Ο Αλέξης Τσίπρας και η στρατηγική της εξόδου από τα Μνημόνια
Διαβάζεται σε 7'
O Νίκος Μαραντζίδης γράφει για τη δύσκολη πορεία της εξόδου από τα μνημόνια το 2018, σημειώνοντας ότι είναι ένα επίτευγμα που θα φωτιστεί καλύτερα, όταν ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας αποφασίσει να μιλήσει.
- 18 Αυγούστου 2025 06:06
Λέγεται, πως την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Κι όσο πιο αυταρχική και διεφθαρμένη είναι η εξουσία τους, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη τους για έλεγχο του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, το αφήγημα της ΝΔ του Μητσοτάκη για τη δεκαετία 2009-2019, λίγη σχέση έχει με την ιστορική αλήθεια. Συνιστά ένα κυνικό πολιτικό εργαλείο, μια προπαγανδιστική κατασκευή.
Ενίοτε κι οι ηττημένοι πιάνουν χαρτί και μολύβι. Και τότε, στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης μπορεί να επέλθει μια ρεβάνς. Μια σοβαρή εξιστόρηση του τι συνέβη σε εκείνη τη δεκαετία, οφείλει, πάντως, να είναι κάτι περισσότερο από ρεβάνς. Γιατί, ως κοινωνία, έχουμε απόλυτη ανάγκη να κατανοήσουμε τις κρίσιμες όψεις της πρόσφατης ιστορίας μας που έμειναν για καιρό στο σκοτάδι.
Ειδικότερα, μιλώντας για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, τον Αύγουστο του 2018, χρειάζεται όχι μόνο να κατανοήσουμε την ουσία της κυβερνητικής στρατηγικής της περιόδου 2015-2018 αλλά και το τι προηγήθηκε. Γιατί τον Ιανουάριο του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας παρέλαβε ως Πρωθυπουργός μια οικονομία στα όρια του γκρεμού. Το δεύτερο πρόγραμμα είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί.
Ελάχιστες από τις συμφωνημένες με τους δανειστές μεταρρυθμίσεις είχαν πραγματοποιηθεί κι οι μέχρι τότε ελληνικές κυβερνήσεις έδειχναν εντελώς αναξιόπιστες στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων – επ’ αυτού αρκεί να διαβάσει κανείς την πρόσφατη αυτοβιογραφία της Μέρκελ για να το αντιληφθεί.
Ο δικομματισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ χρεοκόπησε τη χώρα, αλλά αποδείχθηκε και ανίκανος να επανορθώσει. Δύο διαφορετικές κυβερνήσεις υπέγραψαν δύο μνημόνια, τα οποία αμφότερα κατέληξαν στα βράχια. Τα παραπάνω δεν είναι ούτε εικασίες, ούτε ερμηνείες. Είναι τα γεγονότα. Κι οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση για το τι συνέβη από τον Γενάρη του 2015 μέχρι τον Αύγουστο του 2018 οφείλει να ξεκινά από εδώ.
Η αρχική στρατηγική της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τους πρώτους μήνες του 2015, εμφορούμενη από την αντι-μνημονιακή ορμή εκείνης της εποχής χαρακτηρίστηκε από συγκρουσιακό πνεύμα, ρομαντισμό και υποτίμηση των δυσκολιών.
Ο Τσίπρας αρχικά έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα την άμεση απεμπλοκή από τα μνημόνια, μέσω της επιδίωξης κουρέματος του χρέους με ταυτόχρονη γενναία χρηματοδοτική στήριξη της χώρας. Η βασική ιδέα εκείνης της κυβέρνησης ήταν πως καμιά πολιτική προσαρμογής και κανένα πακέτο μεταρρυθμίσεων δεν θα ήταν βιώσιμο με τέτοιο χρέος, εφόσον δηλαδή ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων εσόδων, έπρεπε να κατευθύνεται στην αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων σε ξένες τράπεζες και οργανισμούς και όχι στην παραγωγική διαδικασία και στους πολίτες που υπέφεραν.
Χρειαζόταν, λοιπόν, γενναίο κούρεμα και σημαντική χρηματοδοτική στήριξη με παράλληλη εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα είχε τη σφραγίδα της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς και όχι αυτήν του ΔΝΤ. Η στρατηγική αυτή προσέκρουσε, όμως, στις ισχυρές αντιστάσεις των δανειστών.
Μέσα στην ορμή των πρώτων ημερών της κυβερνητικής αλλαγής, η κυβέρνηση Τσίπρα δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί ότι, μετά από πέντε χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών, οι εταίροι θεωρούσαν την κυβέρνηση εκείνη συνέχεια των προηγούμενων, τις οποίες αντιμετώπιζαν στο σύνολο τους με βαθιά καχυποψία. Οι εταίροι δεν επρόκειτο να δώσουν καμιά πίστωση χρόνου στους νέους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου.
Επιπλέον, υποτιμήθηκαν οι διεθνείς συσχετισμοί. Όχι μόνο η ευρωπαϊκή δεξιά που για ευνόητους λόγους ήταν εχθρική αλλά ακόμη και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την επιτυχία της «ελληνικής εξαίρεσης». Ο φόβος ενός επερχόμενου πολιτικού ντόμινο στην Ευρώπη, που θα οδηγούσε στην εκλογή κυβερνήσεων ανοιχτά τοποθετημένων ενάντια στη λιτότητα κατέτρωγε όχι μόνο τους κεντροδεξιούς αλλά δυστυχώς και τους ευρωπαίους κεντροαριστερούς. Ήμασταν στην εποχή της νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ (there is no Alternative-Δεν υπάρχει εναλλακτική).
Τέλος, δεν έγινε αμέσως αντιληπτό ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ήδη από το 2012, και οριστικά από το 2015, είχε υιοθετήσει πολιτικές που απέτρεπαν τον κίνδυνο «μόλυνσης» των ευρωπαϊκών ομολόγων από την ελληνική κρίση. Οι δυνατότητες πίεσης εκ μέρους της Ελλάδας δεν ήταν ανύπαρκτες αλλά ήταν οπωσδήποτε μικρότερες από ότι υπέθεταν αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ τότε.
Σταδιακά, η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης άλλαξε. Από τα μέσα περίπου του 2015 κατανοώντας, ο Τσίπρας, τη δυναμική των πραγμάτων και τους κινδύνους που ελλόχευαν μετέτρεψε το σχέδιο για άμεση απεμπλοκή από τα μνημόνια σε στρατηγική μακροχρόνιου συμβιβασμού μέσω της σταδιακής πειθούς των αγορών. Δεν εγκαταλείφθηκε, βεβαίως, ο στόχος της αναδιάρθρωσης του χρέους∙ το αντίθετο.
Παράλληλα, με την προσπάθεια να πειστούν οι αγορές μέσα από την εφαρμογή, επώδυνων είναι αλήθεια, μεταρρυθμίσεων, και την κατάκτηση όσο νωρίτερα γινόταν, των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου προγράμματος, επιδιώχθηκε ως απαραίτητο αναπτυξιακό εργαλείο η αναδιάρθρωση του χρέους αλλά και η εφαρμογή πολιτικών που είχαν ως στόχο τη στήριξη στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς –αυτό που ονομάστηκε σχηματικά «παράλληλο πρόγραμμα».
Χρειαζόταν όμως πρώτα να πειστούν οι αγορές. Κι αυτό απαιτούσε χρόνο. Η αλλαγή αυτή στρατηγικής μετέτρεψε την έξοδο από τα μνημόνια από κούρσα εκατό μέτρων σε μαραθώνιο. Κι από κυρίως συγκρουσιακή διαδικασία με έντονα στοιχεία μπλόφας τύπου “chicken game”, σε ένα σύνθετο μίγμα σύγκρουσης και συμβιβασμού ταυτόχρονα, που όμως διέθετε σαφή προσανατολισμό και στόχο: την έξοδο από τα μνημόνια εντός του ευρώ και με την κοινωνία όρθια.
Όποιος θεωρεί, πως εκείνες οι μέρες του 2015 που ξεκίνησαν από το δημοψήφισμα και κατέληξαν στη συμφωνία «των 17 ωρών» ήταν το αποκορύφωμα της σύγκρουσης και του συμβιβασμού ταυτόχρονα, έχει μερικώς μόνο δίκιο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όποιος πιστεύει πως μετά τη συμφωνία του Ιουλίου, όλα μπήκαν σε ράγες έχει εντελώς άδικο. Τίποτε δεν κρίθηκε εντελώς το 2015. Όλα κρίθηκαν σε μια μακρά πορεία από το καλοκαίρι του 2015 έως το καλοκαίρι του 2018.
Η πορεία εξόδου από τα μνημόνια αποδείχθηκε ένας μακρύς, σκληρός αγώνας, μια εξαιρετικά δύσκολη και αβέβαιη υπόθεση. Οι σημερινοί κυβερνώντες, μάλιστα, ήταν βαθιά πεισμένοι -όπως και το ΔΝΤ εξάλλου- πως ο Τσίπρας δεν θα τα κατάφερνε, πως η χώρα δεν θα πετύχαινε την έξοδο από τα μνημόνια. Κι ίσως ακόμη χειρότερα για τον Τσίπρα, πως η Ελλάδα δεν θα έμενε στο Ευρώ. Αυτή ήταν εξάλλου η επιδίωξη τόσο του Σόιμπλε όσο και του ΔΝΤ.
Κι είναι αλήθεια, ότι χρειάστηκαν δύσκολοι ελιγμοί, σκληρές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο κορυφής, και πολλές αντοχές από την πλευρά του Τσίπρα για ολοκληρωθούν όλες οι αξιολογήσεις του τρίτου προγράμματος και να δοθεί από τους εταίρους πράσινο φως για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Αυτό που κέρδισε η Ελλάδα με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2018 είναι κάτι σπουδαίο και σπάνιο, γεγονός που προσφάτως αναγνωρίστηκε και από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας.
Συμπερασματικά, η πορεία εξόδου από τα Μνημόνια με την ταυτόχρονη παραμονή της χώρας στο ευρώ και την αναδιάρθρωση του χρέους που επιτεύχθηκε, συγκριτικά μάλιστα με την παταγώδη αποτυχία των προηγούμενων κυβερνήσεων, υπήρξε ένα μεγάλο επίτευγμα του Αλέξη Τσίπρα και των κυβερνήσεων του. Κι αυτό το μεγάλο επίτευγμα παραμένει ακόμη λίγο φωτισμένο.
Οι καιροί αλλάζουν κι οι παλιοί μύθοι δεν αντέχουν πλέον, όπως χαρακτηριστικά έδειξε η πρόσφατη υπόθεση των πρακτικών της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών υπό τον ΠτΔ το καλοκαίρι του 2015.
Κι όταν ο πρωταγωνιστής της Ιστορίας μας μιλήσει, θα το αντιληφθούν όλοι αυτό πολύ καλύτερα.
*Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.