Το “κρυφό” ψαλίδι στα εισοδήματα – Πώς οι φορολογικοί συντελεστές “κουρεύουν” τις αυξήσεις μισθών
Διαβάζεται σε 9'
Όταν τα εισοδήματα αυξάνονται λόγω πληθωρισμού αλλά η φορολογική κλίμακα παραμένει αμετάβλητη, οι πολίτες μετακινούνται αυτόματα σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές και πληρώνουν περισσότερους φόρους, χωρίς να έχουν πραγματικά μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
- 26 Ιουλίου 2025 07:57
Η εβδομάδα έκλεισε με την ψήφιση στη Βουλή του νέου Τελωνειακού Κώδικα, όπου εντάχθηκαν σειρά ρυθμίσεων, τόσο για τη λειτουργία των Τελωνείων, όσο και για θέματα καθημερινότητας, όπως η ρύθμιση των χρεώσεων για χρήση των ΑΤΜ των τραπεζών, ή η πλήρης ψηφιοποίηση των πληρωμών για ενοίκια και την ένταξη του ΣΔΟΕ στην ΑΑΔΕ. Αναμφίβολα είναι ένα σημαντικό οικονομικό νομοσχέδιο, με σημαντικά άρθρα που “σήκωσε” τους τόνους της αντιπαράθεσης, καθώς η Αντιπολίτευση ζήτησε πιο γενναίες παρεμβάσεις στο μέτωπο των μειώσεων φόρων και στήριξης των εισοδημάτων.
Έφερε, δε, στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα έμμεσα ή άμεσα “βάρη”, μέσω των ρυθμίσεων για τα ΑΤΜ ή τις ψηφιακές πληρωμές των ενοικίων, που “σηκώνουν” τα νοικοκυριά.
Χαρακτηριστική η αναφορά του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη για μηδενισμό προμηθειών στα ΑΤΜ, αλλά και η αναφορά του Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και εισηγητή για το κόμμα της Αντιπολίτευσης στο νομοσχέδιο Γιώργου Καραμέρου για την απροθυμία της κυβέρνησης να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα ή τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και για “5% φόρο χαράτσι σε όλους ανεξαιρέτως τους ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν θα εισπράττουν μέσω τράπεζας το ενοίκιο” αλλά και νομιμοποίηση των τραπεζών “να πουλήσουν σε εταιρείες τύπου cashflex όλα τα απομακρυσμένα ΑΤΜ με οριζόντια χρέωση 1,5€ ανά συναλλαγή κ.α”
Ο Κ. Πιερρακάκης
“Η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα έρθει το μέλλον, γιατί τότε δεν θα έρθει ποτέ. Το μέλλον πρέπει εμείς να το κατακτήσουμε, εμείς να το χτίσουμε — και να το χτίσουμε τώρα και όχι αύριο” αντέτεινε κλείνοντας ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης συμπληρώνοντας:
“Μόνο που το μέλλον δεν χτίζεται με έναν νόμο και ένα άρθρο. Το μέλλον χτίζεται με πολλούς νόμους, με πολλά άρθρα, χρειάζεται μελέτη, σχεδιασμό, παρακολούθηση της εφαρμογής πολλών αλλαγών που όλες μαζί συνθέτουν την πρόοδο που θέλουμε να πετύχουμε. Το νομοσχέδιο αυτό είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της συνολικής προσπάθειας για μια Ελλάδα που κατακτά το μέλλον με περισσότερη σιγουριά, με περισσότερη αυτοπεποίθηση και αποκτά σε όλες τις πτυχές της ευρωπαϊκό πρόσημο.”
Εν όψει ΔΕΘ
Ωστόσο με τη ΔΕΘ να είναι ante portas και τις εξαγγελίες της κυβέρνηση να ζυγίζονται, ένα από τα πλέον βασικά θέματα που αφορούν το λαϊκό εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των πολλών αναδεικνύεται. Έχει, ήδη, μπει στο δημόσιο διάλογο, ως προαπαιτούμενο για την ενίσχυση των εισοδημάτων. Ο λόγος για τη φορολογία της μισθωτής εργασίας αλλά και της τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, που είναι η “κρυφή πληγή” για τα εισοδήματα των νοικοκυριών, καθώς “κουρεύει” τις όποιες αυξήσεις των μισθών.
Έτσι, πριν λίγες μέρες, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας και ενίσχυση των μακροχρόνιων, καινοτόμων και παραγωγικών επενδύσεων μέσω του φορολογικού συστήματος, ζήτησε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος για την ελληνική οικονομία.
“Η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας είναι ένα πολύ και επείγον ζήτημα” τόνισε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας κατά την παρουσίαση της έκθεσης στις 17/7, σημειώνοντας ότι αποτελεί “μεγάλο θέμα αυτό της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Υποσκάπτει την εργασία σε σταθερή βάση” υπογράμμισε. Συμπλήρωσε, δε, ότι τα πράγματα με τους μισθούς δεν είναι καλά, ενώ το μισό των νοικοκυριών πιέζεται, με βάση τις εκθέσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό κλίμα, πιέζεται να βγάλει ο μήνα.
Στο φόντο αυτό το ΙΟΒΕ δίνοντας ένα τόνο για τις επόμενες παρεμβάσεις σημειώνει στην έκθεση για το β τρίμηνο του έτους, ότι “στο πλαίσιο των αλλαγών στη φορολογία εισοδήματος, και για το επόμενο έτος εξετάζεται η μείωση των συντελεστών φορολογίας για τα μεσαία εισοδήματα, καθώς και πακέτο παροχών το οποίο περιλαμβάνει κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για την πρώτη κατοικία, με την προϋπόθεση ότι η αντικειμενική της αξία δεν υπερβαίνει τις €500.000, μείωση του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στα εισοδήματα από ενοίκια, από το 15% στο 5%, καθώς και μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης, εξελίξεις που αναμένεται να τονώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.”
Η ΤτΕ
Θέμα τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, έχει, επίσης, ανοίξει η Τράπεζα της Ελλάδος. Στην έκθεση νομισματικής πολιτικής η κεντρική τράπεζα, πριν λίγες εβδομάδες εστίασε στο φαινόμενο της «φορολογικής διάβρωσης». Δηλαδή στην σιωπηρή αύξηση της επιβάρυνσης των φορολογουμένων λόγω πληθωρισμού, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση της αγοραστικής τους δύναμης. Όταν τα εισοδήματα αυξάνονται λόγω πληθωρισμού αλλά η φορολογική κλίμακα παραμένει αμετάβλητη, οι πολίτες μετακινούνται αυτόματα σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές και πληρώνουν περισσότερους φόρους, χωρίς να έχουν πραγματικά μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
«Η φορολογική διάβρωση υπονομεύει τη δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα της φορολογικής πολιτικής, καθώς οδηγεί σε αυξημένη φορολογία χωρίς ουσιαστική βελτίωση της φοροδοτικής ικανότητας, πλήττοντας κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα», προειδοποιεί η ΤτΕ σημειώνοντας μάλιστα ότι: «η στρέβλωση γίνεται ιδιαίτερα εμφανής όταν οι αμοιβές αυξάνονται ονομαστικά, λόγω πληθωρισμού ή συλλογικών διαπραγματεύσεων, χωρίς να ακολουθούν ανάλογες διορθώσεις στα φορολογικά όρια».
Στην ειδική μελέτη για την περίοδο 2019–2023, η Τράπεζα διαπιστώνει ότι: Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης δεν ήταν αποτέλεσμα αλλαγής νομοθεσίας, αλλά της μη προσαρμογής των φορολογικών κλιμακίων στον πληθωρισμό. Για παράδειγμα, η ελαστικότητα του φόρου εισοδήματος – δηλαδή το πόσο αυξάνονται τα έσοδα για κάθε 1% αύξηση εισοδήματος – ενισχύθηκε από 1,8 το 2019 σε 2,0 το 2023.
Το 70% της «φορολογικής διάβρωσης» το 2023 προήλθε από τη μετακίνηση φορολογουμένων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια, έναντι μόλις 20% το 2019. Η μετατόπιση αυτή αφορά κυρίως εργαζόμενους που, αν και παραμένουν στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης, εμφανίζονται εισοδηματικά «πλουσιότεροι» και φορολογούνται αυστηρότερα.
Αν και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος παρέμειναν στο 5,9% του ΑΕΠ και ο μέσος συντελεστής μειώθηκε οριακά στο 8,7%, η επιβάρυνση για τα μεσαία στρώματα παραμένει αισθητή. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2019-23 (κυρίως η αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, η μείωση των συντελεστών και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών), ενίσχυσαν περισσότερο την αναδιανεμητική ικανότητα του φορολογικού συστήματος, ενδυναμώνοντας τον προοδευτικό του χαρακτήρα και περιορίζοντας την ανισότητα.
Η διαχείριση της «φορολογικής διάβρωσης» απαιτεί προσεκτική ισορροπία μεταξύ της ελάφρυνσης των φορολογουμένων και της διατήρησης των δημοσίων εσόδων (σ.σ. η ΤτΕ δεν προτείνει πάντως την καθιέρωση μόνιμου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής).
Η ποσοτικοποίηση της «φορολογικής διάβρωσης» και η ενσωμάτωσή της στην κατάρτιση μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στρατηγικών μπορούν να βελτιώσουν την ακρίβεια των προβλέψεων εσόδων και το σχεδιασμό πιο στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μιλώντας ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ, πριν λίγες εβδομάδες, για το φορολογικό πλαίσιο, τις επικείμενες αλλαγές από την κυβέρνηση αλλά και το μηχανισμό απόδοσης των κοινωνικών επιδομάτων, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Να δούμε μαζί το φορολογικό σύστημα, τους συντελεστές, να δούμε τις φορολογικές απαλλαγές μαζί να δούμε τα επιδόματα. Αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό το οποίο μαζεύεται και είναι ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια της κάθε κυβέρνησης για αποτελεσματικότητα, για ανάπτυξη, για κοινωνική δικαιοσύνη».
Κατανάλωση
Με βάση πάντως την έκθεση του ΙΟΒΕ, και τα όσα ανέφερε ο κ. Βέττας στην παρουσίασή της, πρόκληση αποτελεί ο πληθωρισμός, καθώς έχει τον υψηλότερο ρυθμό Ευρωζώνη. “Προκαλεί απώλειες στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων” τόνισε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στην Ελλάδα το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου του 2025 διαμορφώθηκε ελαφρά χαμηλότερα κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, στις -45,5 από -43,1 μονάδες, σε επίπεδο αισθητά υψηλότερο του αντίστοιχου περσινού (-42,7 μον.).
Ο αντίστοιχος μέσος δείκτης εξασθένισε ελαφρά στην ΕΕ, στις –15,1 (από –13,3) μονάδες, και στην Ευρωζώνη (-15,7 από -14,1 μονάδες). Αυτά τα επίπεδα είναι ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα ένα έτος πριν (-13,1 και -14,2 μον. αντίστοιχα).
Οι τάσεις στα επιμέρους βασικά ισοζύγια απαντήσεων που απαρτίζουν το συνολικό δείκτη ήταν κυρίως πτωτικές στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο. Έτσι, οι δυσοίωνες προβλέψεις των καταναλωτών στην Ελλάδα για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους το επόμενο 12μηνο ενισχύθηκαν ελαφρά, ενώ εκείνες για την οικονομική κατάσταση της χώρας παρέμειναν αμετάβλητες.
Παράλληλα οι θετικές εκτιμήσεις των νοικοκυριών για την τρέχουσα κατάστασή τους περιορίστηκαν, ενώ η πρόθεση για μείζονες αγορές το προσεχές χρονικό διάστημα εξασθένισε. Αναλυτικότερα, το ποσοστό εκείνων οι οποίοι είναι απαισιόδοξοι για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους το επόμενο 12μηνο διατηρήθηκε στο 55%, ενώ παρέμεινε στο 6% το ποσοστό όσων δηλώνουν το αντίθετο. Παράλληλα, εξασθένισε στο 62% (από 63%) το ποσοστό των καταναλωτών στην Ελλάδα οι οποίοι διατυπώνουν δυσοίωνες προβλέψεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, με το 10%( από 8%) να αναμένει βελτίωση. Ως προς την πρόθεση για αποταμίευση, το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν αξιολογούν ως πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο διατηρήθηκε στο 84%, ενώ ενισχύθηκε οριακά στο 16% το ποσοστό εκείνων που τη θεωρούν πιθανή.
Στις προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας, περιορίστηκε στο 33% (από 35%) το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί, με το 21% (από 19%) κατά μέσο όρο να διατυπώνει αντίθετη άποψη. Το ποσοστό των καταναλωτών που αναφέρει ότι είναι «χρεωμένο» το β’ τρίμηνο του 2025 ενισχύθηκε στο 9% (από 6%), σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 (7%). Επίσης, ενισχύθηκε οριακά στο 19% το ποσοστό των ερωτηθέντων που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο (19% και στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2024). Τέλος, το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα» υποχώρησε στο 61% (από 65%) και το ποσοστό των νοικοκυριών που αναφέρουν ότι «αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους» ενισχύθηκε στο 11%, με το αντίστοιχο ποσοστό για το 2024 να κυμαίνεται στο 10% .