και ασφάλιστρα υγείας (7%). Στον τομέα της ενέργειας, καταγράφηκαν μειώσεις τιμών σε όλες τις κατηγορίες: ηλεκτρισμός (3,3%), φυσικό αέριο (6,3%), πετρέλαιο θέρμανσης (4,3%) και καύσιμα (1,6%).

Το κρέας και οι ελληνοποιήσεις

Μεταξύ, δε, Οκτωβρίου και Σεπτεμβρίου, συνεχίστηκαν οι ανατιμήσεις, μεταξύ άλλων, σε: μοσχάρι (5,3%), χοιρινό (1,6%), αρνί και κατσίκι (3,4%), νωπά φρούτα (3,6%) και νωπά λαχανικά (2,5%), ενώ μειώθηκαν οι τιμές σε ελαιόλαδο (2,7%) και καφέ (2,1%).

Συνεχίστηκαν οι αυξήσεις τιμών και στα ενοίκια κατοικιών (0,4%), ενώ αύξηση τιμής καταγράφηκε και στον ηλεκτρισμό (2%). Στο δε μοσχάρι καθημερινές είναι οι ανατιμήσεις με τη μέση τιμή, ένεκα των πολιτικών της ΕΕ, που φέρνουν περιορισμό της παραγωγής. Με βάση, δε, τα όσα είπε στην πρωινή ζώνη του Εrtnews, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κρεοπωλών Σάββας Κεσίδης, το Σάββατο το πρωί, η μέση τιμή στα κρεοπωλεία σήμερα είναι λίγο πάνω από τα 16 ευρώ ανά κιλό για ένα κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος χωρίς κόκκαλο.

Ανοδικά, όμως, κινούνται και οι τιμές στα αιγοπρόβειο, όπου βέβαια, ο κ. Κεσίδης “φωτογράφισε” μαζικές ελληνοποιήσεις, κι εν όψει Χριστουγέννων, λόγω και της κατάστασης στη χώρα με την ευλογιά. Μάλιστα, ο ίδιος τόνισε ότι το Πάσχα του 2025 πάνω από 200.000 αμνοερίφια Ρουμανίας μπήκαν στην αγορά και πουλήθηκαν, όχι, όπως υπογράμμισε από τα συνοικιακά κρεοπωλεία, για ελληνικά.

Παιδεία και υγεία

Επίσης έχει ιδιαίτερη σημασία να καταγραφεί ότι με βάση την ΕΛΣΤΑΤ  υπηρεσίες υγείας και παιδείας, που για πολλά νοικοκυριά προσφέρονται από ιδιωτικούς φορείς, λόγω των πολιτικών συρρίκνωσης ό,τιδήποτε δημόσιου υπάρχει (ενδεικτικά τα όσα γίνονται στα ολοήμερα σχολεία φέτος) πυροδοτούν την ακρίβεια.  Χαρακτηριστικά

Όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή τον Οκτώβριο, προήλθε κυρίως από τις μεταβολές, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών:

Από τις αυξήσεις των δεικτών κατά:

  • 2,3% στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ψωμί και δημητριακά, κρέατα (γενικά), νωπά ψάρια, γαλακτοκομικά και αυγά, φρούτα (γενικά), σοκολάτες- προϊόντα σοκολάτας, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, καφέ, χυμούς φρούτων. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: ελαιόλαδο, λαχανικά (γενικά).
  • 1,4% στην ομάδα «Στέγαση», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ενοίκια κατοικιών, επισκευή και συντήρηση κατοικίας, υπηρεσίες που σχετίζονται με το σπίτι. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης.
  • 0,6% στην ομάδα «Υγεία», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ιατρικές- οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες, νοσοκομειακή περίθαλψη. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών στα φαρμακευτικά προϊόντα.
  • 0,7% στην ομάδα «Μεταφορές», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: καινούργια αυτοκίνητα, ανταλλακτικά και αξεσουάρ αυτοκινήτου, συντήρηση και επισκευή εξοπλισμού προσωπικής μεταφοράς, άλλες υπηρεσίες σχετικές με την προσωπική μεταφορά, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, καύσιμα και λιπαντικά.
  • 2,8% στην ομάδα «Εκπαίδευση», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: δίδακτρα προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δίδακτρα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μήνυμα του ΥΠΑΝ

Πάντως, με βάση πηγές του ΥΠΑΝ, όπως κατέγραψε, το ΑΠΕ – ΜΠΕ, στις χώρες με τον χαμηλότερο πληθωρισμό στα τρόφιμα βρίσκεται η Ελλάδα. Όπως τονίζεται, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Σεπτέμβριο 2025, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 1,4%, έναντι 3,5% στον μέσο όρο της ΕΕ και 5% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Αυτό τοποθετεί την Ελλάδα στη χαμηλότερη θέση στην ΕΕ και στην τέταρτη χαμηλότερη θέση ανάμεσα στις 38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.

Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είχε χαμηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της ΕΕ στους 13 από τους τελευταίους 16 μήνες, ενώ για τρεις συνεχόμενους μήνες τον χειμώνα – Δεκέμβριος 2024, Ιανουάριος και Φεβρουάριος 2025 – ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στη χώρα μας ήταν αρνητικός, κάτι που είχε να συμβεί από το 2021.

Βεβαίως, το φαινόμενο της ακρίβειας, όπως αναφέρεται, παραμένει διεθνές και πολυδιάστατο. Περιβαλλοντικοί και άλλοι ευρωπαϊκοί περιορισμοί – όπως οι κανόνες για την παραγωγή βοδινού κρέατος – επηρεάζουν το κόστος σε ολόκληρη την αγορά. Και η ακρίβεια, φυσικά, δεν αφορά μόνο τα τρόφιμα – όπου η Ελλάδα τα πάει αισθητά καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – αλλά και άλλους τομείς που αγγίζουν την καθημερινότητα των πολιτών: την ενέργεια, τη στέγη, τις μεταφορές.

Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον πληθωρισμό σε ετήσια βάση (Σεπτέμβριος 2025 με Σεπτέμβριο 2024) για την Ελλάδα. Σε σύνολο 1,9%, η «συνεισφορά» των τροφίμων είναι στο 0,3%, με την ενέργεια και τα λοιπά αγαθά και υπηρεσίες να συμπληρώνουν την εικόνα.

Κάθε αύξηση τιμών, όμως, μικρή ή μεγάλη, με βάση τις πηγές τουν ΥΠΑΝ, παραμένει μια επιπλέον επιβάρυνση για το πορτοφόλι του νοικοκυριού. Και η άνοδος του κόστους ζωής, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου τα ενοίκια έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, έχει δυσκολέψει την καθημερινότητα πολλών οικογενειών, κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού είναι αναμφίβολα θετική· ειδικά μέσα σε ένα τόσο ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον. Αλλά αυτό που μετράει στο τέλος της ημέρας είναι να το νιώσει ο πολίτης στην τσέπη του. Και αυτό κάνει ακόμη πιο αναγκαία τη συνέχιση των πολιτικών που συγκρατούν το κόστος ζωής και ενισχύουν τον υγιή ανταγωνισμό – ώστε το θετικό αποτέλεσμα να περάσει από τους δείκτες στην πραγματική ζωή, στο πορτοφόλι και στην καθημερινότητα κάθε ελληνικού νοικοκυριού, με βάση αρμόδιες πηγές του ΥΠΑΝ.

Νέα υπηρεσία

Σε αυτή την κατεύθυνση, όπως τονίζεται, κινείται και η δημιουργία της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή και Εποπτείας της Αγοράς από το Υπουργείο Ανάπτυξης, που θα λειτουργεί στα πρότυπα της – πετυχημένης – ΑΑΔΕ.

Με 300 νέους ελεγκτές και με σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία, που θα αξιοποιούν και το «υπερόπλο» της τεχνητής νοημοσύνης, θα συγκεντρώσει κάτω από μία ενιαία δομή όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με στόχο τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο της αγοράς, με διαφάνεια και ταχύτητα. Μεταρρυθμίσεις, ενημέρωση των πολιτών, έλεγχοι, πρόστιμα, συμφωνίες μείωσης τιμών· όλα μαζί φέρνουν αποτέλεσμα στο να συγκρατείται σε χαμηλά επίπεδα ο πληθωρισμός των τροφίμων, καθώς και των βασικών ειδών διαβίωσης,  τονίζεται σχετικά.

Συνεχίζονται οι πιέσεις για άνοδο

Ωστόσο τα δείγματα παραμένουν ενισχυτικά για το μέλλον. Είναι χαρακτηριστικά ότι αύξηση 0,4% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Σεπτέμβριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2024, έναντι μείωσης 10,6% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2024 με το 2023.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση αυτή στον λεγόμενο «εισαγόμενο πληθωρισμό» (με τον δείκτη της βιομηχανίας τροφίμων να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση κατά 6,9%), οφείλεται:

  • α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 0,03%.
  • β. Στη μηδενική μεταβολή του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 0,2% τον Σεπτέμβριο 2025 σε σύγκριση με τον δείκτη του Αυγούστου 2025, έναντι μείωσης 2,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2024.

Θετικά μηνύματα του ΙΕΛΚΑ

Στο πλαίσιο, πάντως, της στοχευμένης μηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) αποκλειστικά στο κανάλι των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ σχετικά με τις πληθωριστικές τάσεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων, εξετάστηκε η πορεία των τιμών τον Οκτώβριο 2025 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2024.

Από την έρευνα προέκυψε ότι:

Ο πληθωρισμός στις αλυσίδες σουπερμάρκετ είναι της τάξης του +1,08% τον Οκτώβριο 2025 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2024, σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 2025. Συνολικά το κυλιόμενο 12μηνο (Νοέμβριος 2024-Οκτώβριος 2025) καταγράφει αύξηση +0,85%

Μεγαλύτερες μειώσεις τιμών τον Οκτώβριο 2025 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2024 καταγράφονται στις κατηγορίες:

  • Φρέσκα φρούτα και λαχανικά: -8,06%
  • Απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού: -5,10%
  • Τρόφιμα παντοπωλείου: -4,77%
  • Χαρτικά, καλλυντικά & είδη προσωπικής υγιεινής: -2,51%
  • Είδη μιας χρήσης, οικιακά είδη: -1,24%

Οι μειώσεις που καταγράφονται είναι αποτέλεσμα τόσο της ομαλοποίησης της αγοράς και της μείωσης στις τιμές παραγωγού σε ορισμένα προϊόντα, αναφέρει το ΙΕΛΚΑ που τονίζει ότι: Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφονται στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά (η μείωση προέρχεται από την κατηγορία των λαχανικών η οποία ευνοείται το τελευταίο διάστημα από τις καιρικές συνθήκες), στα απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού και στα τρόφιμα παντοπωλείου (λόγω και της αποκλιμάκωσης της τιμής στο ελαιόλαδο).

Μεγαλύτερες αυξήσεις τον Οκτώβριο 2025 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2024 καταγράφονται στις κατηγορίες:

  • Μπισκότα, σοκολάτες, ζαχαρώδη: +12,23%
  • Φρέσκα κρέατα: +10,54%
  • Είδη πρωινού & ροφήματα: +5,53%
  • Γαλακτοκομικά και χυμοί ψυγείου: +4,91%
  • Φρέσκα ψάρια και θαλασσινά: +3,98%

Σε σχέση με τις αυξήσεις στα φρέσκα κρέατα, με βάση το ΙΕΛΚΑ, πρόκειται για εξέλιξη η οποία οφείλεται πρώτον στις αυξήσεις των διεθνών τιμών στα εισαγόμενα είδη και ειδικά στο μοσχάρι λόγω της μείωσης του ζωικού κεφαλαίου (σημειώνεται ότι η πλειοψηφία του μοσχαριού και χοιρινού που καταναλώνεται στην Ελλάδα είναι εισαγωγής) και δεύτερον στις ασθένειες ζώων που έπληξαν πολλές περιοχές εκτροφής στην Ελλάδα και ειδικά τα αμνοερίφια.

Οι ασθένειες και η μείωση στο ζωικό κεφάλαιο πλέον επηρεάζει και την κατηγορία των γαλακτοκομικών και ιδιαίτερα των τυροκομικών προϊόντων, καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής τους.

Οι διεθνείς τιμές του κακάο και του καφέ, σίγουρα επηρεάζουν τις κατηγορίες των γλυκών, και του πρωινού και των ροφημάτων, αλλά και των κατεψυγμένων (π.χ. παγωτά, γλυκά). Σε σχέση με την τιμή του κακάο, οι αυξήσεις στις τιμές πρώτων υλών διεθνώς τις τελευταίας 2ετίας λόγω των κλιματικών συνθηκών ήταν πολύ υψηλές.

Σημειώνεται ότι λόγω της φύσης των προϊόντων που χρησιμοποιούν κακάο, τα υποπροϊόντα (σοκολάτα) αλλά και τα τελικά προϊόντα (γλυκά) παράγονται σε επόμενους χρόνους με διαφορετικές τιμές.

EUROKINISSI

Τα σούπερ μάρκετ

Επίσης το ΙΕΛΚΑ αναφέρει ότι οι τιμές παρουσιάζουν συγκράτηση το τελευταίο δεκαοχτάμηνο στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων λόγω των μεγάλων όγκων προϊόντων που διακινούν, των οικονομιών κλίμακας, της οργανωσιακής τεχνολογικής ετοιμότητας τους και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Συγκεκριμένα αναφέρει το ΙΕΛΚΑ ότι:

  • Υψηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων. Η συγκράτηση στις τιμές εμφανίζεται πολύ πιο γρήγορα στα μεγάλα σημεία πώλησης λόγω μεγαλύτερης κυκλοφοριακής ταχύτητας αποθεμάτων. Δηλαδή διακινούν πιο γρήγορα το απόθεμα τους και προβαίνουν πιο σύντομα σε νέες αγορές για αναπλήρωση των αποθεμάτων.
  • Επίδραση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Τα μερίδια πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι μεγαλύτερα στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ λόγω μεγαλύτερου εύρους κωδικολογίου, ενώ την τελευταία διετία καταγράφουν αύξηση. Σημειώνεται ότι η επίδραση της νέας πρωτοβουλίας για μείωση τιμών δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθεί στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, καθώς η πρωτοβουλία επηρέασε τις πωλήσεις μόνο λίγων ημερών του μήνα Οκτωβρίου.

Τι λένε οι καταναλωτές;

Με βάση, πάντως, την Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον Οκτώβριο, καταγράφεται μικρή υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ενώ εντείνεται αισθητά η απαισιοδοξία για τα οικονομικά της χώρας. Αναλυτικά, με βάση το ΙΟΒΕ

Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης εξασθένισε ελαφρά τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις -47,6 μονάδες, έναντι -45,6 μονάδες τον Σεπτέμβριο. Και αυτόν τον μήνα οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με διαφορά από τους επόμενους, με τους καταναλωτές στην Εσθονία με επίπεδο δείκτη –30,7 και την Ρουμανία (-30,5) να ακολουθούν.

Οι επιμέρους δείκτες για την γενικότερη οικονομική κατάσταση στην χώρα, αλλά και τα οικονομικά των νοικοκυριών επιδεινώνονται.

Έτσι, καταγράφονται, μεταξύ άλλων τα εξής:

Μικρή εξασθένιση της πρόθεσης για αποταμίευση

Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες υποχώρησε ελαφρά στις –67,5 μονάδες από -65,9 τον Σεπτέμβριο. Το 84% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 15% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +9,0 μονάδες στην ΕΕ και στις +9,6 στην Ευρωζώνη.

Ενίσχυση των προβλέψεων για άνοδο των τιμών

Ο θετικός δείκτης για τις προβλέψεις μεταβολών στις τιμές τους προσεχείς 12 μήνες κλιμακώθηκε ήπια τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις +36,0 μονάδες, έναντι +34,7 μονάδων τον Σεπτέμβριο. Το 64% (από 61%) των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 12% αναμένει σταθερότητα. Οι σχετικοί δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +22,5 και +21,9 μονάδες αντίστοιχα.

Εξασθένιση του ποσοστού που «μόλις τα βγάζει πέρα»

Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώθηκε στο 60% (από 65%), ενώ στο 9% διατηρήθηκε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν 24% του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διαμορφώθηκε στο 7% από 6% τον προηγούμενο μήνα.

Καταθέσεις και θολό τοπίο αποταμίευσης

Στο φόντο αυτό η συζήτηση, με αιχμή την αναφορά, χθες του Πρωθυπουργού, στη Βουλή, για αύξηση στις καταθέσεις των νοικοκυριών στα 38 δισ. δημιουργεί έντονο υπόστρωμα διαλόγου. Παρά την άνοδο, όμως, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα κατά το 1ο τρίμηνο του 2025, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, ήταν αρνητικό, στο -8,5%, έναντι -2,4 % που ήταν το 1ο τρίμηνο του 2024.

Επίσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 0,7 % σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 36,89 δισ. ευρώ σε 37,14 δισ. ευρώ, με ρυθμό δηλαδή πολύ κατώτερο του πληθωρισμού.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΤΕΚΕ για το 2024, το 71% των καταθετών στις ελληνικές τράπεζες έχει καταθέσεις έως 1.000 ευρώ!  Η συγκεκριμένη κατηγορία καταθετών, παρότι είναι η πολυπληθέστερη, κατέχει συνολικά μόλις το 1,3% του συνόλου των καταθέσεων.

Στην πραγματικότητα, οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί είναι μισθοδοσίας εργαζόμενων και συνταξιούχων και καταβάλλονται σε αυτούς μισθοί ή συντάξεις, καθώς είναι υποχρεωτική η καταβολή των αμοιβών μέσω τραπέζης.

Σύμφωνα με την έκθεση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, επί συνόλου καταθέσεων νοικοκυριών: 

  • Καταθέσεις από 0 έως και 1.000 ευρώ έχει το 71% των καταθετών, ενώ το συνολικό ποσό των καταθέσεών τους ανέρχεται στο 1,3% του συνόλου.
  • Καταθέσεις 1.001 – 5.000 ευρώ έχει το 13% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά το 4,8% του συνόλου των αποταμιεύσεων.
  • Καταθέσεις 5.001 – 50.000 ευρώ έχει το 13,7% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά το 34,1% του συνόλου των καταθέσεων.
  • Καταθέσεις 50.001 – 100.000 ευρώ έχει το 1,5% των καταθετών, οι οποίοι κατέχουν συνολικά το 15,3% του συνόλου των καταθέσεων.
  • Καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχει μόλις το 0,8% των Ελλήνων καταθετών, οι οποίοι ωστόσο κατέχουν το 42% του συνόλου των καταθέσεων.

Ουσιαστικά τα στοιχεία για τις καταθέσεις δείχνουν εξής

Το 71% των καταθετών διαθέτει λιγότερα από 1.000 ευρώ σε καταθέσεις, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1,3% του συνολικού ποσού καταθέσεων, γεγονός που υπογραμμίζει την οικονομική πίεση που υφίστανται πολλά νοικοκυριά.

Περίπου το 13% των καταθετών έχει αποταμιεύσεις από 1.000 έως 5.000 ευρώ, ενώ το 13,7% διατηρεί καταθέσεις μεταξύ 5.000 και 50.000 ευρώ.
Μικρότερο ποσοστό, 1,5%, έχει καταθέσεις από 50.000 έως 100.000 ευρώ, και μόλις 0,8% διαθέτει πάνω από 100.000 ευρώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα