Ν. Βαλαβάνη: Μετά το δημοψήφισμα, έπρεπε να πάμε σε σύγκρουση

Διαβάζεται σε 22'
Ν. Βαλαβάνη: Μετά το δημοψήφισμα, έπρεπε να πάμε σε σύγκρουση

Η συνέντευξη της Νάντιας Βαλαβάνη στο NEWS 24/7 για το ντοκιμαντέρ “Δημοψήφισμα 2015: Η ανατομία μίας ιστορικής στιγμής”.

Ολη η συνέντευξη που παραχώρησε στο NEWS 24/7 η Νάντια Βαλαβάνη για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ “Δημοψήφισμα 2015: Η ανατομία μίας ιστορικής στιγμής”. 

Tι μας οδήγησε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, αλλά και τι ήταν αυτό που ουσιαστικά έκανε, αν πράγματι είναι έτσι, την επιλογή αυτή αναπότρεπτη;

Ας δούμε πρώτα ποια ήταν η κατάσταση και ποιος ήταν ο δικός μου ρόλος στην κυβέρνηση. Επειδή ο Γιάννης Βαρουφάκης έλειπε το μεγαλύτερο διάστημα αυτού του πεντάμηνου, κάποιος έπρεπε να κάνει τη δουλειά στο Υπουργείο Οικονομικών, δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό και έτσι είχα την φορολογία και τη δημόσια περιουσία που και τα δύο ήταν πολύ “καυτοί” τομείς. Πηγαίνοντας για να γίνουμε κυβέρνηση είχαμε ζήσει όλοι το μαρτύριο της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας και των εκατομμυρίων πολιτών οι οποίοι χρωστούσαν ποσά πάνω από 50 ή 100 ευρώ.

Θα σας θυμίσω ότι στα αυτοκινητιστικά ατυχήματα της εποχής το πρώτο που ρωτούσε η τροχαία όταν έφτανε επί τόπου δεν ήταν ποιος έφταιγε αλλά αν χρωστούσε κάποιος στο δημόσιο. Αν δεν υπήρχε κάποιο σοβαρός τραυματισμός, αυτός που χρωστούσε βρισκόταν κατευθείαν στις φυλακές Κορυδαλλού μέχρι να μπορέσει να διευθετηθεί το χρέος του. Αυτό ίσχυε για οποιονδήποτε χρωστούσε πάνω από 5.000 ευρώ. Και θυμάμαι ακόμα και περιπτώσεις που είχαν πιάσει γυναίκες με άνοια και τις είχαν στείλει στις φυλακές.

Από την άλλη, η δημόσια περιουσία είχε σχέση με το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων που ήταν από τα βασικά ζητήματα. Θυμάμαι κάτι στόχους απίστευτους. Οτι θα πουληθεί δημόσια περιουσία αξίας 2 δις μέχρι το 2015. Αυτό το είχαμε παγώσει με πολύ μεγάλη αντίδραση από τις Βρυξέλλες, κάπου πρέπει να έχω σώσει τα τηλεγραφήματα που μάς έστελναν τότε για να μην το κάνουμε. Μέχρι τις 28 Ιουνίου είχαμε παγώσει όλες τις ιδιωτικοποιήσεις που ήταν σε εξέλιξη τόσο αυτές που είχαν υπογραφεί όσο και αυτές που ήταν σε προγενέστερα στάδια με την ψευδαίσθηση ότι θα υπάρχει ένας έντιμος συμβιβασμός μέχρι τότε και δεν θα υπάρχει πια θέμα ιδιωτικοποιήσεων.

Σε αυτή τη βάση επιτεύχθηκε και η ρύθμιση των 100 δόσεων, για να ανακουφίσει αυτό το μαρτύριο που τράβαγε τότε η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Ολα τα παραπάνω ήταν ο λόγος που δεν πήρα μέρος στην διαπραγμάτευση και μόνο κάποιες άκρες έφταναν σε μένα, π.χ. η άρνηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου όταν το ενημερώσαμε μέσω της συμβούλου του Βαρουφάκη ότι πάμε να κάνουμε τις 100 δόσεις με αυτό το πλαίσιο.

Θυμάμαι ότι η απάντηση ήταν ότι αποκλείεται να κάνουμε κάτι τέτοιο, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Μάθαμε ότι δεν ήθελαν καθόλου δόσεις. Τελικά όμως προχωρήσαμε. Αργότερα με επισκέφτηκε ένας από τους βασικούς διαπραγματευτές στο επίπεδο του Euro working Group για να μου πει ότι συμφώνησαν με τους εταίρους ότι η ρύθμιση, δεν θα ανανεωθεί, θα διατηρηθεί δηλαδή μόνο για ένα μήνα και όσοι μπήκανε, μπήκανε. Ζητούσαν επίσης να μπει επιτόκιο ενώ η ρύθμιση ήταν άτοκη αλλά και να εξεταστεί η περιουσιακή και οικονομική κατάσταση όσων έμπαιναν! Είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα.

Τότε έφερα ένα πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που με βοηθούσε και έφτιαξε ένα σημείωμα που πήγα στο Τσίπρα ότι όλα αυτά είναι πλήρως αντισυνταγματικά, ότι υπερβαίνουν αλλά δεκάδες αρχές του δικού μας συντάγματος και τελικά δεν προχώρησε η ιστορία. Επίσης πρέπει να σας πω ότι ήθελαν να με δουν αλλά ποτέ δεν είπα ναι γιατί από τη στιγμή που γινόταν έξω η διαπραγμάτευση το να έχω και πίεση μέσα στο Υπουργείο δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα. Ήμουν εγκατεστημένη σε ένα χωριστό κτίριο, στην Καραγιώργη Σερβίας που είχε σχέση με τη δημόσια περιουσία και με τη φορολογία. Εγώ ήμουν στον πρώτο όροφο, πάνω ήταν η Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων και στο ενδιάμεσο όροφο ήταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Δεν είχα ποτέ επαφή μαζί τους, μόνο με τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, με την οποία παρόλο που είχε επίσημα οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια είχαμε βρει ένα modus vivendi για να λειτουργήσουμε.

Αυτό που κάναμε εμείς στην πραγματικότητα, και πρέπει να πω ότι βοήθησε η τότε Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εισόδων, την οποία απομάκρυνε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από δυο χρόνια, ήταν ότι ο διευθυντής του πολιτικού μου γραφείου έβλεπε τις επιχειρήσεις και εγώ έβλεπα τα φυσικά πρόσωπα.

Είχαμε ανοίξει το Υπουργείο από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν υπήρχε ωράριο, ελεύθερα, χωρίς ραντεβού. Και ο τελικός απολογισμός ήταν ότι καταφέραμε να σώσουμε περίπου τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από αυτές που είχαν καταφύγει στο Υπουργείο. Οι άλλες μισές δυστυχώς χρεοκόπησαν, δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι.

Πότε μαθαίνετε εσείς, επίσημα ή και ανεπίσημα, ότι ο Πρωθυπουργός έχει την πρόθεση να πάει σε δημοψήφισμα;

Δεκαπέντε μέρες περίπου πριν από το δημοψήφισμα έφυγε ο Τσίπρας καλλιεργώντας μια σχετική νότα αισιοδοξίας. Θα έλειπε όλη τη βδομάδα σε διαπραγμάτευση στην Ευρώπη. Μέχρι τότε είχαν απορριφθεί όλα τα κείμενα που είχαμε δώσει. Στα κείμενα αυτά υπήρχαν συμβιβασμοί οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο ουσιαστικοί, όλο και πιο σοβαροί. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς και τα απέρριπταν.

Για πρώτη φορά, λοιπόν, στάλθηκε ένα κείμενο γύρω στις 20-21 Ιουνίου, για το οποίο λεγόταν ότι βρισκόταν σε σωστό δρόμο. Οπότε μας καλλιεργούσε μια ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει για πρώτη φορά κάτι θετικό. Εν τω μεταξύ, θυμάστε ότι φτάναμε στο τέλος του μήνα όπου υπήρχε προγραμματισμένη δόση στο ΔΝΤ η οποία εν τέλει δεν πληρώθηκε γιατί δεν είχαμε τα χρήματα. Το άλλο βουνό ήταν τον επόμενο μήνα με τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έπρεπε να αποπληρωθούν.

Όλη εκείνη την εβδομάδα παλεύαμε με την τρέχουσα κατάσταση η οποία ήταν δύσκολη. Την Παρασκευή μας φώναξαν, πήγα νομίζοντας ότι θα ήταν ο Βούτσης που είχε οριστεί αντικαταστάτης και ότι θα μας ενημέρωνε για το πώς πάνε τα πράγματα. Δεν είχα ιδέα ότι είχε επιστρέψει ο Τσίπρας.

Να πω ότι δεν συγκάλεσαν τότε την Παρασκευή νωρίς κατά τις 8 το Υπουργικό Συμβούλιο, συγκάλεσαν το Κυβερνητικό Συμβούλιο που ήταν το στενότερος κύκλος, δεν ήμουν μέλος αλλά με καλούσαν σε όλα τα σοβαρά ζητήματα και πάντα όταν υπήρχαν οικονομικά θέματα. Εκεί έγινε και η μοναδική συζήτηση για την ιστορία του δημοψηφίσματος. Το Υπουργικό Συμβούλιο, παρόλο που έχουν γραφτεί άλλα, στην πραγματικότητα δεν συνεδρίασε ποτέ.

Ήρθαν μετά τις 10-11, όταν είχε πια ολοκληρωθεί η συζήτηση στο Κυβερνητικό Συμβούλιο και ουσιαστικά εμείς είχαμε ήδη υπογράψει. Τους έβαλαν να υπογράψουν μέχρι τα μεσάνυχτα, ό,τι άποψη και αν είχαν. Εκεί, λοιπόν, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά ο Τσίπρας, γιατί, ξαναλέω, εγώ περίμενα να εμφανιστεί ο Βούτσης, ο οποίος μας είπε με δύο λόγια ότι για πρώτη φορά του έδωσαν γραπτό κείμενο. Η τακτική που υπήρχε μέχρι τότε ήταν μας πίεζαν να δώσουμε εμείς προτάσεις. Αυτοί ποτέ δεν είχαν πει τι ήθελαν στην πραγματικότητα.

Εμφανίζουν λοιπόν για πρώτη φορά ένα δικό τους κείμενο, μαζί με τις δικές μας προτάσεις, που όπως είπε χαρακτηριστικά ο Τσίπρας, ήταν όλες μουτζουρωμένες με κόκκινα. Και ο Τσίπρας μας είπε, αυτό που μου έδωσαν είναι απαράδεκτο, εγώ δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη να πω ένα ναι ή ένα όχι μόνος μου, γι’ αυτό και θα το βάλουμε στον ελληνικό λαό να αποφασίσει, και εμείς θα κάνουμε αυτό που θα αποφασίσει.

Έγινε βέβαια καθαρό από την αρχή, ότι δεν πάμε απλώς να πετάξουμε ένα καυτό μπαλάκι στον ελληνικό λαό, πάμε εκεί και του λέμε να ψηφίσει όχι. Υπήρξαν αντιρρήσεις. Μίλησαν κάποιοι υπουργοί, οι οποίοι είχαν πρόβλημα με το δημοψήφισμα, θεωρούσαν ότι ήταν λάθος επιλογή. Μίλησε ο Δραγασάκης, από ό,τι θυμάμαι, ο Σταθάκης, από εμάς από το Υπουργείο ο άλλος αναπληρωτής,υπουργός, ο Μάρδας και μιλήσαμε και κάποιοι για να στηρίξουμε την επιλογή του Πρωθυπουργού. Οι τράπεζες, όπως θα θυμάστε, έκλεισαν μετά από δύο μέρες, την Κυριακή.

Αυτό δεν ήταν ένα πολύ στρεσογόνο διάστημα για εσάς; Είχατε κομβικές ευθύνες και πράγματα που έπρεπε να διαχειριστείτε γρήγορα και αποτελεσματικά…

Δεν έχω ποτέ σκεφτεί για αυτό το διάστημα με όρους τέτοιους, δηλαδή άγχους, στρες, πίεσης κτλ. Υπό φοβερή πίεση δουλεύαμε και όταν ήμασταν αξιωματική αντιπολίτευση και πολύ περισσότερο μετά που υπήρχε και αυξημένη ατομική ευθύνη στα πλαίσια της κυβέρνησης. Αλλά το βασικό ήταν πού πάει όλη αυτή η κατάσταση.

Είναι ευτυχές για μένα ότι μετά από μια ρήξη που είχε κρατήσει περίπου ένα δίμηνο με τη γραμματέα της Αρχής Δημοσίων Εσόδων, συνεργαστήκαμε θα έλεγα άψογα. Θα ήταν δύσκολο με μια Αρχή Δημοσίων Εσόδων η οποία ήταν διοικητικά και οικονομικά ανεξάρτητη από τον Υπουργό να πάρω μόνη μου τα μέτρα που χρειάζονταν.

Έπρεπε να διασωθεί η ρύθμιση των 100 δόσεων που την είχα κάνει για να ανακουφιστεί ο κόσμος. Ακριβώς τότε έπρεπε να συνεχίσει ο κόσμος να μπαίνει στη ρύθμιση όχι μόνο για να ανακουφίζεται ο ίδιος αλλά για να μπορούμε να έχουμε λεφτά για τους μισθούς του δημόσιου και τις συντάξεις.

Κάνω την αυτοκριτική μου και εγώ. Θα έπρεπε από το Φλεβάρη να είχαμε ξεκαθαρίσει τα πράγματα γιατί ξέραμε όλοι ότι τα χρήματα θα τελείωναν. Ό,τι και να έκανες, από πού και να μάζευες το χρέος, ήταν ένα χρέος μη βιώσιμο, άρα δεν είχε δυνατότητα ουσιαστικά εξυπηρέτησης.

Μέσα στις συνθήκες του δημοψηφίσματος, έπρεπε να εξασφαλιστούν μια σειρά πράγματα. Το ένα ήταν ότι μέσα στις εφορίες δεν μπορούσες τότε να δώσεις πάνω από 200-250 ευρώ μετρητά. Έπρεπε να ανοίξει αυτό και το ανοίξαμε πάρα πολύ, έτσι ώστε να βγουν ότι μετρητά υπήρχαν σε στρώματα και τα υπόλοιπα τα οποία δεν μπορούσαν πια να διοχετευτούν διαφορετικά και να μπορεί να γίνει ουσιαστική δουλειά.

Ανοίξαμε το όριο μέχρι τις 900 χιλιάδες ευρώ τη μέρα λόγω των τελωνείων. Ένα εκατομμύριο ευρώ περίπου ήταν τα καύσιμα της ημέρας. Και έτσι οι εφορίες βρέθηκαν να έχουν ξαφνικά ταμεία ανάλογα με των τραπεζών.

Θυμάμαι ότι είχα πάρει τηλέφωνο τον αστυνομικό διοικητή της Αθήνας και του είχα πει αν μπορεί να στείλει φρουρά. Δεν ήταν γνωστό βέβαια ευρύτατα, αλλά έλεγα ότι κάποια στιγμή ότι το οργανωμένο έγκλημα θα πάρει χαμπάρι ότι υπάρχουν λεφτά αφύλαχτα. Και μου είπε ο άνθρωπος ότι είναι αδύνατον. Όλοι τρέχουν για τα πάντα.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να εξασφαλίσει ότι κάθε μια ώρα θα περνάει ένα περιπολικό απ’ έξω και από κάθε ΔΟΥ μέσα στο Λεκανοπέδιο Αττικής τουλάχιστον. Και εκεί, ας πούμε, καταλήξαμε.

Μου διηγούνταν ιστορίες οι οποίες είναι πραγματικά ιστορίες για αγρίους, αλλά πρέπει να προσαρμοστείς όταν δημιουργείται μια τέτοια κατάσταση, ώστε να ομαλοποιηθούν ξανά τα πράγματα.

Για παράδειγμα στο τελωνείο της Θεσσαλονίκης κάθονταν και περίμεναν να πέσει το σκοτάδι οι διάφοροι υπάλληλοι από διάφορες εταιρείες εκτελωνισμού καυσίμων με μαύρες σακούλες σκουπιδιών γεμάτες χαρτονομίσματα. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, διέσχιζαν την αλάνα που βρισκόταν μπροστά και χτυπούσαν την πόρτα στην είσοδο.

Άλλοι μου λέγανε «μπράβο, μπράβο, αυτό είναι που χρειάζεται», άλλοι με έβριζαν όπου με συναντούσαν σε ασανσέρ στο δρόμο κλπ. Υπήρχε και η ιστορία με τις θυρίδες στις τράπεζες. Η πρόταση που είχα κάνει εγώ προερχόταν από την πρόταση που μου είχε κάνει η κυρία Πατάκη, από τον εκδοτικό οίκο Πατάκη. Μου είχε πει λοιπόν ότι οι θυρίδες, που ήταν όλες σφραγισμένες, έχουν μέσα εκατοντάδες μεταχρονολογημένες επιταγές βιβλιοπωλών από όλη την Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι έπαιρναν την κυρία Πατάκη και της έλεγαν: «Αν μου επιστρέψεις την επιταγή που λήγει μετά από 6 μήνες, θα σου δώσω σε μετρητά την αξία της».

Και τα μετρητά, όπως ξέρετε, ήταν αυτά που ψάχναμε. Γι’ αυτό και σκέφτηκα ότι θα μπορούσε αυτός που είχε θυρίδα να ζητήσει παρουσία ενός εφοριακού, να ανοίξει η θυρίδα του, να αφαιρέσει από μέσα τις αντίστοιχες επιταγές και να κλειδώσει.

Πρέπει επίσης να σας πω ότι δημοψήφισμα με κλειστές τράπεζες, το έψαξα εξονυχιστικά στη συνέχεια, δεν έχει γίνει ποτέ αλλού στη σύγχρονη ιστορία του κόσμου.

Υπήρχαν και άλλα ειδικά προβλήματα όπως με τις εταιρίες εισαγωγών-εξαγωγών. Υπήρχε το θέμα των φοιτητών και του φοιτητικού συναλλάγματος. Των εργαζόμενων στο εξωτερικό που πληρώνονταν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Δεν τα παραγνωρίζω όλα αυτά τα θέματα.

Είναι να γελάει βέβαια κανείς όταν σκεφτεί τι κάναμε εκείνη την περίοδο. Βρέθηκα να είμαι μέλος μιας επιτροπής συστημικής σταθερότητας, κάπως έτσι τη έλεγαν, η οποία συνεδρίασε κατευθείαν την Κυριακή το απόγευμα. Ήταν μέλη της ο Στουρνάρας, το ΤΧΣ που είχε τις μετοχές των τραπεζών, ήταν όλοι οι κεντρικοί τραπεζίτες, ήταν η Λούκα, η Κατσέλη, ήταν από το Υπουργείο ο Βαρουφάκης κι εγώ. Εμείς όμως στο Υπουργείο δεν είχαμε καμία σχέση με τις τράπεζες, γιατί όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, φτιάχτηκε μια αντιπροεδρία στην οποία έγινε αντιπρόεδρος ο Δραγασάκης και οι τράπεζες έφυγαν από την ευθύνη του Υπουργείου Οικονομικών και πήγαν στον αντιπρόεδρο.

Υποτίθεται ότι όλοι συζητούσαμε για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τη χώρα όρθια. Φυσικά δεν είχαμε αυταπάτες. Ξέραμε ότι όσοι ήμασταν μέσα στο ίδιο δωμάτιο, είχαμε μία τελείως διαφορετική αντίληψη για τη χώρα.

Το τι έγινε, το διάβασα και εγώ μετά. Είχαν πάρει από μεριάς Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όλους τους τραπεζίτες των συστημικών τραπεζών και τους είχαν πει ότι αν στο δημοψήφισμα βγει το όχι, τότε κατευθείαν οι ελληνικές τράπεζες στην Τουρκία και στα Βαλκάνια θα εθνικοποιηθούν μετά από δική τους διαμεσολάβηση. Θα τις πουλούσαν και τα χρήματα θα έμπαιναν σε ειδικό λογαριασμό για το χρέος, σαν αυτόν που υπήρχε στην Τράπεζα της Ελλάδας. Αυτό το διάβασα και εγώ και το έμαθα αργότερα.

Αυτό που ξέραμε όμως είναι ότι και οι τέσσερις τράπεζες, που οι διευθύνοντες σύμβουλοί τους και οι πρόεδροί τους ήταν γύρω από το ίδιο τραπέζι μαζί μας, είχαν προειδοποιήσει αυστηρά τους τραπεζικούς υπαλλήλους μην τυχόν και τολμήσουν να ψηφίσουν όχι.

Θέλω να μας πείτε ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν πληροφορηθήκατε το αποτέλεσμα και στη συνέχεια βέβαια πώς βιώσατε όλες τις διαδικασίες που ακολούθησαν…

Ο Τσίπρας βγήκε την Τρίτη, στην ΕΡΤ αν θυμάμαι καλά με μια συνέντευξη και πήρε πάνω του την ιστορία ότι θα γίνει κανονικά το δημοψήφισμα και ότι θα στηρίξουμε το όχι. Μετά από αυτό άρχισε να αλλάζει ριζικά το κλίμα.

Εκείνη την εβδομάδα έφευγα γύρω στις 8 από το Υπουργείο και πήγαινα στις τηλεοπτικές εκπομπές. Δηλαδή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή είχα τηλεοπτικές εκπομπές. Από τη μια μεριά έβλεπα το όργιο, κυριολεκτικά, της παραπληροφόρησης και της επίθεσης που γινόταν από το σύνολο των τηλεοπτικών εκπομπών στις οποίες έπαιρνα μέρος.

Από την άλλη μεριά είχα την αίσθηση ότι αλλάζει η κατάσταση μέσα στον κόσμο, μετά την Τρίτη. Την Τετάρτη ή την Πέμπτη, δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω Τετάρτη απόγευμα, έμπαινα το μεσημέρι στο Υπουργείο και κάποια κυρία περνούσε στο δρόμο και μου φώναξε από πίσω: «Η Λειβαδιά ψηφίζει όχι». Αυτό μου έχει μείνει αξέχαστο και έχω την αίσθηση ότι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι θα βγει όχι. Ό,τι και να λένε, ό,τι και να κάνουν, έχει υπάρξει στροφή σε αυτή την κατεύθυνση.

Την Κυριακή, πρέπει να σας πω, ήταν λίγο περίεργα τα πράγματα. Όσοι ήταν να εμφανιστούμε στις νυχτερινές, μετά από τις εκλογικές διαδικασίες, εκπομπές από μεριάς του ΣΥΡΙΖΑ, μαζευτήκαμε γύρω στις 4 στο μεσημέρι, που ήξεραν τα πρώτα exit poll,για να μας δώσουν οδηγίες για το βράδυ.

Όταν μαζευτήκαμε γύρω στις 4 μας είπαν ότι δεν υπάρχει εικόνα για το πού πάμε, το οποίο, κατόπιν εορτής, αμφισβητώ πάρα πολύ σοβαρά, είναι αδύνατον στις 4 η ώρα το απόγευμα να μην ήξεραν. Από εκεί θα πρέπει να αρχίσω να καταλαβαίνω ότι η κυβέρνηση επίσημα μετά το όχι πάει να πει το ναι.

Μας παρουσίασαν σαν εντελώς ισότιμες, από άποψη πιθανότητας, εκδοχές το ναι και το όχι. Στην περίπτωση του όχι ξέραμε όλοι τι θα πούμε. Στην περίπτωση του ναι μας είπαν ότι θα πούμε ότι εμείς έχουμε ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα και θα κάνουμε ό,τι μας πει ο ελληνικός λαός.

Υπήρξε ένα τσουνάμι πραγματικά ότι αυτό που κρινόταν ήταν η παραμονή στο ευρώ ή όχι. Έγινε, από ότι διάβασα και εγώ στη συνέχεια, και στο επίπεδο των επαφών στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο κτλ. Προσπάθησαν να πείσουν τον Τσίπρα να αλλάξει το ερώτημα και να βάλει το σχετικό με το ευρώ. Τους πείραζε βεβαίως πάρα πολύ το δημοψήφισμα, θυμόμαστε ότι ο Γιώργος Παπανδρέου έτσι εξοβελίστηκε από την Πρωθυπουργία, μόλις τους είπε ότι πρέπει να κάνει δημοψήφισμα.

Ο κόσμος πάντως, όποτε με συναντούσε όλο αυτό το πεντάμηνο στους δρόμους, ένα πράγμα μου έλεγε: “μην υποχωρήσετε, μην κάνετε πίσω, βαστάτε, βαστάτε”.

Εγώ όταν πήγα στην πρώτη τηλεοπτική εκπομπή, πριν βγουν καν τα αποτελέσματα, δεν ήξερα ότι το όχι είχε φτάσει στο 60%.

Και πρέπει να πω ότι αν για κάτι, όπως πήγαν τα πράγματα μετά, μετάνιωσα πάρα πολύ, είναι ότι όλο αυτό το χρόνο που γινόταν το μεγάλο γλέντι στο Σύνταγμα, τον έφαγα πηγαίνοντας από ένα τηλεοπτικό πλατό στο άλλο και έφτασα στο Σύνταγμα λίγο πριν τις 12. Ο κόσμος άρχισε να μου λέει τι πρέπει να πω στο Τσίπρα, τι να κάνει για τον έρπη και τα λοιπά, μια πολύ μεγάλη προστατευτικότητα. Επειδή όμως ήμουν ψόφια, δεν πήγα στο Μαξίμου.

Βέβαια πρέπει να σας πω ότι για το Βαρουφάκη, ο οποίος απολύθηκε ουσιαστικά εκείνο το βράδυ, ήταν φανερό ότι είχε τελειώσει η ιστορία. Εγώ το είχα καταλάβει δέκα μέρες πριν, πριν την περιβόητη βδομάδα που είχε καταλήξει το δημοψήφισμα, όταν είχα ένα από τα τρία-τέσσερα ραντεβού με τον Τσίπρα που έκανα σε όλη τη διάρκεια του εκείνου του πεντάμηνου.

Καθόταν ο Βαρουφάκης αντί για τον Τσίπρα. Υπήρχε μια πόρτα και ένα μικρό δωματιάκι μέσα στο γραφείο του πρωθυπουργού του Μαξίμου και ο Βαρουφάκης μου έδειξε την πόρτα η οποία ήταν ανοιχτή και το δωματιάκι και μου είπε: “Ξέρεις ποιοι είναι μέσα και αποφασίζουν για την οικονομία αυτή τη στιγμή; Ο Τσίπρας, ο Τσακαλώτος και ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. Και εγώ που είμαι ο Υπουργός Οικονομικών κάθομαι εδώ απ’ έξω”.

Τότε είχα καταλάβει πραγματικά και γι’ αυτό δεν ήταν τέτοιο σοκ όταν ανακοινώθηκε η παραίτησή του που δεν ήταν παραίτηση, ήταν εξοβελισμός. Κα γι’ αυτό, παρόλο που δεν είχα ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις μαζί του, όταν έγινε η περίφημη παράδοση στον Τσακαλώτο που ήταν και στενός του φίλος πήγα και τον φίλησα μπροστά στις κάμερες γιατί ήθελα να κάνω καθαρό ότι αυτή η εξέλιξη δεν ήταν η εξέλιξη που έπρεπε να υπάρχει.

Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχα καταλάβει το πόσο αρνητική εξέλιξη ήταν το γεγονός ότι τη Δευτέρα έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία επί κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών με παρουσία του Πρόεδρου της Δημοκρατίας.

Ίσα-ίσα θεώρησα τότε ότι ήταν μια έξυπνη από την πλευρά του Τσίπρα ενέργεια γιατί όντας πια θριαμβευτής δεν πάει μόνος του στις Βρυξέλλες αλλά μαζεύει όλους τους ηττημένους και τους ζητάει να κάνουν μια προσπάθεια να στηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση έτσι ώστε να μπορέσει έστω και στο παραπέντε να υπάρξει μια τελική συμφωνία. Θεώρησα ότι πηγαίνοντας αυτοί εκεί αναγνώρισαν ουσιαστικά την ήττα τους, αναγνώρισαν όλο αυτό το πόλεμο λάσπης που είχε γίνει όλο το προηγούμενο διάστημα και είχε κορυφωθεί την εβδομάδα του δημοψηφίσματος.

Αυτά βέβαια απ’ ό,τι κατάλαβα στη συνέχεια ήταν πολύ μακριά απ’ την πραγματικότητα. Μου έκανε πολύ μεγάλη κατάπληξη- και το θεωρώ πολύ καλό- το βιβλίο που έγραψε ο Στρατούλης για αυτές τις μέρες ο οποίος κρατούσε ημερολόγιο μέρα τη μέρα. Του επέτρεψαν από μεριάς του αριστερού ρεύματος να χρησιμοποιήσει όλα τα υλικά και τα πρακτικά που είχε από όλες τις συναντήσεις που είχαν γίνει. Καταλαβαίνω όμως ότι όταν ανήκεις σε μια τάση έχεις μια δυνατότητα συλλογικότερης επεξεργασίας. Εγώ, ως ανένταχτη στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα υπήρχε περίπτωση να έχω αυτή τη δυνατότητα.

Εκείνη τη βδομάδα απορροφήθηκα  από τα πρακτικά προβλήματα για μην σωριαστεί η χώρα. Αρχισα να ανησυχώ πραγματικά μόνο προς το τέλος δηλαδή όταν στη Βουλή μπήκε η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης να πάρει μια πρακτική έγκριση πριν φύγει ο Τσίπρας για τις Βρυξέλλες. Η πρόταση αυτή κατά τη γνώμη μου ήταν απαράδεκτη. Απείχε πάρα πολύ από αυτά που είχαμε συμφωνήσει σαν όρια ενός έντιμου συμβιβασμού, ας πούμε το θέμα των ιδιωτικοποίησεων. Είχαμε συζητήσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπει θέμα ιδιωτικοποιήσεων.

Θεωρούσα δηλαδή ότι ήταν ένα κλειστό θέμα. Θα ξέρετε ότι μια σειρά συνάδελφοί μου και μέλη της κυβέρνησης απείχαν ή ψήφισαν λευκό. Δυο μάλιστα βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισαν. Εγώ ήταν η τελευταία φορά που υπερψήφισα, όχι γιατί συμφωνούσα αλλά γιατί ο Πρωθυπουργός πήγαινε σε διαπραγματεύσεις και θεωρούσα ότι πρέπει να πάει με την πλειοψηφία των ψήφων της Βουλής γιατί αλλιώς θα είναι ανίσχυρος

Θα έπρεπε, ξέροντας πολύ καλύτερα από ότι εμείς τι τον περίμενε εκεί, κατά τη γνώμη μου να μην πάει. Έτσι και αλλιώς, η θέση των εταίρων ήταν πλήρης συνθηκολόγηση.

Έφαγα κι εγώ εκείνο το Σαββατοκύριακο μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες μέχρι να ακούσω τις δηλώσεις που έκανε ο Πρωθυπουργός μπροστά στο τηλεοπτικό φακό στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών αναχωρώντας για την Ελλάδα. Ήταν καθαρό ότι αυτό που είχε γίνει ήταν το χειρότερο δυνατό ενδεχόμενο, μια πλήρης συνθηκολόγηση.

Μετά από αυτό έγραψα την παραίτησή μου. Δεν γράφω γενικά γρήγορα αλλά αυτό είναι το κείμενο το έγραψα μέσα σε μισή ώρα. Έφυγα να τη δώσω χέρι-χέρι στο Μέγαρο Μαξίμου. Εκεί όμως βρήκα μόνο τους άντρες της ασφάλειας και τις γραμματείς του Πρωθυπουργού. Δεν είχε φτάσει ακόμα το αεροπλάνο, την άφησα και έφυγα. Μετά, όταν γύρισα σπίτι με έπιασαν κάποιες τύψεις ότι μια ιστορία που άρχισε από το 2007 με τον Αλέκο τον Αλαβάνο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κλείσει έτσι απλώς με ένα χαρτί που αφήνεις. Οπότε επέστρεψα στο Μαξίμου. Εκεί διαπίστωσα έκθαμβη γιατί θεωρούσα ότι θα είναι πολλοί σαν κι εμένα, ότι το κλίμα δεν ήταν αυτό που νόμιζα. Παρέλασε σχεδόν όλο το Υπουργικό Συμβούλιο, μέσα και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, ουσιαστικά για να του δώσουν συγχαρητήρια. Έμπαιναν στο γραφείο αλλά ήταν φανερό από το ύφος, τα καλαμπούρια και τα λοιπά ότι δεν υπήρχε κατήφεια.

Περίμενα μέχρι να φύγουν όλοι. Κατά τις 7 ο Τσίπρας είχε μείνει μόνος. Κουβεντιάσαμε κανένα μισάωρο και έτσι συμφωνήσαμε να μείνω μέχρι το τέλος της βδομάδας και την Τετάρτη να δώσουμε επίσημα την παραίτησή μου έτσι ώστε να μπορέσω να τελειώσω με όλες τις εκκρεμότητες που είχα στο Υπουργείο. Αυτή είναι η τελευταία επαφή που είχα με τον Τσίπρα.

Πραγματικά πιστεύω ότι σε αυτές τις συνθήκες υπήρχαν τρεις δρόμοι μπροστά μας. Υπήρχε ο χειρότερος από όλους που είναι αυτός που ακολουθήθηκε, της πλήρους συνθηκολόγησης, υπήρχε ο δρόμος της σύγκρουσης, εγώ αυτόν κατ’ αρχήν υποστήριζα, αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να είναι ενωμένη η κυβέρνηση ή ο βασικός πυρήνας κυβέρνησης, δεν μπορείς να κάνεις μια σύγκρουση με μια διάσταση απόψεων τόσο βαθιά και τόσο ευρεία. Αυτός θα ήταν ένας δρόμος που είχε πιθανότητες επιτυχίας όχι πολύ μεγάλες αλλά είχε.

Αν η ελληνική κυβέρνηση τότε κατάφερνε να ακολουθήσει ένα δρόμο σταθερότητας μέχρι τον Ιούλιο, θα έχει γίνει τσουνάμι αυτό το κλίμα της συμπαράστασης και από τα κάτω κάτι θα μπορούσε να αρχίσει να δημιουργείται και να πιέζει να ενωθεί και με κάποια πράγματα από τα πάνω σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν χάναμε αυτή τη μάχη, θα ήταν μια ήττα έντιμη δηλαδή θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσει ψηλά το κεφάλι και να έχει μια εντελώς άλλη εξέλιξη από αυτή που είχε δυστυχώς μέχρι τώρα.

Ο ενδιάμεσος δρόμος που αν η πλειοψηφία της κυβέρνησης τον αποφάσιζε εγώ θα το στήριζα ήταν ότι εφόσον δεν μπορούμε να δώσουμε τη μάχη να συγκρουστούμε για να κερδίσουμε ένα πραγματικό μέλλον να γίνουμε μια κανονική χώρα και όχι αυτό που είμαστε, ένα ρευστό κράτος, να αφήσουμε να αναλάβουν να εφαρμόσουν το μνημόνιο ή τα μνημόνια αυτοί που μας έλεγαν τα προηγούμενα χρόνια ότι αν η Ελλάδα δεν είχε τρόικα και αν δεν της επιβαλλόταν ένα ή παραπάνω μνημόνια, θα έπρεπε η ίδια να έχει εφεύρει αυτή την πολιτική. Θα ήταν μια ήττα αλλά θα ήταν μια ήττα τακτική δηλαδή θα μπορούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ να ξανασυγκεντρώσει τις δυνάμεις του κόσμου.

Αισθάνομαι μια θλίψη με αυτό που έχει γίνει ο μνημονιακός πλέον ΣΥΡΙΖΑ. Αισθάνομαι μια θλίψη γιατί έπεσα τόσο πολύ έξω. Αφού ξέραμε ότι δεν θα οδηγούσε πουθενά αυτή η συνθηκολόγηση. Κάποιοι ήθελαν να συνεχίσουν να είναι υπουργοί, αυτό μου φαίνεται αδιανόητο γιατί τους ήξερα σαν ανθρώπους στα χρόνια που είχαμε αγωνιστεί μαζί και αυτό το τέλος της υπόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ με οπερετικό τρόπο, όχι σαν όπερα αλλά σαν οπερέτα, πραγματικά δεν το εύχεται κανείς ούτε στο χειρότερο εχθρό του.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα