Όταν η Ιστορία δεν αρκεί: Η Μονή Σινά και τα όρια της ελληνικής επιρροής

Διαβάζεται σε 6'
Όταν η Ιστορία δεν αρκεί: Η Μονή Σινά και τα όρια της ελληνικής επιρροής
Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά EUROKINISSI

Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, γράφει στο NEWS 24/7 για τις εξελίξεις με την ελληνορθόδοξη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και το γεωπολιτικό πλαίσιό τους.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας διαχρονικά χαρακτηρίζεται από μια εγγενή αντίφαση: την ανάγκη για ψυχρό υπολογισμό των εθνικών συμφερόντων αφενός και την πίστη σε μια ιστορική αποστολή που εδράζεται σε θρησκευτικές και πολιτισμικές αξίες αφετέρου.

Πουθενά δεν αποτυπώνεται αυτή η ένταση πιο ξεκάθαρα από ό,τι στη σύνθετη σχέση της Αθήνας με την ισχυρή γείτονά της, την Τουρκία – μια δυναμική που έχει καθορίσει την ελληνική διπλωματία εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Οι απειλές από την Ανατολή ώθησαν διαδοχικές κυβερνήσεις όχι μόνο να επενδύσουν μαζικά στην αμυντική θωράκιση της χώρας, αλλά και να επιδιώξουν στρατηγικές συμμαχίες με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Γαλλία, η Σαουδική Αραβία και, πιο πρόσφατα, τα κράτη του Κόλπου.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα του στρατηγικού διλήμματος που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική εντοπίζεται στη σχέση της με την Αίγυπτο. Από γεωστρατηγική άποψη, λίγες χώρες στην περιοχή έχουν για την Ελλάδα τόσο καθοριστική σημασία. Η βαθιά ριζωμένη δυσπιστία απέναντι στην Τουρκία, την οποία μοιράζονται Αθήνα και Κάιρο, λειτουργεί ως στρατηγικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο κράτη. Τα κίνητρά τους διαφέρουν σημαντικά, όμως ο σκεπτικισμός τους έναντι της Άγκυρας τα ενώνει: ενώ η Αθήνα ανησυχεί για την αυξανόμενη αναθεωρητική στάση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και πέραν αυτής, ο πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι αντιμετωπίζει με δυσπιστία τον Τούρκο ομόλογό του λόγω της πολιτικής σύμπλευσης της Άγκυρας με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Ωστόσο, μια πρόσφατη δικαστική απόφαση στην αιγυπτιακή πόλη-λιμάνι Ισμαηλία επέφερε ισχυρό πλήγμα στην ελληνοαιγυπτιακή συνεννόηση. Η ετυμηγορία του εφετείου στις 28 Μαΐου – η οποία επί της ουσίας ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση της ιστορικής Ελληνορθόδοξης Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Νότιο Σινά – προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Ελλάδα, ιδίως στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών παρομοίασε την εξέλιξη με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 – έτος-ορόσημο και απόλυτο συμβολικό σημείο καμπής στην εθνική αφήγηση του Ελληνισμού.

Η επίσημη αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε αξιοπρόσεκτα συγκρατημένη. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης μετέβη εσπευσμένα στο Κάιρο, επικεφαλής αντιπροσωπείας ειδικών, δηλώνοντας δημόσια ότι στόχος του είναι να διασωθεί ό,τι ακόμη μπορεί να διασωθεί από την ένδοξη θρησκευτική και ιστορική κληρονομιά του Νότιου Σινά.

Στον πυρήνα της διαμάχης, ωστόσο, βρίσκεται ένα ζήτημα βαθιά υλικό: το ερώτημα του ποιος είναι, τελικά, ο νόμιμος κάτοχος του αρχαίου μοναστηριακού συγκροτήματος και των εκτάσεων γης που οι Πατέρες της Ερήμου θεωρούν, σχεδόν αδιατάρακτα επί δεκαπέντε αιώνες, ως αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής τους επικράτειας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/EUROKINISSI

Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει σήμερα μια ψύχραιμη εικόνα, παρά τη δυσμενή τροπή των εξελίξεων, οφείλεται πρωτίστως στη φαινομενική σύμπνοια με την αιγυπτιακή πλευρά ως προς την ανάγκη διατήρησης της Μονής ως ελληνορθόδοξου θρησκευτικού χώρου διεθνούς σημασίας. Η κυβέρνηση του Καΐρου έχει κάθε λόγο να επιθυμεί τη διατήρηση του εμβληματικού συγκροτήματος, το οποίο λειτουργεί ως πόλος έλξης για τη δυναμική και επικερδή βιομηχανία του μαζικού τουρισμού. Η συνέχιση της φυσικής παρουσίας των μοναχών – χωρίς τους οποίους ο όρος “μοναστήρι” θα ήταν κενός περιεχομένου – θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας.

Όπως συμβαίνει με κάθε κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, έτσι και η υπόθεση της Μονής δεν άργησε να εργαλειοποιηθεί στο εσωτερικό μέτωπο. Από την πλευρά της αντιπολίτευσης εκφράζονται φωνές που ζητούν σκληρότερη στάση. Η κυβέρνηση, υποστηρίζουν οι επικριτές της, οφείλει να αναδείξει διεθνώς το ζήτημα και να εκθέσει δημόσια το Κάιρο. Έλληνας ευρωβουλευτής προχώρησε ακόμη παραπέρα, ζητώντας από την Αθήνα να μπλοκάρει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δισεκατομμυρίων προς την Αίγυπτο, εάν δεν υπάρξει άμεση υπαναχώρηση. Πρόκειται για γνώριμη συνταγή πίεσης, δοκιμασμένη κατ’ επανάληψη από ελληνικές κυβερνήσεις στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών.

Είναι μάλλον απίθανο η ελληνική κυβέρνηση να καταφύγει σε τέτοιου είδους μέτρα. Για υπέρτερους γεωστρατηγικούς λόγους – στους οποίους ο παράγοντας Τουρκία διαδραματίζει για μία ακόμη φορά καθοριστικό ρόλο – η Αθήνα θα εξαντλήσει κάθε διπλωματικό περιθώριο προκειμένου να αποφύγει μια ρήξη με το Κάιρο. Ιδίως στη σημερινή συγκυρία, η πολιτική συνεργασία με την Αίγυπτο έχει καταστεί στρατηγικής σημασίας: υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Χαλίφα Χαφτάρ, ο αυτοανακηρυχθείς στρατάρχης της ανατολικής Λιβύης, επιδιώκει πλέον στενότερη προσέγγιση με την Τουρκία – την οποία μέχρι πρότινος απέρριπτε – και ενδέχεται να αναθεωρεί τη στάση του απέναντι στο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο του 2019. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποδειχθεί επιζήμια για τη θέση της Ελλάδας στη αντιπαράθεση περί θαλασσίων ζωνών.

Το Κάιρο θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για την αποτροπή μιας ενδεχόμενης προσέγγισης του Χαφτάρ με την Τουρκία του Ερντογάν. Αντιμέτωπη με το δίλημμα μεταξύ της υπεράσπισης των συμφερόντων της μοναστικής κοινότητας και της προάσπισης του ευρύτερου γεωστρατηγικού της σχεδιασμού στην Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ πιθανό να επιλέξει το δεύτερο.

Θα επρόκειτο για μια νηφάλια αναγνώριση των σκληρών πραγματικοτήτων – και των περιορισμένων διαπραγματευτικών εργαλείων της Ελλάδας. Η Αθήνα, απλούστατα, δεν διαθέτει τα μέσα για να επιβάλει τα πολιτισμικά και ιστορικά της συμφέροντα επί αιγυπτιακού εδάφους. Στον αμείλικτο κόσμο της γεωπολιτικής ισχύος, οι ιστορικές παραδόσεις και οι συμβολικές εκκλήσεις έχουν ελάχιστο ειδικό βάρος. Η μακραίωνη παρουσία του Ελληνισμού στον Νείλο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: η συστηματική πολιτική “αιγυπτιοποίησης” έχει αφήσει πίσω της ελάχιστα ίχνη από τις άλλοτε ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες.

Στις μελλοντικές διμερείς σχέσεις, η ιστορική κληρονομιά αναμένεται να διαδραματίσει – το πολύ – δευτερεύοντα ρόλο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες καλούνται, με εμφανή απροθυμία, να συμφιλιωθούν με μια πραγματικότητα που δεν αντανακλά πλέον το βάρος της ιστορίας.

*Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα