Είδαμε το καινούριο “Scream” – Αξίζει να βάλουμε πάλι τα ουρλιαχτά;

Είδαμε το καινούριο “Scream” – Αξίζει να βάλουμε πάλι τα ουρλιαχτά;

Μια δεκαετία μετά το "Scream 4" η σειρά ταινιών τρόμου πιάνει την αρίθμηση από την αρχή, αλλά τα γνώριμα πρόσωπα επιστρέφουν ξανά.

Δε θα ήταν υπερβολή στα αλήθεια αν υποστηρίζαμε πως το πρωτότυπο “Scream” των Γουές Κρέιβεν (στη σκηνοθεσία) και Κέβιν Γουίλιαμσον (στο σενάριο) υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικές αμερικάνικες ταινίες από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Πολύ παραπάνω από ένα έξυπνο slasher που απλώς ανανέωσε -παροδικά- το συγκεκριμένο είδος, το “Scream” του 1996 ουσιαστικά εκπαίδευσε μια νέα γενιά σινεφίλ στο πώς να διαβάζει το χολιγουντιανό σινεμά τρόμου, προφητεύοντας την επερχόμενη πλήρη επικράτηση του μεταμοντερνισμού στη μέινστριμ διασκέδαση κατά τον 21ο αιώνα.

Οι δημιουργοί δεν είχαν απαραίτητα όλα αυτά στο μυαλό όταν εκτελούσαν αυτή την άσκηση λατρείας απέναντι στο είδος που είτε καθόρισαν (στην περίπτωση του δάσκαλου Γουές Κρέιβεν), είτε τους γαλούχησε (στην περίπτωση του μαθητή Γουίλιαμσον), αλλά στην πράξη η ταινία τους έπιασε κάτι στον αέρα, άκουσε κάτι στο έδαφος. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει άμεσα φαινόμενο, μια ταινία-εικόνισμα για μια γενιά νέων σινεφίλ που είχαν καταβροχθίσει την φιλμική παράδοση του είδους κι ήταν έτοιμοι να την αποδομήσουν.

ΠΩΣ TA “SCREAM” ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Αυτά ως σημείο εκκίνησης έχουν ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή γιατί, αν το “Scream” του 1996 ήρθε για να αποδομήσει τα παλιομοδίτικα μοτίβα του είδους κλείνοντας το μάτι στον θεατή, 26 χρόνια μετά αυτή ακριβώς η meta προσέγγιση είναι πια το ίδιο το παλιομοδίτικο μοτίβο. Τι είναι τα “Scream”; Είναι εφηβικά slasher movies, ναι, αλλά εφηβικά slasher movies υπάρχουν άπειρα. Αυτό που κάνουν τα “Scream” είναι πιο συγκεκριμένο: Είναι εφηβικά slasher movies που επεκτείνουν και σχολιάζουν τα μοτίβα των slasher movies. Ή του τρόμου γενικά, και του Χόλιγουντ ακόμα γενικότερα.

Ποια είναι λοιπόν η θέση ενός σίκουελ του “Scream”; Η δεύτερη ταινία, που ακολούθησε λίγους μήνες μετά την πρώτη, ήταν ένα εξίσου ευφυές σχόλιο πάνω στην ιδέα και την εκτέλεση των σίκουελ – ένα φιλμ πιθανώς ακόμα πιο επιδραστικό από το ορίτζιναλ, γυρισμένο στην τελευταία ίσως πιθανή στιγμή που θα μπορούσε το Χόλιγουντ να προτάξει την meta ιδέα πως «τα σίκουελ γενικά είναι χειρότερα από τα ορίτζιναλ». Η υποτιμημένη τρίτη ταινία έκλεισε την τριλογία βασισμένη στην επαναστατική ιδέα πως μπορεί να υπάρξει οριστικό φινάλε και πως μια τέτοια εμπορική αφήγηση μπορεί να κλείσει τον οποιονδήποτε δραματουργικό κύκλο.

Μια δεκαετία μετά οι ίδιοι δημιουργοί υπέσκαψαν την ίδια τους την θέση επιστρέφοντας για ένα ίσως παρεξηγημένο 4ο φιλμ, μες στο οποίο πλέον εξεταζόταν η ιδέα του legacy εντός των πετυχημένων franchise, κάτι που πλέον έχει επικρατήσει πλήρως στο σύγχρονο Χόλιγουντ. Αρκεί να κοιτάξεις τριγύρω ανά πάσα στιγμή και θα δεις ένα σωρό τέτοια σίκουελ, από το “Ghostbusters: Legacy” ως το “Spider-Man: No Way Home”. (Αλλά και το “Matrix Resurrections”, που όπως αναλύσαμε πρόκειται για μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση από μόνο του.)

Τι μένει να ειπωθεί;

Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ

Ακόμα μια δεκαετία αργότερα από το “Scream 4”, αυτή τη φορά οι ορίτζιναλ δημιουργοί είναι εκτός κάδρου. Ο θρύλος Γουές Κρέιβεν έχει πεθάνει (και μάλιστα η νέα ταινία αποτίει και τον απαραίτητο φόρο τιμής), ο δε Κέβιν Γουίλιαμσον περιορίζεται στο ρόλο του παραγωγού, που μάλλον εν προκειμένω έχει να κάνει περισσότερο με μια στάμπα έγκρισης για τη νέα δημιουργική ομάδα.

Οι σκηνοθέτες Ματ Μπελινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Γκίλετ έχουν ήδη τίμιο βιογραφικό στο είδος (το “Ready Or Not” του 2019 είναι από τις καλές πρόσφατες ανάλαφρες ταινίες τρόμου) και δουλεύουν πάνω σε ένα σενάριο των συνεργατών τους σε εκείνη την ταινία, Γκάι Μπιούζικ και Τζέιμς Βάντερμπιλτ (ο Βάντερμπιλτ έχει επίσης γράψει το “Zodiac” του Ντέιβιντ Φίντσερ). Η προσέγγιση είναι σαφής: Εισάγουμε μια εντελώς νέα γενιά ηρώων στο καταραμένο Γούντσμπορο, που έρχονται αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με ένα νέο Ghostface με αποτέλεσμα, αργά ή γρήγορα, να μπουν στην εικόνα ξανά οι legacy χαρακτήρες της αρχικής τετραλογίας, η Σίντνεϊ (Νιβ Κάμπελ), η Γκέιλ (Κόρτνι Κοξ) κι ο Ντιούι (Ντέιβιντ Αρκέτ).

Αυτό που έχει αλλάξει, μαζί με την ηλικία των ηρώων που από έφηβοι ήρωες γίνονται πλέον θρυλικά φαντάσματα του παρελθόντος, είναι η εποχή. Οι νέοι ήρωες και ηρωίδες είναι φυσικά ένα πολύ πιο συμπεριληπτικό γκρουπ από πάλλευκο του “Scream” (1996) με νέα πρόσωπα όπως την Μελίσα Μπαρέρα (του “In the Heights”), την Τζένι Ορτέγα, τον Ντίλαν Μινέτ του “13 Reasons Why”, την Μάικι Μάντισον του “Once Upon a Time… in Hollywood” και την Τζάσμιν Σαβόι Μπράουν του “Leftovers”. Συζητούν ακατάπαυστα για τα νέα στάνταρ και τα φρέσκα classics του κινηματογραφικού τρόμου («εγώ πάντως ακόμα προτιμώ το “Babadook”», λέει η μία), ταινίες που αναλύονται σήμερα σε σχέση με το θεματικό βάρος που επιχειρούν να φέρουν ανάμεσα στα τινάγματα (πολλές φορές εις βάρος της τεχνικής της αφήγησης του τρόμου, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Οι χαρακτήρες μιλούν και πάλι σα να γνωρίζουν πως παίζουν σε ταινία και, αυτή τη φορά, οι συζητήσεις τους επικεντρώνονται γύρω από τις νέες, σύγχρονες τάσεις της χολιγουντιανής μυθοπλασίας. «Αυτό δεν είναι σίκουελ, είναι requel», λέει η νέα εκδοχή του Ράντι Μικς (ο απαραίτητος χαρακτήρας που ξέρει τα πάντα για το είδος), «και οι κανόνες είναι διαφορετικοί στα requels». Το φιλμ σχολιάζει ακόμα και την τάση για σίκουελ που αποχωρούν ριζικά από το αρχικό υλικό (στο σύμπαν του φιλμ, η σειρά ταινιών τρόμου “Stab” μόλις είχε ένα σίκουελ που δεν άρεσε σε κανέναν και είχε τίτλο απλώς “Stab” αντί για “Stab 8”, όπως το νέο “Scream” έχει τίτλο “Scream” αντί για “Scream 5”!), καθώς και το βιτριόλι που εκτοξεύουν οι τοξικοί φανς απέναντι σε δημιουργούς σαν τον Ράιαν Τζόνσον, που γύρισε το πολυσυζητημένο “Last Jedi”.

ΣΤΥΛΙΖΑΡΙΣΜΑ, GORE ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Σε αντίθεση με πολλά από τα πράγματα που η αρχική σειρά ταινιών συζητούσε όμως, όλα αυτά δεν είναι στοιχεία που απαραιτήτως έρχονται τελικά να παίξουν ρόλο μέσα στο ίδιο το νέο φιλμ, στην κατασκευή και την αφήγησή του. Όπως λέγαμε και παραπάνω, ο meta-σχολιασμός έχει εξελιχθεί στο κλισέ, όταν μιλάμε για τα “Scream”. Το νέο φιλμ σχολιάζει τη νέα κινηματογραφική πραγματικότητα, αλλά δεν έχει κάτι αληθινό να πει – ποιος ήταν τελικά ο λόγος για αυτή την επιστροφή;

Αυτό δε σημαίνει πως, εκτελεστικά, δεν είναι διασκεδαστικό και ικανό ως σίκουελ τρόμου. Τα δομικά στοιχεία ενός “Scream” είναι όλα εδώ: Το whodunnit, οι φιλμικές αναφορές, η περίεργα τρωτή φιγούρα του απειλητικού κακού, και φυσικά το μοτίβο της εναρκτήριας σκηνής. Το «ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου» στο τηλέφωνο μιας κοπέλας που πρόκειται να γίνει το πρώτο θύμα του σίριαλ κίλερ είναι ίσως η πιο ισχυρή από τις “Scream” παραδόσεις κι εδώ χρησιμοποιείται ως όχημα για δήλωση πρόθεσης από τη νέα δημιουργική ομάδα: Υπάρχει μια μικρή ανατροπή που θέτει τις βάσεις για τη νέα δυναμική που η ταινία θέλει να εξερευνήσει, ενώ η ίδια η βία είναι πιο επιθετική, πιο εκτυφλωτική. Κάνει περισσότερο ήχο, ας το πούμε έτσι.

Η ιδέα του μυστηρίου γύρω από την ταυτότητα του δολοφόνου υπηρετείται πλήρως, ήδη από το meta πόστερ της ταινίας, που δηλώνει ευθέως «ο δολοφόνος είναι σε αυτή την αφίσα». Η ταινία κυκλώνει διαρκώς τους υπόπτους καθώς σταδιακά γίνεται όλο και πιο σαφές ποια είναι η σύνδεση των θυμάτων και τι -τελικά- σημαίνει αυτό που βλέπουμε. (Η ταυτότητα του Ghostface ήταν δυστυχώς, για αυτόν τον θεατή, εξαιρετικά προφανής.) Όμως η μεγάλη δύναμη του φιλμ είναι το ίδιο του το στυλιζάρισμα, με τους Μπετινέλι-Όλπιν και Γκίλετ να φέρνουν μια οπτική διάθεση που απουσίαζε ειδικά από τα μετέπειτα σίκουελ του Κρέιβεν. Η ταινία στάζει αποπνικτική απειλή κι αυτό αποτελεί θετική προσθήκη σε συνδυασμό με αρκετά ωμότερο gore – πάντα για τα δεδομένα του “Scream”.

Αν κάτι τοποθετεί την ταινία στο σήμερα, περισσότερο από τα λόγια, περισσότερο κι από την νέα τεχνολογία, είναι η αισθητική προσέγγιση της βίας. Στα χέρια των νέων σκηνοθετών η ταινία ποτέ δεν κάνει κοιλιά και ποτέ δεν φρενάρει. Όμως την ίδια στιγμή, υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτή την πρόθεση και σε ένα φιλμικό κείμενο που, τελικά, μοιάζει να έχει εξελιχθεί στο κλισέ που κάποια άλλη, πολύ φρεσκότερη ταινία, θα ερχόταν να αποδομήσει.

Στο τέλος είναι πολύ πιθανό να αναφωνήσεις «εντάξει, αρκετά τώρα», όσο πιθανό είναι να έχεις διασκεδάσει και την πορεία ως εκεί. Το “Scream” (2022) δεν ξαναγράφει τους κανόνες όσο τους επικαιροποιεί, σα να κάνεις edit ένα παλιότερο κείμενο κάποιου άλλου κειμενογράφου. Είναι καλή δουλειά, αλλά δεν είναι καινούργια.

*Το “Scream” κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 13 Ιανουαρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα