Σοσιαλδημοκρατία: Σε έλλειψη οράματος, σε αναζήτηση ελπίδας

Σοσιαλδημοκρατία: Σε έλλειψη οράματος, σε αναζήτηση ελπίδας

Σε μια Ευρώπη, όπου οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αποτελούν την εξαίρεση κι όχι τον κανόνα, φαίνεται να μην επιμερίζονται με ειλικρίνεια οι ευθύνες - Οι προοπτικές στην Ελλάδα

Το πρότζεκτ ανασύνθεσης της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον οργανωτικές δυσκολίες. Αναζητείται, το πολιτικό της στίγμα, όπως και η προγραμματική της ατζέντα. Έχει να αντιπαρατεθεί με τη συσσωρευμένη κακοδαιμονία της κεντροαριστεράς. Ίδια κατάσταση σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η τελευταία διευρυμένης κλίμακας ήττα, του δημοκρατικού κόμματος του Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία μεγέθυνε ακόμα, περισσότερο τη φαυλότητα του κύκλου ανησυχίας και προβληματισμού στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η απώλεια της εκλογικής επιρροής είναι καταφανής. Ιδιαίτερα, στο σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα (Γαλλία από 28,5% σε 6,5%, Γερμανία από 34% σε 20,5%, Ιταλία από 33% σε 19%), οι απώλειες μετριούνται σε δεκάδες μονάδες.

Σε μια Ευρώπη, όπου οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αποτελούν την εξαίρεση κι όχι τον κανόνα, φαίνεται να μην επιμερίζονται με ειλικρίνεια οι ευθύνες, τα γενικά και ειδικά αίτια. Να μην αναζητείται το βάρος των πολιτικών επιλογών, πριν και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Να μην απαντάται με θάρρος κατά πόσον οι εν λόγω επιλογές -προκάλεσαν ή επιμήκυναν- τη λιτότητα των προγραμμάτων δημοσιονομικής εξυγίανσης, στήριξης και σταθερότητας των οικονομιών.

2008, ορόσημο

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, στάθηκε η αφορμή προκειμένου να γίνει αντιληπτό, ότι το πάλαι ποτέ αντίπαλο δέος του συντηρητικού ρεύματος σκέψης έχει υποστεί μία στρατηγική ήττα στο κοινωνικό επίπεδο των ιδεών, των προτάσεων και των λύσεων, αναπόφευκτα και μία δραματική εκλογική υποχώρηση.

Τούτο, διότι όχι μόνον η πολιτική της πλατφόρμα δεν είναι πια ηγεμονική κοινωνικά, αλλά γιατί αντίθετα, οι πολιτικοί της εκφραστές και οι κομματικοί της μηχανισμοί δίνουν έναν πραγματικό αγώνα ιδεολογικής επιβίωσης.

Οι ερμηνείες

Η τακτικότητα με την οποία επιβεβαιώνεται η σημερινή πτωτική τάση, σε όσες εκλογικές αναμετρήσεις διεξάγονται σε χώρες-μέλη της ΕΕ, δημιουργεί ένα «υπαρξιακό» ερώτημα για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας.

Δεν είναι μόνον, οι φωνές που άσκησαν κριτική για τις πολιτικές επιλογές και την κατεύθυνση που πήρε ο χώρος, τόσα στα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όσο και στην Ελλάδα. Είναι κι η σχεδόν συντριπτική γραμμή ανάλυσης που αντιλαμβάνεται ως αιτία, την «ατυχία» διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, η οποία είχε σοβαρό αντίκτυπο στην αναδιάρθρωση της κοινωνικής σύνθεσης, όπως την γνωρίζαμε έως σήμερα. Γραμμή, κενή πολιτικής οξύτητας.

Μεταβολή που αντικειμενικά, επέτεινε τα ξενοφοβικά φαινόμενα και εξέθρεψε τις ακροδεξιές αντιλήψεις. Ωστόσο, η αμυντική διάθεση ενδοσκόπησης της πολιτικής πραγματικότητας, στερεί από τη δημόσια κριτική τη σαφή καταγραφή της θέσης, που κατονομάζει ως καταστροφική λογική, τη συν-διαχείριση με τη συντηρητική παράταξη.

Λησμονώντας, πως τα σοσιαλιστικά κόμματα κυβέρνησαν επί δεκαετίες στην Ευρώπη, σχεδίασαν και εφάρμοσαν πολιτικές που απέτυχαν να περιορίσουν τις αδικίες του καπιταλισμού ή να διασώσουν το όποιο «κοινωνικό» του κεφάλαιο.

Ενδεικτική είναι, η επιχειρηματολογία του Μ. Σούλτς προετοιμάζοντας, το συνασπισμό συγκυβέρνησης με τους συντηρητικούς σε μια προσπάθεια εξωραϊσμού των επιλογών της Α. Μέρκελ και τον Β. Σόιμπλε. Εν πλήρη συνειδήσει, επέδειξε την πολιτική παρακαταθήκη των Βίλι Μπράντ και Χέλμουτ Σμίτ, για να προτάξει το μέγεθος ευθύνης του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος διεθνώς, αλλά και την προοπτική οικοδόμησης μιας νέας Ευρώπης με περισσότερο δικαιοσύνη και ευημερία για όλους, από τους σοσιαλιστές.

Την ίδια στιγμή, οι εκπρόσωποι της Αριστεράς στην Ευρώπη δηλώνουν υπέρμαχοι ενός «άλλου», εναλλακτικού δρόμου. Ο ηγέτης των Εργατικών στη Μ. Βρετανία, Τζέρεμι Κόρμπιν εξαντλεί κάθε περιθώριο συζήτησης με αιχμή του δόρατος τη σήψη του νεοφιλελεύθερου οικονομικού δόγματος, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ανισότητες και τις αδυναμίες εις βάρος των πολιτών, την πλεονεκτική μεταχείριση –των λίγων– έναντι –των πολλών και οικονομικά ασθενέστερων– δηλώνοντας τη βαθιά του πίστη στις δυνατότητες του Κράτους και στην πιο δίκαιη αντιμετώπιση των πολιτών.

Η Ελλάδα

Οι εξελίξεις που καταγράφονται στο λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο, εδώ και αρκετούς μήνες αποτυπώνουν το μέγεθος της υπεκφυγής και την απροθυμία ειλικρινούς τοποθέτησης –όλων- των συμμετεχόντων στο επίκεντρο του προβληματισμού. Είναι που στα πολιτικά συνέδρια αναζητούνται οι ισορροπίες ή είναι η απουσία ρεαλιστικών απαντήσεων στα φλέγοντα ερωτήματα του εκλογικού σώματος; Εκ του αποτελέσματος, όμως κρίνονται όλοι. Κι αυτό, ερμηνεύει την άρνηση μιας ανάλογης συζήτησης παρά, τις τρέχουσες ευκαιρίες στο επίπεδο της πολιτικής διαβούλευσης και σε εκείνο της κοινωνικής αναγκαιότητας.

Στο βαθμό που τα παραπάνω, διακρίνονται στα όρια μιας ηθελημένης επιλογής για λόγους τήρησης –της λεπτής εσωτερικής συνοχής– όσων συγκλίνουν στο κεντροαριστερό εγχείρημα, συνίσταται μία επιπλέον λάθος, κεντρική απόφαση από αυτές, που έχει σημειώσει ο χώρος την τελευταία σχεδόν, εικοσαετία.

«Νόθα» κριτική

Η εκτίμηση πως, η καθοδική εκλογική απόδοση εδράζεται στην άρνηση των εκλογέων να αναμετρηθούν με την πολιτική πραγματικότητα των δύσκολων και επώδυνων αποφάσεων, πιθανώς να είναι βολική για την πλειοψηφία των στελεχών του χώρου. Κι εν μέρει, να έχει «συμφωνηθεί» ως πλαίσιο ερμηνείας, παράλληλα με την τήρηση ενός αυστηρού κανονιστικού προτύπου διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση του οικονομικού κινδύνου και των μεγάλων ελλειμμάτων.

Όταν η ανάλυση αυτή, συνδυάζεται τόσο με την καθημερινή αναφορά στον -πολιτικό ορθολογισμό- του οποίου, την αποκλειστικότητα χρήσης διεκδικεί από την Αριστερά (ως σημείο διαφοροποίησής της με αυτήν), όσο και με την -εικάζουσα μεταρρυθμιστική ικανότητα- πλάι στα χρονίζοντα προβλήματα της ανεργίας, της ανέχειας, της αδρανοποιημένης κοινωνικής πολιτικής ή και του Μεταναστευτικού, τότε γίνεται σαφές πως ακυρώνεται στην πράξη και αποδυναμώνεται κάθε πραγματική προσπάθεια άρθρωσης μιας υπεύθυνης αυτοκριτικής. Μιας εθνικά, πολύτιμης κι εποικοδομητικής αντιπολίτευσης.

Προοπτικές, αν κι εφόσον

Με τη σοσιαλδημοκρατία σε φάση αποσύνθεσης, την κεντροαριστερά σε υπαρξιακό δίλημμα και την κοινωνία γονατισμένη να προσδοκά προοδευτικές συνθέσεις και ρηξικέλευθες λύσεις, απομένει στην ίδια, την Αριστερά και τον ριζοσπαστικό χώρο που παρέμεινε σκεπτόμενος στα χρόνια πριν την κρίση αλλά, ιδιαιτέρως εξωστρεφής μετά το ξέσπασμά της στην Ευρώπη, να επανακαθορίσει τον ίδιο, το ρόλο της Δημοκρατίας.

Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν η Σοσιαλδημοκρατία θέλει να έχει μέλλον σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης πρέπει να μελετήσει καλά το παρελθόν της, το παρόν της, αναζητώντας τη χαμένη της δυναμική στη διεύρυνση του διαλόγου με τις δυνάμεις της Αριστεράς και στη συμπόρευση με τα κόμματά της σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Σε μια συντηρητική Ευρώπη και Ευρωζώνη που η επικείμενη μεταρρύθμισή της, πρέπει να συμβαδίζει με την αντιμετώπιση των ανισορροπιών της προς όφελος της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας, η Σοσιαλδημοκρατία, η Αριστερά και ο προοδευτικός χώρος εν γένει, δεν μπορούν να αποτελούν απλό παρατηρητή της διάλυσης της ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής και της ανόδου της λαϊκιστικής και φασιστικής ιδεολογίας.

Ο Πρόδρομος Θεοδουλίδης είναι Επικοινωνιολόγος – Πολιτικός Αναλυτής

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα