Τράπεζες: Σε εγρήγορση καλεί η ΤτΕ
Διαβάζεται σε 4'
Παρά την υψηλή κερδοφορία του 2024 η ΤτΕ προειδοποιεί για κινδύνους από πιθανή επιβράδυνση στην ευρωζώνη και ενδεχόμενη απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές.
- 15 Μαΐου 2025 17:37
Αδιαμφισβήτητη χαρακτηρίζει η Τράπεζας της Ελλάδος την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα, στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, βελτίωση ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού και ενίσχυση της κερδοφορίας και των κεφαλαιακών δεικτών είναι μερικά από τα σημεία στα οποία εστιάζει η ΤτΕ. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΤτΕ, η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια ενισχύθηκαν, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω και η ρευστότητα διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Σε αυτό συνέβαλαν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος και των σημαντικών ελληνικών τραπεζών, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα σε συνδυασμό με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της, καθώς και η σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το 2024, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισ. ευρώ το 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων.
Oι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκαν περαιτέρω, κυρίως μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,9% τον Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 19,7% και πλέον ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,9% και TCR: 20,0% τον Δεκέμβριο του 2024).
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το 2024 βελτιώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε σημαντικά σε 3,8% τον Δεκέμβριο του 2024 (από 6,7% τον Δεκέμβριο του 2023).
Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, το οποίο έχει συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με τον μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (Δεκέμβριος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν ευνοϊκές, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η διαφαινόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και ενδεχόμενη απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων θα μπορούσαν να επιφέρουν αρνητικές συνέπειες.
Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και η συνδυαστική εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας και της μακροπροληπτικής πολιτικής καθίσταται αναγκαία για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ως προς την δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η Έκθεση αναφέρει πως η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με ικανοποιητικό ρυθμό, πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Μαρτίου 2025 της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από την ΕΕ αναμένεται να έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Το μικρό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ (περίπου 5% το 2024) και η σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων υποδηλώνουν ήπια επίδραση στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Παράλληλα, στη ναυτιλία οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες για τους βασικούς κλάδους, με εξαίρεση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, όπου εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες.