ΤτΕ: Αμετάβλητη η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,3% το 2025
Διαβάζεται σε 13'
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3%, να υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και να επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027. Οι βασικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία
- 19 Ιουνίου 2025 15:26
Αμετάβλητη στο 2,3% διατηρεί την πρόβλεψη της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση νομισματικής πολιτικής που παρουσίασε ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3%, να υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και να επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027.
Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ, σημειώνει η ΤτΕ. Βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
«Η παρούσα Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, καθώς από τις αρχές του 2025 αναθεωρούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν το μεταπολεμικό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης», αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας δηλώνοντας στη συνέχεια πως «παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό το 2025, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα».
Όπως αναφέρει η ΤτΕ παρά τη σημαντική ενίσχυση της αβεβαιότητας, το α΄ τρίμηνο του 2025, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2,2%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική. Παράλληλα, η απασχόληση αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται.
Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, παρά τις διακυμάνσεις, παραμένουν σε θετικό έδαφος. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων διατηρούν το δυναμισμό τους φθάνοντας σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Οι επιπτώσεις από τους δασμούς
Οι άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ελλάδος από την επιβολή δασμών εκτιμώνται περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, αντιπροσωπεύοντας μερίδιο μικρότερο από 5% στις συνολικές εξαγωγές το 2024. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι κυρίως έμμεσες, με βασικότερο δίαυλο μετάδοσης τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης της ευρωζώνης και δευτερευόντως την αύξηση της αβεβαιότητας.
Ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται την επόμενη τριετία. Το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω κυρίως των αναμενόμενων αυξήσεων των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων και των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση. O πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ευρωζώνης και αντανακλώντας εν μέρει το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί αισθητά στο 2,2% έως το 2027, εξαιτίας της αποκλιμάκωσης κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Ορόσημο το 2024 για τα δημοσιονομικά
«Ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας» χαρακτηρίζει ο Γιάννης Στουρνάρας το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 που έφτασε το 4,8% του ΑΕΠ και το συνολικό πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης που έφτασε το 1,3% του ΑΕΠ.
«Οι εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα», αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα.
Προσθέτει δε πως το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό και σημειώνει πως η επιτάχυνση της μείωσης του χρέους μέσω πρόωρων αποπληρωμών ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και περιορίζει τις μελλοντικές ανάγκες διαρθρωτικής προσαρμογής.
«Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μόνιμος δημοσιονομικός χώρος τα επόμενα χρόνια, ικανός να υποστηρίξει επιπλέονδημόσιες επενδύσεις, στοχευμένες κοινωνικές παρεμβάσεις, αλλά και μέτρα ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους, χωρίς να διαταράσσεται η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία», δηλώνει ο διοικητής της ΤτΕ.
Οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα
Μετά από συνολική ετήσια αύξηση κατά 8,6 δισεκ. ευρώ το 2024, τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2025 το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση κατά 4,9 δισεκ. ευρώ και διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2025 σε 198,4 δισεκ. ευρώ. «Η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα (τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε πραγματικούς όρους) ενθάρρυνε τη μετατόπιση σημαντικού ύψους διαθεσίμων προς άλλες αποταμιευτικές επιλογές, οι οποίες προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις», αναφέρει η ΤτΕ.
Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών εν γένει υποχώρησε το τρέχον έτος, σε συνέπεια με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά τι περισσότερο, καθώς η πλειονότητα των νέων χορηγήσεων έφερε επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, η ενσωμάτωση των μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής στα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων υπήρξε πιο περιορισμένη από ό,τι για τις επιχειρήσεις, καθώς μεγαλύτερο μερίδιο των νέων δανείων είχε σταθερό επιτόκιο.
Τον Απρίλιο του 2025 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο (17,2%) που έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 2009. Tην παροχή επιχειρηματικών πιστώσεων υποβοήθησαν τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων, καθώς και τα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων τα οποία εντάσσονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ο ρυθμός ανόδου των καταναλωτικών δανείων το α΄ τετράμηνο του 2025 σημείωσε μικρή επιβράδυνση. Αντίθετα, ο ρυθμός συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων περιορίστηκε.
Βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών των τραπεζών
Το 2024 και το α΄ τρίμηνο του 2025 συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, εξέλιξη που αντανακλά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών τους, την ενίσχυση του πλαισίου μακροπροληπτικής πολιτικής και τις θετικές επιδράσεις από τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Το α΄ τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε σε ετήσια βάση, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2025 δείχνουν ότι συνεχίζεται η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, ενώ βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και η ρευστότητά τους διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.
Οι βασικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:
- η περαιτέρω αύξηση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και πιο σημαντική της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης,
- οι ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και στην αγορά ενέργειας από τη γενικευμένη αβεβαιότητα και τις οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, (γ) η μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις,
- ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
- ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και
- η βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Οι προκλήσεις
Παρά τις αξιόλογες επιτυχίες και την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια και προκλήσεις που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα επιβαρύνεται από το σχετικά επαχθές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και από ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, τα χαμηλά αποτελέσματα εκπαίδευσης, η υστέρηση σε βασικές δεξιότητες και η έλλειψη κατάλληλων κινήτρων αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας και περιορίζουν την καινοτομία.
Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
Σύμφωνα με την ΤτΕ, για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που σχετίζονται με τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, προτείνονται οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής:
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Παράλληλα, η σχεδιαζόμενη πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, με χρήση των ταμειακών διαθεσίμων, θα υποβοηθήσει την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, θα περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Από την άλλη πλευρά, χρειάζονται και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που καθιστούν τη δημοσιονομική πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη. Προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος και στη βελτίωση της ποιότητας και αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών.
Η έγκαιρη απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των επενδύσεων κατά την περίοδο 2025-2026. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, οι οποίες θα ενισχύσουν το μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μετάβαση σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, η βάθυνση των εγχώριων αγορών πιστώσεων και κεφαλαίων, η ενίσχυση της καινοτομίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δράσεις μείωσης της γραφειοκρατίας, περιορισμού των εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από την αγορά, βελτίωσης του χωροταξικού σχεδιασμού και απλοποίησης των διαδικασιών χρήσης γης. Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την καινοτομία, την έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα πρέπει να επικεντρωθούν στην παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για Ε&Α, στην αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για Ε&Α, στην επέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και στην ενίσχυση της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης. Η διασύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις, ειδικά με τη βιομηχανία, είναι καταλυτικής σημασίας για την παραγωγή καινοτομίας. Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της κρατικής αποτελεσματικότητας, βασικές προτεραιότητες αποτελούν η ενίσχυση των υποδομών και του κράτους δικαίου, καθώς και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αυξάνει την κινητοποίηση αποταμιευτικών πόρων από εγχώριες και ξένες πηγές, συμβάλλει στην αποδοτικότερη κατανομή των δανειακών κεφαλαίων και οδηγεί στην αύξηση των επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και θα πρέπει να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντική η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, με αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων, καθώς και με την πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των αγορών κεφαλαίων.
Μια εύρυθμη αγορά εργασίας και ένα μεγαλύτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μπορούν να αυξήσουν άμεσα όχι μόνο την παραγωγή μέσω υψηλότερης εισροής εργασίας, αλλά και την παραγωγικότητα, ανακατανέμοντας ταχύτερα τους εργαζομένους προς αναπτυσσόμενους κλάδους και επιχειρήσεις, που έτσι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν νέες τεχνολογικές ευκαιρίες. Οι βασικές προτεραιότητες αφορούν την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αναμόρφωσης και επέκτασης των προγραμμάτων κατάρτισης των ανέργων, την παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, κατά κύριο λόγο γυναικών, νέων, αλλά και ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, αλλά και την προσέλκυση και ενσωμάτωση ξένων εργαζομένων, ιδίως εκείνων με πολύτιμες δεξιότητες.
Δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες επενδύσεις, είναι επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ θα μπορούσε επίσης να προέλθει και από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει και την αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να συμβάλουν η ισχυροποίηση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Τέλος, με δεδομένη την εξάρτηση της Ελλάδος από τα ορυκτά καύσιμα, απαιτούνται επειγόντως περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναβαθμίσεις του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ίδιο πλαίσιο, χρειάζονται πρόσθετες δράσεις περιορισμού του ενεργειακού κόστους, όπως ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η επανεξέταση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας της ενέργειας.
Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο αβέβαιο, με εντεινόμενες προκλήσεις, συνεχείς ανατροπές και οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει ενωμένη, να ενισχύσει το συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών της και να βαθύνει την οικονομική συνεργασία και ενοποίηση. Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τη σημαντική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας (ReArm Europe Plan/Readiness 2030), καθώς και των επενδύσεων σε υποδομές και κρίσιμες νέες τεχνολογίες (Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας και Συμφωνία για Καθαρή Βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), συνιστούν ριζική αλλαγή στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής, συμβάλλοντας σε βάθυνση της Ενιαίας Αγοράς, και μπορούν να δώσουν τεράστια ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυξάνοντας την ευελιξία και την ανθεκτικότητά της σε εξωτερικές διαταραχές.
Παράλληλα, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης σε τομείς που αφορούν τη διαχείριση κρίσεων και τη θεμελίωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων, αλλά και η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων, θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας και ομαλή ροή επενδύσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να αξιοποιηθεί η πολύ επιτυχημένη εμπειρία του NextGenerationEU ώστε να προωθηθεί σε μόνιμη βάση η έκδοση ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου σε ευρώ (ευρωομόλογο). Οι παραπάνω δράσεις θα ενδυναμώσουν την ευρωπαϊκή οικονομία και θα ενισχύσουν το διεθνή ρόλο του ευρώ ως εναλλακτικού αποθεματικού νομίσματος.