ΤτΕ: Το 13% των ρυθμίσεων “κοκκινίζει” ξανά
Διαβάζεται σε 5'
Προβληματίζει τις τράπεζες το φαινόμενο καθώς η πλειονότητα των ρυθμίσεων ενσωματώνει κούρεμα της αρχικής οφειλής, ενώ παρατηρείται σε μια περίοδο που η οικονομία «τρέχει» ανοδικά.
- 23 Οκτωβρίου 2025 06:44
Σημαντική αύξηση κατέγραψαν για το πρώτο εξάμηνο του έτους οι δανειολήπτες που ενώ εντάσσονται σε ρυθμίσεις, σε διάστημα μόλις μερικών μηνών μετά τη συμφωνία με την τράπεζα, σταματάνε να τηρούν τη ρύθμιση και επιστρέφουν σε καθεστώς καθυστέρησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων τον Ιούνιο του 2025 υποχώρησε στα 4,5 δισεκ. ευρώ, από 5,5 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2024, αντιπροσωπεύοντας το 2,8% του συνόλου των δανείων από 3,4% το 2024. Η μείωση των ρυθμισμένων δανείων οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές πώλησης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και στις διαγραφές δανείων.
Αυτό όμως που προκαλεί ανησυχία στο πιστωτικό σύστημα είναι ότι το 12,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024 που ήταν 10,3%. Η αιτία του προβληματισμού έγκειται στο γεγονός ότι η πλειονότητα των ρυθμίσεων ενσωματώνει κούρεμα της αρχικής οφειλής, ενώ παρατηρείται σε μια περίοδο που η οικονομία «τρέχει» ανοδικά.
Οι «κόκκινοι» κλάδοι
Σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, τα υψηλότερα ποσοστά ΜΕΔ καταγράφονται στους κλάδους της αγροτικής δραστηριότητας (17,2%), της εστίασης(12,9%), του εμπορίου (6,4%), των κατασκευών (5%) και της μεταποίησης (4,8%).
Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, όπως ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας (13,5%), της βιομηχανίας χάρτου, ξύλου και επίπλων (9,8%) και των λοιπών μεταποιητικών δραστηριοτήτων (8,3%), τα οποία όμως αφορούν μικρότερα υπόλοιπα χορηγήσεων και συνεπώς έχουν μικρή επίδραση στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη ΜΕΔ του κλάδου της μεταποίησης.
Βελτιωμένη η συνολική εικόνα
Βελτίωση καταγράφει ωστόσο η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 2025 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ατομική βάση διαμορφώθηκε σε 5,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 2,4% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024, ή 145 εκατ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2024 που ήταν 6 δισεκ. Ευρώ. Η μείωση αυτή ήταν το συνολικό αποτέλεσμα εισπράξεων, πωλήσεων και διαγραφών δανείων από τις σημαντικές τράπεζες, ενώ οι ρευστοποιήσεις καλυμμάτων ήταν περιορισμένες.
Σημειώνεται ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 94,5% ή 101,4 δισεκ. ευρώ.
Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ το πρώτο εξάμηνο του 2025 είναι θετική, παρά την αξιόλογη αναταξινόμηση ΜΕΔ ως εξυπηρετούμενων.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024, καθώς η πιστωτική επέκταση συνδυάστηκε με μείωση των ΜΕΔ. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ και έχει συγκλίνει σημαντικά με το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (Ιούνιος 2025: 2,2%).
Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρουσίασε επίσης αποκλιμάκωση και διαμορφώθηκε σε 5,9% τον Ιούνιο του 2025
Στα επιχειρηματικά η καλύτερη εικόνα
Από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ που καταγράφηκε σε όλα τα δανειακά χαρτοφυλάκια το πρώτο εξάμηνο του 2025, η σημαντικότερη παρατηρήθηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο (-3,4% ή 124 εκατ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα) και συγκεκριμένα στα δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων (-6,8% ή 82 εκατ. ευρώ), καθώς και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (-3,9% ή 56 εκατ. ευρώ).
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των εργασιών του εξωτερικού διαμορφώθηκαν σε 677 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 2,5% του δανειακού χαρτοφυλακίου. Ειδικότερα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανήλθε σε 1,8% για τα επιχειρηματικά, 3,3% για τα στεγαστικά και 4,1% για τα καταναλωτικά δάνεια.
600 εκατ. έσοδα του Δημοσίου από τον Ηρακλή
Την ίδια στιγμή έσοδα της τάξης των 600 εκ. ευρώ έχει αποκομίσει το Ελληνικό Δημόσιο από τις εγγυήσεις που έχει δώσει για τις τιτλοποιήσεις του προγράμματος Ηρακλής. Πρόκειται για προμήθειες που προέρχονται από τα έσοδα των τιτλοποιήσεων, δεν βαρύνουν τους φορολογούμενους και είναι η «αμοιβή» του Δημοσίου για την παροχή των εγγυήσεων.
Για την πραγματοποίηση των τιτλοποιήσεων που επέτρεψαν την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, το Δημόσιο παρείχε εγγυήσεις έναντι των οποίων εισπράττει κάθε χρόνο έσοδα, τα οποία σε τρισήμισυ χρόνια έφθασαν στα 585,7 εκ. ευρώ.
Στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής, το Δημόσιο δεσμεύτηκε ότι θα καλύψει τα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης που εκδόθηκαν στην περίπτωση που δεν επαρκούν τα έσοδα από ανακτήσεις. Με τη διαχείριση που πραγματοποιείται από τους servicers, οι τιτλοποιήσεις εξελίσσονται κανονικά και από τις ανακτήσεις – οι οποίες προέρχονται κυρίως από ρυθμίσεις δανείων – το Δημόσιο καταγράφει έσοδα χωρίς αντίστοιχη δαπάνη από πλευράς του.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο Δελτίο Δημοσίου Χρέους που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών, το 2022 το Δημόσιο εισέπραξε 125,7 εκ. ευρώ, το 2023 εισέπραξε 124,1 εκ. ευρώ ενώ τα έσοδα από προμήθειες ανήλθαν σε 195,5 εκ. ευρώ το 2024 και ήδη στο πρώτο εξάμηνο του 2025 ήταν ύψους 140,4 εκ. ευρώ.