Δ. Βερβεσός: Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα πριν και μετά τα Μνημόνια

Διαβάζεται σε 6'
Δ. Βερβεσός: Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα πριν και μετά τα Μνημόνια
Ο πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός ΙΤΙΜΕ

Για το κράτος δικαίου πριν και μετά τα μνημόνια γράφει στο NEWS 24/7 ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός. Τι προτείνει.

Κατά τη δεκαετία των μνημονίων ο τόπος εγκλωβίστηκε  σε μια βαθιά, παρατεταμένη και ανακυκλούμενη πολλαπλή κρίση, μνημονιακή αρχικά, εν συνεχεία, δε, πανδημική και κατόπιν ενεργειακή και πληθωριστική. Στο διάβα της κρίσης, αντί να ενισχύσουμε το θεσμικό οικοδόμημα της χώρας, κατακρημνίσαμετο κράτος δικαίου.

Υπό την πίεση των απαιτήσεων των διεθνών δανειστών, η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα απέραντο νεοφιλελεύθερο λογιστήριο. Έγινε πειραματόζωο στα χέρια πολιτικών και οικονομικών ελίτ, ευρωπαϊκών και διεθνών, που θεώρησαν ότι, ξηλώνοντας το κοινωνικό υφάδι, μπορεί, τάχα, να αναταχθεί η οικονομία. Κοινός παρονομαστής των πολιτικών αυτών: η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους δικαίου.Με το πρώτο Μνημόνιο επήλθε βίαιη εσωτερική υποτίμηση και αποσαθρώθηκαν οι εργασιακές σχέσεις, μια τάση που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Τελευταία πράξη ο νέος εργασιακός νόμος (ν. 4808/2021), που ομνύει στην ατομικότητα και υπονομεύει τη συλλογική κατοχύρωση. Με το δεύτερο Μνημόνιο προβλέφθηκαν υπερπλεονάσματα, που προήλθαν από νέα αύξηση των φόρων, περικοπές κοινωνικών μεταβιβάσεων, περιορισμό του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και (νέα) μείωση των συντάξεων. Δυστυχώς, οι άδικες επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν δεν ήρθησαν, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Με το τρίτο Μνημόνιο γιγαντώθηκαν οι έμμεσες επιβαρύνσεις (ΦΠΑ, τέλη κλπ), διευρύνθηκαν τα φορολογικά βάρη σε μισθωτούς και συνταξιούχους, καθώς και τα ασφαλιστικά βάρη των ελεύθερων επαγγελματιών. Όλες αυτές οι κανονιστικές αλλαγές κρίθηκαν συνταγματικά ανεκτές από τα ελληνικά δικαστήρια, κατά κανόνα με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Πλην όμως, και μετά την παρέλευση της μνημονιακής περιόδου, η δικαιοσύνη δεν ανέκρουσε πρύμναν, αλλά με τη στάση της επέτρεψε την παγίωση των πλέον επαχθών για τους Έλληνες πολίτες μέτρων.

Στη δεκαετία που ακολούθησε, και ανεξαρτήτως των υπερπλεονασμάτων του προϋπολογισμού που δημιουργήθηκαν, ούτε η δημοσιονομική διαχείριση βελτιώθηκε, ούτε η θεσμική αντοχή της χώρας ενισχύθηκε· τουναντίον διαπιστώνονται κραυγαλέες περιπτώσεις υπονόμευσης του κράτους δικαίου:

Η δημοκρατία και η ελευθερία απειλήθηκαν ευθέως όταν με ευθύνη της κυβέρνησης, που είχε υπό τον έλεγχό της την ΕΥΠ, αλλά και του «εγκιβωτισμένου» στην ΕΥΠ εισαγγελικού λειτουργού, αποδείχθηκε ότι 15.500 συμπολίτες μας, παρακολουθούνταν κατά παράβαση της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος, χωρίς να υπάρχει ειδική αιτιολογία, χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να έχουν δυνατότητα δικαστικής προστασίας.Η συνεχιζόμενη άρνηση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΣτΕ για το δικαίωμα ενημέρωσης των θυμάτων των παρακολουθήσεων, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις (και) του δικηγορικού σώματος, διαιωνίζει την προσβολή, μέχρι σήμερα.

Κάτω από το βαρύ πένθος για το έγκλημα των Τεμπών, όπου το δικηγορικό σώμα παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, και απέναντι στο πάνδημο αίτημα για Δικαιοσύνη, η Πολιτεία δεν κινητοποίησε τους μηχανισμούς που είχε στη διάθεσή της για την αποκάλυψη της αλήθειας και την απόδοση ευθυνών, αλλά αντιθέτως, κινήθηκε στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.

Στο μείζον κοινωνικό ζήτημα της προστασίας των καλόπιστων δανειοληπτών από τις καταχρηστικές πρακτικές των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων (funds) αντί να γίνουν βήματα προόδου, σημειώθηκε σημαντική υστέρηση, ιδίως στην προστασία της πρώτης κατοικίας, η οποία είναι ελλιπής και λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα για την κοινωνική συνοχή.

Στο στόχαστρο της πολιτικής εξουσίας μπήκαν και οι Ανεξάρτητες Αρχές. Ως γνωστόν, μέλη της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ αντικαταστάθηκαν χωρίς την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία (και μάλιστα τη νύχτα πριν τη συνεδρίαση της ΑΔΑΕ για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων). Φαίνεται ότι τα θεσμικά αντίβαρα γίνονται ανεκτά μόνο όταν ενεργούν ανώδυνα και δεν γίνονται ενοχλητικά. Μόλις λειτουργήσουν όμως, ως πραγματικά αντίβαρα, αντίρροπα στην εξουσία, αντιμετωπίζουν εκδικητική παύση μελών και απόπειρες ποδηγέτησης. Ήδη, με πρωτοβουλία του δικηγορικού σώματος, το ζήτημα έχει αχθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ, όπου προσφύγαμε μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν – ανατρέποντας νομολογία δεκαετιών – ότι ο ΔΣΑ στερείται εννόμου συμφέροντος για να προσβάλει επί ακυρώσει τις αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό μελών της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ.

Κοινή συνισταμένη πλειόνων καθ΄ημάς παθογενειών είναι ότι η ελληνική Δικαιοσύνη και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας δεν είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα έπρεπε, αλλά χρειάστηκε η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, για τη διερεύνηση των υποθέσεων και την κίνηση της διαδικασίας απόδοσης ευθυνών.

Δυστυχώς,η Δικαιοσύνη δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ελληνικού λαού, ούτε ως προς την ταχύτητα, ούτε ως προς την ουσία της απονομής της, γεγονός που επιρρωνύεται, τόσο από τις σχετικές μετρήσεις κοινής γνώμης, όσο και από τις σχετικές επίσημες εκθέσεις της CEPEJ για τα έτη 2024 και 2025. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών συνιστά αποτυχία του δικαστικού συστήματος, καθώς αποστολή της Δικαιοσύνης είναι να αποτελεί το ασφαλές καταφύγιο του πολίτη· ιδίως του πιο αδύναμου, εκείνου που θίγεται από τον ισχυρό, εκείνου που αισθάνεται απροστάτευτος. Όταν δεν υπάρχουν «δικαστές στο Βερολίνο», κατά την προσφυά ιστορική φράση, ο περιώνυμος «μυλωνάς του Πότσνταμ» είναι απελπιστικά μόνος.

Υπό το πρίσμα αυτό, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών, καθίσταται  ώριμη και επιτακτική η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης ως προς την απεξάρτηση της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, τη θεσμοθέτηση ελάχιστου χρόνου μετά την αφυπηρέτηση κατά τον οποίο θα απαγορεύεται η κατάληψη κάθε δημόσιας θέσης από (πρώην) δικαστές, καθώς και ως προς την ποινική ευθύνη υπουργών.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα δυστοπικό σκηνικό όπου οι εγγυήσεις της ελευθερίας και του κράτους δικαίου υποχωρούν «ατάκτως» μπροστά στις ποικιλώνυμες πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες και τις επιδιώξεις θεσμικών ή και εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας.

Εμείς ως δικηγορικό σώμα επαγρυπνούμε προκειμένου να μην επιτρέψουμε να διολισθήσει η χώρα και η κοινωνία μας σε έναν ιδιότυπο συνταγματικό μιθριδατισμό και να μην εθιστεί  η κοινωνία στην εντεινόμενη φαλκίδευση του δικαιοκρατικούκεκτημένου.

Το κράτος δικαίου δεν υπηρετείται με αξιωματικού τύπου διακηρύξεις ότι αυτό δεν πάσχει, στις οποίες αρέσκονται συχνά οι εκπρόσωποι της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας. Υπηρετείται με διαρκή εγρήγορση και ανάληψη πρωτοβουλιών για την υπέρβαση των παθογενειών, όπου και αν εντοπίζονται.

Το δικηγορικό σώμα, στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου, θα επιμένει παρεμβαίνει και να αναδεικνύει στον δημόσιο διάλογο  την ανάγκη λυσιτελούς προστασίας του κράτους δικαίου και των θεσμικών του εγγυήσεων. Το ζήτημα αφορά στην ψυχή της Δημοκρατίας και γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να είμαστε επίμονα και αποφασιστικά παρόντες.

* Ο Δημήτρης Βερβεσός είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα