ΤτΕ: Eκτός τραπεζικού δανεισμού οι ΜμΕ

Διαβάζεται σε 4'
Δάνεια
Δάνεια ISTOCK

Τα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ απορρόφησαν το 85% της συνολικής ακαθάριστης ροής νέων επιχειρηματικών δανείων, επιβεβαιώνοντας ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι οι βασικοί ωφελημένοι. «Βουτιά» στα επιτόκια

Πολιτική δύο ταχυτήτων υιοθέτησε το εγχώριο πιστωτικό σύστημα κατά την διάρκεια του 2025, καθώς σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία λειτούργησε με ανοικτές τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης από πλευράς τραπεζών, η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων κατευθύνθηκε στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μεγάλες.

Όπως επισημαίνει η Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής η κατανομή της τραπεζικής ρευστότητας παραμένει άνιση και το 2025, αφού σχεδόν 9 στα 10 ευρώ νέων επιχειρηματικών δανείων κατευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις, αφήνοντας τις μικρομεσαίες για άλλη μια χρονικά στο περιθώριο.

Συνολικά ωστόσο το 2025 καταγράφεται σαφής βελτίωση των όρων χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, με αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού και με μια ιστορική μεταστροφή: την επιστροφή της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά σε θετικούς ρυθμούς, για πρώτη φορά μετά από περίπου 15 χρόνια. Η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας, όπου η ελληνική οικονομία εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ο τραπεζικός τομέας λειτουργεί ως βασικός πυλώνας ενίσχυσης της ρευστότητας.

Στις επιχειρήσεις η μερίδα του λέοντος

Ο κύριος μοχλός της πιστωτικής επέκτασης παραμένουν οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς αυτές επιταχύνθηκε αισθητά, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 16% στο δεκάμηνο Ιανουαρίου–Οκτωβρίου 2025, από 8,5% την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η αυξημένη ζήτηση συνδέεται με την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και τις αυξημένες επενδυτικές ανάγκες, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα συγχρηματοδοτούμενα δάνεια του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η μέση μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης διαμορφώθηκε στα 438 εκατ. ευρώ, παραμένοντας σε θετικό έδαφος, αν και μειωμένη σε σχέση με το 2024, εξέλιξη που αποδίδεται εν μέρει στις αυξημένες αποπληρωμές παλαιότερων δανείων.

Παρά τη συνολική ενίσχυση της χρηματοδότησης, η εικόνα αλλάζει όταν εξετάζεται η κατανομή των νέων δανείων. Τα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ απορρόφησαν το 85% της συνολικής ακαθάριστης ροής νέων επιχειρηματικών δανείων, επιβεβαιώνοντας ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι οι βασικοί ωφελημένοι.

Περίπου το ένα τρίτο των νέων επιχειρηματικών δανείων χορηγήθηκε μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, τόσο του RRF όσο και της Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, τα οποία προσφέρουν σαφώς ευνοϊκότερους όρους. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα προγράμματα αυτά παραμένουν κρίσιμα, καθώς πάνω από το 40% της νέας χρηματοδότησής τους συνδέεται με τέτοιες δράσεις, υπογραμμίζοντας τη διαρθρωτική τους εξάρτηση από κρατικά και ευρωπαϊκά εργαλεία στήριξης.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και η εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά. Από τον Ιούνιο του 2025, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής πέρασε σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του 2010. Τον Οκτώβριο του 2025 ανήλθε στο 1,7%, από -0,5% στο τέλος του 2024, εξέλιξη που οφείλεται κυρίως στην ισχυρή άνοδο της καταναλωτικής πίστης και στη σταθεροποίηση της στεγαστικής. Η καταναλωτική πίστη επιταχύνθηκε με ετήσιο ρυθμό 6,6%, ενώ οι νέες εκταμιεύσεις καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας αυξήθηκαν στα 159 εκατ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο στο δεκάμηνο, έναντι 144 εκατ. ευρώ το 2024.

Παράλληλα, η πολυετής συρρίκνωση των στεγαστικών δανείων ουσιαστικά μηδενίστηκε, με τη συμβολή κρατικών προγραμμάτων στήριξης. Περίπου το ένα τρίτο των νέων εκταμιεύσεων καλύφθηκε από χαμηλότοκα δάνεια μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου» και άλλων δράσεων της ΕΑΤ, ενισχύοντας τη ζήτηση και περιορίζοντας το κόστος για τα νοικοκυριά.

Πάνω από μια μονάδα η πτώση στα επιτόκια

Καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος έπαιξε και η σταδιακή χαλάρωση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων αποτυπώθηκε άμεσα στα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια, κυρίως στα επιχειρηματικά δάνεια.

Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών χορηγήσεων υποχώρησε στο 3,9% τον Οκτώβριο του 2025, μειωμένο κατά περίπου 110 μονάδες βάσης σε σχέση με το τέλος του 2024, με εντονότερη τη μείωση στα δάνεια μεγάλου ύψους. Το πραγματικό κόστος δανεισμού συγκρατήθηκε περαιτέρω χάρη στα χαμηλότοκα δάνεια του RRF και των προγραμμάτων της ΕΑΤ, που λειτουργούν ως αντίβαρο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στα στεγαστικά δάνεια η αποκλιμάκωση ήταν ηπιότερη, με το μεσοσταθμικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 3,5%, ωστόσο και εδώ η συμβολή των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων αποδείχθηκε καθοριστική. Συνολικά, η εικόνα του 2025 αποτυπώνει μια οικονομία με αυξημένη ρευστότητα και ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης, αλλά και με επίμονες ανισορροπίες στην πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό χρήμα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα