Η εξτραβαγκάντσα του νέου “Αλαντίν” δεν δικαιολογεί την ύπαρξή της

Η εξτραβαγκάντσα του νέου “Αλαντίν” δεν δικαιολογεί την ύπαρξή της

Μπορεί φέτος να είναι η χρονιά της Disney, αλλά ο πολύχρωμος “Νέος Κόσμος” του Γκάι Ρίτσι δεν εμπλουτίζει τον παλιό.

Με τα franchise των Star Wars και της Marvel στο ρόστερ της, την πρόσφατη αγορά του κινηματογραφικού καταλόγου και των τηλεοπτικών δικτύων της 20th Century Fox, τον ερχομό των “Frozen 2” και “Toy Story 4”, και τον προγραμματισμό τριών remakes της κλασικής φιλμογραφίας της (“Ντάμπο”, “Αλαντίν”, “Ο Βασιλιάς των Λιονταριών”), η Disney έχει ξεκάθαρες προθέσεις κατάληψης για τα ταμεία του 2019, και για τα ταμεία εις τον αιώνα τον άπαντα γενικότερα.

Το “Αλαντίν” βρίσκει το στούντιο μετά την εισπρακτική λαίλαπα των “Avengers: Endgame” και “Captain Marvel” – πρακτικά οπότε έχει το περιθώριο μιας πιο μέτριας επιτυχίας στο box office – αλλά δίνει την ιδανική αφορμή για να εξετάσουμε την καλλιτεχνική αξία των remakes ως βασικό εργαλείο της Disney.

Αλαντίν

*****

(Αλαντίν, Γκάι Ρίτσι, 2ω8λ)

Καστ: Γουίλ Σμιθ, Μίνα Μασούντ, Ναόμι Σκοτ, Ναβίντ Νεγκαμπάν

Η προηγούμενη ταινία του Γκάι Ρίτσι: Το “Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού” ήταν μια επιτηδευμένα ροκ διασκευή του αρθουρικού θρύλου, που επιχείρησε να μεταμορφώσει τον ήρωά της από παραγκωνισμένο αλητάκι των δρόμων στον διστακτικό Μεσσία του Κάμελοτ. Το εγχείρημα έμοιαζε τελικά περισσότερο με τρέιλερ κάποιας πραγματικής ταινίας που θα ερχόταν μετά το διάλειμμα για διαφημίσεις. Το ακριβώς προηγούμενο φιλμ του ωστόσο “Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.”, ήταν μια υποτιμημένη, γυαλιστερή περιπέτεια κατασκόπων που σε καλούσε να ευχηθείς για σίκουελ.

Η καινούρια: Αν η “Μικρή Γοργόνα” έφερε την Αναγέννηση της Disney τη δεκαετία του ‘90 και το “Η Πεντάμορφη και το Τέρας” τη συνέχισε κερδίζοντας την προσοχή των Όσκαρ, το “Αλαντίν” την εδραίωσε. Τότε το στούντιο είχε αποφασίσει ότι δεν θα ξανακατέβαζε το κεφάλι. Τώρα έχει αποφασίσει να ξεζουμίσει τη νοσταλγία μας για μία νέα, τρίτη χρυσή εποχή. Το επηρεασμένο από τις “Χίλιες και Μία Νύχτες” παραμύθι του ήρωα που έτριψε το λιχνάρι και ζήτησε από το μαγικό του τζίνι να γίνει ο πρίγκιπας που θα κέρδισε την κόρη του σουλτάνου, παραμένει ίδιο. Αυτό είναι και το πρόβλημά του.

Και πώς είναι: Η επιλογή του Ρίτσι ως σκηνοθέτη της ταινίας ήταν τουλάχιστον απροσδόκητη, αλλά και τρομερά ενδιαφέρουσα. Τα remakes που έχει παρουσιάσει ως τώρα η Disney έχουν ανάμεσά τους αναμενόμενης αφήγησης, καλές ταινίες (η συναισθηματική “Σταχτοπούτα” του ‘15 και το ζωηρό “Βιβλίο της Ζούγκλας” του ‘16 είναι καλά τέτοια παραδείγματα), αλλά και χάρτινες επαναλήψεις όπως η προπέρσινη “Πεντάμορφη” που ισοπέδωσε τα πάντα στο πέρασμά της μέχρι να γίνει η πιο επικερδής ταινία του ‘17 παγκοσμίως, αλλά δεν πρόσφερε τίποτα ως πρόταση σε σχέση με τον πρόγονό της.

Ο Τιμ Μπέρτον που ανάλαβε τον “Ντάμπο” όμως έδειξε μια αρχική, πιθανή τάση από το στούντιο να αφήσει δημιουργούς με πολύ προσωπική σφραγίδα να πειραματιστούν με τη φόρμουλα, και η ανάθεση, αντίστοιχα, του “Αλαντίν” στον Ρίτσι φάνηκε προς στιγμήν να την επιβεβαιώνει. Ο αιχμηρός ρυθμός και οι στακάτες λήψεις του σκηνοθέτη ωστόσο δεν κάνουν την εμφάνισή τους εδώ, όχι τουλάχιστον αρκετά για να ανακινήσουν το τυποποιημένο remake. Για τη μη γραμμική αφήγηση αλά “Snatch” που θα έκανε την αληθινή έκπληξη, ούτε λόγος.

Αντίθετα, το “Αλαντίν” παρουσιάζει ένα πλούσιο, πολύχρωμο σκηνικό περιορισμένο σε σετ που μοιάζουν μικρότερα από τον κόσμο που προσπαθεί να δημιουργήσει, με μουσικά νούμερα που ασφυκτιούν από τις ανέπνευστες κινήσεις της κάμερας και προσθήκες εκμοντερνισμού που είναι φειδωλές και, πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο, διακοσμητικές. Η ταινία διασκευάζει κάθε σκηνή του ορίτζιναλ σαν να μετράει προσεκτικά μέσα της τον ρυθμό και δεσμεύει την ιστορία σε άκαμπτες σεκάνς. Από το καστ τη γλιτώνει σίγουρα ο Γουίλ Σμιθ που σε πρώτη φάση είχε τρομάξει το σύμπαν με τη μπλε μορφή του Τζίνι, αλλά τελικά η αφοπλιστική ενέργεια και η ελαφράδα που βάζει στην ερμηνεία του είναι σωσίβιες λέμβοι. Ναι, η επεξεργασία του CGI είναι άβολη πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα προτιμούσαμε, αλλά σε όσες σκηνές δεν συμμετέχει η ταινία υποφέρει. Η Ναόμι Σκοτ επίσης ως Γιασμίν, είναι το μέλος του νεαρού καστ που υπόσχεται περισσότερα και αφήνεται στη ζωή του χαρακτήρα της, ενώ ο Αλαντίν του Μασούντ, παρότι φαίνεται να διαθέτει τη χαρισματικότητα που καλεί ο ρόλος, είναι σφιγμένος μέχρι και στους χορευτικούς τίτλους τέλους. Το ατυχέστερο κάστινγκ ωστόσο είναι αυτό του Μαρουάν Κενζάρι ως Τζαφάρ, που δεν θα μπορούσε να έπαιζε τον Ντισνεϊκό Κακό πιο στερεοτυπικά. Οι απόπειρές του να φανεί απειλητικός είναι μερικές από τις πιο αμήχανες στιγμές του διώρου.

Και ερχόμαστε στην ερώτηση των πολλών εκατομμυρίων δολαρίων: Όταν η Disney θα ξεμείνει από ταινίες για remake στο μακρινό μέλλον, ποια θα είναι η καλλιτεχνική αξία όλου αυτού του εγχειρήματος στον απολογισμό του; Δεν υποχρεούται κανένα remake να ξεπεράσει το ορίτζιναλ για να είναι απολαυστική ταινία, νωρίτερα μάλιστα ανέφερα σχετικά παραδείγματα από το ίδιο στούντιο, αλλά μια φρέσκια ματιά υποδηλώνει τουλάχιστον προσπάθεια. Το “Αλαντίν” είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα που είχαμε μέχρι τώρα για τη Disney λογική των live-action μεταφορών της: Η δύναμη της νοσταλγίας είναι απελευθερωτική. Δεν χρειάζεται να είναι όσο καλές ήταν οι εκδοχές κινουμένων σχεδίων τους για να πετύχουν. Δεν χρειάζεται καν να είναι καλές.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Το νέο σόλο τραγούδι της Γιασμίν που έγραψε ο θρύλος Άλαν Μένκεν είναι ένα πολύ ευχάριστο διάλειμμα. Ως ολοκαίνουριο, ξαφνιάζει σε μια τόσο τυπική μεταφορά και σε βγάζει από τον λήθαργο. Όπως συνέβη και με το “Evermore” του “Πεντάμορφη και το Τέρας” που σκανδαλωδώς έμεινε εκτός των υποψηφιοτήτων Όσκαρ το ‘18, ο Μένκεν αποδεικνύει γιατί εξακολουθεί να είναι ένα από τα υπερόπλα του στούντιο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα