Θα ανακάμψει ο πρωτογενής τομέας;

Διαβάζεται σε 13'
Αγρότης
Αγρότης ISTOCK

Σπεύδει η κυβέρνηση να “μαζέψει” τα ασυμμάζευτα με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, την ώρα που η κατάσταση στην ύπαιθρο είναι στο “κόκκινο”. Η οποία πάντως ανάκαμψη θα απαιτήσει πολλαπλή προσπάθεια και σοβαρή στάση κι ενασχόληση με δομικές αιτίες.

Σε μείζον ζήτημα που αφορά την εθνική συνοχή, την περιφερειακή ανάπτυξη και προφανώς τη διατροφική ασφάλεια, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, εξελίσσεται η κατάσταση στον πρωτογενή τομέα.

Το μεγάλο ερώτημα που, πλέον, πλανάται έχει να κάνει με το εάν μετά τη “διπλή καταιγίδα”, ΟΠΕΚΕΠΕ – ζωονόσοι, αλλά και τα απόνερα του Daniel, στη μεγαλύτερη αγροτική και κτηνοτροφική ζώνη της χώρας, τη Θεσσαλία, έχει να κάνει με το πόσοι, τελικά, θα μείνουν και με τι καθεστώς στην ύπαιθρο και την περιφέρεια, να παράγουν.

Ελλείμματα κι ερήμωση

Τα μεγάλα ελλείμματα του κλάδου, στα οποία έχουν οδηγήσει τα τόσα χρόνια αδυναμίας χάραξης μιας συγκροτημένης αγροτικής, κτηνοτροφικής και αλιευτικής πολιτικής και ο μονοσήμαντος προσανατολισμός των μηχανισμών άσκησης δημόσιας πολιτικής στις κατανομές επιδοτήσεων κι όχι σε στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης, οδηγούν την κατάσταση στην περιφέρεια, σε αδιέξοδο. Ερωτήματα, σε σχέση με τη διατήρηση ιδιοκτησιών, τη επιβίωση των μικρής κλίμακας εκμεταλλεύσεων, που, κυρίαρχα, καταγράφονται στη χώρα, τίθενται επιτακτικά. Αν και μπορεί οι μικρές κλίμακες να δημιουργούν ζητήματα, (διαχειρίσιμα, όμως), σε σχέση με την οικονομική βιωσιμότητα κτλ, ωστόσο  διασφαλίζουν την συγκράτηση πληθυσμών στην περιφέρεια, αλλά και την διατήρηση του κοινωνικού ιδιοχρώματος, με αποτύπωμα, σημαντικό και σε άλλους κλάδους, όπως ο τουρισμός.

Στο φόντο αυτό η “στάση πληρωμών” επιδοτήσεων έχει οδηγήσει σε ασφυξία την κατάσταση, καθώς έχει “γεννήσει” σειρά οφειλών σε όλη την αλυσίδα της οικονομίας της υπαίθρου. Και σε όλα αυτά έρχεται να “δέσει” και το “λουκέτο” που έχει μπει λόγω ευλογιάς, σε περίπου 1000 εκμεταλλεύσεις.

“Η ζημιά που έχουμε πάθει είναι πάνω από 450 εκ. ευρώ ως κλάδος, γιατί κάθε πρόβατο εισφέρει πάνω από 1.500 ευρώ στην εθνική οικονομία. Έχουμε σφάξει 300.000 πρόβατα και οδεύουμε προς 400-500 χιλιάδες. Στην Ελλάδα σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις έχουμε 5,5 εκ. αιγοπρόβατα, οπότε θα περάσει το 10% του ζωικού κεφαλαίου. Όλα αυτά γίνονται γιατί το κράτος αρνείται να εμβολιάσει” ανέφερε, πριν λίγες μέρες, ο Δημήτρης Μόσχος, Πρόεδρος, στον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Μετρό στο Σύνταγμα, η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ), στο πλαίσιο του Info Fest της ΓΣΕΕ.

Επιπλέον, όπως ανέφερε, η απουσία πολιτικής για στρατηγική ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, αλλά και συνολικά, με επιστημονική στήριξη των αγροτών αλλά και με δομικές παρεμβάσεις έχει οδηγήσει την κατάσταση, σε αδιέξοδο.

Το ΥΠΑΑΤ “τρέχει”…

Στο φόντο αυτό και με την κατάσταση στην ύπαιθρο εκρηκτική, ένεκα της απουσίας οικονομικής “ανάσας” σε πολλές περιοχές της χώρας, τρία ακόμα σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση τω αγροτών προωθεί άμεσα το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που θα δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ, χθες.

Συγκεκριμένα θεσπίζεται το ακατάσχετο για τις ενισχύσεις που θα ξεκινήσει να καταβάλλει από αύριο ο ΟΠΕΚΕΠΕ για τις ζωοτροφές και τα φερτά υλικά λόγω Daniel.  Έτσι, όπως αναφέρεται, από το ΥΠΑΑΤ, οι ενισχύσεις θα φτάσουν ακέραιες στους δικαιούχους παραγωγούς, καθώς θα είναι ακατάσχετες και αφορολόγητες.

Επίσης, όπως προανήγγειλε προχθες κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, η κυβέρνηση ενεργοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα για την αντιμετώπιση της ευλογιάς που πλήττει το ζωικό κεφάλαιο της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό κινητοποιούνται και οι στρατιωτικοί κτηνίατροι για την αντιμετώπιση της νόσου. Επιπλέον ενισχύεται το επιχειρησιακό πλαίσιο των Περιφερειών με βάση τις κατευθύνσεις και τα χρονοδιαγράμματα που θέτει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Κύρια σημεία της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου

1. Ενίσχυση της διαχείρισης κρίσεων στον τομέα της κτηνιατρικής

Όλοι οι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να τηρούν ενιαίες κατευθύνσεις και χρονοδιαγράμματα που καθορίζονται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προκειμένου να εξασφαλίζεται άμεση, συντονισμένη και αποτελεσματική δράση σε περιπτώσεις επιδημιολογικών κρίσεων.

2. Διάθεση στρατιωτικών κτηνιάτρων για την κάλυψη έκτακτων αναγκών

Με πρόβλεψη εξαιρετικού χαρακτήρα, δίνεται η δυνατότητα διάθεσης στρατιωτικών κτηνιάτρων (έως τρεις στρατιωτικοί κτηνίατροι ανά Περιφερειακή Ενότητα), για διάστημα έως έξι μηνών, προκειμένου να ενισχυθούν οι περιφερειακές υπηρεσίες.

Η απόφαση αυτή ενισχύει τις τοπικές δομές με εξειδικευμένο προσωπικό, εξασφαλίζοντας ταχύτητα στους ελέγχους και στις υγειονομικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα πρόβλεψης ειδικής αποζημίωσης και αύξησης του αριθμού των στρατιωτικών κτηνιάτρων, εφόσον απαιτηθεί από τις τοπικές συνθήκες και την εξέλιξη της ζωονόσου.

3. Αφορολόγητο και ακατάσχετο των ενισχύσεων προς τους παραγωγούς

Οι ενισχύσεις που καταβάλλονται βάσει των κοινών υπουργικών αποφάσεων 208989/1.8.2025 και 208982/1.8.2025  (αφορούν απώλεια εισοδήματος για ζωοτροφές για τα ζώα που ήταν περιορισμένα λόγω πανώλης και ευλογιάς καιαπομάκρυνση φερτών υλικώνλόγωDaniel και Elias), χαρακτηρίζονται αφορολόγητες, ακατάσχετες και ανεκχώρητες, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης.

Αυτό σημαίνει ότι:

  • δεν υπόκεινται σε φόρους, τέλη ή εισφορές,
  • δεν συμψηφίζονται με οφειλές προς το Δημόσιο ή ασφαλιστικά ταμεία,
  • δεν επηρεάζουν το εισόδημα για την καταβολή κοινωνικών ή προνοιακών παροχών.

ΥΠΑΑΤ: Ισχυρό μήνυμα στήριξης στους παραγωγούς

Σύμφωνα με το ΥΠΑΑΤ, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στέλνει σαφές μήνυμα ότι η κυβέρνηση παραμένει στο πλευρό των αγροτών και κτηνοτρόφων σε κάθε κρίσιμη συγκυρία, ειδικά τώρα που πλήττονται άμεσα. Η ισχύς της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα κυρωθεί νομοθετικά σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος.

Υπενθυμίζεται ότι ήδη έχουν διατεθεί 40 εκατ. € για πληρωμές για τα ζώα που έχουν θανατωθεί και έχουν εγκριθεί επί πλέον 12 εκατ. τα οποία θα διατίθενται με βάση τους καταλόγους που αποστέλλουν οι Περιφέρειες. Ταυτόχρονα,  έχουν εγκριθεί και διατίθενται τις αμέσως επόμενες ημέρες τουλάχιστον 46 εκατ. € για την κάλυψη των αναγκών των κτηνοτρόφων που αναγκάσθηκαν να περιορίσουν τα ζώα τους λόγω της καραντίνας.

«Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αποτελεί μια σαφή και αποφασιστική παρέμβαση υπέρ του πρωτογενούς τομέα.Με τα μέτρα που θεσπίζουμε αποδεικνύουμε έμπρακτα τη βούληση της πολιτείας να στηρίξει τον Έλληνα κτηνοτρόφο και τον αγρότη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κρίσης όπως αυτή που προκαλεί η ευλογιά. Δεν αφήνουμε κανέναν μόνο του. Ενεργούμε συντονισμένα, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, για να προστατεύσουμε την παραγωγή, να διαφυλάξουμε το ζωικό κεφάλαιο και να κρατήσουμε ζωντανή την ελληνική ύπαιθρο.

Η απόφαση αυτή αποτελεί ακόμη μια απόδειξη ότι ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται στο επίκεντρο της εθνικής στρατηγικής της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Επιστρατεύουμε κάθε ανθρώπινο και υλικό πόρο, ώστε όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κρίση και να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της παραγωγής», σημείωσε σε δήλωσή του ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας.

Ο τομέας

Με βάση πάντως τπερυσινή έρευνα της διαΝΕΟΣΙΣ, ο ελληνικός αγροτικός τομέας το 2023 με αριθμούς καταγράφεται ως εξής:

  • Aπασχόλησε περισσότερα από 461.000 άτομα, δηλαδή το 11% της συνολικής απασχόλησης.
  • Συνεισέφερε € 7 δισεκ. στο ελληνικό ΑΕΠ, και στο 3,6 % της συνολικής εγχώριας Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.
  • Οι εξαγωγές τροφίμων, ποτών και ειδών καπνού έφτασαν τα € 8,8 δισεκ. Από το 2004, αυξάνονται κάθε χρόνο, ακόμα και τα χρόνια της πανδημίας.
  • Περισσότερο από το 15 % του συνόλου της αξίας των προϊόντων εξάγεται.
  • Σχεδόν το υπόλοιπο 85 % διατίθεται για εγχώριες χρήσεις: στα νοικοκυριά (περίπου 1/3 της παραγόμενης αξίας), στη βιομηχανία τροφίμων, ποτών και ειδών καπνού (26 %), στον ίδιο τον αγροτικό τομέα (16 %), καθώς και στη διαμονή και εστίαση (5,6 %).Οι τρεις αυτοί χρήστες αγροτικών προϊόντων (πλην του ίδιου του αγροτικού τομέα) καλύπτουν άνω του 80 % των αναγκών τους από εγχώριους παραγωγούς.
  • Αντιστοιχεί σε 80-85 %της συνολικής κατανάλωσης νερού στην Ελλάδα. Οι αρδευτικές υποδομές της χώρας και η διαχείριση των υδάτων αντιμετωπίζουν σοβαρές ανεπάρκειες και προκλήσεις.

Τα μεγάλα θέματα

Με βάση την έρευνα τα μεγάλα ζητήματα του κλάδου έχουν να κάνουν με:

Πολύ μικρές και κατακερματισμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα του ελληνικού ΑΤ είναι η σημαντικά μικρή έκταση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σε συνδυασμό, μάλιστα, με τον υψηλό βαθμό κατακερματισμού τους. Δεδομένου ότι η ένταση φυσικού κεφαλαίου που χρησιμοποιεί, διεθνώς, η αγροτική παραγωγή αυξάνεται ραγδαία, η μικρή μέση χρησιμοποιούμενη έκταση δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των αυξανομένων οικονομιών κλίμακος που προκύπτουν από την αύξηση του σταθερού κόστους. Αντίθετα, λειτουργεί στρεβλωτικά, περιορίζοντας τα οφέλη που προκύπτουν από τον σταδιακό εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων ανά αγροτική εκμετάλλευση, κάτι που οδηγεί σε μια παγίδα, αφενός περιορισμένου και πεπαλαιωμένου φυσικού κεφαλαίου και αφετέρου χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας και της έκτασης, για το σύνολο του κλάδου.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της «Έρευνας Διάρθρωσης Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων» της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 η μέση χρησιμοποιούμενη έκταση των ελληνικών αγροτικών μονάδων ξεπερνούσε οριακά τα 5,3 εκτάρια (53 στρέμματα), μέγεθος που, αν και οριακά αυξημένο από το 2016, παρέμενε κατά 69% χαμηλότερα από την αντίστοιχη μέση έκταση στην ΕΕ-27 (17,1 εκτάρια). Μάλιστα η διαχρονική απόκλιση βαίνει ισχυρά αυξανόμενη, καθώς η ευρωπαϊκή μακροχρόνια τάση είναι σαφώς αυξητική (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 2,7%, στο διάστημα 2010-2020), ενώ η ελληνική είναι σαφώς καθοδική (-2,9%, αντίστοιχα).

Μεγάλη ηλικία αγροτών

Η αγροτική παραγωγή είχε στο –όχι πολύ μακρινό– παρελθόν πολύ σημαντικότερο μερίδιο στην ελληνική οικονομία. Ενδεικτικά, το 1980 ο ΑΤ είχε μερίδιο που έφτανε στο 25% της συνολικής ελληνικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και απασχολούσε, αντίστοιχα, πολύ πιο σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Καθώς ο δευτερογενής και, κυρίως, ο τριτογενής τομέας αναπτύχθηκαν με σημαντικά εντονότερους ρυθμούς, ολοένα και πιο μεγάλο μέρος της απασχόλησης κατευθυνόταν προς αυτούς, κάτι που ενισχυόταν και από τη διαχρονική μείωση της έντασης εργασίας στον αγροτικό τομέα. Δεδομένης της δυσκολίας των επαγγελματιών του ΑΤ να μεταβούν σε άλλους τομείς, οι μεν πρεσβύτεροι παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε έναν κλάδο με μειούμενες ανάγκες εργασίας, οι δε νεοεισερχόμενοι αποθαρρύνονταν ακόμα περισσότερο να επιλέξουν τον ΑΤ. Έτσι, προϊόντος του χρόνου, ήταν αναπόφευκτο ο αγροτικός πληθυσμός να γεράσει.

Πολύ χαμηλό επίπεδο τεχνικής εκπαίδευσης αγροτών

Ένα άλλο πρόβλημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, που δεν είναι ανεξάρτητο του προβλήματος της ηλικίας, είναι το πολύ χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο των Ελλήνων αγροτών και, ειδικότερα, η πολύ χαμηλή τεχνική εκπαίδευσή τους. Βάσει των στοιχείων της Έρευνας Διάρθρωσης Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων, το 2020 μόλις το 0,7% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων είχε πλήρη αγροτική εκπαίδευση, και ένα 5,2% μια βασική εκπαίδευση στην αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, το 94,1% των διαχειριστών δεν είχαν κανενός είδους εκπαίδευση σε αυτό που κάνουν, παρά μόνο πρακτική εμπειρία. Η κατανομή αυτή είναι, ουσιαστικά, σταθερή στον χρόνο.

Υστέρηση σε επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών

Η υπερδεκαετής οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα από το 2009 επέφερε μια ιδιαίτερα μεγάλη συρρίκνωση του εισοδήματος που είχε σαν αποτέλεσμα τη συμπίεση όλων των δαπανών, με τη μεγαλύτερη επίδραση να εντοπίζεται στις επενδυτικές δαπάνες. Η καθίζηση των επενδύσεων κάτω και από το επίπεδο των αποσβέσεων κεφαλαίου κατά την περίοδο 2010- 2021 συνεπαγόταν μια δωδεκαετή διαδικασία μείωσης του συνολικού αποθέματος φυσικού κεφαλαίου για την ελληνική οικονομία. Η μείωση αυτή, που σωρευτικά ξεπέρασε τα €94 δισεκ., οδήγησε αναπόφευκτα σε συρρίκνωση των μελλοντικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων, αλλά και σε άμεσο περιορισμό του εγχώριου προϊόντος, της παραγωγικότητας της εργασίας και των πραγματικών μισθών (ισορροπίας).

Ο μεγάλος κατακερματισμός της ελληνικής αγροτικής παραγωγής σε μικρές εκμεταλλεύσεις δημιουργεί μια τεχνητά επαυξημένη ανάγκη για μεγαλύτερες ποσότητες ενός βασικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Αυτό συνεπάγεται, μεν, λίγο υψηλότερες συνολικές επενδυτικές δαπάνες, αλλά, αφενός η κατανομή τους δεν είναι η πλέον αποδοτική (υπερεπένδυση σε φθηνό βασικό εξοπλισμό, ενίοτε και μεταχειρισμένο, και υποεπένδυση σε ακριβότερο και πιο σύγχρονο βασικό εξοπλισμό, όπως επίσης και σε συμπληρωματικό εξοπλισμό), και αφετέρου ο μέσος βαθμός χρησιμοποίησης του νέο-αποκτώμενου φυσικού κεφαλαίου είναι πολύ χαμηλότερος του δυνητικού (αφού αντιστοιχεί σε μικρότερη έκταση). Θα μπορούσε να επιτευχθεί σημαντικός μετριασμός του προβλήματος της αναποτελεσματικής επενδυτικής συμπεριφοράς, αν ο ελληνικός ΑΤ ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό οργανωμένος σε συλλογικούς φορείς (συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών), οι οποίοι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις επιμέρους ανάγκες των μελών τους για εξοπλισμό, επιτυγχάνοντας, αφενός διαμοιρασμό του κόστους και εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας για τα μέλη τους, και αφετέρου αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων για το σύνολο του ΑΤ. Όμως, η συμμετοχή σε συνεταιρισμούς στην Ελλάδα είναι σημαντικά μικρότερη από αυτό που ισχύει στην ΕΕ (μερίδιο 20% της παραγωγής, έναντι 40% στην ΕΕ),15 εξαιτίας παραγόντων που έχουν σχέση με οργανωτικά ζητήματα και ζητήματα διαφάνειας, με την –μέχρι πρόσφατα– απουσία/ανεπάρκεια θεσμικών και φορολογικών κινήτρων, καθώς και με μια έντονη νοοτροπία αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας των Ελλήνων παραγωγών.

Δυσμενής εξέλιξη του κόστους παραγωγής

Μετά την πανδημία, αρχικά εξαιτίας σημαντικών διαταραχών στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και εν συνεχεία λόγω της ενεργειακής κρίσης (ιδιαίτερα στο φυσικό αέριο) προέκυψε μια έντονη αύξηση στο κόστος παραγωγής όλων των αγαθών και υπηρεσιών. Η σημαντική έκθεση κατ’ αρχάς της γεωργίας στην ενέργεια και τα λιπάσματα (το κόστος των οποίων έχει πολύ μεγάλη συσχέτιση με το κόστος του φυσικού αερίου),16 σε συνδυασμό με τα ήδη μειωμένα περιθώρια κέρδους των γεωργών, οδήγησε σε μετακύλιση του αυξημένου κόστους στα γεωργικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των ζωοτροφών. Αυτό επέφερε, με τη σειρά του, σημαντική αύξηση του συνολικού κόστους και για την κτηνοτροφία, η οποία έχει γενικώς σημαντική έκθεση στο κόστος των ζωοτροφών και της ενέργειας. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, αφενός ενίσχυσε την ενεργειακή κρίση και αφετέρου διατάραξε σημαντικά το διεθνές εμπόριο λιπασμάτων, καθώς η Ρωσία αποτελεί έναν από τους κυριότερους παραγωγούς λιπασμάτων και κύριων πρώτων υλών για τα λιπάσματα (αμμωνία, κάλιο κ.ά.) στον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο, προέκυψε ένα νέο κύμα αύξησης του κόστους στις βασικές εισροές του ΑΤ.

Περιβαλλοντικές προκλήσεις: Κλιματική αλλαγή και διαχείριση υδάτων

Αποτελεί μια προαναγγελθείσα πρόκληση για τον ελληνικό ΑΤ η ανάγκη της προσαρμογής του στις αλλαγές που αναμένεται να φέρει η κλιματική αλλαγή. Πολύ πρόσφατα, όμως, ο ελληνικός ΑΤ ήρθε και πρακτικά αντιμέτωπος με αυτή τη νέα πραγματικότητα. Τα ευρύτατα πλημμυρικά φαινόμενα εξαιτίας της κακοκαιρίας Daniel ανέδειξαν την ανεπάρκεια των εγκατεστημένων υποδομών, ενώ η ακαρπία της ελιάς –και όχι μόνο– αποδεικνύει ότι σημαντικό μέρος των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ήδη παρατηρείται και πλήττει την αγροτική παραγωγή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα